Η κατεστημένη δομή της αριστεράς έχασε το στυλ που αποπνέει και γεννά πρόοδο και δημιουργία, διότι δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί τις μικροδομές της ηγεμονίας: να ασκήσει κριτική στον μικρόκοσμο των εξουσιών στα κεφαλαιοκρατικά κράτη και κυρίως στην Ελλάδα, όπως και στον μικρόκοσμο που ορίζει την δική της παρουσία και ταυτότητα εντός αυτών. Έτσι, δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι η παρούσα κρίση στην Ελλάδα αποτελεί και αντανακλά καί την δική της κρίση, στο πλαίσιο της Νέας Τάξης πραγμάτων που προέκυψε μετά το τέλος του διπολισμού, την οικονομική ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης και την μετάβαση σε ένα μεταβιομηχανικό σύστημα.
Η σημερινή κρίση στην χώρα είναι κρίση δομική και όχι λειτουργική. Αφορά σε ολόκληρο το σύστημα ηγεμονίας και αμφισβήτησης αυτής της συγκεκριμένης ηγεμονίας με τους όρους που διαμορφώθηκαν κατά την μεταπολίτευση. Διέρχεται κρίση η πολιτεία, το πολίτευμα, το κοινωνικό μοντέλο και η σχέση των κομμάτων με την κοινωνία, ενώ έχει καταρρεύσει το αναπτυξιακό μοντέλο και πληγεί σε δραματικό βαθμό το ήδη ασθενές με όρους διεθνούς ανταγωνισμού, παραγωγικό μοντέλο. Δεν πρόκειται απλώς για μια κρίση απορρύθμισης του καπιταλιστικού μηχανισμού συσσώρευσης, αλλά για κρίση της συνολικής μορφής του πολιτικοοικονομικού φαινομένου στην πατρίδα μας. Είναι κρίση ύφους τόσο της κυρίαρχης πολιτικής δομής (δικομματισμός και συγγενείς με αυτόν πολιτικές δυνάμεις), όσο και των δυνάμεων που υπερασπίζονται τα λαϊκά συμφέροντα. Αν δεν υπήρχε αυτή η διάσταση της κρίσης, θα είχε ήδη αναπτυχθεί ένα μέτωπο που θα θεμελίωνε ένα εναλλακτικό ηγεμονικό μοντέλο, το οποίο θα έτεινε να ανατρέψει τους συγκυβερνώντες και να εκμηδενίσει την ισχύ του μηχανισμού της διαπλοκής. Αν δεν υπήρχε κρίση στο ύφος της αριστεράς, τα πράγματα για την χώρα θα ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα και η ισχύς της κοινωνίας αναμφισβήτητη, στον αγώνα εναντίον της τρόικας και των χρηματιστών-τραπεζιτών.
Το ύφος της αριστεράς που κυριαρχεί στη κοινή γνώμη, δεν έχει καμία σχέση σε επίπεδο κύρους με το στυλ όσων αμφισβήτησαν την πατριαρχία και τον καπιταλισμό την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Δεν έχει σχέση με αυτό, δηλαδή δεν διαθέτει την πολιτική ποιότητα που το διέκρινε, ενώ προσπαθεί να το μιμηθεί! Και τούτο, διότι το ύφος δομείται στη συγκυρία και σε συνάρτηση με το πολιτικό περιβάλλον και η όποια μίμηση στο ύφος λαϊκών αγωνιστών περασμένων εποχών προδηλώνει μάλλον συντηρητική ή αμήχανη στάση παρά δημιουργική προσέγγιση της προοδευτικής πολιτικής. Με αυτή την έννοια οι προοδευτικές-κοινωνικές δυνάμεις θα έπρεπε να προσαρμόζουν το ύφος τους στην πραγματικότητα (σύγχρονη διεθνή και τοπική δομή), προτείνοντας μια διαφορετική από τις συντηρητικές δυνάμεις μεθοδολογία διακυβέρνησης – και όχι να αναπαράγουν ένα ψευδοεπαναστατικό ύφος που μοιάζει μεν, αλλά δεν έχει καμία πραγματολογική και οντολογική σχέση με εκείνο των ριζοσπαστών αριστερών των αρχών του 20ου αιώνα.
