του Philipp Bagus master της οικονομίας του Universidad Rey Juan Carlos της Μαδρίτης.

    «…Υπήρχε πάντα μια  ποσότητα χρυσού στα ταμεία (θησαυροφυλάκια) των τραπεζών, που δεν ζητούνταν προς εξαργύρωση από τους πελάτες. Κατά συνέπεια, ο πειρασμός για τους τραπεζίτες, να χρησιμοποιήσουν κάποια ποσότητα από τον κατατεθειμένο χρυσό για τους δικούς τους προσωπικούς σκοπούς ήταν σχεδόν ακαταμάχητος (αβάσταχτος). Οι τραπεζίτες συχνά χρησιμοποιούσαν το χρυσό για να δίνουν δάνεια σε πελάτες τους. Άρχισαν να εκδίδουν  πλαστά πιστοποιητικά ή να δημιουργούν « νέες καταθέσεις», χωρίς να διαθέτουν αντίκρισμα σε  χρυσό… ».

«...Οι τραπεζίτες όμως δε θέλουν να παραιτηθούν από την κερδοφόρα «business» της δημιουργίας χρήματος. Έτσι, απαιτούν  κυβερνητική παρέμβαση.
Μια  μεγάλη στήριξη (παρέμβαση) για τις τράπεζες, ήταν και είναι, η καθιέρωση της Κεντρικής Τράπεζας ως δανειστή της εσχάτης λύσης: οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να δανείσουν σε προβληματικές τράπεζες για να σταματήσουν τον πανικό. Σε μια ύφεση, οι προβληματικές τράπεζες μπορούν να λάβουν δάνεια από την κεντρική τράπεζα και έτσι να διασωθούν…».


  ●  Από το 2Ο κεφάλαιο:  Η  ΔΥΝΑΜΙΚΗ  ΤΟΥ  ΧΩΡΙΣ  ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ  ( ΧΑΡΤΙΝΟΥ  ΧΡΗΜΑΤΟΣ)

Για να καταλάβουμε την δυναμική του ευρώ, θα πρέπει να εντρυφήσουμε  στην ίδια την ιστορία του χρήματος. Το χρήμα, δηλαδή το κοινό και ευρέως αποδεκτό μέσο συναλλαγών, εμφανίστηκε ως μέσο επίλυσης του προβλήματος της διπλής ταύτισης των αναγκών. Το πρόβλημα της διπλής ταύτισης των αναγκών, συνίσταται στη δυσκολία να βρούμε κάποιον που να διαθέτει αυτό που έχουμε ανάγκη, και ταυτόχρονα να έχει ανάγκη και αυτός, από εκείνο που εμείς του προσφέρουμε.  
Ένας κυνηγός για παράδειγμα, δεν ανταλλάζει το κρέας απ’ ευθείας για τα ρούχα που χρειάζεται, επειδή είναι δύσκολο να βρει έναν παραγωγό ρούχων που χρειάζεται κρέας τη δεδομένη στιγμή, και να είναι σε θέση να προσφέρει μια καλή τιμή. Αντί για αυτό, ο κυνηγός πουλάει την παραγωγή του για σιτάρι που είναι πιο εμπορεύσιμο, και μετά χρησιμοποιεί το σιτάρι για να αγοράσει ρούχα. Με αυτόν τον τρόπο, το σιτάρι αποκτά μεγαλύτερη ζήτηση, το στάρι πλέον δεν ζητείται μόνο ως καταναλωτικό αγαθό για την τροφή μας ή σαν μέσο για παραγωγή στη γεωργία, αλλά επίσης και σαν μέσω συναλλαγής, έτσι, η ζήτηση για το σιτάρι ως μέσο συναλλαγής αυξάνεται και γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη.   
Είναι δυνατόν  να υπάρχουν και άλλα ανταγωνιστικά μέσα συναλλαγών ταυτόχρονα, σε μια ανταγωνιστική διαδικασία, όμως μερικά μόνο από αυτά τα μέσα συναλλαγών γίνονται  ευρέως αποδεκτά – μετατρέπονται σε χρήματα. Σε αυτή την ανταγωνιστική διαδικασία, μόνο μερικά προϊόντα αποδεικνύονται πιο ικανά να παίξουν το ρόλο του μέσου συναλλαγών και του φορέα αξίας. Τα πολύτιμα μέταλλα όπως ο χρυσός και το ασήμι μετατρέπονται σε χρήματα, δεν είναι  δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί:
Ο χρυσός και το ασήμι είναι ομογενή υλικά, ανθεκτικά, μεγάλης αξίας και ζήτησης, καθώς επίσης  παρέχουν ευκολία στην αποθήκευσή τους και την μεταφορά τους.

ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Όταν βγαίνουν εκ νέου στο προσκήνιο οι τράπεζες, στη βόρειο Ιταλία, κατά την  περίοδο της Αναγέννησης, ο χρυσός και το ασήμι ήταν ακόμη τα κυρίαρχα μέσα συναλλαγών. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πολύτιμα μέταλλα στις καθημερινές τους συναλλαγές και όταν κατέθεταν τα χρήματά τους στις τράπεζες, πλήρωναν για τη φύλαξη τους, και οι τράπεζες διατηρούσαν στην κατοχή τους το 100% των αποθεμάτων.
Οι καταθέτες  πήγαιναν στους τραπεζίτες και κατέθεταν εκατό γραμμάρια χρυσού για φύλαξη, έναντι συμβολαίου υπεύθυνης φύλαξης. Ο καταθέτης θα λάμβανε ένα πιστοποιητικό για την κατάθεσή του το οποίο θα μπορούσε να εξαργυρώσει οποιαδήποτε στιγμή. Σταδιακά αυτά τα πιστοποιητικά άρχισαν να κυκλοφορούν και χρησιμοποιήθηκαν στις συναλλαγές σα να ήταν χρυσός. Τα πιστοποιητικά σπάνια εξαργυρώνονταν. Υπήρχε πάντα μια  ποσότητα χρυσού στα ταμεία (θησαυροφυλάκια), που δεν ζητούνταν προς εξαργύρωση από τους πελάτες. Κατά συνέπεια, ο πειρασμός για τους τραπεζίτες, να χρησιμοποιήσουν κάποια ποσότητα από τον κατατεθειμένο χρυσό για τους δικούς τους προσωπικούς σκοπούς ήταν σχεδόν ακαταμάχητος (αβάσταχτος). Οι τραπεζίτες συχνά χρησιμοποιούσαν το χρυσό για να δίνουν δάνεια σε πελάτες τους. Άρχισαν να εκδίδουν  πλαστά πιστοποιητικά ή να «δημιουργούν» νέες καταθέσεις χωρίς να διαθέτουν αντίκρισμα σε  χρυσό. Με άλλα λόγια, οι τραπεζίτες είχαν αρχίσει να περνούν από πλήρη (100 %), σε  μερικά αποθέματα (κλασματικά αποθέματα).

 ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ 
Οι κυβερνήσεις άρχισαν να ανακατεύονται και να  παρεμβαίνουν  δραστικά στον τραπεζικό τομέα, δυστυχώς οι παρεμβάσεις είναι ο ολισθηρός δρόμος προς τον πάτο, όπως επεσήμανε ο Mises στο βιβλίο του «Παρεμβατισμός». Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις προκαλούν συνεχώς νέα προβλήματα, τα οποία εκ νέου απαιτούν, νέες συμπληρωματικές παρεμβάσεις  και πάει λέγοντας. Ο παρεμβατικός δρόμος  που είχε επιλεχθεί στον τομέα των χρημάτων οδήγησε τελικά στο χάρτινο χρήμα και το ευρώ.  
Η πρώτη παρέμβαση των κυβερνήσεων στα χρήματα υπήρξε η μονοπώληση του
Νομισματοκοπείου, μετά ήρθε η μείωση της ποσότητας του μετάλλου των κερμάτων.
 Οι κυβερνήσεις μάζευαν τα υπάρχοντα κέρματα, τα έλιωναν και  μείωναν την ποσότητα των πολύτιμων μετάλλων που περιείχαν, βγάζοντας κέρδος από τη διαφορά. Μόνο που η υποτίμηση των κερμάτων, ήταν μια ιδιαιτέρα χοντροκομμένη μέθοδος τεχνητής αύξησης του κρατικού προϋπολογισμού. Ο τραπεζικός τομέας διέθετε πολύ περισσότερες δυνατότητες, μπορούσε να προτείνει πιο κακόβουλα μέσα τεχνητής αύξησης των κυβερνητικών ταμείων. Οι κυβερνήσεις πλέον άρχισαν να «παίζουν» με τους τραπεζίτες και γίνονται συνεργοί τους. Ως πρώτη χάρη προς τις τράπεζες, είναι το γεγονός, ότι οι κυβερνήσεις δεν επέβαλλαν του ιδιωτικούς νομικούς κανόνες για τα συμβόλαια καταθέσεων.
Σε ένα συμβόλαιο κατάθεσης, η υποχρέωση του τραπεζίτη είναι να κατέχει, ανά πάσα
στιγμή, το 100% των καταθέσεων ή το ισότιμό του σε ποσότητα και ποιότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι τραπεζίτες πρέπει να κρατούν 100% αποθεματικό, για όλα τα κατατεθειμένα χρήματα. Οι κυβερνήσεις δεν επιβάλουν την εφαρμογή αυτού του νόμου για τις τράπεζες και έτσι δεν  προστατεύουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των καταθετών. Οι κυβερνήσεις «κλείνουν τα μάτια» αγνοώντας το πρόβλημα. Τελικά έφτασαν στο σημείο να νομιμοποιήσουν την   πρακτική αυτή επισήμως, και επέτρεψαν τις λεγόμενες διφορούμενες συμβάσεις. Ουσιαστικά, οι τράπεζες έλαβαν το προνόμιο να κατέχουν κλασματικά (μερικά) αποθέματα και να δημιουργούν χρήματα. Μπορούσαν να «δημιουργήσουν» πιστοποιητικά χρυσού και καταθέσεις στα βιβλία τους, παρόλο που δεν είχαν τον αντίστοιχο χρυσό στα θησαυροφυλάκιά τους.
Τα χωρίς αντίκρισμα πιστοποιητικά χρυσού και καταθέσεις, λέγονται ανυπόστατα πιστοποιητικά χρήματος (fiduciary media). Το προνόμιο της παραγωγής ανυπόστατων πιστοποιητικών χρήματος είχε δοθεί στις τράπεζες με το αντάλλαγμα της στενής συνεργασίας με τις κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις έκαναν τα στραβά μάτια όταν οι τράπεζες δεν τίμησαν τις υποχρεώσεις τους για αξιόπιστη διαφύλαξη των χρημάτων, διότι  τα νεοδημιουργηθέντα ανυπόστατα χρήματα δίδονταν με τη μορφή δανείων στις ίδιες τις κυβερνήσεις. Αυτή η συνεργασία μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων συνεχίζει μέχρι και σήμερα και εμφανίζεται με τις μορφές των κάθε είδους κοινωνικών παροχών, σε περιόδους κρίσης και στο τέλος - τέλος, με τη μορφή των διασώσεων - εγγυοδοτήσεων.

