Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου *
Πριν από 15 μήνες είχα περιγράψει το σχέδιο συντεταγμένης χρεοκοπίας της χώρας μας. Είχα αναλυτικά εξηγήσει ότι (γιατί και πώς) η χρεοκοπία είναι απόφαση της κορυφής του καθεστώτος της διαπλοκής στην Ελλάδα και το αποτέλεσμα της σύγκρουσης χρηματιστών με την βιομηχανική ελίτ της Ευρώπης. Είχα δείξει τους κεντρικούς παίχτες και προσεγγίσει διεθνοπολιτικά την ελληνική κρίση, εξηγώντας γιατί η Ελλάδα μετατρέπεται στη συγκυρία σε εστία ενός οικονομικού πολέμου, του οποίου η κατάληξη θα προσδιορίσει πολιτικά την μορφή της μετανεωτερικότητας και που θα μπορούσε, αν χαθεί η οικονομική ισορροπία, (νεοφιλελεύθερο Equilibrium) να οδηγήσει ακόμη και σε παγκόσμια σύρραξη.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης δεν δίστασα να προτείνω πολιτικές δράσεις που κατέτειναν στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους με πολιτικά και όχι αμιγώς οικονομικά μέσα. Οι προτάσεις αυτές, δίχως ποτέ να κρύψουν την ιδεολογική τους συνάφεια, αποτελούσαν πρακτικές λύσεις ικανές να ανταποκριθούν μάλιστα ικανοποιητικά, σε διαφορετικές μεθοδολογίες της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Αυτές τις λύσεις συζητάμε ακριβώς σήμερα με δραματική καθυστέρηση, αφού πρώτα μετατραπήκαμε σε μοιραίους ευρωπαίους με χρέη, οι οποίοι εμφανίζονται ως απειλή για την ΕΕ και το διεθνές σύστημα, καθώς δείχνουμε να μην μπορούμε να διαχειριστούμε την κατάστασή μας. Κάπως έτσι από το σλόγκαν «οι ωραίοι έχουν χρέη» περάσαμε στο υπερβατικό, και μάλλον πρόστυχο μήνυμα :οι μοιραίοι με τα χρέη αυτοεξευτελίζονται μέχρι της απόλυτης ταπεινώσεως για να κερδίσουν την συμπάθεια των δανειστών και ίσως κάποτε την βασιλεία των αγορών.
Όλη μου η προσπάθεια κατέτεινε στο να μην φτάσουμε στο σημείο του «μοιραίου» και να αναζητήσουμε τρόπους για να πάρουμε την (πολιτική) τύχη και τον έλεγχο του δημόσιου χρέους μας στα χέρια μας. Αν υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις μιας διαφορετικής κουλτούρας στη χώρα και πραγματική αστική τάξη, θα είχαν αναληφθεί ότι η πρότασή μου για μια άλλη στρατηγική - που θα έθετε ευθύς εξαρχής με την εκδήλωση της κρίσης το ζήτημα ελέγχου και μιας δραστικής αναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου χρέους με διαγραφή τουλάχιστον του 60% και ιδανικά του 70% αυτού, με παράλληλη αναζήτηση (μόνον υπό αυτή την προϋπόθεση) ενός μακροχρόνιου, ευρωπαϊκού μηχανισμού δημοσιονομικής ορθολογικοποίησης, ο οποίος όμως θα είχε ως κανόνα την ανάπτυξη μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της χώρας με καλά σχεδιασμένο θεσμικό (εκδημοκρατισμός) και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό – ήταν η χρυσή τομή που δίχως να μας περιθωριοποιήσει στην ΕΕ, δίχως να μας διαλύσει κοινωνικά, δίχως να εξευτελιστούμε εθνικά, θα μπορούσε να σώσει πολιτικά το ελληνικό κράτος ως κυρίαρχη, δημοκρατική οντότητα εντός της Ένωσης. Ο δρόμος εγκατάλειψης της ΕΕ προφανώς θα αποτελούσε την εναλλακτική λύση, στο βαθμό που το παγκόσμιο σύστημα εμφανιζόταν ανίκανο να ανταποκριθεί πολιτικά σε αυτή τη στρατηγική πρόκληση , η οποία σίγουρα εξυπηρετούσε μεσοπρόθεσμα τους Ευρωπαίους και θα μπορούσε να υπηρετήσει τα συμφέροντα στην άλλη άκρη του ατλαντικού, αν δεν υπήρχε βούληση μετωπικής σύγκρουσης με τους Γερμανούς και τις χώρες που έχουν προσδεθεί οργανικά πλέον στα συμφέροντα των τελευταίων.
Μια χαρά λοιπόν τα έγραφα - και όπως δήλωνα, «μετριοπαθώς» - αλλά έπρεπε φαίνεται πρώτα να καταντήσουμε μοιραίοι και ελεεινοί ζήτουλες, όπως μας όρισε μάλλον αντικειμενικά προχθές και ο Πούτιν, χαμένοι δίχως οικονομικό και πολιτικό έρμα, για να χωνέψουμε όλα αυτά που μέχρι χθες προκαλούσαν την αντιδραστική μήνιν των φορέων του καθεστώτος και διάφορων αγχωμένων απολογητών τους, που όταν δεν έβριζαν ή λοιδορούσαν τον γράφοντα και όσους ακόμη διατηρούσαν την ψυχραιμία τους και το μυαλό τους, μας απειλούσαν με απίθανα γελοία καμώματα.
