Ένα “οσκαρικό” ντοκιμαντέρ, η οικονομική κρίση, οι μοιραίες αναλογίες με την Ελλάδα και η… Χρεοκρατία

Στο επίκεντρο, το βραβευμένο φέτος με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του Τσαρλς Φέργκιουσον,“Ιnside Job”, το οποίο πραγματεύεται την πρόσφατητραπεζική κρίση των ΗΠΑ που απλώθηκε σε όλον τον κόσμο, περιλαμβανομένης της χώρας μας, και ακόμη και σήμερα, τρία χρόνια μετά, απέχουμε πολύ από το να ισχυριστούμε ότι αυτή (η μία ακόμη) καπιταλιστική κρίση βαίνει προς το τέλος της. Πρόκειται για μία ακριβή παραγωγή, χρηματοδοτημένη από τη Sony, με ισχυρούς συντελεστές (Matt Damon στην αφήγηση) και ακόμη πιο ισχυρούς “προσκεκλημένους”. Κατά συνέπεια όσοι αναμένετε μία ταξική προσέγγιση του θέματος και εκ θεμελίων αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος, απλώς προσπεράστε.
Οι υπόλοιποι όμως, όσοι δηλαδή δεν έχετε ψευδαισθήσεις ότι θα μπορούσε ποτέ να προταθεί η σοσιαλιστική διέξοδος από την καπιταλιστική λαίλαπα που κατακαίει τον κόσμο σε μία αμερικανική παραγωγή, όχι μόνο μείνετε, αλλά δείτε το οπωσδήποτε.
Ο Φέργκιουσον, χρησιμοποιώντας την τακτική του Μάικλ Μουρ (αλλά όχι τις ευκολίες και τους θεατρινισμούς του), καταφέρνει να παρουσιάσει με εξαιρετικά εκλαϊκευμένο τρόπο το σκηνικό της κρίσης του 2008, συνδέοντάς τη με τις αφορμές, τους ανθρώπους και τις πολιτικές που τη δημιούργησαν. Με κοφτό μοντάζ, εξαιρετική μουσική υπόκρουση και αποτελεσματική νοηματική σύνδεση των συνεντεύξεων και των βίντεο, το “Inside Job” προσεγγίζει, όσο ελάχιστα ντοκιμαντέρ, τους ρυθμούς ενός θρίλερ. Ο δημιουργός του ρίχνει στις παγίδες που έχει έξυπνα στήσει στους οικονομικούς παράγοντες από τους οποίους παίρνει συνεντεύξεις, χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά την εικόνα, ώστε να γκρεμίσει εντελώς την αλαζονεία των πανίσχυρων (απο)ρυθμιστών της παγκόσμιας οικονομίας. Στελέχη τραπεζών, σύμβουλοι κυβερνήσεων και καθηγητές παγκοσμίου φήμης πανεπιστημίων, πίστεψαν ότι θα έδιναν μία ακόμη παράσταση μπροστά στην κάμερα. Βρίσκονται τελικά έκθετοι από την επιμονή του διαβασμένου συνομιλητή τους. Σκοτ Τάλμποτ (αρχιλομπίστας), Φρ. Μίσκιν (πρ. διευθυντής Ομοσπ. Τράπεζας), Ντ. ΜακΚόρμικ (γραμματέας υπ. οικ. κυβέρνησης Μπους), Τζον Κάμπελ (επικεφαλής του Τομέα Οικονομικών του Χάρβαρντ): όλοι τους τραυλίζουν, ιδρώνουν, εκνευρίζονται, βρίζουν, απαιτούν να κλείσει η κάμερα. Κι όλα αυτά με τον κινηματογραφιστή να ζουμάρει στα πρόσωπα που χάνουν το χρώμα τους μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο Φέργκιουσον εκθέτει επιπλέον μία ντουζίνα μεγαλοπαραγόντων που δεν τόλμησαν να βρεθούν απέναντι στην κάμερά του, αρνούμενοι να συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ.
