Η επιφυλακτική προσέγγιση της κρίσης στην ευρωζώνη απέτυχε να επιλύσει τα θεμελιώδη προβλήματα της απόκλισης των οικονομιών και της ανταγωνιστικότητας εντός του ενιαίου νομίσματος. Αν συνεχιστεί αυτό, το ευρώ θα κινηθεί προς άτακτες εξελίξεις και εν τέλει θα δούμε τη διάλυση της ίδιας της νομισματικής ενοποίησης, καθώς ορισμένα από τα ασθενέστερα μέλη θα καταρρεύσουν.
Η πραγματικότητα αποδείχτηκε διαφορετική. Παραδόξως, η επίδραση της πρόωρης σύγκλισης των επιτοκίων επέτρεψε να δημιουργηθούν μεγαλύτερες αποκλίσεις στις δημοσιονομικές πολιτικές. Η απερίσκεπτη έλλειψη πειθαρχίας σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία συμπληρώθηκε με τη δημιουργία καταστάσεων φούσκας σε άλλες, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καθυστέρησαν, ενώ η μισθολογική ανάπτυξη σε σχέση με την ενίσχυση της παραγωγικότητας παρουσίασε μεγαλύτερη απόκλιση. Το αποτέλεσμα ήταν η περιφέρεια να χάσει την ανταγωνιστικότητά της.
Όλες οι επιτυχημένες νομισματικές ενοποιήσεις εν τέλει σχετίστηκαν με πολιτική και δημοσιονομική ενοποίηση. Όμως, οι ευρωπαϊκές κινήσεις προς την πολιτική ενοποίηση έχουν μείνει στάσιμες, ενώ οι κινήσεις προς τη δημοσιονομική ενοποίηση θα απαιτήσουν σημαντικά έσοδα από την κεντρική ομοσπονδία, καθώς και ευρεία έκδοση ευρωομολόγων - όπου οι φόροι των Γερμανών φορολογουμένων (και των υπόλοιπων κρατών του κέντρου) θα στηρίξουν όχι μόνο το χρέος της χώρας τους αλλά και το χρέος της περιφέρειας. Οι φορολογούμενοι των κεντρικών κρατών δύσκολα θα το δεχτούν.
Η μείωση του χρέους της ευρωζώνης, ή το reprofiling, θα βοηθήσει στο να επιλυθεί το ζήτημα του υπερβολικού χρέους σε ορισμένες προβληματικές οικονομίες. Αλλά δεν θα κάνει τίποτα για να αποκαταστήσει την οικονομική σύγκλιση, που απαιτεί σύγκλιση ανταγωνιστικότητας. Χωρίς αυτήν η περιφέρεια θα μείνει απλώς στάσιμη.
Εδώ οι επιλογές είναι περιορισμένες. Το ευρώ θα μπορούσε να διολισθήσει κάθετα σε αξία έναντι του δολαρίου, για παράδειγμα, ώστε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της περιφέρειας. Όμως, κάθετη πτώση του είναι απίθανη, δεδομένων της εμπορικής ισχύος της Γερμανίας και της επιθετικής στάσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η γερμανική λύση -και οι μεταρρυθμίσεις για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να περιοριστούν οι μισθολογικές αυξήσεις- δεν πρόκειται ούτε αυτή να αποδώσει. Βραχυπρόθεσμα, τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις στην πραγματικότητα τείνουν να μειώνουν την ανάπτυξη. Η ίδια η Γερμανία χρειάστηκε πάνω από 10 χρόνια για να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της, χρονικός ορίζοντας υπερβολικά μακρύς για τις περιφερειακές οικονομίες που χρειάζονται αμέσως ανάπτυξη.