Δυστυχώς όμως τώρα είναι αργά για να φρεσκάρουμε τη στρατηγική που πρότεινα και υπερασπίστηκα αναλυτικά μέχρι πρότινος. Δυστυχώς οι στρατηγικές αυτής της μορφής είναι προϊόντα της συγκυρίας. Στη δική μου περίπτωση είχαμε να κάνουμε με μια «δομική» στρατηγική για επίλυση του προβλήματος της χρεοκοπίας που προκάλεσε το καθεστώς με τις πρωτοβουλίες ασφαλώς του πρωθυπουργού. Ήταν μια μέθοδος «επίλυσης προβλημάτων», που όμως δεν ακολουθούσε το κλασικό νεορεαλιστικό πρότυπο. Ήταν, για να το διατυπώσω σχηματικά, μια προσέγγιση στο πλαίσιο του μεταστρουκτουραλισμού, που αποτελεί την κύρια συνιστώσα της σύγχρονης φιλελεύθερης αριστεράς. Ήταν, λοιπόν, ενώ δεν είναι πλέον η στρατηγική αυτή, μια ικανοποιητική προσέγγιση για τα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας πάντα στη συγκυρία, όπως ενδεχομένως και για τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής ελίτ.
Σήμερα μια αντίστοιχη επιλογή θα ζημίωνε ακόμη περισσότερο την ελληνική κοινωνία, καθώς από τη μια μεριά υποδαυλίστηκε το θεσμικό «χάος» στην πατρίδα μας που προέκυψε στο μεταξύ και από την άλλη εξαφανίστηκε αυτό που λένε οι χρηματιστές, το «λίπος» στην οικονομία. Πέραν αυτού ο χρόνος που πέρασε με ανάρμοστους, οικονομίστικους πειραματισμούς, αλλόκοτες πολιτικές και απολύτως παραπλανητική ρητορεία από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, προκάλεσε ένα βαθύ, αθεράπευτο τραύμα μεταξύ πολιτείας και πολίτη. Η πολιτική νομιμοποίηση έχει κλονιστεί δομικά και όχι όπως νομίζουν βουλευτές και καθεστωτικοί αναλυτές, πρόσκαιρα και λειτουργικά. Ο κόσμος έπαψε να «νομιμοποιεί» ολόκληρο το θεσμικό οικοδόμημα και όχι απλώς τους κυβερνητικούς φορείς. Έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη στο πολίτευμα και έχει διαταραχτεί η συνοχή της κοινωνίας. Εισήλθαμε στο φάσμα της γενικευμένης αμφισβήτησης, η οποία καθώς δεν λαμβάνει συστηματική πολιτική διέξοδο, προκαλεί θεσμική κατάρρευση, δίχως έναν άλλο, διαφορετικό πολιτικό ορίζοντα. Πρόκειται για το κολύμπι του πολίτη στο χάος, το οποίο δεν είναι εφοδιασμένος κατάλληλα ιδεολογικά και συναισθηματικά να αντιμετωπίσει.
Σε μια τέτοια περίπτωση επιλέγεις μια (νέα) στρατηγική που δεν έρχεται ασφαλώς να οργανώσει το υφιστάμενο χάος που προκάλεσε μισοσυνειδητά- μισοασυνείδητα η πολιτικομεγαλοεπιχειρηματική τάξη της χώρας μας , αλλά να προσδώσει ιδεολογικά, πραγματολογικά και ψυχολογικά όπλα στον Έλληνα, για να επαναδομήσει συλλογική συνείδηση. Να του δώσεις δηλαδή υλικό και πλαίσιο δόμησης μιας νέας πολιτικής. Αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να δομείται πλέον στενά με όρους ΕΕ. Δεν γίνεται, διότι σε αυτή την περίπτωση θα απαιτούντο διαφορετικά θεσμικά υλικά, τα οποία δεν υπάρχουν στην ΕΕ σήμερα. Δυστυχώς (ευτυχώς από μια άλλη άποψη, εδώ που φτάσαμε) η μόνη δυνατότητα πλέον για να αντιμετωπίσουμε την κρίση με κανόνα την δημοκρατία και την πολιτικά δημιουργική ευημερία, είναι να εγκαταλείψουμε με δική μας πρωτοβουλία την ΕΕ. Αυτό όμως δεν είναι μια απλή και σύντομη διαδικασία. Απαιτεί πολύ πιο σύνθετη στρατηγική από αυτή που πρότεινα την προηγούμενη περίοδο και ασφαλώς ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό σύστημα από το υπάρχον, που θα επαναδομήσει το ελληνικό κράτος σε μια άλλη βάση αυτοκυβέρνησης. Φίλοι, θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Ενώ η στρατηγική που υπερασπίστηκα στην αρχή της κρίσης δεν είναι πλέον ικανοποιητική για τα συμφέροντα του ελληνικού λαού (παρότι μόλις τώρα την μισοανακάλυψε το καθεστώς), εκτιμώ ότι η μόνη στρατηγική που θα παρουσίαζε πραγματικά πολιτικά οφέλη και σύντομα οικονομικά επίσης για την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, δεν μπορεί να αναπτυχθεί από το υφιστάμενο πολιτικό υλικό στη χώρα μας. Αυτό δίνει στη κρίση μια άλλη πολύ σοβαρότερη και διαφορετική μορφή, που θα κληθούμε από αύριο κιόλας να αντιμετωπίσουμε.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
αγαπητέ κε γιαννακόπυλε,
ΑπάντησηΔιαγραφήπροσπαθούμε να βρούμε ένα email σας ώστε να επικοινωνήσουμε. θα θέλαμε να ανδημοσιεύσουμε κείμενα σας στο ε΄ντπο μας και θέλαμε την άδεια σας. το email μας είναι info@themonitor.gr
ευχαριστούμε