Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου *
Σε μια σειρά ελιγμών διάσωσης, που φαντάζουν σαν τον χορό της κοιλιάς, επιδίδονται τούτες τις ώρες οι φορείς του δικομματισμού, τα ΜΜΕ της πολιτικο-επιχειρηματικής τάξης, ο «ΣΕΒ» και διάφοροι παράγοντες «υιοθετημένοι» από συγκροτήματα, από λέσχες κλπ. Παράλληλα η αριστερά μοιάζει να δίνει αγώνα έκφρασης, ή κατ’ άλλους «καπελώματος» του κινήματος ρευστοποίησης των σχέσεων εξουσίας στη χώρα μας, οι οποίες μέχρι χθες φάνταζαν ακλόνητες.
Το καθεστώς αμφισβητείται πλέον δομικά - και όχι απλώς λειτουργικά - και από την τρόικα και από όλους τους κρίσιμους παράγοντες για την εξέλιξη της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Όταν δεν αμφισβητείται ανοιχτά, εμμέσως υποδηλώνεται ότι δεν μπορεί να αντέξει την εξέλιξη της κρίσης δίχως αναμόρφωση. Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν να αμφισβητείται κατά τον ίδιο τρόπο και από το μισό περίπου εκλογικό σώμα.
Η ρευστοποίηση των εξουσιαστικών σχέσεων υποδηλώνει την κατάρρευση του ελληνικού εξουσιαστικού μύθου. Δεν υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη στην ικανότητα των κομμάτων του δικομματισμού να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πελατών τους ή των εν δυνάμει πελατών τους. Το καθεστώς πατρωνίας στη χώρα κλονίζεται και τρέμει τα χειρότερα: την εξέγερση των πελατών.
Τούτο θα έπρεπε να αντιληφθεί η ευρύτερη αριστερά, αν πράγματι επεδίωκε την κοινωνική χειραφέτηση από το καθεστώς στην Ελλάδα και όχι την λαϊκή χειραφέτηση με όρους λενινισμού. Δεν αμφισβητούν οι Έλληνες τον καπιταλισμό, αλλά την συγκεκριμένη πολιτική του έκφραση στην χώρα μας. Από εκεί θα έπρεπε κανείς να ξεκινήσει για να προχωρήσει θίγοντας τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, οι οποίες ασφαλώς συνδέονται με την γενικότερη κεφαλαιοκρατική και πατριαρχική οργάνωση των κοινωνιών παγκοσμίως. Λαϊκή πάλη ανάποδα δεν γίνεται. Ξεκινά κανείς πάντα από την αντιμετώπιση του προβλήματος, που συνειδητοποιείται γενικότερα σε μια κοινωνία και δίνει απάντηση με κριτήριο φυσικά την ιδεολογική του προσέγγιση. Ασφαλώς σοσιαλιστική απάντηση θα περίμενε κανείς από την αριστερά στην σημερινή κρίση, όμως καθώς κανείς μέχρι τώρα δεν έχει καλλιεργήσει τις πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για λαϊκή επανάσταση, η οποιαδήποτε μορφή οργανωμένης δομικής αμφισβήτησης του καθεστώτος, δεν μπορεί παρά να λάβει σοσιαλδημοκρατική έκφραση, για να έχει στοιχεία λογικής, δηλαδή πολιτικής συνοχής. Το ερώτημα που απασχολεί τους Έλληνες είναι αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν σοσιαλδημοκρατικά μέτρα να αντιπαρατεθούν στα νεοφιλελεύθερα του καθεστώτος και των πολιτικών του φορέων, ώστε να υπάρξει πρόοδος και ευημερία δίχως να θιγεί περαιτέρω το δημόσιο συμφέρον και δίχως να ενταχθεί η κοινωνία σε ένα ατελείωτο σπιράλ φτωχοποίησης.
