Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Γιατί θα πρέπει να διεξαχθούν εκλογές πριν από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και πριν η βουλή κυρώσει οποιοδήποτε νέο χρεοστάσιο, το εξήγησα. Σήμερα όμως θα μιλήσω μια γλώσσα που δεν σας έχω συνηθίσει για να συνεννοηθούμε και με όσους εμφανίζουν το θεωρούμενο συμφέρον τους ως έκφραση ρεαλισμού ή ως θετικιστική discourse.
Καταρχήν πάψτε να αγχώνεστε ή να παραπληροφορείτε, τρομοκρατώντας διαρκώς την κοινωνία με πλαστά διλήμματα σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της χρεοκοπίας. Προσπαθήστε να καταλάβετε ότι η χώρα έχει ήδη πτωχεύσει εντός της ευρωζώνης και το ζήτημα αυτή τη στιγμή στο επίπεδο των «παιχτών» είναι τί μορφή θα λάβει το λεγόμενο «πιστωτικό γεγονός» ώστε να επηρεάσει λιγότερο το διεθνές τραπεζικό σύστημα και τους θεσμούς που συνδέονται άμεσα με το κοινό νόμισμα.
Προσπαθήστε επίσης να κατανοήσετε, όσοι θεωρείτε τον «ρεαλισμό» ως έκφραση ανώτερου πνεύματος και ένδειξη ωριμότητας και υψηλής κατάρτισης, ότι πλέον δεν υπάρχει καμία απολύτως μέθοδος για να αποφευχθεί η τυπική μορφή χρεοκοπίας της χώρας. Το ζήτημα είναι ποια ακριβώς μορφή θα πάρει και όχι εάν θα επισυμβεί. Αυτό είναι άλλωστε το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Γερμανικής κυβέρνησης, του ΔΝΤ και των εκπροσώπων του χρηματοπιστωτικού λόμπυ, στο πλαίσιο των οποίων η Ελλάδα συμμετέχει θεωρητικά ως ισότιμο μέλος, ενώ στην ουσία καλείται ή να επικυρώσει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε κέντρα μακράν της διαπραγματευτικής τραπέζης ή να εισέλθει σε μια έκδηλη μορφή εσωτερικής πολιτικής κρίσης, που θα αποτελέσει και το διεθνές πρόσχημα της κατάληξης της πτώχευσης σε μια μορφή που ακόμη βρίσκεται υπό διαμόρφωση στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ πιστωτών και πολιτικού κέντρου της ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ενεργοποιήσει την διαδικασία «συλλογικής δράσης» (CACs) στα ελληνικά ομόλογα, ώστε να καταστεί δεσμευτική η συμμετοχή όλων των ομολογιούχων στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους Οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων αυτό υπονοούσαν και ήταν εύκολο να το αντιληφθούν όσοι γνωρίζουν την θεσμική μεθοδολογία των οικονομικών εντός της ΕΕ. Αναδιάρθρωση, με την πλήρη νομική έννοια του όρου, θα γίνει οπωσδήποτε λοιπόν, με τις λεπτομέρειες να έχουν πλέον σημασία και μάλιστα κρίσιμη σημασία. Αυτό επεδίωξε το χρηματοπιστωτικό λόμπυ, τούτο απαίτησε η Γερμανική κυβέρνηση και σε αυτό συναίνεσαν επανειλημμένα οι Έλληνες κυβερνώντες, κοροϊδεύοντας και εξαπατώντας - όπως συνηθίζουν αυτοί και το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της διαπλοκής - τον ελληνικό λαό, ισχυριζόμενοι επίμονα ότι δεν επρόκειτο ποτέ να προβούν σε αναδιάρθρωση, καθώς αυτό θα ήταν καταστροφικό. Επρόκειτο πράγματι για ένα παιχνίδι καταστροφικό, όχι ασφαλώς επειδή συμπεριελάμβανε την αναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους, αλλά επειδή οδήγησε σε αυτήν μέσω χρεοστασίου που υποβάθμιζε την χώρα σε υποτελή πολιτεία εντός της ΕΕ. Ας μην επεκταθούμε όμως σε αυτά, καθώς τα επισημάναμε στην ώρα τους προτείνοντας εναλλακτικές δράσεις σε διαπραγματευτικό επίπεδο, τις οποίες αγνόησε ασφαλώς το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα.
