Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Πριν από τέσσερα χρόνια, σχολιάζοντας την απομυθοποίηση της (ευρωπαϊκής) σοσιαλδημοκρατίας, είχα προβλέψει την καταστροφή των μεσοαστικών στρωμάτων. Η οικονομική κρίση που ακολούθησε πλούτησε με αναμφισβήτητα στοιχεία την εκτίμησή μου αυτή, που στηριζόταν σε ανάλυση του παγκόσμιου ηγεμονικού μοντέλου, το οποίο συνήθως αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό.
Βεβαίως στην Ελλάδα, όπου ακόμα κυριαρχούσαν στον πολιτικό λόγο παραδεισένιες αναπαραστάσεις του μεσαίου χώρου είτε από την λεγόμενη κεντροδεξιά, είτε από τους κεντροαριστερούς, οι αντιλήψεις αυτές φάνταζαν εξαιρετικά πεσιμιστικές και υπερβολικά θεωρητικές, διότι…λεφτά υπήρχαν και μάλιστα με τη μορφή ισχυρού νομίσματος. Και όταν ισχυρό χρήμα κυκλοφορεί εν αφθονία σε μια χώρα μεγάλου εμπορικού ελλείμματος, μεγεθύνοντας ασφαλώς παραμορφωτικά την αξία, τότε συγκυριακά τα μεσαία κοινωνικά στρώματα ευημερούν, αν και με την λειτουργία τους, στον τριτογενή κυρίως τομέα του οικονομικού κύκλου, τείνουν με το είδος της ανάπτυξης που προκαλούν, να επιβαρύνουν την εθνική οικονομία, η οποία καταλήγει σε φούσκα (η φούσκα των ελληνικών ομολόγων, η δημοσιονομική φούσκα της χώρας).
Όταν σκάει αυτή η φούσκα τότε δεν σαρώνεται απλώς η μεσαία τάξη, αλλά ολόκληρο το οικονομικό οικοδόμημα του κράτους και η δομή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης εισοδημάτων και πλούτου, με τους μικρομεσαίους να βρίσκονται σε καθημερινό αδιέξοδο και την ανώτερη υπαλληλία ή τα στελέχη επιχειρήσεων να διαβιούν υπό το κράτος φόβου και τρόμου. Ο κίνδυνος οι τελευταίοι να βιώσουν το φαινόμενο της προλεταριοποίησης μοιάζει απειλητική πιθανότητα πλέον. Τούτοι είναι που αναζητούν, στη φάση αυτή της κρίσης, τις συμβουλές ειδικών από το χώρο της οικονομίας, ή ακόμη την γνώμη μελετητών της διεθνούς πολιτικής για να χαράξουν την πορεία τους. Να εκτιμήσουν, δηλαδή, το ατομικό συμφέρον τους και να κάνουν τις οικονομικές και πολιτικές επιλογές τους. Ακόμη και στο πλαίσιο της διαδικτυακής σχολιογραφίας, τούτοι μοιάζει να είναι οι πλέον ευαίσθητοι αποδέκτες. Εξομολογούμαι ότι ώρες-ώρες θεωρώ πως ό,τι σημειώνω απευθύνεται ακριβώς σε αυτήν την μεσαία τάξη, που πλέον νοιώθει να βουλιάζει στον βούρκο μιας αδιέξοδης πολιτικής. Το διακύβευμα για τα λαϊκά στρώματα και τις ελίτ είναι σαφώς απλούστερο, αν και με πραγματικούς ζωτικούς όρους, κρισιμότερο.
Για τα εργατικά, ή φτωχά αγροτικά στρώματα και ασφαλώς για την πλειονότητα των ανέργων ή των ημιαπασχολούμενων κάθε μορφής, η κρίση δεν αποτελεί απειλή, αλλά μάλλον καθοριστικό παράγοντα συνειδητοποίησης του τελεσίδικου αποκλεισμού τους. Η παραμονή στη ζώνη του ευρώ σημαίνει γι’ αυτούς, όχι απλώς εξασθένηση της δύναμής τους, όπως αντίστοιχα για την μεσαία τάξη και ένα σημαντικό μέρος των ελίτ, αλλά μάλλον μακροχρόνια καταδίκη στην φτώχια και την δυστυχία. Για τους Έλληνες κεφαλαιούχους το ζήτημα είναι σχετικό: ανάλογα την διάρθρωση του χαρτοφυλακίου τους, την σχέση τους με τα μέσα παραγωγής ή τον κύκλο εργασιών τους και την διασύνδεσή τους στο πλαίσιο της διεθνούς επιχειρηματικότητας, κάποιοι θα είχαν συμφέρον να περάσουμε άμεσα σε εθνικό νομισματικό σύστημα, ενώ κάποιοι άλλοι θα προτιμούσαν αυτό, αν δεν μπορεί να αποτραπεί, να γίνει σταδιακά με ιδανικότερη μορφή το διπλό νομισματικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, για τις ελληνικές ελίτ είναι ζωτικής σημασίας να αποφευχθεί πάση (πολιτική) θυσία η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Η συντεταγμένη χρεοκοπία με συγκυριακή παραμονή στο ευρώ ή με το πέρασμα σε εθνικό νομισματικό σύστημα, που δεν θα ζημιώσει τον συσσωρεμένο σε ευρώ πλούτο τους, είναι γι’ αυτούς η πλέον ενδεδειγμένη στρατηγική και στην βάση αυτής αναπτύσσουν προπαγανδιστική τακτική για να στοιχιθούν μαζί τους τα μεσαία στρώματα.