Ύφος, δεν είναι ασφαλώς αυτό που νομίζουν αρκετοί. Δεν είναι το επιφανειακό υφάκι, η κίνηση του κορμιού, η εκφορά του λόγου, οι απλοϊκοί συμβολισμοί στην καθημερινότητα, οι αντιπολιτευτικές κορώνες κλπ. Είναι η συνολική μορφή πολιτικής αναπαράστασης του Εαυτού ή οποιασδήποτε κοινωνικής οντότητας που επιχειρεί να δομήσει ταυτότητα. Είναι η στάση μας απέναντι στην καθημερινή ζωή. Δεν υπάρχει ταυτότητα δίχως συγκεκριμένο ύφος. Το στυλ είναι φορέας της αναφερόμενης ταυτότητας κάθε κοινωνικής οντότητας (πολιτών, φορέων της κοινωνίας των πολιτών, κρατικής γραφειοκρατίας, πολιτειακής και λαϊκής αντιπροσώπευσης, κομμάτων κλπ). Το στυλ, λοιπόν, είναι μια σύνθετη δημιουργία λόγου, πολιτισμού και πολιτικής πρακτικής, που ενσωματώνει έναν συγκεκριμένο μικρόκοσμο για να τον παρουσιάσει στον κόσμο ως πρόταση για δράση, συνδιαλλαγή ή διαπραγμάτευση, κίνημα ρήξης ή κινητοποίηση και μοντέλο πολιτικής και πολιτισμού. Στο βαθμό που το ύφος δεν παρακινεί (αντικειμενικά) για μαζική δράση – δεν προκαλεί σημαντική πολιτική δράση - είναι νεκρό ή ημιθανές κοινωνικό στοιχείο και θα πρέπει να θεωρείται ασθενές πολιτικά. Προσοχή, το ύφος είναι ανίσχυρο σε αυτή την περίπτωση, και όχι η ιδεολογία και η κοσμοαντίληψη που ενδεχομένως αποκρυσταλλώνονται σε αυτό. Το ύφος δεν είναι αποτέλεσμα της ιδεολογίας, αλλά προσαρμογή της ιδεολογίας στην συγκυριακή πραγματικότητα, που σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζεται από προστριβή στο πλαίσιο της ταξικής διάρθρωσης, ενώ στις κρίσεις αυτή λαμβάνει συγκρουσιακή μορφή, καθώς προκαλείται έντονη αποσταθεροποίηση των ταξικών ισορροπιών. Άρα, το ύφος οφείλει να παρακολουθεί την κοινωνική εξέλιξη και το ύφος της αριστεράς να ανταποκρίνεται στις συγκυριακές πολιτικές ανάγκες της περιθωριοποιούμενης κοινωνίας, οι οποίες αναφέρονται ασφαλώς σε ένα εναλλακτικό ηγεμονικό μοντέλο που θα αποκρυσταλλώνει τα κοινά συμφέροντα ανέργων, εργατών, φτωχών αγροτών και του μεγαλύτερου μέρους της μικροαστικής τάξης. Ας μην ξεχνάμε ότι εστιάζουμε σε μια χώρα της Δύσης, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από έντονο καταναλωτισμό, δίχως σοβαρή βιομηχανική και γενικότερα παραγωγική υποδομή.
Ασφαλώς, θα ήταν παράληψη να μην αναφέρω ότι κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης υπήρξε και μια αριστερά, που όλο και κάτι δημοκρατικά πρωτοπόρο και δημιουργικό «έλεγε», αλλά κανείς δεν της έδινε ιδιαίτερη σημασία. Πολλές φορές εξαιτίας του «αλλόκοτου» ύφους της, σύμφωνα με τις παραδοσιακές αριστερές προκαταλήψεις! Πρόκειται για την «τετραδιάστατη αριστερά», η οποία ποτέ δεν απέκτησε δική της κομματική στέγη, καθώς αυτό θα ήταν μάλλον παράταιρο εντός του ιδεολογικού και πολιτικού περιβάλλοντος που επικράτησε γενικότερα αυτή την εποχή. Έτσι, δίχως ιδιαίτερη δυσανασχέτηση η «άστεγη» αυτή αριστερά φιλοξενήθηκε σε διάφορα «οικήματα» της εξωκοινοβουλευτικής ή κοινοβουλευτικής αριστεράς, σε διάφορους ομίλους δημοκρατικού προβληματισμού ή έμεινε στο δρόμο, στη «φυλακή» ή σε κάποιο «οχυρό» ή «κέντρο ερευνών», δίχως ποτέ να διανοηθεί ότι υπήρχε χώρος και κατάλληλες συνθήκες για να κτίσει ένα ακόμη αριστερό κατάλυμα.
Το πρόβλημα των «αστέγων» της αριστεράς - με την καταδηλωτική ή υποδηλωτική έννοια - ήταν μάλλον ο «τετραδιάστατος» χαρακτήρας που δομούσε πολιτικά τον «εαυτό» εντός αυτής. Η γραμματική συζυγία της πολιτικής προσέγγισης αυτών των προσωπικοτήτων δομούσε ένα διαφορετικό συντακτικό της επιθυμίας (του κοινωνικού αιτήματος). Έτσι, εκτός από το (1) είμαι-παίρνω (2) έχω-δίνω, (3) επικοινωνώ- ταυτοποιούμαι, οι αριστεροί αυτοί ανέπτυξαν την διάσταση (4) υπάρχω-παράγω δημιουργικά, υπάρχω ως στοιχείο της βιόσφαιρας, η αναπαραγωγή της οποίας ορίζει και τον δημοκρατικό πολιτισμό και όχι υπάρχω-καταναλώνω ή υπάρχω συμμορφούμενος σε κάποιο «υπερ-υπάρχω» συνδεδεμένο με την έννοια της απόκτησης, της κυρίευσης, της κατάκτησης ή της συμμόρφωσης, ή ακόμη υπάρχω για να διασφαλίσω τα συντεχνιακά μου κεκτημένα. Τούτοι οι άνθρωποι συνάρτησαν ιδεολογικά την παραγωγή, όχι απλώς με τον έλεγχο της διαδικασίας και την ιδιοκτησία των μέσων, αλλά και με την ποιότητα των εξουσιαστικών σχέσεων που ορίζουν την πολιτικότητα του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Κυρίως με το τελευταίο. Υπήρξαν μάλιστα τόσο «μυστήριοι» που αντί να συνδέσουν την ευημερία με τη συσσώρευση αγαθών, ή την κεντρική διαχείριση και γραφειοκρατική αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου από την διαδικασία μετασχηματισμού της ύλης σε αγαθά, εστίασαν στο ύφος της κατανάλωσης που προσδιορίζει την ανάγκη, η οποία εντασσόμενη στον κύκλο της οικονομίας καθορίζει συγκυριακά την αξία και ρυθμίζει (ή τείνει να οργανώσει) αναδραστικώς την παραγωγή.