Λέτε όλοι τους να μην γνώριζαν ότι οι προσεγγίσεις μας ήταν καλοθεμελιωμένες εμπειρικά και θεωρητικά; Δεν το φαντάζομαι! Δεν ήταν ζήτημα ρεαλισμού επιστημονικής ή έστω τεχνολογικής μορφής. Ήταν αποτέλεσμα πολιτικής τοποθέτησης. Το καθεστώς στην Ελλάδα διολίσθησε τα δύο τελευταία χρόνια σε μια μορφή ανεμοδαρμένου ναυαγίου και δεν μπορούσε πλέον να χαράξει πορεία, όπως δεν μπορούσε να προστατέψει το πλήρωμα και τους επιβάτες του. Ήδη από το 2008 διαπράχθηκαν τραγικά «σφάλματα» - εάν δεν επρόκειτο για μαφιόζικη ενέργεια – τα οποία οδηγούσαν μετά βεβαιότατος στο σημερινό τραγικό για το κράτος και την κοινωνία, αποτέλεσμα. Αυτά ακριβώς τα «σφάλματα» παρατηρούσαμε και σχολιάζαμε, προτείνοντας εναλλακτικές στρατηγικές στον αέρα, καθώς, όπως ήταν φανερό, δεν συμβάδιζαν με τους στόχους των διαπλεκομένων. Εμείς αναζητούσαμε λύσεις απεγκλωβισμού από το πεδίο αντιπαράθεσης των κεντρικών φορέων του μεταμοντέρνου ιμπεριαλισμού, ενώ οι δυστυχισμένοι ηγετίσκοι του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος μάς τοποθετούσαν διαρκώς βαθύτερα στην παγίδα που έστησαν σε συνεργασία με ξένους παράγοντες και η οποία περιγράφεται θαυμάσια μέσω των απίθανα χυδαίων διλημμάτων που απευθύνονται προς την κατατρομοκρατημένη κοινωνία.
Από τα διλήμματα αυτά ήταν εύλογο ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού καθώς ήταν καλά εγκλωβισμένο σε ένα ευτελή οικονομισμό. Όταν ρωτάγατε για λύσεις, δεν ενδιαφερόσαστε – οι περισσότεροι – για την επανατοποθέτηση που έκανα στο πρόβλημα, για να παρακολουθήσετε τον συλλογισμό μου και την πολιτική και ιδεολογία που ενσωμάτωνε μέχρι να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα εναλλακτικής δράσης (μια νέα πολιτική υπόθεση), αλλά το μυαλό σας ήταν στα…λεφτά. «Άσε αυτά τώρα και πες μας πού θα βρούμε λεφτά», ήταν η επωδός. Ματαίως προσπάθησα να εξηγήσω ότι τα λεφτά τα παράγεις και ότι το πρόβλημα στη χώρα ήταν και είναι η υποβαθμισμένη και αδύναμη παραγωγή και το απολύτως τρύπιο και ξεπερασμένο παραγωγικό μοντέλο και όχι ο ανταγωνισμός με την τεχνική έννοια, όπως ορίζεται και κατανοείται στην οικονομική επιστήμη και επί του οποίου ομιλεί το ΔΝΤ και οι «παπαγάλοι» πολιτικοί μας. Αν είχαν καταλάβει βαθύτερα τι λέω να είστε βέβαιοι ότι δεν θα μίλαγαν την γλώσσα της ύφεσης, η οποία παρήγαγε – τι άλλο – ύφεση και μάλιστα με στασιμοπληθωρισμό, όπως αν θυμάστε είχα προβλέψει. Για να μην πολυλογούμε τέτοιες ώρες, το σχέδιο της τρόικας, το οποίο υιοθέτησε ασμένως το καθεστώς για να περισωθεί πολιτικά στη συγκυρία, δεν έπασχε τόσο σε μακροοικονομικό επίπεδο, όσο από ενσωμάτωση γνώσεων σε θεμελιώδεις οικονομικές αρχές και κυρίως από πολιτική βούληση να ορθολογικοποιηθούν τα δημοσιονομικά και να μπουν σύγχρονες παραγωγικές βάσεις δίχως να διαλυθεί κράτος και αγορά. Το σχέδιο ήταν καταστροφικό στην δομή του.