 Jesus Huerta de Soto, Money, Bank Credit and Economic Cycles, 2nd ed., (Auburn, Ala.: Ludwig von Mises Institute,[2006] 2009), περιγράφει την ιστορία των συμβολαίων νομισματικών καταθέσεων. Δείχνει πως αυτά τα συμβόλαια υπήρχαν ήδη στην αρχαιότητα και πως οι υποχρεώσεις αυτών των συμβολαίων είχαν παραβιαστεί από τους τραπεζίτες. Οι τραπεζίτες χρησιμοποίησαν τα χρήματα που τους δόθηκαν ως καταθέσεις για τις δικιές τους υποθέσεις. Η ιστορία της υπεξαίρεσης των κατατεθειμένων χρημάτων επαναλαμβάνεται αργότερα στην Αναγέννηση.
    .

Ο ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΚΑΝOΝΑΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ

Ο κανόνας του χρυσού βασίλευσε από το 1815 ως το 1914. Αυτή ήταν η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας οι περισσότερες χώρες χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το χρυσό ως χρήμα – ήταν πιο εύκολο να ελέγχουν έναν τύπο χρήματος για τα αγαθά
τους, αντί για δύο. Έτσι, οι κυβερνήσεις ακολούθησαν τις τάσεις της αγοράς προς ένα ευρέως αποδεκτό μέσο συναλλαγών. Τα διαφορετικά νομίσματα όπως το γερμανικό
μάρκο, η αγγλική λίρα ή το δολάριο, ήταν απλά διαφορετικά ονόματα συγκεκριμένης  ποσότητας χρυσού. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν «σταθερές». Όλοι έκαναν  το χρήση ίδιο χρήμα - τον χρυσό. Κατά συνέπεια, το διεθνές εμπόριο και η συνεργασία άκμασαν εκείνη την περίοδο. Ο κλασικός κανόνας του χρυσού ήταν όμως ένας κανόνας κλασματικών (μερικών) αποθεματικών χρυσού, κατά συνέπεια ασταθής, οι τράπεζες δεν κρατούσαν το 100% των αποθεμάτων, οι καταθέσεις τους και τα χαρτονομίσματα τους, δεν υποστηρίζονταν 100% από πραγματικό χρυσό που θα έπρεπε να βρίσκεται στα θησαυροφυλάκιά τους. Οι τράπεζες βρίσκονταν ανά πάσα στιγμή, υπό την απειλή να χάσουν τα αποθεματικά τους, και να φανούν ανίκανες να πληρώσουν τις καταθέσεις. Λόγω αυτού του κινδύνου, η δύναμη των τραπεζών να δημιουργούν χρήματα ήταν περιορισμένη. Η δημιουργία χρήματος σήμαινε σημαντικά κέρδη, αλλά η λειτουργία της τράπεζας και το ρίσκο της απώλειας στα αποθεματικά περιόριζε τις τράπεζες στην πιστωτική τους επέκταση. Οι διαχειριστές των  χρημάτων αποτελούν μια συνεχή απειλή ως προς την ρευστότητα των τραπεζών, επειδή χρησιμοποιούσαν ακόμα το χρυσό στις συναλλαγές τους, και απαιτούσαν να εξαργυρώνουν τις καταθέσεις τους, κυρίως όταν η εμπιστοσύνη στις τράπεζες άρχισε να αμφισβητείται. Επίσης, ακόμα και άλλες τράπεζες που συσσώρευαν πιστωτικά μέσα (χαρτονομίσματα που εκδόθηκαν από άλλες τράπεζες) μπορούσαν να τα εμφανίσουν για την ρευστοποίησή τους στην εκδίδουσα τράπεζα, απειλώντας τα αποθεματικά της. Έτσι, οι τράπεζες φρόντισαν για την αλλαγή του κανόνα.
 Κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, δηλαδή την μαζική εκκαθάριση λάθος επενδύσεων, οι τράπεζες συνήθως μπαίνουν σε μπελάδες. Οι κακές επενδύσεις και ρευστοποιήσεις σημαίνουν επισφαλή δάνεια και ζημιές για τις τράπεζες, απειλώντας τη φερεγγυότητά τους (ικανότητα πληρωμών). Καθώς οι τράπεζες γίνονται λιγότερο φερέγγυες, οι άνθρωποι χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς αυτές. Οι τράπεζες δυσκολεύονται να βρουν νέους πιστωτές , οι καταθέτες εξαργυρώνουν τις καταθέσεις τους, και οι μαζικές αναλήψεις είναι συνηθισμένες. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες χάνουν τη ρευστότητά τους και συχνά φτάνουν ακόμη και στην χρεωκοπία.
Οι τραπεζίτες είναι γνώστες όλων  αυτών των δυσκολιών μέσα σε περιόδους ύφεσης, και βλέπουν ότι, οι δυσκολίες τελικά προέκυπταν από τη δικιά τους πρωτοβουλία για δημιουργία νέου χρήματος, και τη δανειοδότησή του με τεχνητά χαμηλά επιτόκια. Ξέρουν ότι η «δουλειά», των κλασματικών αποθεματικών, ανέκαθεν απειλούνταν από επαναλαμβανόμενες υφέσεις.
