του Philipp Bagus master της οικονομίας του Universidad Rey Juan Carlos της Μαδρίτης.
« Την 9 Νοεμβρίου 1991, οι υπουργοί εξωτερικών της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας έφυγαν από μια συνάντηση με τον Jacques Delors στην οποία είχε υποσχεθεί εντυπωσιακά ποσά (6 δις ECU για την Ιρλανδία) από τα χρήματα άλλων ανθρώπων, αν δεσμεύονταν να υποστηρίξουν τις ομοσπονδιακές, κορπορατιστικές φιλοδοξίες του στις τελικές διαπραγματεύσεις του Μάαστριχτ.»
« Θεωρητικά, χώρες όπως η Ελλάδα θα μπορούσαν να χρεοκοπήσουν χωρίς να βγουν από την ΟΝΕ. Αυτό όμως θα θεωρούνταν καταστροφή, και πιθανότατα θα σήμαινε το τέλος κάθε προόδου προς ένα κεντρικό ευρωπαϊκό κράτος.»
« Οι Έλληνες δεν αποταμίευσαν αρκετά για να αγοράσουν τα κυβερνητικά τους χρέη, αλλά προτίμησαν να εισάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από ότι εξήγαγαν. Οι ξένες τράπεζες χρηματοδότησαν αυτή την κατανάλωση αγοράζοντας ελληνικό χρέος.»
● Από το 3Ο κεφάλαιο: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩ
Το σχέδιο Werner ήταν η πρώτη απόπειρα καθιέρωσης ενός κοινού χάρτινου νομίσματος στην Ευρώπη. Εκπονήθηκε από μια ομάδα γύρω από τον Pierre Werner, Πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, και παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 1970.
Αυτό, θεωρείται το πρώτο βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Το σχέδιο για ένα κοινό νόμισμα το αναβίωσε ο Ζακ Ντελόρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί δέκα συνεχή χρόνια, ένας κατ’ εξοχήν τεχνοκράτης πολιτικός, ανδρώθηκε με το πνεύμα του γαλλικού παρεμβατισμού και προώθησε την πολιτική ολοκλήρωση και εναρμόνιση κατά τη διάρκεια της προεδρίας του στην Επιτροπή. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 (ένα χρόνο μετά την ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ήταν ένα βήμα προς την πολιτική ένωση. Ήταν η πρώτη μεγάλη αναθεώρηση της Συνθήκης της Ρώμης και στόχος της ήταν η δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 1992. Ένας από τους μακροπρόθεσμους στόχους της ήταν ένα ενιαίο νόμισμα, και η πλειοψηφία (σε αντίθεση με την μέχρι τότε επικρατούσα ψήφο ομοφωνίας) εισήχθη σε νέους τομείς όπως το νόμισμα, την κοινωνική πολιτική, την οικονομία, την επιστημονική έρευνα και τις περιβαλλοντικές πολιτικές.
Το 1987, η πίεση προς ένα ενιαίο νόμισμα είχε γίνει έντονη. Ο Helmut Schmidt, ένας σοσιαλδημοκράτης και πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, και ο Valery Giscard d’ Estaing’s ένας πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, ίδρυσαν το λόμπυ «Συνεργασία για τη νομισματική ένωση της Ευρώπης», του οποίου μεγάλες Γερμανικές εταιρείες σύντομα έγιναν μέλη.
Ο Karl Otto Pohl, πρόεδρος της Bundesbank τη δεδομένη στιγμή, είχε την πεποίθηση ότι το ενιαίο νόμισμα μπορούσε να αποτραπεί. Για τον Pohl, η νομισματική ένωση ήταν μια ευφάνταστη (παράφρονα) ιδέα. Υποστήριξε ότι μια νομισματική ένωση θα ήταν εφικτή μόνο με μια πολιτική ένωση — που ήταν ακόμη πολύ μακριά. Η τακτική του ήταν να καθοριστούν προϋποθέσεις για τη νομισματική ενοποίηση που η Γαλλία και άλλα κράτη δε θα αποδέχονταν ποτέ. Άλλα δεν υπολόγισε σωστά. Η γαλλική κυβέρνηση αποδέχτηκε μια κεντρική τράπεζα βασισμένη στο μοντέλο της Bundesbank, και ο Kohl έπρεπε να παραιτηθεί από το σκοπό του να θέσει τη νομισματική και την πολιτική ένωση ως παράλληλες.