Ο αποπληθωρισμός είναι μία τρίτη επιλογή, αλλά και αυτός σχετίζεται με επίμονη ύφεση. Η Αργεντινή δοκίμασε αυτόν τον δρόμο, όμως ύστερα από τρία χρόνια με ακόμη βαθύτερη ύφεση τα παράτησε και αποφάσισε να κηρύξει στάση πληρωμών και να αποποιηθεί το σύστημα σύνδεσης του νομίσματός της. Ακόμη κι αν γινόταν να επιτευχθεί αποπληθωρισμός, οι επιπτώσεις στον προϋπολογισμό θα αύξαναν το πραγματικό βάρος στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Οπότε, οποιαδήποτε συζήτηση στην ΕΚΤ και στην Ε.Ε. για εσωτερική υποτίμηση είναι εσφαλμένη, ενώ η απαραίτητη δημοσιονομική λιτότητα βραχυπρόθεσμα έχει αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη.
Δεδομένου λοιπόν ότι αυτές οι τρεις λύσεις είναι δύσκολο να προχωρήσουν, στην ουσία υπάρχει μόνο ένας άλλος τρόπος για να αποκατασταθούν η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη στην περιφέρεια: εγκατάλειψη του ευρώ, επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και επιβολή μαζικής ονομαστικής και πραγματικής υποτίμησης.
Στο κάτω-κάτω, σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις κρίσεων σε αναδυόμενες αγορές, όπου αποκαταστάθηκε η ανάπτυξη, η ελαστικοποίηση του συναλλαγματικού μηχανισμού ήταν απαραίτητη και αναπόφευκτη, πέρα από την παροχή ρευστότητας, τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την αναδιάρθρωση και μείωση του χρέους.
Βεβαίως σήμερα η ιδέα της εγκατάλειψης του ευρώ είναι ασύλληπτη στην Αθήνα και στη Λισαβόνα. Η έξοδος θα προκαλέσει μεγάλες εμπορικές απώλειες στην υπόλοιπη ευρωζώνη, μέσω της μεγάλης πραγματικής υποτίμησης και των κεφαλαιακών ζημιών στις πιστώτριες χώρες του κέντρου. Περίπου όπως έγινε με τη μετατροπή των χρεών της Αργεντινής από δολάρια σε εθνικό νόμισμα.
Ωστόσο, τα σενάρια που θεωρούνται ασύλληπτα τώρα ίσως δεν είναι πολύ τραβηγμένα σε πέντε χρόνια από σήμερα, ειδικά αν μείνουν στάσιμες οι οικονομίες σε χώρες της περιφέρειας. Η ευρωζώνη "κόλλησε" μεταξύ τους τα μέλη της με τη σύγκλιση των χαμηλών πραγματικών επιτοκίων, που συντήρησαν την ανάπτυξη και την ελπίδα ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συντηρήσουν τη σύγκλιση και την προοπτική δημοσιονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Όμως, η σύγκλιση έχει πια ξεχαστεί, οι μεταρρυθμίσεις έμειναν στάσιμες, ενώ η δημοσιονομική και η νομισματική ενοποίηση αποτελούν μακρινό όνειρο.
Η αναδιάρθρωση του χρέους θα γίνει. Τα ερωτήματα είναι πότε (αργά ή γρήγορα) και πώς (συντεταγμένα ή άτακτα). Πάντως, ακόμα και η μείωση του χρέους δεν θα είναι επαρκής για να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Ωστόσο, αν αυτό δεν γίνει, η επιλογή της εξόδου από τη νομισματική ενοποίηση θα είναι βασικό θέμα. Τα πλεονεκτήματα της παραμονής θα γίνουν λιγότερα από τα πλεονεκτήματα της εξόδου, όσο ταραχώδης ή άτακτη κι αν καταλήξει να είναι η έξοδος.
*Ο κ. Nouriel Roubini είναι πρόεδρος της Roubini Global Economics, καθηγητής οικονομίας στο Stern School of Business NYU και εκ των συγγραφέων του έργου "Crisis Economics", το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα.
ΠΗΓΗ: FT.com
Από Κωνσταντίνο
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.