Αν ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχουν σοσιαλδημοκρατικά εργαλεία, επειδή μεταλλάχθηκε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία σε πολιτικά νεοφιλελεύθερο μόρφωμα – εξαιτίας πληθώρας ιστορικών συμβάντων, που αναφέρονται στην εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού λόμπυ και των ΗΠΑ μετά τον πόλεμο – είναι σαν να θέτουν οι φορείς της αριστεράς το δίλημμα στον πολίτη: διάλεξε, με εμάς και την σοσιαλιστική επανάσταση ή με τους άλλους και την παγκόσμια κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, τις συνέπειες του οποίου βιώνεις. Όχι, είναι τραγικό σφάλμα τα κόμματα που εκφράζουν τον λαό και όχι τις ελίτ, να θέτουν διλήμματα αυτής της μορφής στη κοινωνία. Το δημοκρατικό και μη-δογματικό θα ήταν το αντίστροφο, η κοινωνία να θέτει διλήμματα στην οργανωμένη αριστερά, και μάλιστα επιτακτικά σε περιόδους κοινωνικής κρίσης. Το δίλημμα των καιρών είναι σαφές: μπορεί η αριστερά να οδηγήσει στην αποκαθήλωση του καταστροφικού καθεστώτος και στην δημιουργία προϋποθέσεων για δημοκρατικό μετασχηματισμό, ο οποίος ασφαλώς θα επιδιώξει τον σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό στο βαθμό που η κοινωνία τον αναζητήσει και στο μέτρο που οι παγκόσμιες εξελίξεις το επιτρέψουν, ή όχι. Μπορεί η αριστερά να καλύψει το κενό που αφήνει η μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ σε απολύτως νεοφιλελεύθερο κόμμα, δίχως να χάσει η ίδια τον ιδεολογικό της προσανατολισμό ή όχι. Αν όχι, τότε μιλούμε είτε για επαναστατική αριστερά, είτε για μια μορφή «επαναστατικίζουσας» καθεστωτικής αριστεράς, που δεν αγχώνεται, περιμένοντας το εκλογικό σώμα να αποκτήσει ταξική συνείδηση, η οποία να ταυτίζεται πολιτικά με την κομματική καθοδήγηση – δηλαδή κομματική συνείδηση, καθώς ένα είναι το κόμμα της λαϊκής εξουσίας, ένας είναι ο δρόμος για τον σοσιαλισμό, μια η αλφαβήτα της λαϊκής χειραφέτησης και …ένας ο λαός και ο φυσικός του ηγέτης! Τέλος, μπορεί η κοινοβουλευτική αριστερά να απαλλαγεί με μια θαρραλέα πολιτική πρακτική από τον δίκαιο ψόγο αρκετών, ότι όχι μόνον δεν εμπόδισε την ανάπτυξη του πελατειακού κρατισμού, αλλά αντιθέτως τον ενίσχυσε διαμορφώνοντας παράλληλα και τα δικά της καθεστωτικά δίκτυα σε όλους σχεδόν τους χώρους όπου αναπτύσσεται το δημόσιο συμφέρον;
Είναι μεγάλο το πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα και δυστυχώς μοιάζει να το αγνοούμε ή, ακόμη χειρότερα, να το παραγνωρίζουμε. Ένα σημαντικό μέρος της οργανωμένης αριστεράς μετατράπηκε σε φορέα της διαπλοκής και ένα άλλο σε καθεστωτικό αντίλογο με αντικαπιταλιστική ρητορεία και πολιτική πρακτική «εργασιασμού» και εκεί παραμένει σαν να βρισκόμαστε στο ’70-80. Η αριστερά δεν έχει πρότυπο να παρουσιάσει σήμερα και αυτό δεν θα ήταν καθόλου κακό, αν δεν πολιτευόταν με κανόνα τον λενινισμό ή, ακριβέστερα, αντιφατικές αναπαραστάσεις του λενινισμού. Η αριστερά πρέπει να αναγεννηθεί, να ξεκινήσει από την αρχή, δίχως ασφαλώς να ξεχάσει την εμπειρία της: τους λαϊκούς αγώνες της, την θετική της συμβολή στην διαμόρφωση προοδευτικών αστικών δικαιωμάτων, την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και τα πολιτικά της σφάλματα και την προβληματική κουλτούρα της, τα οποία πλήρωσαν πρώτοι από όλους οι αγωνιστές του προοδευτικού κινήματος.