Οι τραπεζίτες όμως δε θέλουν να παραιτηθούν από την κερδοφόρα «business» της δημιουργίας χρήματος. Έτσι, απαιτούν  κυβερνητική παρέμβαση.
Μια  μεγάλη στήριξη (παρέμβαση) για τις τράπεζες, ήταν και είναι, η καθιέρωση της κεντρικής τράπεζας ως δανειστή της εσχάτης λύσης: οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να δανείσουν σε προβληματικές τράπεζες για να σταματήσουν τον πανικό. Σε μια ύφεση, οι προβληματικές τράπεζες μπορούν να λάβουν δάνεια από την κεντρική τράπεζα και έτσι να διασωθούν.
Οι κεντρικές τράπεζες παρέχουν στις τράπεζες ένα ακόμη πλεονέκτημα. Μπορούν
να εποπτεύουν και να ελέγχουν την πιστωτική επέκταση, για να συντονιστούν οι τράπεζες, μπορούν να σχηματίσουν ένα καρτέλ, αλλά ο κίνδυνος πάντα παραμένει πως μια τράπεζα μπορεί να αποχωρήσει από το καρτέλ, απειλώντας με την κατάρρευση των άλλων. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι η εισαγωγή μιας κεντρικής τράπεζας που μπορεί να συντονίσει την πιστωτική επέκταση.
 Σε δύσκολους καιρούς, μια τράπεζα είναι σε θέση να πάρει ένα δάνειο από την κεντρική τράπεζα. Αυτό το δίχτυ ασφαλείας ωθεί τις τράπεζες να δώσουν περισσότερες πιστώσεις. Με την  δυναμική για πιστωτική επέκταση, αυξάνεται και το δυναμικό για οικονομικές εκρήξεις και κακές επενδύσεις.
Ακόμη και με την εισαγωγή των κεντρικών τραπεζών, οι κυβερνήσεις δεν είχαν τον απόλυτο έλεγχο πάνω στο χρήμα. Ενώ το τραπεζικό σύστημα μπορούσε να παράγει πιστωτικά μέσα, η παραγωγή χρήματος ήταν ακόμη συνδεδεμένη και περιορισμένη από το χρυσό. Οι άνθρωποι μπορούσαν ακόμη να πάνε στις τράπεζες σε μια περίοδο ύφεσης και να απαιτήσουν πληρωμή σε χρυσό. Παρόλο που τα αποθέματα χρυσού είχαν συγκεντρωθεί στις κεντρικές τράπεζες, αυτά τα αποθεματικά μπορούσαν ακόμη να αποδειχθούν ανεπαρκή για να αποτρέψουν έναν τραπεζικό πανικό και την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα να επεκτείνουν την πίστωση και να παράγουν χρήματα για να χρηματοδοτούν κυβερνήσεις άμεσα ή έμμεσα (με αγορές ομολόγων από το τραπεζικό σύστημα) ήταν ακόμη περιορισμένη λόγω της εξάρτησής με το χρυσό. Ο χρυσός παρείχε πειθαρχεία, ο πειρασμός φυσικά, για τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις ήταν, να κόψουν σταδιακά οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ των χρημάτων και του χρυσού. Μια πρώτη εμπειρία αυτής της αποσύνδεσης του χρυσού ήρθε στην αρχή του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα συμμετάσχοντα κράτη ανέστειλαν τη δυνατότητα εξαγοράς σε είδη, με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία έλαβε μέρος στον πόλεμο το 1917. Οι συμμετέχοντες μπορούσαν να φουσκώνουν τα χρηματικά τους αποθέματα χωρίς όρια για να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο. Κατά συνέπεια, υπήρξε ένα σύντομο επεισόδιο ευέλικτων συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα χάρτινα νομίσματα. Στη δεκαετία του 1920 πολλά έθνη επέστρεψαν στον κανόνα του χρυσού, π.χ. η Μεγάλη Βρετανία το 1926 και η Γερμανία το 1924. Ωστόσο, η εξόφληση σε χρυσό ήταν δυνατή μόνο στην κεντρική τράπεζα με τη μορφή ράβδου (οπότε το σύστημα λέγεται «κανόνας ράβδων χρυσού»- « gold bullion standard»).
Ο μικρός πελάτης της τράπεζας δεν μπορούσε να πάρει πίσω το χρυσό του. Τα χρυσά νομίσματα εξαφανίστηκαν από την κυκλοφορία. Οι ράβδοι, με τη σειρά τους, χρησιμοποιήθηκαν μόνο για μεγάλες διεθνείς συναλλαγές. Η Μεγάλη Βρετανία εξαργύρωνε τις λίρες, όχι μόνο σε χρυσό αλλά και σε δολάρια. Άλλες χώρες εξαργύρωναν το χρυσό σε λίρες. Η συγκέντρωση των αποθεμάτων και η μειωμένη εξαγορά σε μετρητά επέτρεψαν μεγαλύτερη πιστωτική επέκταση, προκαλώντας χειρότερες επενδύσεις και κύκλους.


ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ  ΤΟΥ  BRETTON  WOODS

Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης σε πολλές χώρες  ανέστειλαν την εξαργύρωση του χάρτινου χρήματος. Το χάος των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών και ανταγωνιστικών υποτιμήσεων οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να οργανώσουν ένα νέο διεθνές νομισματικό σύστημα το 1946. Με το σύστημα του Bretton Woods, οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να ανταλλάσουν το  χρυσό με δολάρια στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve). Οι ιδιώτες πλέον χάνουν το δικαίωμα να μετατρέψουν τα χρήματά τους σε χρυσό, ακόμη και στην κεντρική τράπεζα. Τους είχαν κλέψει αποτελεσματικά το χρυσό τους, ο οποίος περνά στην ιδιοκτησία της κεντρικής τράπεζας .
 Με αυτό το σύστημα συναλλαγών χρυσού, μόνο οι κεντρικές τράπεζες και οι ξένες κυβερνήσεις θα μπορούσαν να εξαγοράζουν τα νομίσματά τους με άλλες κεντρικές τράπεζες. Με το σύστημα του Bretton Woods, κάθε νόμισμα είχε μια σταθερή σχέση με το δολάριο, άρα και με το χρυσό. Το δολάριο έγινε το αποθεματικό νόμισμα για τις κεντρικές τράπεζες. Οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν τα αποθέματα των δολαρίων τους, υποτιμώντας τα άλλα νομίσματα. Στο επόμενο βήμα, σε αυτό το δρόμο του παρεμβατισμού στο νομισματικό πεδίο, έγινε πιο εύκολο να δημιουργήσουν νέα χρήματα κατά τη διάρκεια των υφέσεων για να βοηθήσουν τις τράπεζες — αλλά όχι τους πολίτες.
Το σύστημα του Bretton Woods οδήγησε όμως στην αυτοκαταστροφή του.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ισχυρά κίνητρα να υπερτιμήσουν το νόμισμά τους και να το εξάγουν προς άλλες χώρες. Οι ΗΠΑ παρήγαγαν δολάρια αγοράζοντας αγαθά και υπηρεσίες και για να πληρώνουν για τους πολέμους στην Κορέα και στο Βιετνάμ. Τα αγαθά έρχονταν στις ΗΠΑ ως αντάλλαγμα για δολάρια.  
Ο δείκτης αποθεμάτων χρυσού της Fed (ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ) μειώθηκε, και τα υπερτιμημένα δολάρια είχαν συγκεντρωθεί σε ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, μέχρι που ο Charles de Gaulle τελικά ανέλαβε δράση, προβάλλοντας Γαλλικά αποθέματα σε Δολάρια, για χρυσό στη Fed. Σε αντίθεση με τη Γαλλία, και λόγω της εξάρτησης που είχε η Γερμανία προς τα αμερικανικά στρατεύματα, η Bundesbank συμφώνησε να κρατήσει την πλειονότητα των αποθεμάτων δολαρίων της. Καθώς τα αμερικανικά αποθέματα χρυσού έφθιναν, ο Nixon τελικά ανέστειλε τις εξαγορές τον Αύγουστο του 1971.   Οι δυναμικές του παρεμβατισμού έσπρωξαν τον κόσμο σε μη εξαργυρώσιμα χάρτινα νομίσματα. Με χωρίς αντίκρισμα χάρτινα νομίσματα, δεν υπάρχει σύνδεση με το χρυσό οπότε και κανένα όριο στην παραγωγή τους.
 Η πιστωτική επέκταση μπορούσε να συνεχίσει επ΄ άπειρον, γιατί οι πόρτες άνοιξαν για τις χωρίς όριο διασώσεις είτε των κυβερνήσεων, είτε του τραπεζικού συστήματος.