Η πολιτική βούληση υπέρ ενός ενιαίου νομίσματος εκφράστηκε στη συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπεγράφη στις 9 και 10 Δεκεμβρίου του 1991. Στο Μάαστριχτ, ο Kohl αποστασιοποιήθηκε από το στόχο της πολιτικής ένωσης, άλλα θυσίασε το μάρκο. Επίσης συμφώνησε να θέσει μια ημερομηνία για την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος: 1η Ιανουαρίου του 1999. Επιπλέον, η συμμετοχή στη νομισματική ένωση δεν ήταν εθελοντική για τις χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη. Αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία θα μπορούσε να υποχρεωθεί να συμμετάσχει στη νομισματική ένωση το 1999.
Η Συνθήκη καθόριζε τους τρόπους εισαγωγής του ευρώ και επίσης την ημερομηνία
εκκίνησης του δευτέρου σταδίου της Έκθεσης Ντελόρ το 1994. Στο δεύτερο στάδιο, από το 1994 ως το 1998, ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα, πρόδρομος της ΕΚΤ.
Πέντε κριτήρια για την επιλογή αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και παγιώθηκαν.
1. Ο πληθωρισμός των τιμών έπρεπε να είναι κάτω από από το μέσο όρο των τριών υποψηφίων με το χαμηλότερο πληθωρισμό συν 1.5%.
2. Τα δημόσια ελλείμματα δεν έπρεπε να είναι υψηλότερα από το 3% του ΑΕΠ.
3. Το σύνολο των δημοσίων χρεών δεν έπρεπε να είναι πάνω 60% του ΑΕΠ.
4. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια έπρεπε να είναι κάτω από το μέσο όρο των τριών κυβερνήσεων με το χαμηλότερο επιτόκιο συν 2%.
5. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες έπρεπε να διατηρηθούν στα καθορισμένα όρια από τη Ο.Ν.Ε.
Η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να επιβάλει την αυτόματη επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση οποιασδήποτε παραβίασης του ορίου ελλείμματος ,αφού το ευρώ είχε εισαχθεί. Αλλά ο Theodor Waigel, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών, δεν τα κατάφερε. Σε συνομιλίες στο Δουβλίνο το Δεκέμβριο του 1996, άλλες κυβερνήσεις απέρριψαν την επιβολή αυτόματων κυρώσεων σε χώρες με υπερβάσεις του ελλείμματος. Την 1η Ιανουαρίου του 1997, το νομικό πλαίσιο του ευρώ και της ΕΚΤ έγινε πραγματικότητα. Οι συμμετέχοντες και τα νομισματικά μέσα της ΕΚΤ καθορίστηκαν στις αρχές του 1998. Τελικά, το τρίτο στάδιο της Έκθεσης Ντελόρ ξεκίνησε με την επίσημη εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 1999. Οι ισοτιμίες μεταξύ των συμμετεχόντων νομισμάτων σταθεροποιήθηκαν οριστικά. Το τρίτο στάδιο ολοκληρώθηκε όταν, τρία χρόνια μετά, το ευρώ εισήχθη στην κυκλοφορία.
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Η εισαγωγή του ευρώ στη Γερμανία έμοιαζε με αληθινό πραξικόπημα. Η Bundesbank είχε υποστηρίξει μια βρετανική πρόταση του Nigel Lawson, του 1989, σχετικά με το νομισματικό ανταγωνισμό εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένου και του νέου νομίσματος ECU( Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα).Θα υπήρχαν δεκατρία νομίσματα στην ΕΕ, και με τα δεκατρία αποδεκτά ως νόμιμο χρήμα. Ένα χρόνο μετά, ο John Major έκανε μια ακόμη απόπειρα για τη Βρετανία όταν πρότεινε να γίνει η ΕΝΜ ένα σκληρό νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να εκδοθεί από μια ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και να συνυπάρχει με τα εθνικά νομίσματα.
Αλλά η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε τη βρετανική πρόταση ελεύθερης αγοράς.
Προτίμησε τη σοσιαλιστική πρόταση ενός επιβεβλημένου χάρτινου χρήματος για την Ευρώπη. Η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε ενάντια στη θέληση της πλειονότητας των Γερμανών που ήθελαν να κρατήσουν το γερμανικό μάρκο. Η κυβέρνηση ξεκίνησε μια διαφημιστική εκστρατεία, βάζοντας διαφημίσεις στις εφημερίδες λέγοντας ότι το ευρώ θα είναι τόσο σταθερό όσο είναι και το μάρκο. Ο προϋπολογισμός της καμπάνιας αυξήθηκε από τα 5,5 στα 17 εκατομμύρια μάρκα όταν οι Δανοί ψήφισαν κατά της εισαγωγής του ευρώ.