Αντίθετα για τους «μεσαίους», η έξοδός μας από την ευρωζώνη λογίζεται ως καταστροφή με ταξικές διαστάσεις, δίχως στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων τούτο να αποτελεί ανακρίβεια. Πράγματι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα μεσαία στρώματα είναι αυτά που θα θιγούν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, από οποιαδήποτε μεταβολή του νομισματικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Μόνο που η αλήθεια είναι ότι οι όροι καταστροφής της μεσαίας τάξης δεν διαμορφώνονται στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής, αλλά σε εκείνο που προσδιορίζει ευρύτερα την διαμόρφωση της αξίας στη χώρα, σε σχέση πάντα με την ζήτηση και προσφορά της εργασίας. Αυτό σημαίνει σχηματικά ότι ο βούρκος εντός του οποίου κολυμπούσε χωρίς να το συνειδητοποιεί η μεσαία τάξη, είχε ήδη δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια με την μορφή ένταξής μας στο νεοηγεμονικό μοντέλο της ΕΕ και ήταν ζήτημα χρόνου και διεθνούς συγκυρίας το πότε θα ερχόταν η βύθιση. Τα μεσαία στρώματα, δηλαδή, που διευρυνόμενα υπήρξαν η ραχοκοκαλιά της απολύτως προβληματικής με παραγωγικούς όρους, ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας επί ευρώ και η ανθρώπινη έκφραση της εμφανιζόμενης ως «ισχυρής Ελλάδας» που, σύμφωνα με προπαγανδιστές της διαπλοκής και ξένους δημοσιοσχεσίτες, θαυματουργούσε, παρουσιάζοντας μάλιστα μία χλιδάτη Ολυμπιάδα, αποτελούσαν έκφραση ενός θνησιγενούς κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου.
Η άνοδος και διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων αυτή την περίοδο, με την παράλληλη αποχυδαιοποίηση των πελατειακών σχέσεων που την συνόδευσε, πρόδιδε την επιτάχυνση της διαδικασίας χρεοκοπίας της χώρας και καταμαρτυρούσε το πολιτικό αδιέξοδο των κυρίαρχων δυνάμεων, του δικομματισμού και της διαπλοκής, από την στιγμή κατά την οποία δεν υπήρχαν εθνικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής ώστε να χρησιμοποιηθούν και να αναστρέψουν το φαινόμενο αύξησης των ελλειμμάτων, στην βάση των οποίων υπήρχε η παραγωγική απαξίωση της εθνικής οικονομίας και η άναρχα κερδοσκοπική δραστηριότητα των τραπεζών. Αν επιθυμείτε, μάλιστα, να αντιμετωπίσετε συστηματικότερα το ζήτημα, θα διαπιστώσετε ότι η αύξηση των δεικτών ευημερίας των μεσαίων στρωμάτων συνοδεύτηκε από την πτώση της ανταγωνιστικότητας σε όλους ανεξαιρέτως τους παραγωγικούς τομείς. Δίχως προφανώς το πρώτο να συνδέεται άμεσα με το δεύτερο, αλλά και τα δύο σε συνδυασμό να προδίδουν ότι σύντομα επέρχεται πιστωτικό αδιέξοδο, στον βαθμό που οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες της ευρωζώνης δεν αναλάμβαναν πρωτοβουλίες που θα εγγυώντο την περαιτέρω χρηματοδότηση από την αγορά, κράτους και επιχειρήσεων.
