Θέλουμε να σας συστήσουμε  τον  γνωστό  από τα άρθρα του,  που έχουμε κατά καιρούς δημοσιεύσει στο ιστολόγιό μας, Θεόφιλο Αιγινήτη, και να σας γνωστοποιήσουμε πως έχει εκδώσει το πρώτο του  και πολύ ενδιαφέρον  μυθιστόρημα, το“σβουρλάκι”, το οποίο και σας προτείνουμε να αποκτήσετε.

Δεν θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία ,οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να ενημερώσουν στο email : Theofil-1912@hotmail.gr  τον συγγραφέα να τους δώσει  τον τραπεζικό λογαριασμό που μπορούν να πληρώνουν 15 ευρώ ή μέσω paypal στο email : aiginitis@hotmail.com  και θα παίρνουν το βιβλίο ταχυδρομικώς στη διεύθυνσή τους. Στο ποσόν περιλαμβάνονται και τα ταχυδρομικά έξοδα. 
Για να έχετε μια πρόγευση από το”σβουρλάκι”, του Θεόφιλου σας παραθέτουμε  το κείμενο της Παρουσίασης  από τον  καθηγητή  του πανεπιστημίου Ν. Πετρόχειλο. 
Μπορεί να συμβεί και αυτό :  Ένας άγνωστος μέχρι σήμερα όχι στον καλλιτεχνικό, εφόσον είναι γνωστός ζωγράφος, αλλά στο συγγραφικό κόσμο να κάνει μια πρώτη παρουσίαση των συγγραφικών του ικανοτήτων και η απόπειρα αυτή να είναι πολλού λόγου άξια και ο μόνος ψόγος που θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε κατά του Θεόφιλου Αιγινήτη είναι γιατί μέχρι σήμερα, παρά το ότι έχει γράψει άλλα έξι βιβλία, όπως ο ίδιος μας διαβεβαιώνει στον πρόλογό του, δεν έχει δημοσιεύσει κανένα άλλο εκτός από το «σβουρλάκι». Αν ο λόγος είναι αυτός που πλήττει όλους όσοι γράφουμε, ιδιαίτερα στις σημερινές μέρες, δηλαδή η «κακή» συνήθεια των τυπογράφων να ζητούν και . χρήματα από τον συγγραφέα για να δημοσιεύσουν το πόνημά του, τότε ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση; Αν όμως ο κ. Αιγινήτης δίσταζε γιατί αμφέβαλλε για την ποιότητα της παραγωγής του, αυτό, τουλάχιστον αν κρίνουμε από το πρώτο δημοσιευμένο έργο του, δεν δικαιολογείται.  
Ο Χαλκιδαίος δημιουργός γεννήθηκε το 36, όπως και ο ομιλών, (εννοώ βέβαια το 1936 όχι το .. 1836, πράγμα που, τουλάχιστον στον ομιλούντα, δεν είναι και τόσο οφθαλμοφανές). Ζωγράφος, της Σχολής Καλών Τεχνών και της Σχολής Δοξιάδη, δίδαξε σε Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια και παρουσίασε εκθέσεις του καλλιτεχνικού του μόχθου. Παιδί της Κατοχής, όπως όλοι μας, πάλαιψε με την ανέχεια, τον κίνδυνο και το φόβο. Βγήκε νικητής, καθώς ζυμώθηκε με τον αγώνα και ανδρώθηκε μέσα από όλα αυτά φτάνοντας τελικά σε επίπεδα καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής ευαισθησίας όχι τυχαία, εκείνο δε που ως δάσκαλός του στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Αγίας Παρασκευής θα μπορούσα να τονίσω, κρίνοντας από τις ερωτήσεις και τα σχόλιά του μετά το τέλος κάθε παράδοσής μου, είναι ότι κατέληξε να είναι ένας ώριμα και ολοκληρωμένα σκεπτόμενος άνθρωπος, πράγμα που επιστέφει, νομίζω, όλες του τις ιδιότητες.