Οι γερμανοί πολιτικοί προσπάθησαν να πείσουν την εκλογική τους βάση με ένα παράλογο επιχείρημα: Υποστήριξαν ότι το ευρώ ήταν απαραίτητο για τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Ο πρώην πρωθυπουργός Richard von Weizsacker έγραψε ότι μια πολιτική ένωση συνεπάγεται μια καθιερωμένη νομισματική ένωση, και πως θα ήταν απαραίτητη για να διατηρηθεί η ειρήνη, βλέποντας πως η κεντρική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη οδήγησε σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Ο σοσιαλδημοκράτης Gunther Verheugen, σε ένα ξέσπασμα αλαζονείας και πατερναλισμού, τυπικό στην πολιτική τάξη, υποστήριξε σε μια ομιλία του στο γερμανικό κοινοβούλιο: Μια δυνατή, ενωμένη Γερμανία μπορεί εύκολα όπως διδάσκει η ιστορία να γίνει κίνδυνος για τον εαυτό της άλλα και τους άλλους.
Η σιωπηρή κατηγορία εναντίον της Γερμανίας για το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και η αποκόμιση οφέλους κατά συνέπεια ήταν μια τακτική που η πολιτική τάξη χρησιμοποιούσε συχνά. Τώρα το σιωπηλό επιχείρημα ήταν ότι λόγω του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και λόγω του Auschwitz συγκεκριμένα, η Γερμανία έπρεπε να παραιτηθεί από το μάρκο σαν ένα βήμα προς την πολιτική ένωση. Εκεί εμφανίστηκαν ο πατερναλισμός και η νοοτροπία της ενοχής στο μεγαλείο τους.
Στην πραγματικότητα, ο Γερμανός καγκελάριος Helmut Schmidt, όταν μιλούσε για το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, τον πρόδρομο του ευρώ, είπε ότι αποτελούσε μέρος μιας στρατηγικής για να αποφύγει η Γερμανία το μοιραίο αποκλεισμό στην καρδιά της Ευρώπης. Το 1978 είπε στους τραπεζίτες της Bundesbank ότι η Γερμανία χρειάζονταν προστασία από τη Δύση λόγω των συνόρων της με κομμουνιστικές χώρες. Πρόσθεσε ότι η Γερμανία εκτός αυτού, λόγω του «λεκέ» του Auschwitz ήταν ακόμη ευάλωτη. Έπρεπε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα ήταν το μέσο για αυτόν το σκοπό όπως θα γινόταν και το ευρώ αργότερα. Διαβάζοντας ξανά τα λόγια του το 2007, ο Schmidt είπε πως δεν είχε αλλάξει την άποψή του. Πίστευε πως χωρίς το ενιαίο νόμισμα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας θα είχαν ηγηθεί των άλλων προκαλώντας φθόνο και θυμό στους γείτονές της, και επιφέροντας αρνητικές πολιτικές συνέπειες για τη Γερμανία.
Μια παρόμοια απειλή πολιτικής απομόνωσης εμφανίστηκε αργότερα στο πλαίσιο της γερμανικής επανένωσης. Ο Mitterrand είχε εκφράσει την πιθανότητα μιας τριπλής συμμαχίας μεταξύ της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ η γερμανοί πολιτικοί προσπαθούσαν να πείσουν τους σκεπτικιστές γερμανούς για τα οφέλη του ενιαίου νομίσματος, Γερμανοί ακαδημαϊκοί προσπαθούσαν να πείσουν την πολιτική τάξη για τους κινδύνους του ενιαίου νομίσματος και προέτρεψαν την κυβέρνηση να μην υπογράψει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Εξήντα οικονομολόγοι υπέγραψαν ένα μανιφέστο το 1992 υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις της ήταν πολύ χαλαρές. Το 1998, 155 Γερμανοί καθηγητές οικονομικών απαίτησαν την καθυστέρηση της οικονομικής ένωσης (όμως χωρίς αποτέλεσμα. Πολλοί τραπεζίτες της Bundesbank αντιτίθονταν στην εισαγωγή του ευρώ πριν επιτευχθεί μια πολιτική ένωση. Υποστήριξαν ότι ένα κοινό νόμισμα έπρεπε να είναι ένας σκοπός αλλά όχι μέσο οικονομικής σύγκλησης.