Ήταν όμως δουλειά της τρόικας μια στρατηγική αναδιοργάνωσης του ελληνικού κράτους; Έφερε το καθεστώς και το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα την τρόικα στην Ελλάδα για να κάνει αυτό που υποσχέθηκε, μάλλον χαριτολογώντας ο κ. Κώστας Καραμανλής: να επανιδρύσει το κράτος; Μια και δεν θα μπορούσε αυτό να το πράξει ποτέ το σύστημα της πατρωνίας και διαπλοκής, φανταστήκατε ότι θα το έπραττε η τρόικα; Γιατί να το κάνει; Πώς βλέπατε άραγε την τρόικα; Σαν την Αγία τριάδα; Μάλλον…γι’ αυτό δεν μπορούσατε να κατανοήσετε την πολιτική λογική της σύστασής της και τις αντιθέσεις και αντινομίες που την χαρακτήριζαν από την αρχή. Πώς να καταλάβεις μετά το ζήτημα των αντικειμενικά ανταγωνιστικών συμφερόντων που αυτή αποκρυστάλλωνε και εξέφραζε ως συμπεριφορά κάθε φορά και τα οποία οδηγούσαν αντικειμενικά και αναπόδραστα στο ναυάγιο των απίθανα καιροσκοπικών αποφάσεων των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων! Οι στόχοι της τρόικας δεν ήταν ποτέ αυτοί που δηλώνονταν επισήμως. Ο στόχος της τρόικας ήταν να προστατευθεί το ευρώ δίχως να διαταραχθεί η «βορειοατλαντική οικονομική συνεργασία». Ωραία, αυτός δεν ήταν και ο στόχος του πολιτικού συστήματος; Άρα, πού είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς εδώ, αλλά όταν το εξηγούσα οι περισσότεροι μου …ζήταγαν λεφτά! Εξηγούσα ματαίως ότι η στρατηγική της κυβέρνησής μας και αυτών που είχαν «τον άνθρωπό τους στην Ελλάδα», ήταν υπονομευτική για το ευρώ και αντικειμενικά αντίθετη με εκείνη των ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης. Ό, τι συνέφερε εμάς μετά την πιστωτική κρίση δεν συνέφερε εκείνους και κοινός τόπος δεν θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί εξαιτίας της απολύτως καταναλωτικής διάρθρωσης του ελληνικού ΑΕΠ, η οποία θα ρυθμιζόταν σε κάποιο βαθμό αποτελεσματικά με πληθωριστικές πολιτικές και όχι με την πολιτική του Συμφώνου Σταθερότητας.