Μπαίνοντας στα ενδότερα, ο δημιουργός του “Inside Job” έχει άποψη και την κάνει ξεκάθαρη από την αρχή. Δεν αμφισβητεί το οικονομικό σύστημα, αλλά το κατεστημένο που το ρυθμίζει, ή -αν προτιμάτε- που το αποσυντονίζει. Θεωρεί ότι ο μεταπολεμικός καπιταλισμός υπήρξε άκρως αποτελεσματικός για Ευρώπη και Αμερική, όσο οι τράπεζες λειτουργούσαν με τον πρωταρχικό τους ρόλο και οι πολιτικοί ήλεγχαν την οικονομία. Με σαφέστατες κεϊνσιανές καταβολές, εντοπίζει το πρόβλημα στη διάλυση του ελεγχτικού μηχανισμού, η οποία επιτεύχθηκε με την εισβολή της Wall Street στις κυβερνήσεις Μπους και Κλίντον. Στελέχη τραπεζών, ασφαλιστικών και χρηματιστηριακών οίκων, όντας παράλληλα υπουργοί, γερουσιαστές και σύμβουλοι κυβερνήσεων, όριζαν την πολιτική που βόλευε την αδηφάγο χρηματοπιστωτική αγορά και κέρδιζαν από παντού. Ήταν τόση η επέκταση, ώστε λίγο πριν το τέλος κυριολεκτικά αφήνιασαν και άρχισαν να “σκοτώνουν” οικονομικά τους ίδιους τους πελάτες τους. Θεωρεί την αγορά παραγώγων και τα CDS ως τα απόλυτα εργαλεία καταστροφής και τον αδηφάγο πλουτισμό των στελεχών της Wall Street (τα περίφημα “Golden Boys”) ως υπαίτιο για το κραχ του 2008. Αφιερώνει ένα μεγάλο κομμάτι του ντοκιμαντέρ για να καταδείξει τις ευθύνες του καθηγητικού κατεστημένου στα πιο ισχυρά πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Κολούμπια, Μπέρκλεϊ κ.α.). Αναδεικνύει το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι που είναι υπαίτιοι για την κρίση, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά είτε παρέμειναν, είτε επέστρεψαν στα διοικητικά και κυβερνητικά τους πόστα δίπλα στον Ομπάμα, για να καταλήξει σε ένα πολύ συγκεκριμένο αίτημα προς τον αμερικάνικο λαό: απαιτήστε τον έλεγχο της αγοράς χρήματος, την έξοδο από τις κυβερνητικές θέσεις των ανθρώπων που προκάλεσαν την κρίση και την παραδειγματική τιμωρία τους.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που εκτίθενται μεγαλοστελέχη όπως ο Φρέντρικ Μίσκιν (πρ. διευθυντής Ομοσπ. Τράπεζας) στο φακό του Inside Job
Όπως ανέφερα παραπάνω το “Inside Job” καταφέρνει να εκλαϊκεύσει την περιγραφή του οικονομικού συστήματος που προκάλεσε την κρίση, χωρίς να αναλώνεται σε λαϊκίστικες ευκολίες. Μπορεί να αφαιρεί στοιχεία από την ευρύτερη καπιταλιστική πραγματικότητα και να αντιλαμβάνεται την παρούσα κατάσταση ως κάτι ξεκομμένο από το σύστημα, ως προσχεδιασμένο δυστύχημα με συγκεκριμένους θύτες, ωστόσο ο θεατής εισπράττει τουλάχιστον μία άκρως ικανοποιητική καταγραφή, απόλυτα κατανοητή, χωρίς να νιώσει ηλίθιος ή χειραγωγημένος. Ο Φέργκιουσον οδηγεί σε συμπεράσματα εκμεταλλευόμενος κατά κόρον την “αντίπαλη παράταξη”, ωστόσο δεν αποφεύγει κάποια χτυπητά φάουλ.Κατ’ αρχήν φαίνεται να θεωρεί τους Ευρωπαίους πολιτικούς και γενικότερα την ΕΕ ως πολύ πιο… πολιτικούς και αποφασιστικούς από ό,τι η αμερικάνικη κυβέρνηση, κάτι που δικαιολογείται ως ένα σημείο, καθώς είναι συνηθισμένο να δημιουργούμε μύθους για το “εξωτερικό”, ειδικά όταν θέλουμε να κατακρίνουμε τα του οίκου μας. Κατά δεύτερον, σκιαγραφεί το ΔΝΤ ως το θεματοφύλακα του κεϋνσιανισμού, παρουσιάζοντάς το ως το μόνο φορέα που έκρουε έγκαιρα τον κώδωνα του κινδύνου. Περιττό να αναφέρω πόσο φτιάχνει το προφίλ του Στρος-Καν, ειδικά εν όψει εμπλοκής του στις γαλλικές εκλογές (σ.σ. κόντεψα να πιστέψω ότι είναι βέρος σοσιαλιστής). Τέλος, ο Σόρος εμφανίζεται ως ο καλός παπούλης που μεταφέρει την οικονομική του σοφία στο πόπολο. Ως ο παλαιών αρχών καπιταλιστής που “δε γνώριζε τι είναι CDS” (σ.σ. κι όμως, το δηλώνει on camera).