Ο καθηγητής νομικών Karl Albrecht Schachtschneider υποστήριξε ότι μια νομισματική ένωση θα μπορούσε να είναι σταθερή και να λειτουργήσει μόνο μέσα σε μια πολιτική ένωση. Μια πολιτική ένωση όμως, σήμαινε το τέλος του γερμανικού κράτους, κάτι που ήταν αντισυνταγματικό. Ο Schachtschneider επεσήμανε επίσης ότι το γερμανικό σύνταγμα απαιτούσε ένα σταθερό νόμισμα, ένας σκοπός μη επιτεύξιμος μέσα σε μια νομισματική ένωση με ανεξάρτητα κράτη. Θα παραβιάζονταν επίσης το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μέσα σε μια πληθωριστική νομισματική ένωση.
Ωστόσο, το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν στην πραγματικότητα συνταγματική. Τελικά, οι πολιτικοί άλλαξαν το γερμανικό σύνταγμα προκειμένου να γίνει η μεταβίβαση της κυριαρχίας πάνω στο νόμισμα προς έναν υπερεθνικό ίδρυμα εφικτή.
Όλα αυτά είχαν γίνει χωρίς να ερωτηθεί ο λαός.
Τα κριτήρια σύγκλισης συνήθως δεν εφαρμόζονταν. Στην πραγματικότητα, το Συμβούλιο τελικά δέχτηκε χώρες όπως το Βέλγιο και την Ιταλία, παρόλο που δεν πληρούσαν το κριτήριο του εξήντα τοις εκατό δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ. Ακόμη και η Γερμανία δεν πληρούσε τα κριτήρια. Επιπλέον, πολλές χώρες πληρούσαν μερικά κριτήρια μόνο λόγω τεχνασμάτων στα λογιστικά βιβλία, που ανέβαλαν έξοδα για το μέλλον ή δημιουργούσαν πρόσκαιρα έσοδα. Επιπλέον, πολλές χώρες εκπλήρωσαν τα κριτήρια μόνον επειδή ήταν αναμενόμενο ότι θα προσχωρήσουν στη νομισματική ένωση.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν ήταν τόσο σκληρό όσο είχε προτείνει ο Theo Waigel. Όταν υπεγράφη τελικά το ΣΣΑ το 1997, είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της πειθαρχικής του εξουσίας. Το αποτέλεσμα προκάλεσε τον Anatole Kaletsky να σχολιάσει στην εφημερίδα The Times ότι το αποτέλεσμα της Συνθήκης του Μάαστριχτ αναπαριστούσε την Τρίτη συνθηκολόγηση της Γερμανίας προς τη Γαλλία μέσα στον αιώνα, αναφέροντας επίσης τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και τη Συμφωνία του Πότσνταμ.
Η Επιτροπή της ΕΕ ήταν υπεύθυνη για την παρακολούθηση του ΣΣΑ, αλλά ακόμη και στην Επιτροπή δεν υπήρχε ισχυρή υποστήριξη για το ΣΣΑ. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Romano Prodi, περιέγραψε τις διατάξεις ως ηλίθιες.
Το EcoFin προσφέρει συστάσεις για τη μείωση των ελλειμμάτων. Αν η κυβέρνηση που έκανε την παράβαση δεν ακολουθήσει τις συμβουλές και συνεχίσει να αστοχεί στα κριτήρια, μια πλειοψηφία των δύο τρίτων είναι αναγκαία για να θεσπιστούν κυρώσεις. Τα πρόστιμα ανέρχονται σε μισό τοις εκατό του ΑΕΠ.
Οι αμαρτωλοί θα αποφάσιζαν για τους εαυτούς τους αν θα τιμωρούνταν. Αν πολλές χώρες αποτύγχαναν να εκπληρώσουν τα κριτήρια, θα μπορούσαν εύκολα να
υποστηρίξουν η μία την άλλη και να εμποδίσουν τις κυρώσεις. Μέχρι σήμερα, καμία
χώρα δεν αναγκάστηκε να πληρώσει για την αποτυχία της στο θέμα αυτό.
Το Νοέμβριο του 2003, το EcoFin παραιτήθηκε των κυρώσεων που πρότεινε η
Επιτροπή εναντίον της Γαλλίας και της Γερμανίας. Αυτό προκάλεσε τη συζήτηση
σχετικά με την αποτελεσματικότητα του ΣΣΑ. Η Γερμανία παραβίασε το όριο του 3% στο δημόσιο έλλειμμα για τρίτη συνεχόμενη φορά το 2005. Από τη στιγμή που οι πολιτικοί αποφασίζουν αν θα εφαρμοστούν οι κυρώσεις του ΣΣΑ, οι χώρες με ελλείμματα δε θα χρειαστεί να πληρώσουν ποτέ.
Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ είναι επίσης αμφίβολη. Καμία κεντρική τράπεζα δεν είναι απολύτως ανεξάρτητη. Οι τραπεζίτες σε αυτές διορίζονται από πολιτικούς και τα συντάγματά τους είναι υποκείμενα σε αλλαγές που πραγματοποιούνται από το κοινοβούλιο.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ BUNDESBANK ΚΑΙ ΤΗΣ Ε.Κ.Τ.
Παρά τις διαβεβαιώσεις των Γερμανών πολιτικών ότι η ΕΚΤ θα ήταν ένα αντίγραφο της Bundesbank, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο σταθερότητα στην υπόλοιπη Ευρώπη, και με τη συμβολική τοποθεσία της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη, οι δύο τράπεζες παραμένουν πολύ διαφορετικές. Από την αρχή υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Ο πρώτος της πρόεδρος, Wim Duisenberg, "εθελοντικά" παραιτήθηκε στα μέσα της θητείας του για να δώσει την προεδρεία στο Γάλλο διάδοχό του, Jean-Claude Trichet. Πριν την εισαγωγή του ευρώ, ο Trichet, με εκπαίδευση μηχανικού και νοοτροπία κρατικιστή είχε αντιταχθεί σθεναρά στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ.
Αν θεωρούνταν απαραίτητο, η ΕΚΤ θα μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία της πολιτικής. Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η πρόθεση των Γάλλων πολιτικών.
Ο Mitterrand ανακοίνωσε, πριν από το δημοψήφισμα της Γαλλίας για το Μάαστριχτ, ότι η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική δε θα ορίζονταν από την ΕΚΤ.
Η Γαλλία φαντάζονταν πως η ΕΚΤ εν τέλει θα εξαρτάται από τις παραγγελίες στη σφαίρα της πολιτικής.
Η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων φαίνεται στα επίσημα καθήκοντά τους. Το Bundesbankgesetz (Σύνταγμα της Bundesbank, 1957) καθορίζει την εγγύηση της ασφάλειας του νομίσματος ως το βασικό έργο της Bundesbank
(Wahrungssicherheit), δηλαδή τη σταθερότητα των τιμών.
Το καθήκον της ΕΚΤ είναι πιο φιλόδοξο, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ορίζει ότι ο πρωταρχικός στόχος της θα είναι να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών. Ωστόσο, χωρίς να θίγεται ο στόχος της σταθερότητας των τιμών, το ευρωσύστημα θα υποστηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές της Κοινότητας. Αυτή η προσθήκη είναι το αποτέλεσμα πίεσης της γαλλικής κυβέρνησης, η οποία ήθελε πάντα άμεσο πολιτικό έλεγχο στην τύπωση χρήματος.
Η κληρονομιά της Bundesbank μειώθηκε περισσότερο το 2006, όταν η διεύθυνση
του ερευνητικού τμήματος της ΕΚΤ πέρασε από τον Otmar Issing, έναν Γερμανό συντηρητικό, στον Λουκά Παπαδήμο, έναν Έλληνα σοσιαλιστή που πιστεύει ότι ο πληθωρισμός των τιμών δεν είναι οικονομικό φαινόμενο, άλλα προκαλείται από τη χαμηλή ανεργία.
Η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο τραπεζών είναι ότι η ΕΚΤ έχει μοντέλο δύο πυλώνων ενώ η Bundesbank έχει μόνο έναν πυλώνα:
Η Bundesbank εστίαζε στην εξέλιξη των νομισματικών μεγεθών, δηλαδή τον πληθωρισμό του χρήματος.
Η ΕΚΤ έχει και ένα δεύτερο πυλώνα: Βασίζεται στην ανάλυση των οικονομικών δεικτών για τις αποφάσεις της πάνω στην οικονομική πολιτική. Οι οικονομικοί δείκτες εμπεριέχουν την εξέλιξη των μισθών, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τους δείκτες τιμών, τις δημοσκοπήσεις εμπιστοσύνης επιχειρήσεων και καταναλωτών, τα μέτρα εξόδου, καθώς και τις δημοσιονομικές εξελίξεις κλπ. Επομένως, η ΕΚΤ έχει μεγαλύτερη εξουσία από τη Bundesbank και μπορεί να εκτυπώσει νομίσματα για την οικονομική σταθερότητα.
● Από το 4Ο κεφάλαιο: ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΜΕ ΥΨΗΛΟ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑΝ ΤΟ ΕΥΡΩ.
ΑΠΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΑΡΚΟ
Οι κυβερνήσεις των λατινικών χωρών, και κυρίως της Γαλλίας, θεωρούσαν το ευρώ ως ένα αποτελεσματικό μέσο για να ξεφορτωθούν το μισητό μάρκο. Πριν την εισαγωγή του ευρώ, το μάρκο ήταν μια σταθερά, που αποκάλυπτε το νομισματικό «μαγείρεμα» των ανεύθυνων κυβερνήσεων. Αν και ακόμα και η Bundesbank φούσκωνε το νόμισμά της, παρήγαγε νέο χρήμα σε βραδύτερο ρυθμό από άλλες χώρες, και κυρίως τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες χρησιμοποιούσαν τις κεντρικές τους τράπεζες πολύ γενναιόδωρα για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους. Η συναλλαγματική ισοτιμία απέναντι στο γερμανικό μάρκο υπηρετούσε τους πολίτες σε αυτές τις χώρες ως μέτρο σύγκρισης. Οι κυβερνήσεις των χωρών με υψηλό πληθωρισμό φοβόντουσαν τη σύγκριση με την Bundesbank. Το ευρώ ήταν το μέσο για να τελειώσουν οι ανησυχητικές συγκρίσεις και υποτιμήσεις.
Οι κυβερνήσεις των χωρών με υψηλό πληθωρισμό δε φοβούνται τη νεοσύστατη ΕΚΤ, καθώς η νέα κεντρική τράπεζα ενώ έμοιαζε εξωτερικά με αντίγραφο της Bundesbank, εσωτερικά θα μπορούσε να βρίσκεται υπό πολιτική πίεση και σταδιακά να μετατραπεί σε μια κεντρική τράπεζα που θα έμοιαζε περισσότερο με αυτές των λατινικών χωρών. Στην πραγματικότητα, η νότια Ευρώπη έχει τον έλεγχο της ΕΚΤ. Το συμβούλιο της ΕΚΤ απαρτίζεται από τους διευθυντές της ΕΚΤ και τους προέδρους των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Όλοι έχουν την ίδια ψήφο. Η Γερμανία και άλλες βόρειες χώρες που παραδοσιακά έχουν «σκληρό» νόμισμα όπως η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, και το Βέλγιο κατέχουν τη μειοψηφία απέναντι σε χώρες όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Γαλλία, των οποίων οι κυβερνήσεις είναι λιγότερο επιφυλακτικές απέναντι στα ελλείμματα. Αυτές οι χώρες είχαν ισχυρά εργατικά συνδικάτα και μεγάλα χρέη και ήταν εγγενώς επιρρεπείς στον πληθωρισμό.
Όπως αναφέρει ο Connolly στο e Rotten Heart of Europe, σελ. 4 το 1995:
“Για τη γαλλική ελίτ, το χρήμα δεν είναι το λιπαντικό της οικονομίας άλλα ο πιο σημαντικός μοχλός εξουσίας. Οπότε, η αιχμαλωσία της Bundesbank είναι, για αυτούς, το μεγάλο βραβείο στον ευρωπαϊκό νομισματικό πόλεμο. ”
Οι υποτιμήσεις απέναντι στο γερμανικό μάρκο εξαφανίστηκαν με την εισαγωγή του ευρώ. Ο Giscard d’ Estaing, ιδρυτής ενός λόμπυ για το ευρώ, είπε τον Ιούνιο του 1992 ότι η ΕΚΤ θα έβαζε επιτέλους ένα τέλος στη νομισματική υπεροχή της Γερμανίας. Αυτό που εννοούσε ήταν ότι το όπλο που πειθαρχούσε τις άλλες χώρες τελικά θα εξαφανιζόταν. Με παρόμοιο τρόπο ο Jacques Attali, σύμβουλος του Mitterrand, παραδέχθηκε ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν απλώς μια πολύπλοκη σύμβαση της οποίας ο σκοπός ήταν να ξεφορτωθεί το μάρκο. Το σκοπό αυτό επίσης επιδίωξαν οι Ιταλοί και άλλοι.