Θα μου πεις ίσως: ωραία στιγμή βρήκες και εσύ να κάνεις κριτική στην αριστερά! Τώρα, που το καθεστώς πιάνεται από τα μαλλιά του για να μην πνιγεί μέσα στο ναυάγιο που το ίδιο προκάλεσε! Τώρα που σκέφτεται να πράξει νέα εκλογική απάτη με «δημοψηφισματικές εκλογές» - όχι δημοψήφισμα - ή κάτι παρόμοιο! Το κάνω όσο πιο «τρυφερά» γίνεται, επειδή θεωρώ ότι το καθεστώς φουσκώνει τα σωσίβιά του αυτές τις ώρες, ενώ τα δυο-τρίτα της κοινωνίας έχουν μείνει στο έλεος των διαδοχικών κυμάτων που προκαλούν τα μέτρα της τρόικας. Πρόκειται για τα μέτρα που με μικρή διαφορά στη συνταγή στηρίζουν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ, αλλά δυστυχώς με τον τρόπο τους και κάμποσοι αριστεροί του καθεστωτικού περιβάλλοντος. Αν ο λαός πνιγεί, θα τον «αναλάβουν» τα σκυλόψαρα της αγοράς και οι ντόπιες απομιμήσεις του νεο-ναζισμού. Ο ένας θα τραβάει από εδώ και ο άλλος από εκεί και τότε όσοι προοδευτικοί άνθρωποι διατηρήσουν την ικανότητα να στοχάζονται θα τραβάνε τα μαλλιά τους. Φαλακροί θα μείνουμε κάποιοι/ες και θα απογοητεύσουμε τις/τους συντρόφους μας, στο βαθμό που δεν μας προτιμούν γουλί, ασφαλώς!
Δεν υπάρχει νεοφιλελεύθερη λύση στο πρόβλημα καταστροφής της ελληνικής κοινωνίας. Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την καταστροφή αυτοπροσώπως. Καταστρέφει τον δημόσιο χώρο για να διαλύσει την κοινωνία, ώστε αυτή να αντικατασταθεί από την αγορά, με την θεσμική και πολιτική έννοια και με ηγέτη την διαμορφούμενη χρηματοπιστωτική ελίτ. Η πραγματικότητα που παρουσιάζεται από το καθεστώς στην ελληνική κοινωνία είναι η νεοφιλελεύθερη προοπτική. Τα μνημόνια είναι συμβάσεις παραχώρησης της ελληνικής κοινωνίας στην αγορά. Ο δικομματισμός και οι παραφυάδες του (Καρατζαφέρης, Ντόρα κλπ), διακονούν την ίδια νεοφιλελεύθερη αλήθεια, με μικρή διαφοροποίηση στην πολιτική διάλεκτο, έτσι ώστε να ικανοποιήσουν διαφορετικές «ομάδες αναφοράς» τους. Η πολιτική αλήθεια όμως είναι ότι υπάρχουν σοσιαλδημοκρατικά μέσα που θα μπορούσαν ακόμη και μέσα στην ΟΝΕ να μας διατηρήσουν, αν αποφασίζαμε τελικά να παραμείνουμε στην ΕΕ, υπολογίζοντας σύνθετα οικονομικούς και διεθνοπολιτικούς παράγοντες. Με σοσιαλδημοκρατικά μέσα θα μπορούσαμε να πετύχουμε σταδιακή αναδιανομή του πλούτου από πάνω προς τα κάτω, ενίσχυση της καινοτομίας στον αγροτικό και βιοτεχνικό τομέα, εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών και των επιμέρους υποδομών και έκρηξη στον ευρύτερο κλάδο της πληροφορικής τεχνολογίας. Επίσης θεμελίωση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας με έμφαση στην ποιοτική, και όχι σπάταλη δημόσια εκπαίδευση και υγεία.