Εμείς και οι άλλοι

Παρακολουθώντας το “Inside Job” είναι αδύνατο να μην κάνεις παραλληλισμούς με την ελληνική πραγματικότητα,παρότι τα όσα περιγράφει λίγο έχουν να κάνουν με την οικονομική κατάσταση της χώρας μας.
Κατά την άποψή μου, ο σημαντικότερος προβληματισμός που δημιουργεί το ντοκιμαντέρ έχει να κάνει με την διαπλοκή, αλλά και ταύτιση σε μεγάλο βαθμό, του πολιτικού κατεστημένου με το οικονομικό και το πανεπιστημιακό – ειδικότερα των οικονομικών σχολών. Πρόκειται για ένα πρόβλημα με τρεις εξίσου σημαντικές απολήξεις:
(α) υποταγή της πολιτικής στην οικονομία,
(β) η εξυπηρέτηση συμφερόντων ως αναπόσπαστο τμήμα της άσκησης διακυβέρνησης και
(γ) αναγωγή του οικονομικού συστήματος σε θεόσταλτο δόγμα.
Ο Φέργκιουσον επιμένει σε πολυάριθμα τέτοια παραδείγματα, επιλέγοντας μάλιστα να επιτεθεί (και ξεφτιλίσει) ειδικά στο καθηγητικό κατεστημένο. Καθηγητές, πρυτάνεις και πρόεδροι πασίγνωστων πανεπιστημίων, όπως το Χάρβαρντ και το Κολούμπια, έχουν ταυτόχρονα τρεις εργοδότες με αντικρουόμενα συμφέροντα (κυβέρνηση, πανεπιστήμιο, ιδιωτικές εταιρείες). Αναπαράγουν μελέτες, συμβουλεύουν υπουργούς και συγγράφουν πονήματα, αυστηρά και μόνο για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων. Οι ίδιοι που εργάζονται ως σύμβουλοι ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμβουλεύουν ταυτόχρονα και τις κυβερνήσεις στο πώς θα τους “ελέγξουν”! Ταυτόχρονα στις σχολές αναπαράγουν το δικό τους αντίτυπο επιστήμονα στέλνοντάς το να συμβουλέψει ή ακόμη και να κυβερνήσει τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου.
Ως συνήθως, η Ελλάδα αποτελεί ένα κακέκτυπο υπό κλίμακα όλης της δυτικής παθογένειας. Ο επικεφαλής διαχείρισης του ελληνικού χρέους,Πέτρος Χριστοδούλου, υπήρξε στέλεχος επί μία δεκαετία της Goldman Sachs και της JP Morgan. Η Έλενα Παναρίτη, ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και υποψήφια να αναλάβει ενεργό ρόλο στο πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, υπήρξε στέλεχος του ΔΝΤ, υπεύθυνη μάλιστα για νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις κατά τη δεκαετία του ’90 στο Περού. Ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ, Γιάννης Στουρνάρας, υπήρξε σύμβουλος (για θέματα Οικονομικής Σύγκλισης) του Σημίτη, Διευθύνων Σύμβουλος της Εμπορικής Τράπεζας και είναι ταυτόχρονα καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο επικεφαλής του ΙΣΤΑΜΕ, του σημαντικότερου κυβερνητικού think tank, Ηλίας Μόσιαλος έχει διδάξει στο LSE (στον τομέα της Υγείας) και υπάρξει ταυτόχρονα σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Ο “τσάρος” της Νέας Δημοκρατίας, Γ. Αλογοσκούφης, έχει υπάρξει σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και ταυτόχρονα καθηγητής στο Birkbeck του Λονδίνου και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στην Ελλάδα μάλιστα, που η διαφάνεια στα πεπραγμένα των πολιτικών βρίσκεται σε αντιστοιχία με εκείνη του… “πόθεν έσχες” τους, η διαπλοκή με τον ιδιωτικό τομέα είναι και πολυεπίπεδη και ιδιαίτερα σκοτεινή. Αν καταπιαστούμε και με τις οικογενειακές τους σχέσεις (σύζυγοι, πεθεροί, κουμπάροι κ.λπ.) η λίστα δε θα έχει τελειωμό.