Ας στρέψουμε την προσοχή μας τώρα στο «Σβουρλάκι», ένα βιβλίο 184 σελίδων, το οποίο στον υπότιτλο, ή μάλλον στον υπέρτιτλο, χαρακτηρίζεται ως «μυθιστόρημα της μικρασιατικής προσφυγιάς». Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθύτατα ανθρώπινο, που παρουσιάζει ανάγλυφα έναν ολόκληρο κόσμο, με τις ομορφιές του και τις ασχήμιες του, την πίκρα του και τη χαρά του, το γέλιο του και το δάκρυ του, όλα όσα συνθέτουν μια κοινωνία βασανισμένη και πονεμένη, πληγωμένη από την προσφυγιά, έντρομη μπροστά στην μπότα του κατακτητή, κάποτε έτοιμη να θυσιαστεί για τον κοινό αγώνα κι άλλοτε πάλι σκύβοντας το κεφάλι και υπομένοντας, περιμένοντας και αναθαρρώντας και ελπίζοντας. «Ο πόλεμος ήταν γεγονός», γράφει, «όπως και η πείνα, όπως και οι θάνατοι, όπως και ο φόβος και η δυστυχία. Μέσα σ’ αυτά τα αγκάθια όμως, φυτρώνει και η αγάπη και η τρυφερότητα και η ευγνωμοσύνη, σαν κατακόκκινη παπαρούνα στο ανοιξιάτικο τοπίο, για να πει : εδώ είμαι κι εγώ, ζωντανή ελπίδα».
Θα έλεγα ότι το βιβλίο χωρίζεται σε δύο σαφώς διακρινόμενα μεταξύ τους και άνισα τμήματα, το τμήμα της κατοχής, που είναι και το μεγαλύτερο (137 σελίδες) και εκείνο της απελευθέρωσης και της ειρηνικής πια ζωής, στις υπόλοιπες 46 σελίδες. Η χαρά και η ανακούφιση έρχεται πάντοτε στο τέλος, ως επιστέγασμα της δύσβατης ανθρώπινης πορείας, ακολουθώντας το φόβο και τον πόνο, τη δοκιμασία και τη συμφορά. Ο μικρός Φίλης, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, θα τα ζήσει όλα αυτά και θα τα νιώσει μέσα στο πετσί του, καθώς οι συγγενείς του, η ίδια η μητέρα του, η παρέα του και οι φίλοι του, τα αγαπημένα του πρόσωπα, τόσο βασανισμένα όσο κι αυτός ο μικρούλης, το περιβάλλον του γενικά, θα γευθούν το χαμό και την τραγωδία : «Όσοι γλύτωσαν από τις άγριες σφαγές και την εξορία στα βάθη της Ασίας όπου και χάθηκαν», γράφει για τους ανθρώπους της μικρασιατικής προσφυγιάς, «γύρεψαν κάπου να παγκιάσουν την τραγωδία τους, ό,τι απόμεινε από την οικογένειά τους και το υπόλοιπο της  αξιοπρέπειάς τους», και παρακάτω προσθέτει  : το ελληνικό κράτος «μοίρασε τους πρόσφυγες σε όλη την Ελλάδα, κοντά στα αδέρφια τους, και τα αδέρφια τους τούς είπαν τουρκόσπορους και τουρκομερίτες». Και είναι αυτή ακριβώς η αξιοπρέπεια που οδηγεί την πένα και του ίδιου του συγγραφέα, όταν, καταπίνοντας την πίκρα του για τους χαρακτηρισμούς των αδερφών του, προσθέτει τούτη μόνο τη λιτή φράση : «Περασμένα ξεχασμένα». Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει.. 
Και πάνω σ’ όλα ήλθε μερικά χρόνια ύστερα, σαν αποκορύφωμα της τραγωδίας του ξεριζωμού, και «η γερμανική αστυνομία του κατακτητή», σημειώνει παρακάτω, «που, για να σταματήσει την αντίσταση του κόσμου, έπιανε ανθρώπους και τους βασάνιζε μέχρι να μαρτυρήσουν αυτούς που έκαναν σαμποτάζ και τα ουρλιαχτά τους ακούγονταν σ’ όλη τη γειτονιά. Τότε μόνο τα παιδιά της γειτονιάς σταματούσαν το τόπι, κατεβάζανε το κεφάλι κι άκουγαν το συνάνθρωπό τους να υποφέρει. Ξεχνούσαν το τόπι, την πείνα και τα ουρλιαχτά, που μαζί με το κρύο τούς τρύπαγαν τα κόκαλα ως το μεδούλι. Μόνο