Η ΕΥΡΩΠΗ  ΜΕΤΑ  ΤΟ  BRETTON WOODS

Μετά την κατάρρευση του Bretton Woods, ο κόσμος συναλλάσσονταν με κυμαινόμενα χάρτινα νομίσματα. Οι κυβερνήσεις μπορούσαν τελικά να ελέγχουν την προσφορά του χρήματος χωρίς κανένα περιορισμό από το χρυσό, και τα ελλείμματα θα μπορούσαν να χρηματοδοτούνται από τις κεντρικές τράπεζες. Η χειραγώγηση της ποσότητας του χρήματος έχει μόνο ένα σκοπό: την πληρωμή των κυβερνητικών πολιτικών. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος για να παραποιήσει κάποιος την ποσότητα του χρήματος.
Πράγματι, κάθε ποσότητα χρήματος είναι αρκετή για να καλύψει τη λειτουργία του
χρήματος ως μέσο συναλλαγής. Αν υπάρχουν περισσότερα χρήματα, οι τιμές είναι αυξημένες – αν υπάρχουν λιγότερα, οι τιμές είναι μειωμένες. Φανταστείτε να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε μηδενικά στα χαρτονομίσματα του χάρτινου χρήματος, δε θα διατάρασσε τη λειτουργία του χρήματος ως μέσο συναλλαγής, ωστόσο, οι μεταβολές στην ποσότητα του χρήματος έχουν συνέπειες στη διανομή. Οι πρώτοι λήπτες του νέου χρήματος μπορούν να αγοράσουν στις παλιές, χαμηλές τιμές. Όταν αυτά τα χρήματα μπουν στην οικονομία, οι τιμές κινούνται προς τα πάνω. Οι επόμενοι παραλήπτες του νέου χρήματος βλέπουν τις τιμές να αυξάνονται πριν αυξηθούν τα εισοδήματά τους. Υπάρχει αναδιανομή προς όφελος των πρώτων παραληπτών ή παραγωγών του νέου χρήματος σε ζημιά των τελευταίων παραληπτών του νέου χρήματος, που γίνονται συνεχώς φτωχότεροι. Οι πρώτοι παραλήπτες του νέου χρήματος είναι κυρίως το τραπεζικό σύστημα, η κυβέρνηση, και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ενώ οι τελευταίοι παραλήπτες είναι το μερίδιο του πληθυσμού που έχουν λιγότερο στενή επαφή με την κυβέρνηση, για παράδειγμα, όσοι έχουν σταθερό εισόδημα.
Το νέο σύστημα των χάρτινων νομισμάτων επέτρεψε σχεδόν απεριόριστη διόγκωση στη διαθεσιμότητα του χρήματος με τεράστιες συνέπειες στην αναδιανομή. Μετά το τέλος του Bretton Woods, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δημιουργούσαν χρήματα για να χρηματοδοτήσουν την επέκταση των κρατών πρόνοιας και τις επιδοτήσεις. Αλλά δεν φούσκωναν το νόμισμά τους όλες οι χώρες με τον ίδιο ρυθμό. Κατά συνέπεια, οι έντονες διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες επηρέασαν αρνητικά το εμπόριο μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.  Οι πολιτικοί ήθελαν να αποτρέψουν
αυτές τις ζημιές – σήμαιναν μικρότερα έσοδα από τη φορολογία.
Επιπλέον, φοβόντουσαν ότι με μια στροφή προς τις αληθινές αξίες, οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και η αύξηση των τιμών θα ξέφευγαν από τον έλεγχο. Οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες επίσης φοβόντουσαν αυτό το σενάριο. Επιπλέον, όσοι είχαν σταθερό εισόδημα ανησύχησαν όταν είδαν, ότι το πραγματικό τους εισόδημα διαβρώνονταν. Τα ποσοστά αποταμίευσης μειώθηκαν, ελαττώνοντας τη μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης.
Οι ευρέως κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν το πιο σημαντικό πρόβλημα από την οπτική γωνία της πολιτικής ελίτ. Η ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση κινδύνευε να καταρρεύσει. Οι τέσσερεις ελευθερίες της ελεύθερης μετακίνησης κεφαλαίου (ξένες άμεσες επενδύσεις), αγαθών, υπηρεσιών και ανθρώπων στην πραγματικότητα παρεμποδίζονταν. Η αβεβαιότητα που προέκυπτε από τις κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες μείωσε τις μετακινήσεις σημαντικά.  Οι πολιτικοί ήθελαν  τρόπο για να συντονίζουν τον πληθωρισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμοιο με αυτόν του τραπεζικού συστήματος κλασματικών αποθεματικών, ο οποίος έπρεπε να συντονίζει την πιστωτική επέκταση έτσι ώστε, να διατηρείται η βάση των αποθεματικών σταθερή.
Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, το οποίο εμφανίστηκε περίπου το 1979, ανα-
μενόταν να είναι μια λύση για τα προβλήματα.  Ήταν μια νόμιμη επισημοποίηση του υπάρχοντος συστήματος νομισμάτων που υποτίθεται πως θα κυμαίνονταν εντός στενών ορίων. Οι πολιτικοί και οι μεγάλες επιχειρήσεις που ενδιαφέρονταν για το διεθνές εμπόριο, δούλεψαν μαζί σε μια απόπειρα να ελέγξουν τους αποκλίνοντες ρυθμούς πληθωρισμού. Η Γαλλία,η Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Δανία και η Ιρλανδία συμμετείχαν σε αυτή την απόπειρα για να σταθεροποιήσουν τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες. Η Ισπανία προσχώρησε μετά την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1986.
Το σύστημα όμως, ήταν εσφαλμένο. Δεν υπήρχε δυνατότητα εξόφλησης σε χρυσό ή κάποια άλλη μορφή πραγματικού χρήματος.  Το  Ευρωπαϊκό  Νομισματικό Σύστημα χτίστηκε πάνω σε χαρτί.
Το ΕΝΣ ήταν επίσης μια απόπειρα περιορισμού της ηγεμονίας της Bundesbank με
μια σχετικά λιγότερο πληθωριστική πολιτική, και παρεμπόδισής της από το να βγει
από τη γραμμή.   Η γαλλική κυβέρνηση ήθελε το ΕΝΣ να εμπεριέχει τη συνένωση των αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών, αποκτώντας έτσι πρόσβαση στα γερμανικά αποθέματα. Αλλά αυτό το αίτημα είχε απορριφθεί από τους τραπεζίτες της Bundesbank που ήταν πολύ σκεπτικοί απέναντι στο όλο σχέδιο.  Ο γερμανός καγκελάριος Helmut Schmidt απείλησε να συντάξει ένα νόμο που θα έβαζε τέλος στην επίσημη ανεξαρτησία της τράπεζας ένα οι τραπεζίτες της δε συμφωνούσαν.  
 Η ιδέα του ΕΝΣ ήταν πως όταν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες θα απειλούσαν να φύγουν από το καθορισμένο πλαίσιο, οι κεντρικές τράπεζες θα παρενέβαιναν για
να φέρουν την ισοτιμία μέσα σε αυτό.  
Η Ισπανική Κεντρική Τράπεζα μας δίνει ένα καλό παράδειγμα. Εάν η πεσέτα είχε