Πέτρος Χριστοδούλου: Τι δουλειά έχει μία αλεπού (της GS) στο (ελληνικό) παζάρι;
Τα παραπάνω δεδομένα εξηγούν και σε μεγάλο βαθμό το ερώτημα που βασανίζει πολλούς: πώς είναι δυνατόν τόσο λαμπροί επιστήμονες με αναμφίβολη οικονομική κατάρτηση να τα κάνουν τόσο… θάλασσα;Κανείς τους δεν ξέχασε τις γνώσεις του με το που ανέλαβε κυβερνητικό θώκο ή θέση συμβούλου κυβέρνησης. Kανενός η νοημοσύνη δεν μειώθηκε με το που μετακινήθηκε στην πολιτική. Παρέμειναν ικανότατοι επιστήμονες με εξαιρετικές γνώσεις και -αρκετοί από αυτούς- με τις ίδιες υψηλές διαχειριστικές ικανότητες με εκείνες που επιδεικνύουν κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου στον ιδιωτικό τομέα. Και δεν ισχυρίζομαι καν ότι κατά την εμπλοκή τους με το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, την Goldman Sachs κ.λπ. συνέβαλαν ενεργά στα κερδοσκοπικά κόλπα του “καπιταλισμού ζόμπι”, αλλά πολύ απλά ότι αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συστήματος συμφερόντων που επιβάλλει -εκ των πραγμάτων- κοινή πρακτική και φιλοσοφία στα μέλη του. Για να απαντηθεί λοιπόν το ερώτημά σας, θα πρέπει να θέσουμε ένα δεύτερο ερώτημα:
Γιατί ένα στέλεχος των 40-50.000 ευρώ (μηνιαίως) μετακινείται σε μία θέση των 5-6.000; Λόγω πατριωτισμού; Λόγω ιδεολογίας; Λόγω αλτρουϊσμού;
Το “Inside Job” στέκεται πάρα πολύ (ίσως υπερβολικά) στους μισθούς των golden boys που είτε συμβουλεύουν την αμερικάνικη κυβέρνηση, είτε διδάσκουν στα πανεπιστήμια και ταυτόχρονα εισπράττουν παχυλότατα μπόνους από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ακόμη και ειδικοί νόμοι έγιναν για να τους εξυπηρετήσουν, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Χένρι Πόλσον, ο οποίος όταν ανάλαβε το υπουργείο οικονομικών επί Μπους έπρεπε να ρευστοποιήσει τις μετοχές του αξίας μερικών εκατοντάδων εκατομμυνερίων δολαρίων. Η κυβέρνηση Μπους όμως είχε φροντίσει να τον απαλλάξει από τους φόρους, με αποτέλεσμα να του κάνει δώρο με αυτόν τον τρόπο 50 εκατομμύρια δολλάρια. Δεν γνωρίζω το κατά πόσο οι σύμβουλοι της κυβέρνησης συνεχίζουν να πληρώνονται και πώς από τις ιδιωτικές τους συνεργασίες, αν και όλη η πολιτική ελίτ διαθέτει αξιομνημόνευτα χαρτοφυλάκια στο χρηματιστήριο. Ωστόσο, η δεδομένα υποδεέστερη διαφάνεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε σχέση με το αμερικάνικο με κάνει να πιστεύω ότι η πραγματικότητα ενδέχεται να είναι και χειρότερη.