Σχετικά αντιπληθωριστικό μοντέλο για την Ελλάδα θα μπορούσε να έχει έννοια μόνον αν η ΕΚΤ άλλαζε ρόλο και αναλάμβανε αυτή την χρηματοδότηση των κρατών με άμεσο τρόπο και όχι όπως γίνεται σήμερα με πιστώσεις που τροφοδοτούν το κερδοσκοπικό παιχνίδι τραπεζιτών και χρηματιστών. Έτσι θα διαχωριζόταν η χρηματοδότηση των κρατών από τις αγορές και θα είχαμε ένα θεσμικά εντελώς διαφορετικό νομισματικό μηχανισμό στην ΕΕ με λογικά επιτόκια που θα προσδιόριζε μια Δημόσια Πανευρωπαϊκή Τράπεζα. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο θα είχαν νόημα οι μηχανισμοί της ΕΕ και τα «μνημόνια», μόνον έτσι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παραγωγική αναδιάρθρωση στην Ελλάδα δίχως αυτή να εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει αργά ή γρήγορα και κακήν κακώς το ευρώ. Αυτό όμως προϋποθέτει δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και τούτο ασφαλώς δεν εξυπηρετεί ούτε την γερμανική κυβέρνηση, ούτε το χρηματοπιστωτικό λόμπυ, ούτε το καθεστώς των διαπλεκομένων στην χώρα μας. Και ξέρετε γιατί; Διότι αυτό θα οδηγούσε σε ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο που θα δυσκόλευε τις «αρπαχτές» στην επιχειρηματικότητα, ενώ θα θεμελίωνε μια μορφή αναδιανομής την οποία απεχθάνεται το μεταπρατικό κεφάλαιο και οι χρηματιστές, που έτσι θα έχαναν εκτός από τα διασφαλισμένα υπερκέρδη τους και τον πολιτικό τους ρόλο.
Σήμερα, αν το πολιτικό σύστημα είχε λίγη αξιοπρέπεια και στοιχειώδες «ρεαλιστικό» μυαλό και δεν ήταν απολύτως «ξεπουλημένο» σε ντόπιους και ξένους νταβάδες, θα έκανε επιτέλους κάτι έξυπνο, έντιμο και δημοκρατικό: θα χαλάρωνε την ασφυκτική πίεση με έστω και πολύ καθυστερημένη προσφυγή σε εκλογές ( το έπραξαν όλες οι υπό πτώχευση χώρες της ΕΕ και μάλιστα σε αρχικό στάδιο, πλην της δικής μας) και θα ανέβαλε τις πληρωμές της 20ης Μαρτίου. Οι κίνδυνοι μια τέτοιας απόφασης είναι μικρότεροι από τους κινδύνους συμμόρφωσης στις αμφιλεγόμενες και παραπλανητικές αποφάσεις του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου, τις οποίες ουδείς πλέον εκ των διαπραγματευομένων σέβεται. Η κίνηση αυτή μάλιστα θα ανακούφιζε παράλληλα και τις δύο πλευρές που διχογνωμούν ως προς την συμμετοχή ιδιωτικών και δημόσιων φορέων στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Το ζήτημα έτσι θα επανερχόταν στην ΕΕ, η οποία θα έπρεπε να βρει λύση μέσω της ΕΚΤ. Εάν κάτι τέτοιο δεν γινόταν, θα είχαμε «κήρυξη πολέμου» από την ΕΕ προς την Ελλάδα, με την δήλωση άρνησης αποδοχής εκ μέρους της ΕΚΤ ομολόγων ελληνικού δημοσίου δικαίου, που αποτελούν την εγγυητική βάση χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, αν και όλοι γνωρίζουν ότι αυτά είναι «παλιόχαρτα», που επιβαρύνουν το πιστωτικό προφίλ της ΕΚΤ, μόνον που δεν είναι τα μόνα! Στην περίπτωση αυτή η έκδοση εθνικού νομίσματος και ενδεχομένως – όχι όμως αναγκαστικά - η εγκατάλειψη του ευρώ θα ήταν μονόδρομος.