άκουγαν, μόνο αυτιά είχαν, καμιά άλλη αίσθηση». Και τα παιδιά, μαζί κι ο Φίλης, κινούσαν με χαμηλωμένο το κεφάλι τους για το προσφυγικό τους σπιτάκι και, καθώς είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι, το δωμάτιό τους έμενε θεοσκότεινο, γιατί η μοναδική λάμπα στο σπίτι που την πηγαίνανε από δωμάτιο σε δωμάτιο, γέμιζε τους χώρους «με εφιαλτικές κινούμενες σκιές», όπως τόσο χαρακτηριστικά σημειώνει ο Θεόφιλος. Σκιές έξω και μέσα, σκιές παντού. Και ο πολύς ο κόσμος; Αυτός «ζούσε τρώγοντας βρασμένες λαχανίδες ή τίποτα. Για ένα τενεκέ λάδι, κι αυτό κακής ποιότητας, ή για ένα τσουβαλάκι αλεύρι και λίγες σταφίδες πουλήθηκαν σπίτια και περιουσίες, χάθηκαν συνειδήσεις και υπολήψεις. Οι συνειδήσεις γιατί πνίγηκαν στην αισχροκέρδεια και οι υπολήψεις γιατί βυθίστηκαν στο μαύρο καζάνι της ανάγκης». “Ο πόλεμος ήταν γεγονός”, γράφει αλλού, “όπως και η πείνα, όπως και οι θάνατοι, όπως και ο φόβος και η δυστυχία. Μέσα σ’ αυτά τα αγκάθια όμως, φυτρώνει και η αγάπη και η τρυφερότητα και η ευγνωμοσύνη, σαν κατακόκκινη παπαρούνα στο ανοιξιάτικο τοπίο, για να πει : ‘εδώ είμαι κι εγώ, ζωντανή ελπίδα’ “. Και μέσα σ’ όλη την τραγωδία υπάρχουν πάντα οι τύποι που θέλουν να ρουφήξουν τη ζωή, τόσο παραστατικά δοσμένοι από τον συγγραφέα, καθώς η αγάπη τους για τις απλές υλικές απολαύσεις δίνουν χρώμα στις ασπρόμαυρες εικόνες του πόνου και του θανάτου, και αφήνουν το φως να απλωθεί στα μελαγχολικά περιγράμματα : Ο κυρ Γιώργης, που ήθελε να ανακατεύεται ακόμα και σε θέματα της κουζίνας, “ήτανε μερακλής με το φαγητό και σαν καλοφαγάς ήξερε να μαγειρεύει καταπληκτικά. Του άρεσε πολύ το μοσχαράκι με κυδώνια και μπόλικη ντομάτα, να βουτάει το φρέσκο σταρένιο ψωμί στη σάλτσα του. Αμ εκείνο πάλι το μοσχάρι μαγειρεμένο με ξεπικρισμένες πράσινες ελιές; Άσε εκείνα τα στρείδια με μπόλικο λεμόνι και πλωμαρίτικο ούζο; Εκείνο πάλι το αρνάκι φτιαγμένο ατζέμ πιλάφι με γιαούρτι; Τέλος πάντων”. Τι τέλος πάντων, Θεόφιλε, που μας έχεις κάνει λιώμα με τις λιχουδιές…
Συχνά ο λυρισμός του Θεόφιλου Αιγινήτη αίρεται  σε επίπεδα αξιοζήλευτα : “Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα λουλούδια της αγριοπασχαλιάς είχαν μετατραπεί σε ώχρινα μπιλάκια, σαν το χρώμα που είχε το πρόσωπο του Αριστείδη. Το φθινόπωρο ερχόταν για τα καλά και τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό προμήνυαν πως ερχόταν μπόρα. Το ξεροβόρι μαστίγωνε την αγριοπασχαλιά και κάθε λίγο ένα τσαμπί με κιτρινισμένα μπιλάκια έπεφτε στο λασπωμένο χώμα. Το τσαμπί διαλυόταν και τα μπιλάκια κατρακυλούσαν από δω κι από κει παρασυρμένα από τη βροχή και τον αέρα”. Τα στοιχεία της φύσης στο έργο του συγγραφέα συμμετέχουν στον ανθρώπινο πόνο : “Μέχρι να φτάσει στο σπίτι της έκλαιγε και ο ουρανός τής έκανε παρέα”. Θυμηθείτε το δημοτικό μας τραγούδι, που εμπνέει όλους μας : “Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε, κλαίνε τα κλαδιά / κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα / κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα / κλαίνε κι οι κρυοβρυσούλες πό’ πινα νερό”.   