Όπως και να το μελετήσεις τα αγαθά αποκτούν οντότητα και αξία στην σφαίρα της κατανάλωσης και όχι σε αυτήν της παραγωγής. Το ύφος που καταναλώνεις δείχνει όμως τη σχέση σου με την αντίληψη της παραγωγής και κυρίως την σχέση αναπαραγωγής και ισορροπίας (κοινωνικής και φυσικού περιβάλλοντος) που διακρίνει την πολιτική σου ταυτότητα. Αυτό το άτιμο το ΥΦΟΣ είναι που χαρακτηρίζει πολιτισμικά το πολιτικό φαινόμενο και είναι το κρισιμότερο μέγεθος στη διαμόρφωση συνθηκών κατά τις οποίες η ελευθερία δεν θα καλλιεργείται εις βάρος της ισότητας στη κοινωνία, αλλά ούτε στο όνομα της ισότητας θα καταπνίγεται η ελευθερία. Η αρμονικά, παράλληλη ανάπτυξη ελευθερίας και ισότητας θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίδοτο σε κρίσεις σαν την σημερινή στην Ελλάδα, αρκεί το ύφος να απαλλασσόταν από τον οικονομισμό και κάθε μορφή «ορθοδοξίας» ή «καθολικισμού», υιοθετώντας βιοοικονομικές και ριζοσπαστικά δημοκρατικές αρχές κατά τον κοινωνικό μετασχηματισμό που ήδη ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς για τα δυο-τρίτα της κοινωνίας.
Στο σημείο αυτό ως λύση στη κρίση προβάλλει το στυλ του Ντίνου Χριστιανόπουλου, με μια σαφή όμως σοσιαλιστική διαλεκτική, που αναπροσδιορίζει την κοινωνική αναπαράσταση της ηθικής της. «Όσο πιο γοητευτικές και προοδευτικές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από πίσω τους», γράφει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μην δίνουμε σημασία στις ιδέες! Άλλο η ιδέα και άλλο το πρόσωπο. Η ιδέα θα πρέπει να κρίνεται ως ιδέα και το πρόσωπο ως προσωπικότητα. «Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους», αρκεί να διακρίνουμε τον λαϊκισμό από την δημοκρατική πολιτική δημιουργία. Αλλιώς κλείνουμε το μάτι στον φασισμό! Πώς όμως να διαφωνήσεις όταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος λέει: «Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο φταίνε και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς που πετούμε το τσιγάρο μας στο δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα!» Να, περί αυτής ομιλώ και επισημαίνω ότι η «σκαρταδούρα» μας είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ύφους καί της αριστεράς – για να μην πω ότι κατά καιρούς το ύφος αυτό την εκπροσώπησε - το οποίο σιχάθηκε η κοινωνία, καθώς το συνέδεσε με την σκανδαλίζουσα «προοδευτικαρία» και τα απατηλά καμώματά της, που εξευτέλισαν τα αριστερά ιδανικά και το ηθικό κύρος των αριστερών. Έχει δίκιο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος όταν λέει: «Είμαι εναντίον των κλικών. Προωθούν τους δικούς τους, τους άλλους όλους τους θάβουν. όποιοι δεν τους παραδέχονται, καρατομούνται, κυριαρχούν οι γλείφτηδες και οι τζουτζέδες». Δεν σύμφωνο όμως στο ότι «το μέλλον ανήκει στα σκουπίδια». Ίσως να ανήκει στους διαχειριστές των σκουπιδιών, αλλά δεν θα πρέπει να τους το χαρίσουμε! Ασφαλώς καί εγώ «είμαι εναντίον των κουλτουριάδων, όλα τα αμφισβήτησαν εκτός από τις τρίχες τους. Τους έχω μάθει για τα καλά. Χαλνούν τον κόσμο με την κριτική τους, όλους τους βγάζουν σκάρτους και πουλημένους και μόλις πάρουν το πτυχίο, αμέσως διορίζονται στα υπουργεία, από παντού βυζαίνουν, κι ο ιδεαλισμός τους ξεφουσκώνει μες τα βολέματα του κατεστημένου».
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.