Συμφέρει αυτό τους Γερμανούς και το χρηματοπιστωτικό λόμπυ ή την Αμερικανική κυβέρνηση; Τους Γερμανούς σίγουρα όχι, όσο για τους άλλους εξαρτάται από πολλούς και διάφορους παράγοντες – όχι αποκλειστικά οικονομικούς. Το καλύτερο για την Αμερικανική πλευρά θα ήταν η Ελλάδα να παραμείνει προς το παρόν στην ευρωζώνη, προκαλώντας διαρκή προβλήματα στην γερμανική πολιτική και εκθέτοντας τον αντιδημοκρατικό και αντιφιλελεύθερο χαρακτήρα της οικονομικής ολοκλήρωσης στην ΕΕ. Κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να βγάλει την χώρα μας αυτή τη στιγμή από την ευρωζώνη, ούτε υπάρχουν νομικά μέσα προς αυτό, αν και τα πολιτικά έχουν ήδη ασκηθεί, τοποθετώντας την Ελλάδα στην «κατάψυξη» και ως εξαίρεση, στο περιθώριο. Προσέξτε όμως, αν η ΕΕ έχει αποφασίσει να κινηθεί «πολεμικά» εναντίον της Ελλάδας μέσω της ΕΚΤ, αυτό σημαίνει ότι ούτως ή άλλως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τις πλάτες των εταίρων μας, ακόμη και αν υιοθετήσουμε ένα χρεοστάσιο που συγκυριακά τους εξυπηρετεί. Οι πιέσεις με την άρνηση καταβολής των «δανεικών» θα συνεχίσουν και μάλιστα σε εντονότερο βαθμό από την στιγμή που θα πιέζονται ακόμη περισσότερο τα εσωτερικά οικονομικά μέτωπα χωρών – μελών της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί συνολικά το status της στην ΕΕ και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν αποδεχθεί και κυρώσει το νέο χρεοστάσιο, το οποίο ΔΕΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΕΥΡΩ, αντίθετα διασφαλίζει τους δανειστές μας από την απειλή δραχμοποίησης του δημόσιου χρέους και μη-αναγνώρισης ενός σημαντικού μέρους εξ αυτού. Αν οι Συγκυβερνώντες συναινέσουν στην νέα δανειακή σύμβαση που συνδυάζεται με μια απολύτως ανορθόδοξη και προσβλητική για την κυριαρχία της χώρας μας, αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, τότε όχι μόνον θα έχει ανοίξει διάπλατα το παράθυρο επιστροφής σε ένα νέο εθνικό νομισματικό σύστημα, αλλά αυτό θα καταστεί μοιραία κατάληξη, στο βαθμό που η εσωτερική υποτίμηση και ο περιορισμός χρήσης των νέων δανείων στο επίπεδο εξυπηρέτησης του αναδιαρθρωμένου δημόσιου χρέους «στεγνώσει» εντελώς την αγορά. Αν λοιπόν το καθεστώς επιθυμεί να το παλέψει μέσα στην ευρωζώνη, ας ακολουθήσει την παρότρυνση μου: ας προκηρύξει με ένα καλό πρόσχημα – υπάρχουν μπόλικα – εκλογές και ας αναστείλει την καταβολή των πληρωμών (περίπου €14 δις) για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της 20ης Μαρτίου. Το αναπόφευκτο «πιστωτικό γεγονός» σε αυτή την περίπτωση θα έχει πολύ μικρότερες άμεσες συνέπειες για τη χώρα από το «πιστωτικό γεγονός» που ούτως ή άλλως θα ακολουθούσε την ρύθμιση στο δήθεν πλαίσιο των αποφάσεων της 27ης Οκτωβρίου, επί του οποίου το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται να εκβιάζεται κατάφορα να καταλήξει μέσα στο σαββατοκύριακό.