ανατιμηθεί πάρα πολύ σε σχέση με το γερμανικό μάρκο, η τράπεζα της Ισπανίας έπρεπε να φουσκώσει το νόμισμά της και να παράγει περισσότερες πεσέτες για να ρίξει την τιμή της πεσέτας. Η κεντρική τράπεζα ήταν μάλλον ιδιαίτερα χαρούμενη όταν το έκανε αυτό. Από τη στιγμή που μπορούσε να παράγει πεσέτες δίχως όρια, τίποτε δε μπορούσε να σταματήσει την τράπεζα της Ισπανίας από το να παρεμποδίσει την ανατίμηση της πεσέτας. Ωστόσο, αν η πεσέτα υποτιμούνταν σε σχέση με το μάρκο, η τράπεζα της Ισπανίας θα έπρεπε να αγοράσει το νόμισμά της και να πουλήσει τα αποθέματα μάρκου και άλλα περιουσιακά στοιχεία, ενδυναμώνοντας έτσι τη συναλλαγματική ισοτιμία. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει χωρίς όρια, αλλά ήταν αυστηρά περιορισμένο στα αποθεματικά της τράπεζας της Ισπανίας. Αυτό ήταν το βασικό σφάλμα της κατασκευής του ΕΝΣ και ο λόγος που δε μπορούσε να δουλέψει. Δεν ήταν εφικτό να αναγκάσει κανείς μια κεντρική τράπεζα να συνεργαστεί, όπως το να αναγκάσουν την Bundesbank να αγοράσει πεσέτες με καινούρια μάρκα όταν η πεσέτα είχε υποτιμηθεί. Στην πραγματικότητα, η απουσία τέτοιας υποχρέωσης ήταν αποτέλεσμα της αντίστασης της Bundesbank.
Η Γαλλία ζήτησε να δρομολογηθούν οι απαραίτητες ενέργειες που θα μείωναν την ανεξαρτησία της Bundesbank. Ο πρόεδρος της  Bundesbank,  Otmar  Emminger,
αντιστάθηκε όταν τον υποχρέωναν να παρέμβει για τα υποτιμούμενα νομίσματα στο
ΕΝΣ. Τελικά τα πράγματα έγιναν όπως πρέσβευε ο τραπεζίτης, και με την άδεια του Helmut Schmidt ανέστειλε τις παρεμβάσεις και τις αγορές ξένων νομισμάτων.
Οι κεντρικές τράπεζες παράγουν χρήματα κυρίως για να χρηματοδοτούν τα κρατικά ελλείμματα. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις μπορούν να έχουν ελλείμματα όχι μεγαλύτερα από αυτά του ισχυρότερου συνδέσμου της αλυσίδας, συνήθως η γερμανική κυβέρνηση. Η Bundesbank παρεμπόδιζε τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό, θεωρούνταν ευρέως ως μη συνεργάσιμη διότι δεν ήθελε να παράγει νέα χρήματα τόσο γρήγορα όσο οι άλλες κεντρικές τράπεζες. Επέβαλε στις άλλες τράπεζες που ήταν υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεών τους να σταματάνε όταν αυτές ήθελαν να συνεχίσουν.
  Η τελική κρίση του ΕΝΣ συνέβη το 1992 όταν η ισπανική πεσέτα και η ιρλανδική λίρα έπρεπε να αναπροσαρμόσουν τη συναλλαγματική τους ισοτιμία. Η βρετανική λίρα βρέθηκε υπό πίεση την ίδια χρονιά. Μετά από μια κρίσιμη συνέντευξη σχετικά με τη λίρα που έδωσε ο πρόεδρος της Bundesbank, Helmut Schlesinger, η βρετανική κυβέρνηση σταμάτησε να προσπαθεί να σταθεροποιήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία και βγήκε από το ΕΝΣ. Όπως είναι γνωστό, ο George Soros συνείσφερε στην επιτάχυνση της κατάρρευσης. Το γαλλικό φράγκο σύντομα βρέθηκε επίσης υπό πίεση. Η Γαλλία ήθελε απεριόριστη και δίχως όρους υποστήριξη από τη Bundesbank προς όφελος του φράγκου. Αλλά η Bundesbank δεν ήθελε να αγοράσει φράγκα χωρίς όρια. Χωρίς να αποτελεί έκπληξη, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες ήθελαν να απελευθερωθούν από την τυραννία της Bundesbank.
Το σύστημα τελικά απέτυχε. Η διακήρυξη της παραίτησης έγινε όταν τα περιθώρια είχαν αυξηθεί στο +- 15% το 1993. Η Bundesbank είχε κερδίσει, ανάγκασε τους άλλους να δηλώσουν χρεοκοπία. Ακολούθησε τη φιλοσοφία του σκληρού χρήματος και δεν υπέκυψε στις πιέσεις άλλων κυβερνήσεων. Όποιος φούσκωνε το χρήμα περισσότερο από τη Bundesbank έδειχνε στους πολίτες του ένα αδύναμο νόμισμα. Το γερμανικό μάρκο, με τη σειρά του, ήταν αξιοσέβαστο σε όλον τον κόσμο και πολύ δημοφιλές ανάμεσα στους Γερμανούς. Έφερε σχετική οικονομική σταθερότητα όχι μόνο στη Γερμανία, άλλα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το γερμανικό μάρκο, φυσικά, έδειχνε σταθερό μόνο σε σύγκριση με τα άλλα. Αυτό από μόνο του ήταν εξαιρετικά πληθωριστικό και έχασε τα εννέα δέκατα της αγοραστικής του δύναμης από τη γέννησή του το 1948 μέχρι το τέλος του ΕΝΣ.
Η επιτυχία της αντίστασης της Bundesbank σε πληθωριστικές πιέσεις, δυστυχώς ήταν μια πύρρειος νίκη. Το ΕΝΣ είχε σημαντικές ψυχολογικές επιπτώσεις. Οι Ευρωπαίοι, μαζί με τους Γερμανούς, πίστευαν ότι υπήρχε ένα ευρωπαϊκό «σύστημα», που είχε κάπως σταθεροποιήσει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αλλά ήταν μια ψευδαίσθηση. Δεν υπήρξε «σύστημα», αλλά μόνο ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες που φούσκωναν το νόμισμά τους με διαφορετικούς ρυθμούς αλλά προσπαθώντας να σταθεροποιήσουν το δικό τους ρυθμό σε κάποιο βαθμό. Αυτή η ψευδαίσθηση μείωσε την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους κεντρικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το κοινό τώρα ήταν ψυχολογικά έτοιμο για ένα ευρωπαϊκό νόμισμα. Η κυβερνητική προπαγάνδα το παρουσίασε ως το λογικό επόμενο βήμα σε ένα «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα».
Το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα ήταν η τελική λύση για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
με πληθωριστικές επιθυμίες: Θα μπορούσαν να θέσουν ένα τέλος στα εμπόδια που
έβαζε η Bundesbank στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των ευρωπαϊκών κρατών
και να απολαμβάνουν ταυτόχρονα μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία. Η λύση σήμαινε την πραγματική κατάργηση του πνεύματος και της ισχύος της Bundesbank. Αν οι Ευρωπαίοι ήθελαν μόνο νομισματική σταθερότητα και ένα ενιαίο νόμισμα στην Ευρώπη, αυτή θα μπορούσε να παρουσιάσει το γερμανικό μάρκο σε όλες τις χώρες. Αλλά ο εθνικισμός δε θα το επέτρεπε.
Με ένα ενιαίο νόμισμα, δεν υπάρχουν   κινήσεις διατάραξης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που θα πρόδιδαν ότι μια κεντρική τράπεζα τύπωνε νέο χρήμα πιο γρήγορα από τους γείτονές της.
Για πρώτη φορά δημιουργείται ένας κεντρικός παραγωγός χρήματος στην Ευρώπη, που θα μπορούσε να «βοηθάει» στη χρηματοδότηση των χρεών των κυβερνήσεων, και να ανοίγει νέους ορίζοντες για τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, και την αναδιανομή του πλούτου.__