ΚΥΡΟΣ
Επειδή η ΕΚΤ να έχει βασιστεί στο μοντέλο της Bundesbank, οι χώρες με υψηλό πληθωρισμό κληρονόμησαν μέρος του κύρους των Γερμανών. Η ίδρυση της ΕΚΤ ήταν παρόμοια με μια φανταστική συγχώνευση των αυτοκινητοβιομηχανιών Fiat και Daimler-Benz, όπου οι Γερμανοί αναλαμβάνουν τη διαχείριση και τον έλεγχο της ποιότητας, ενώ η πλειοψηφία της διαχείρισης είναι γερμανική, τα εργοστάσια της Fiat βρίσκονται ακόμη στην Ιταλία. Το κόστος της αναίρεσης της συγχώνευσης όμως είναι τεράστιο. Το αποτέλεσμα της εισαγωγής του ευρώ ήταν η προσδοκία για ένα πιο σταθερό νόμισμα για τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες. Οι πληθωριστικές προσδοκίες υποχώρησαν σε αυτές τις χώρες. Όταν οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι υψηλές, οι άνθρωποι μειώνουν τις καταθέσεις τους και αρχίζουν να αγοράζουν καθώς νομίζουν ότι οι τιμές θα είναι σημαντικά υψηλότερες στο μέλλον. Όταν οι πληθωριστικές προσδοκίες πέφτουν, οι άνθρωποι αυξάνουν τις καταθέσεις τους οριακά, οδηγώντας σε χαμηλότερο πληθωρισμό τιμών. .
ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΕΙΟΥ
Ορισμένες χώρες, κυρίως η Γαλλία, αποκόμισαν κέρδη εις βάρος των Γερμανών λόγω της κοινωνικοποίησης των εσόδων του νομισματοκοπείου (Seigniorage). Πρόκειται για καθαρά κέρδη που προκύπτουν από τη χρήση του νομισματοκοπείου. Όταν μια κεντρική τράπεζα δημιουργεί περισσότερα χρήματα, αγοράζει περιουσιακά στοιχεία, πολλά από τα οποία αποδίδουν εισόδημα. Για παράδειγμα, μια κεντρική τράπεζα μπορεί να αγοράσει ένα κυβερνητικό ομόλογο με νέα παραγωγή χρημάτων. Τα καθαρά έσοδα από τους τόκους που προκύπτουν από τα ομόλογα είναι το “seigniorage” και μεταδίδονται στο τέλος του έτους στην κυβέρνηση.
Ως αποτέλεσμα της εισαγωγής του ευρώ, το “seigniorage” κοινωνικοποιήθηκε στην ΟΝΕ. Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών έπρεπε να στέλνουν τα έσοδα από τους τόκους στην ΕΚΤ, η ΕΚΤ θα μετέφερε τα δικά της έσοδα στο τέλος του χρόνου. Κάποιος μπορεί να υποθέσει πως πρόκειται για ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Άλλα δεν είναι. Η ΕΚΤ μεταφέρει τα κέρδη στις εθνικές κεντρικές τράπεζες βασιζόμενη όχι στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους, άλλα στο κεφάλαιο που διατηρεί η κάθε κεντρική τράπεζα στην ΕΚΤ. Αυτό το κεφάλαιο με τη σειρά του, αντανακλά τον πληθυσμό και τον ΑΕΠ και όχι τα περιουσιακά στοιχεία των εθνικών κεντρικών τραπεζών.
Δέκα χρόνια πριν το ενιαίο νόμισμα, η Bundesbank αποκόμισε €68.5 δις κέρδη, τα πρώτα 10 χρόνια του ευρώ, τα κέρδη έπεσαν στα €47.5 δις.
ΜΕIΩΣΗ TΩΝ EΠΙΤΟΚIΩΝ
Το ευρώ μείωσε τα επιτόκια στις νότιες χώρες, κυρίως για τα κυβερνητικά ομόλογα. Οι πολίτες και οι κυβερνήσεις είχαν να πληρώσουν λιγότερους τόκους για τα χρέη τους. Οι επενδυτές αγόραζαν τα ομόλογα υψηλών αποδόσεων των περιφερειακών χωρών, κάτι που ανέβαζε τις τιμές τους και έριχνε τα επιτόκια. Αυτή ήταν μια επικερδής συμφωνία γιατί θα μπορούσαν να περιμένουν πως τα ομόλογα που αντιστοιχούν σε λίρες, πεσέτες, εσκούδα και δραχμές θα πληρώνονταν τελικά σε ευρώ. Τα χαμηλότερα επιτόκια επέτρεψαν σε μερικές χώρες να μειώσουν το χρέος τους και να εκπληρώσουν τα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Τα επιτόκια στις νότιες χώρες μειώθηκαν για κυρίως δύο λόγους. Πρώτον, τα επιτόκια μειώθηκαν καθώς υποχώρησαν οι πληθωριστικές προσδοκίες: το κύρος της Bundesbank, που εν μέρει μεταφέρθηκε στην ΕΚΤ, οδήγησε σε χαμηλότερες πληρωμές τόκων. Δεύτερον, το ασφάλιστρο κινδύνου στις συναλλαγματικές, μειώθηκε. Με το ευρώ σαν ενιαίο νόμισμα πραγματοποιήθηκε ένα βήμα προς την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Το ευρώ είχε εγκατασταθεί δήθεν για ένα αόριστο χρονικό διάστημα. Η διάσπαση της ευρωζώνης δεν είχε προβλεφθεί νομικά, και θα θεωρούνταν τεράστια πολιτική αποτυχία. Η προσδοκία ήταν ότι τα ισχυρότερα κράτη θα διασώζουν τα πιο αδύναμα αν θεωρείτο απαραίτητο.