Αυτές οι δουλειές δεν γίνονται έτσι. Το πολιτικό σύστημα έχει χρέος να υπερασπιστεί την δημοκρατική νομιμότητα και την λαϊκή κυριαρχία με την έννοια της πολιτικής νομιμοποίησης, για να μπορεί να υπάρξει και αύριο. Ο εκβιασμός της χρεοκοπίας δεν έχει έννοια καθώς το ζήτημα, όπως επανειλημμένως εξήγησα, δεν είναι η πτώχευση της χώρας, η οποία έχει επισυμβεί, αλλά το είδος της χρεοκοπίας και η μορφή της στάσης πληρωμών, που όπως και να την αποκαλέσεις, η ουσία δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτό δεν σημαίνει ότι από την επομένη ημέρα του πιστωτικού γεγονότος το δημόσιο δεν θα μπορεί να εξυπηρετεί μισθούς και συντάξεις. Τούτο αποτελεί μια απολύτως χυδαία απειλή του καθεστώτος προς την ευρύτερη κοινωνία. Όλοι όσοι ασχολούνται με τα δημόσια οικονομικά γνωρίζουν ότι αυτό μπορεί να αποτραπεί πολύ εύκολα και θα συμβεί μόνο στον βαθμό που θα επιδιωχθεί ως στρατηγική συμμόρφωσης και ακόμη χυδαιότερου εκβιασμού. Η Ελλάδα αυτή την στιγμή χρειάζεται απαραιτήτως να κερδίσει χρόνο (να δημιουργήσει με αντιπρόταση χωρόχρονο) και να βγει από την γωνία του ρινγκ. Αυτό μπορεί να της το προσφέρει η άμεση προσφυγή σε εκλογές, που παράλληλα θα δώσει την ευκαιρία στον λαό να εκφραστεί πρωτογενώς και να δείξει με την ψήφο του προς τα πού επιθυμεί να κινηθεί το πολιτικό equilibrium, πράγμα το οποίο θα δείξει και τον βαθμό συνειδητοποίησης της ανάγκης η χώρα να περάσει σε ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο αν δεν εξυπηρετηθεί αμέσως από μια νέα δημοκρατική αρχιτεκτονική της ΕΕ, θα υπαγορεύει προφανώς την υιοθέτηση ενός εθνικού νομισματικού συστήματος, με την παράλληλη έξοδο της χώρας από την Συντακτική Συνθήκη της Λισαβόνας.
Προσπαθήστε να καταλάβετε ότι το δίλημμα δεν είναι αυτό που εμφανίζει το καθεστώς: ευρώ ή δραχμή. Ούτε καν ψευδοδιλήμματα που αναφέρονται στην αύξηση της παραγωγικότητας. Το ζήτημα δεν είναι η παραγωγικότητα, αλλά η διάρθρωση της παραγωγής και η σχέση παραγωγής – κατανάλωσης, η οποία με την σειρά της συνδέεται με την παραγωγή πλεονάσματος και με το κοινωνικό μοντέλο. Το χρεοστάσιο που άναρχα και χωρίς στοιχειώδη πολιτικοοικονομική συνεκτικότητα επιχειρείται να επιβληθεί αυτές τις ώρες, δεν απαντά σε αυτό το ζωτικό ζήτημα για την πρόοδο και ευημερία της ελληνικής κοινωνίας και για την ισχυροποίηση του ελληνικού κράτους. Οι κυβερνώντες και συνολικά το καθεστώς απέτυχαν παταγωδώς να περιγράψουν το ουσιαστικό μας πρόβλημα και επ’ αυτού να διαπραγματευτούν με τους εταίρους μας. Και αυτό συνέβη διότι από την μια βρίσκονται πνιγμένοι σε ένα τέλμα διαπλοκής, διεθνούς πατρωνίας και ανικανότητας, ενώ από την άλλη δεν θέλουν να θίξουν τον απολύτως καιροσκοπικό χαρακτήρα της ένταξής μας στην ευρωζώνη, που αποτελεί την βασική πηγή της αδυναμίας χειρισμού της οικονομικής κρίσης και της δημοσιονομικής ασφυξίας. Με αυτήν την έννοια, οι εκλογές θα έπρεπε να περιθωριοποιήσουν τις «εγκλωβισμένες» στα σκάνδαλα και στην αδιέξοδη στρατηγική, δυνάμεις. Φαίνεται αυτό είναι που φοβούνται και τούτοι που συγκυβερνούν και στερούν την απαραίτητη ανάσα από την διεθνή πολιτική της χώρας. Ας είναι βέβαιοι – το λέω απολύτως αμερόληπτα – ότι αυτή η λογική που χαρακτηρίζει την φοβία τους, θα εξοντώσει στο τέλος τους ίδιους πολιτικά.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.