Αυτά με την προϋπόθεση ότι η ελίτ της ΕΕ, θα υπολόγιζε έξυπνα και στρατηγικά και δεν θα μας έδειχνε την έξοδο, λαμβάνοντας υπόψη πλήθος μελετών που δείχνουν προς την κατεύθυνση της διαγραφής μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους και την έκθεση οικονομολόγων του ίδιου του ΔΝΤ:«The Costs of Sovereign Default», Eduardo Borensztein - Ugo Panizza, 2008. Δηλαδή η ΕΕ, να αναλάμβανε να καλύψει ή να υποστηρίξει μια ριζική αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού κράτους, καθώς και την αναπτυξιακή ενίσχυση της ελληνικής προσπάθειας σε τομείς στους οποίους θα μπορούσαμε να επιδείξουμε σχετικά σύντομα υψηλή, αλλά παράλληλα ποιοτική ανταγωνιστικότητα, δίχως και άλλη εσωτερική υποτίμηση και δίχως να προκαλούμε καταρχήν σοβαρή διαταραχή στο ανταγωνιστικό/παραγωγικό περιβάλλον της ευρωζώνης.
Είναι βέβαιο ότι μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν μπορεί να κάνει σε καμία περίπτωση ο δικομματισμός, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με συμφέροντα της πολιτικο- επιχειρηματικής τάξης και διεθνείς πάτρωνες, που δεν θα του επέτρεπαν να κινηθεί σχετικά ελεύθερα πολιτικά και διπλωματικά. Αντίθετα ένα προοδευτικό μπλοκ, ακηδεμόνευτο από την ντόπια ελίτ και τα αλληλοσυγκρουόμενα διεθνή οικονομικοπολιτικά συμφέροντα, το οποίο θα είχε ως βάση του την αριστερά και ως εν δυνάμει υποστηρικτές τα δύο-τρίτα της κοινωνίας, θα μπορούσε πολλά να πετύχει σε αυτή την φάση. Από μία πρόχειρη έρευνα που έκανα, όσοι γνωρίζουν σε βάθος την ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα διανοούντο να μας δείξουν την πόρτα εξόδου γνωρίζοντες ότι στην χώρα κυβερνούν αριστερές δυνάμεις. Είναι ένα ρίσκο που δεν θα το άντεχε το δυτικό ημισφαίριο.
Μα όλα αυτά είναι ουτοπικά, ίσως αντιτάξεις. Ποιος θα είχε συμφέρον στην ΕΕ να διαπραγματευτεί με μια κυβέρνηση αριστερής κατεύθυνσης στην Ελλάδα; Γιατί να την ανέχονταν οι ΗΠΑ; Σε τι θα χρησίμευε στη Κίνα ή στη Ρωσία; ΠΟΛΛΟΙ, είναι η απάντηση, ή καλύτερα όλοι όσοι δεν είναι έτοιμοι να διαχειριστούν μια αστάθεια σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περιοχή του κόσμου αυτή την περίοδο. Άσε που έτσι δεν επρόκειτο να κλονισθεί ο νεοφιλελευθερισμός ως διεθνές ηγεμονικό μοντέλο, αλλά απλώς θα εμφανιζόταν η σοσιαλδημοκρατική «εκτροπή» της Ελλάδας, ως μια εξαίρεση, εξαιτίας της ανορθόδοξης ένταξής της στο ευρώ κλπ. Οι πιθανότητες που δίνω στην ενσωμάτωση μιας προοδευτικής ελληνικής ηγεσίας, με σαφή, γνήσια σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά στο διεθνές σύστημα υπό της παρούσες συνθήκες, είναι πολλές…αύριο δεν ξέρω! Ασφαλώς, η επιχείρηση εκδημοκρατισμού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού με σαφή αντιστροφή του δείκτη Gini, που μετρά την κοινωνική ανισότητα, θα ήταν μια επίπονη και μακρά διαδικασία, η οποία θα μπορούσε να στεφθεί τελικά με επιτυχία, μόνον στο βαθμό που το επεδίωκε η αριστερά και την ενστερνιζόταν ο ελληνικός λαός. Θέλει αριστερό ροκ η αναγέννηση της χώρας σήμερα, αντί για τον χορό της κοιλιάς του καθεστώτος. Αν αυτό το «ροκ» που περιγράφω φαίνεται σε κάποιους μετριοπαθές, αναγνωρίζω ότι πράγματι είναι και προκαλώ οποιονδήποτε άλλον να υποδείξει διαφορετικο «χορό» που να μπορεί σήμερα να χορέψει η ελληνική κοινωνία, δίχως να σπάσει τα μούτρα της! Φυσικά εξαιρούνται όσοι προτείνουν την «επαναστατική γυμναστική». Για κανονικό «χορό» ομιλώ και όχι για «ζεσταματάκι», το οποίο, όχι απλώς σέβομαι και τιμώ, αλλά βαθύτατα εσωτερικεύω ως ανάγκη κάποιες φορές, η οποία όμως στις παρούσες συνθήκες δεν απαντά στο κρίσιμο ζήτημα της κυβέρνησης, που αποτελεί και το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται πολιτικά για άλλο πράγμα.
