Το βιβλίο απαγορεύθηκε από τη δικτατορία Μεταξά και αντίτυπά του κάηκαν μπρος στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να επανεκδοθεί και το 1956 ο ποιητής το έστειλε στον Μίκη Θεοδωράκη, που σπούδαζε μουσική στο Παρίσι. Ηταν μια βροχερή μέρα του 1958 όταν ο τελευταίος διάβαζε το έργο, περιμένοντας μέσ' στο αυτοκίνητο τη γυναίκα του, Μυρτώ, να ψωνίσει στο ελληνικό μπακάλικο. Ο οίστρος όμως δεν περίμενε: και το ίδιο εκείνο απόγευμα μελοποίησε τα περισσότερα ποιήματα.
Επρεπε να περάσουν ακόμα δύο χρόνια για να ενορχηστρώσει ο Μάνος Χατζιδάκις μερικά από αυτά και να τα ηχογραφήσει στην αυγουστιάτικη Αθήνα του 1960, με τη Νάνα Μούσχουρη σε μια από τις καλύτερες στιγμές της. Ο δεκαπεντασύλλαβος της λαϊκής ποίησης παντρεύτηκε με κελαρυστές μελωδίες κρητικής, επτανησιακής αλλά και βυζαντινής καταγωγής. Ομως ο Θεοδωράκης, που είχε επιστρέψει πλέον στην Ελλάδα, αναζητούσε κάτι αδρότερο για να συνεγείρει τον λαϊκό κόσμο. Ετσι αποφάσισε την αναπάντεχη ηχογράφηση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη στην Columbia.
Η γοητευτική περιπέτεια του «Επιτάφιου» είχε πολλά ακόμα επεισόδια. Τον Οκτώβριο του 1960 στην εστία της Ενωσης Κρητών Φοιτητών, ο Θεοδωράκης υπερασπίστηκε τον «λυρικό, επιθαλάμιο» ήχο του Χατζιδάκι, που ουσιαστικά τον είχε συστήσει στο αθηναϊκό κοινό, αλλά πιο πολύ τον δικό του, που είναι «για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε κι αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά». Ομως, από τη μια οι συντηρητικοί συνθέτες και κριτικοί, από την άλλη οι μονόχνοτοι κομματικοί δεν εννοούσαν να δεχτούν το έργο, που αργότερα ηχογραφήθηκε και με τη Μαίρη Λίντα.
Ακριβώς πριν από 50 χρόνια, το 1961, ο Θεοδωράκης παρουσίασε επιτέλους τον «Επιτάφιο» σε συναυλίες μέχρι και τη Μακεδονία. Η μοναδική φωνή του Μπιθικώτση συνέπαιρνε τον κόσμο παρ' όλους τους «αγανακτισμένους πολίτες», που έκοβαν το ρεύμα ή κλείδωναν τις αίθουσες και απειλούσαν τους καλλιτέχνες.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας θυμούνται διαφορετικά τις λεπτομέρειές της. Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ο διευθυντής της Columbia, μου είχε πει ότι η δεύτερη ηχογράφηση «ήταν μια επιχειρηματική επιλογή» απέναντι στη «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά και το ισχυρό ζευγάρι της: τον Χατζιδάκι και τη Μούσχουρη. Συμφωνώντας μαζί του, η πρώτη ερμηνεύτρια του έργου θεώρησε ότι «σε μια εποχή θολή από πολιτικές έριδες, ο Θεοδωράκης μετέφερε στο τραγούδι την εμπάθεια».
Ομως, όλ' αυτά ανήκουν πια στην Ιστορία. Ο «Επιτάφιος» παραμένει ζωντανός, γνωρίζοντας νεότερες διασκευές, όπως τη διασκευή του Σταύρου Ξαρχάκου αλλά και τις κιθαριστικές του Τζον Ουίλιαμς, του Ιάκωβου Κολανιάν και, μόλις πρόσφατα, του Μίλος Καραντάγκλιτς από το Μαυροβούνιο. Οσο για τις πρώτες, ιστορικές, εκτελέσεις, αλληλοσυμπληρώνονται, εκπροσωπώντας διαφορετικές αλλ' αυθεντικές πλευρές της ελληνικής κοινωνίας. Είναι κάτι που τα κόμματα αξίζει να θυμούνται, όταν πασχίζουν αμήχανα να γίνουν πιστευτά. Οι επιλογές που τόσο σθεναρά από τότε υπερασπίζονταν έγιναν σκόνη στο πέρασμα των χρόνων. Αν κάτι επέζησε, είναι το ανθρώπινο παράδειγμα και η ποιητική του απαθανάτιση. Θυμίζοντας μια εποχή με μεγαλύτερες προκαταλήψεις αλλ' ακόμα μεγαλύτερες ελπίδες.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.