Και κοντά με το δάκρυ, αναβρύζει και το γέλιο πηγαίο και σπαρταριστό μέσα από την πένα του Θεόφιλου : “Τώρα τι είχαν τα παιδιά, παραταγμένα δεξιά και ζερβά του δρόμου με τον παπα Παπίλα, δεν ξέρω. Του φώναζαν όμως όνιι, όνιι, του παπά το παντελόνι.Ο παπα Παπίλας κοντός και χοντρός, με μια τεράστια κοιλιά, σταμάταγε το ψάλσιμο και τους μουρμούριζε μέσα από τα μουστάκια του : ‘Που να σας πάρει, την μάνα σας και τον πατέρα σας μπαστάρδικα, και συνέχιζε …. εις τας αγκάλας του Αβραάμ αυτόν ανααάπαυσον εις τόπον χλοερόον…’  ”
Είναι αληθινά συγκλονιστική η λιτότητα γραφής του συγγραφέα, ακόμη και όταν σκιά πόνου και θανάτου απλώνεται στις σελίδες του : ” Ένα μπαμ συντάραξε τη νεκρική ησυχία, αντιλάλησε μερικές φορές και καταλάγιασε. Το χιόνι βάφτηκε με το αίμα του Φίλιππα που ταξίδευε πια για την αιώνια ησυχία. Παντού γύρω ασπρίλα και ησυχία. Τίποτα δεν φαινόταν πουθενά. Κάποιος ελεύθερος σκοπευτής τού τρύπησε την καρδιά και τον έριξε αιματοβαμμένο στους πρόποδες της Κλεισούρας. Δεν θα ξαναπάει στα χωριά της περιοχής του ν’ ακονίσει μαχαίρια και ψαλίδια.” Και λίγο παρακάτω : “Ο Θεμιστοκλής βρέθηκε στο ορεινό χειρουργείο, του κόψανε τα πόδια και τώρα δεν έχει παρά μόνο να θυμάται πως κάποτε κι αυτός είχε δύο πόδια και κοιτούσε τον κόσμο ίσια στα μάτια. Τώρα οι άλλοι τον κοιτάζουν από ψηλά κι αυτός τους κοιτάει από χαμηλά με απλωμένο το χέρι, ζητιάνος.”
Θα μπορούσε να αναφέρομαι αρκετή ώρα ακόμα στα προσόντα και τις συγγραφικές αρετές του Θεόφιλου Αιγινίτη. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του οι ήρωές του, που μοιάζουν τόσο αληθινοί, τόσο καθημερινοί, τόσο πανανθρώπινοι και αιώνιοι, παίρνουν φτερά, αίρονται πάνω από την πεζή πραγματικότητα και αποκτούν κύρος και αλήθεια διαχρονική. Ο Φίλης, η Ανθούλα, ο Κωσταντής, ο Αριστείδης, ο Γιώργης, η Μαρίτσα, η κυρα Δέσποινα, ο κυρ Κώστας, η Αντιγόνη, ο Μιχάλης, ο Ηλίας, η Χαρά, ο Θεμιστοκλής, ο Φίλιππας, ο Πέπε, η Κοραλλία, ο Σπύρος, όλοι τους είναι συνέχεια ζωντανοί, σε κάθε σελίδα του βιβλίου, ακόμα κι όταν κάποιοι από αυτούς δεν ζουν πια. Και ο πλάστης τους, ο συγγραφέας του βιβλίου, αναδεικνύεται ένας επιδέξιος δημιουργός, που, πέρα από τις άλλες θετικές του ποιότητες, έχει τη διάθεση και τη δύναμη, αλλά και την αναμφισβήτητη ικανότητα γύρω από μια μικρή σβούρα από ξύλο καστανιάς, το σβουρλάκι, να αίρεται και σε φιλοσοφικές ακόμα ενατενίσεις : “Χαιρόταν”, γράφει, “και ήταν υπερήφανος που τα είχε καταφέρει με το σβουρλάκι του. Εκείνο στεκόταν όρθιο βουίζοντας για κάνα λεπτό, μετά περνώντας η ώρα άρχισε να χάνει στροφές, να κλυδωνίζεται, να παραπαίει και στο τέλος χωρίς δύναμη να γέρνει στη μια πλευρά ξεψυχισμένο στο χώμα. Η ζωή άραγε μήπως μοιάζει με το σβουρλάκι, ή το σβουρλάκι μ’ αυτήν;”  Και τελειώνει το βιβλίο του μ’ αυτόν τον τρόπο : “Οι αναμνήσεις έγιναν σβουρλάκι και το σβουρλάκι έμεινε ακίνητο στη μέση της πλατείας. Μιας πλατείας χωρίς όνομα, ανώνυμης, λες και δεν άξιζε, λες και δεν υπήρχε.”
Θεόφιλε Αιγινίτη, είσαι ένας πολύ καλός λογοτέχνης, ακόμα και στο πρώτο σου δημοσιευμένο μυθιστόρημα. Θα σε συμβούλευα να προχωρήσεις χωρίς δισταγμό στην επόμενη προσπάθειά σου. Την περιμένουμε όλοι μας.                                             

                                                                        Καθηγ. Νίκος Πετρόχειλος
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.