Τα μεσαία στρώματα, με άλλα λόγια, η ευημερία των οποίων σε μεγάλο βαθμό αποτελούσε την εγγύηση διαιώνισης του κράτους πατρωνίας και την μακροημέρευση του δικομματικού συστήματος, ναρκοθετούσαν με την άνοδό τους ολόκληρο το σύστημα που εμφανιζόταν να συνεισφέρει στην πρόοδό τους. Μόνον που αυτό θα ήταν ηλιθιότητα να το αποδώσει κανείς στα ατομικά χαρακτηριστικά αυτών που συνθέτουν την μεσαία τάξη. Η εξέλιξη του καθεστώτος της μεταπολίτευσης, η δομή δηλαδή, οι πολιτικές σχέσεις που το μορφοποιούσαν, επέβαλαν την συγκεκριμένη μορφή ανάπτυξης του μικροαστισμού στην χώρα, που ασφαλώς σε αρκετές περιπτώσεις συνδεόταν με την διαφθορά και χαρακτηριζόταν από έναν μάλλον άπληστο, «αδηφάγο» και εξαιρετικά κοινωνικά ανεύθυνο πολιτισμό. Στοιχείο αυτού του πολιτισμού αποτέλεσε μία χυδαία αντίληψη του ευρωπαϊσμού υπό την μορφή του ευρώ. Κάπως έτσι θα μπορούσα μάλλον χαριτολογώντας και αφαιρετικά, να χαρακτηρίσω τα μεσαία στρώματα της χώρας, ως τάξη του ευρώ. Αυτή η τάξη νοιώθει ότι σήμερα πάει … περίπατο, στον βαθμό που το ευρώ πάψει να αποτελεί νόμισμα της χώρας. Κι όπως είπαμε, αυτό δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, μόνον που η αιτία καταστροφής της δεν είναι αυτό. Η αιτία βρίσκεται ακριβώς στις πολιτικές συνθήκες που την ενδυνάμωσαν παραμορφωτικά και σε εκείνες που την διέφθειραν σε κρίσιμο βαθμό κατά το στάδιο προετοιμασίας ένταξης της χώρας στην ευρωζώνη και αργότερα εντός αυτής. Οι εμφανιζόμενοι με άλλα λόγια, ως πολιτικοί ευεργέτες των μεσαίων στρωμάτων, είναι εκείνοι που τοποθέτησαν μία βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλιά τους.
Σήμερα, οι απίθανες αντιφάσεις και τα καραγκιοζιλίκια, που διαπιστώνει ολόκληρος ο κόσμος, εντός του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος της Ελλάδας, δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά μια απεγνωσμένη προσπάθεια των πολιτικοεπιχειρηματικών ελίτ και κυρίως του μηχανισμού της διαπλοκής που διασφαλίζει την κοινωνική λειτουργία τους, να αποσείσουν τις ευθύνες τους απέναντι στην τάξη του ευρώ. Ουσιαστικά, τα μέλη αυτής της τάξης απειλούν (οι ελίτ) και μ’ αυτούς δήθεν διαβουλεύονται για να κατασταλάξουν στις επόμενες κινήσεις τους. Παραμύθια! Η τάξη του ευρώ υποτιμάται με οικονομικούς όρους καθημερινά, αλληλοσπαράζεται στο εσωτερικό της, εξαιτίας κυρίως της διχαστικής στρατηγικής των κυβερνώντων και δεν έχει καμία απολύτως ελπίδα να διατηρήσει μακροχρονίως ένα αξιοπρεπές επίπεδο ευημερίας υπό καθεστώς χρεοστασίου. Στην πραγματικότητα, τώρα γίνεται το ευρώ και οι περίφημοι μηχανισμοί σωτηρίας της χώρας, ο παράγοντας αποσύνθεσης της τάξης του ευρώ και η μέγιστη απειλή για τα συμφέροντα που παραδοσιακά στην Ευρώπη εκφράζονται μέσω αυτών των κοινωνικών στρωμάτων. Μόνον που μαζί με την αποσύνθεση της τάξης του ευρώ, η οποία πλέον συμβαίνει αναπόδραστα είτε με εσωτερική υποτίμηση, είτε με εξωτερική, ή με ενδεχόμενο συνδυασμό των δύο το επόμενο διάστημα, απειλείται με αποσύνθεση και ολόκληρο το καθεστώς στην Ελλάδα, που επί πάρα πολλά χρόνια ανέπτυσσε την στρατηγική του, επικεντρώνοντας στον λεγόμενο μεσαίο χώρο.
Με μία κουβέντα, η αποσύνθεση αυτή θα προκαλέσει τα πολιτικά γεγονότα της επόμενης περιόδου, πράγμα που καλό θα ήταν να αντιληφθούν όσοι παράγοντες υποστηρίζουν ότι ενδιαφέρονται για τα λαϊκά συμφέροντα και να πράξουν αυτό που πληκτικά επαναλαμβάνω πριν από την εκδήλωση της κρίσης και με ιδιαίτερη ένταση μετά. Να συνεργαστούν και να προσφέρουν στον λαό την άλλη πιθανότητα ευημερίας: μία εναλλακτική ηγεμονία προοδευτικών – κοινωνικών δυνάμεων, η οποία θα επανατοποθετούσε τα μεσαία στρώματα σε μια σφιχτή παραγωγική και όχι παρασιτική δομή, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια – σε σημαντικό βαθμό - και μέχρι σήμερα.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.