Τι δουλειά έχει εδώ η Χρεοκρατία;

Η πρόσφατη κυκλοφορία του Debtocracy, ενός ντοκιμαντέρ από την “ίδια όχθη” που πραγματεύεται πάνω-κάτω το ίδιο ζήτημα, μοιραία οδηγεί τον θεατή σε συγκρίσεις. Μπορεί να χωρίζει χάος τις δύο δημιουργίες, καθώς από τη μία έχουμε μία πανάκριβη παραγωγή χρηματοδοτούμενη από μία μεγάλη πολυεθνική και με πρόσβαση στα μεγαλύτερα κεφάλια του διεθνούς καπιταλισμού και από την άλλη μία αυτοχρηματοδοτούμενη προσπάθεια μίας χούφτας ανθρώπων σε μία μικρή χώρα της Ευρώπης, ωστόσο οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες κυρίως από ένα και μόνο απόλυτα ταυτισμένο σημείο τους. Και τα δύο ντοκιμαντέρ καταλήγουν σε μία πολύ συγκεκριμένη πρόταση που απευθύνεται στο λαό και τον καλεί να γίνει συμμέτοχος.
Τόσο ο Χατζηστεφάνου, όσο και ο Φέργκιουσον, έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο ζητούμενο στο μυαλό τους. Ο μεν ένας τη συγκρότηση της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του χρέους, ο δε άλλος την παραπομπή των υπαίτιων σε δίκη και την κάλυψη της οικονομικής ζημιάς που οι ίδιοι δημιούργησαν. Και οι δύο καλούν τους πολίτες να στηρίξουν τα αιτήματά τους. Και οι δύο χρησιμοποιούν την έρευνά τους προκειμένου να οδηγηθούν σε αυτό το ένα συγκεκριμένο αίτημα που τους απασχολεί. Το βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του Φέργκιουσον ανήκει στην ίδια κατηγορία (τηρουμένων των αναλογιών) με τη “Χρεοκρατία”.
Ως εκ θαύματος, οι συνήθεις ύποπτοι “ενσωματωμένοι” κριτικοί υποδέχτηκαν το “Inside Job”, όπως ακριβώς οι δικοί μας τη “Χρεοκρατία”. Το βρήκαν μονομερές, αφελές, “κομμουνιστικό”, προπαγανδιστικό και δημαγωγικό. Καμία έκπληξη…
Η μία σημαντική -κατά τη γνώμη μου- διαφορά μεταξύ των δύο, αποτελεί η κυρίαρχη επιλογή των προσώπων όπου απευθύνθηκαν οι δύο δημιουργοί. Ενώ ο Χατζηστεφάνου καταφεύγει σε οικονομικούς αναλυτές που θα στηριξουν την άποψή του, ο Φέργκιουσον απευθύνεται και στην άλλη άποψη προκειμένου να την αποδομήσει. Είναι αλήθεια ότι τα πιο δυνατά σημεία του “Inside Job” αποτελούν οι συνεντεύξεις των Μίσκιν, Τάλμποτ, ΜακΚόρμικ και Κάμπελ, οι οποίοι λυγίζουν κάτω από την πίεση των ερωτήσεων και εκτίθενται από μόνοι τους στα μάτια του θεατή. Μπορεί ο Φέργκιουσον να κατηγορείται από τους πολέμιούς του ότι χειραγωγεί το κοινό μέσω της εικόνας τρεμάμενων στελεχών και πανεπιστημιακών που τρώνε τα λόγια τους, ωστόσο αυτό αποτελεί μία πολύ φθηνή δικαιολογία απέναντι στη συντριπιτικά ισχυρότερη πραγματικότητα. Ο Χατζηστεφάνου από την άλλη έδωσε το πάτημα στους πολέμιούς του (σ.σ. ήταν δεδομένο ότι θα αποκτούσε τέτοιους και μάλιστα πολλούς) να τον κατηγορήσουν για μονομέρεια και, γνωρίζοντας τη δουλειά του Άρη, είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει ακόμη καλύτερα στο να απογυμνώσει το νεοφιλελεύθερο ιερατείο που λυμαίνεται την ελληνική οικονομία. Είθε η “Χρεοκρατία 2″ να το πετύχει…




Παρακολουθήστε online την ταινία και κατεβάστε την στον υπολογιστή σας: StageVu

Από Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.