Δίχως την αριστερά σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει διάσωση της ευρύτερης κοινωνίας και ούτε κυβερνητική απάντηση στην κρίση με κοινοβουλευτικές διαδικασίες, υπέρ των συμφερόντων του λαού. Ο δικομματισμός μπορεί ίσως να σώσει το καθεστώς – και αυτό με απώλειες – σε βάρος όμως του δημοσίου και των μη-προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού. Μια απόφαση της αριστεράς να ηγηθεί ενωτικά ενός λαϊκού κινήματος ειρηνικής και εκλογικής ανατροπής του καθεστώτος και συγκρότησης μιας προοδευτικής κυβέρνησης, θα την αποστέωνε σε κάποιο βαθμό ιδεολογικά και θα ανέτρεπε ενδεχομένως πολλά στην εσωτερική δομή και λειτουργία των επιμέρους κομματικών οντοτήτων της, θα αποτελούσε όμως μια ανεκτίμητη προσφορά στην κοινωνία και την πατρίδα - η οποία είναι έννοια ιστορική και πολιτισμική που υπερβαίνει ασφαλώς το λαϊκό συμφέρον με μαρξιστικούς όρους. Μόνον η αριστερά ενωμένη και αγκαλιασμένη με την προοδευτική κοινωνία των πολιτών μπορεί να απαντήσει στο δίλημμα που τοποθετεί ενώπιον μας η ελληνική κοινωνία.
Αν απαντήσουμε αγωνιστικά και ενωτικά, με πολιτική αρετή και ιδιοτέλεια σε αυτό το δίλημμα, αντί να το αντικαθιστούμε με τα δικά μας (καθοδηγητικά και υπερφίαλα), τότε θα ιππεύσουμε στην ιστορία αντί να μας …πάει αυτή καβάλα! Ο λαός σήμερα, νομίζω ότι απαιτεί αυξημένη πολιτική αρετή και μοναδική κομματική τόλμη από την πλευρά της ευρύτερης αριστεράς. Εκτός αν κάνω λάθος. Αν σφάλω, συγνώμη για την ενόχληση και για την ουτοπική προσέγγιση! Αν όμως δεν σφάλω, ο ιστορικός δεν θα είναι αυτή τη φορά επιεικής. Θα κρίνει ότι δεν προσδώσατε στην «ουτοπία», φίλοι των ηγεσιών των κομμάτων της αριστεράς, την κυβερνητική δυναμική για να μεταλλαγεί σε πολιτικό ορόσημο για λαϊκή και εθνική αναγέννηση. Το στοίχημα για την αντιστροφή της πορείας που έχει πάρει η χώρα, παίζεται στο ιδεολογικό και στο «κοσμο-αντιληπτικό» πεδίο της αριστεράς. Το σημειώνω δίχως ιδεολογική προκατάληψη, αλλά εφοδιασμένος με την εμπειρία της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Προφανώς από μόνες τους δεν αρκούν για τίποτε περισσότερο από το να προβληματίσουν αριστερούς πολιτικούς και πολίτες σε όλα τα επιμέρους στρώματα των δυο-τρίτων της κοινωνίας.
* διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.