Αντί σχολίων

Ποια μπορεί είναι η μοίρα του απλού ανθρώπου, όταν οι νομείς της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, διαπλεκόμενοι διαχρονικά, συμπεριφέρονται με τόσο αποκρουστικό- ποταπό τρόπο, απέναντι στην θεμελιώδη ανάγκη για επιβίωση των κοινωνιών; Tις οποίες υποτίθεται υπηρετούν.
Νομίζω ο Α. Σολτσενίτσιν με τα παρακάτω λόγια, αποτυπώνει μια διαχρονική πραγματικότητα σε Ανατολή και Δύση, που αφορά, και εξουσιαστές, και εξουσιαζόμενους.

  1.  «Εξουσιάζετε τους ανθρώπους μέχρι την στιγμή που θα τους πάρετε τα πάντα. Όταν όμως τους αφήσετε χωρίς τίποτα, τους χάσατε.
           Είναι ελεύθεροι».                    

  1. «Έχουμε χάσει τόσο απελπιστικά την ανθρωπιά μας, ώστε για τις σημερινές υλικές αξίες παραδίνουμε όλες τις αρχές μας, την ψυχή μας, όλες τις προσπάθειες των προγόνων μας, όλες τις δυνατότητες για τους απογόνους μας, φτάνει μόνο να μη χαλάσουμε την κακομοιριασμένη μας ζωή.» 

                                                                                                  Α. Σολτσενίτσιν
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.