Με μια σιωπηρή εγγύηση για τα χρέη τους, πολλές χώρες είχαν να πληρώσουν χαμηλότερα επιτόκια επειδή το ρίσκο της χρεοκοπίας είχε μειωθεί.
Καθώς η Γερμανία και άλλες χώρες σιωπηλά εγγυόντανε για το χρέος των μεσογειακών χωρών, τα επιτόκια σε αυτές δεν ανταποκρίνονταν με το πραγματικό ρίσκο της χρεοκοπίας. Η γερμανική κυβέρνηση, με τη σειρά της, έπρεπε να πληρώνει υψηλοτέρα επιτόκια στα δάνεια από αυτά που θα πλήρωνε σε άλλη περίπτωση, ο κίνδυνος ενός πρόσθετου βάρους είχε τιμολογηθεί. Οι αγορές κανονικά τιμωρούν τη δημοσιονομική απειθαρχία σκληρά, με υψηλότερα επιτόκια και με την υποτίμηση του νομίσματος. Η Οικονομική Νομισματική Ένωση οδήγησε σε μια καθυστέρηση αυτής της τιμωρίας.
Ως συνέπεια της αναμενόμενης εισόδου στη νομισματική ένωση, τα επιτόκια συνέκλιναν προς τα επίπεδα της Γερμανίας. Από το 1995 και μετά,γινόταν όλο και πιο βέβαιο ότι οι μεσογειακές χώρες (εκτός της Ελλάδας που συμμετείχε από το 2001) θα συμμετείχαν στη νομισματική ένωση το 1999.
Πηγή: Eurostat
Θεωρητικά, χώρες όπως η Ελλάδα θα μπορούσαν να χρεοκοπήσουν χωρίς να βγουν από την ΟΝΕ. Αυτό όμως θα θεωρούνταν καταστροφή, και πιθανότατα θα σήμαινε το τέλος κάθε προόδου προς ένα κεντρικό ευρωπαϊκό κράτος.
Τα επιτόκια έπεσαν παρόλο που δεν είχαν αυξηθεί οι πραγματικές αποταμιεύσεις, και επειδή τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) του πληθωρισμού είχαν μειωθεί. Τα χαμηλότερα επιτόκια προκάλεσαν μια έκρηξη στον τομέα της στέγασης, συνέβη σε πολλές μεσογειακές χώρες. Η πίστωση ήταν φθηνή και χρησιμοποιήθηκε για να αγοραστούν και να κατασκευαστούν σπίτια. Αυτή η φούσκα τροφοδοτούταν από την επεκτατική νομισματική πολιτική μέχρι το 2008, όταν η παγκόσμια κρίση οδήγησε σε συντριβή στις υπερμεγέθεις αγορές κατοικίας.
ΠΕΡΙΣΣOΤΕΡΕΣ EΙΣΑΓΩΓEΣ KΑΙ YΨΗΛOΤΕΡΟ BΙΟΤΙΚO EΠIΠΕΔΟ
Οι χώρες με υψηλό πληθωρισμό κληρονόμησαν ένα πιο δυνατό νόμισμα από τη Γερμανία και, κατά συνέπεια, μπορούσαν να απολαμβάνουν περισσότερες εισαγωγές και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Παρόλο που οι κυβερνήσεις των λατινικών χωρών δε μείωσαν τα έξοδά τους σημαντικά, το ευρώ παρέμεινε σχετικά ισχυρό στην παγκόσμια αγορά νομισμάτων στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του. Διατηρήθηκε ισχυρό λόγω του κύρους της Bundesbank και της θεσμικής δομής της ΕΚΤ, καθώς και λόγω των ισχυρών γερμανικών (και άλλων χωρών του Βορρά) εξαγωγών που αύξησαν τη ζήτηση για το ευρώ.
Η Γερμανία είχε κατά παράδοση πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή οι εξαγωγές υπέρβαιναν τις εισαγωγές λόγω της υψηλής αποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητας. Οι Γερμανοί αποταμίευαν και επένδυαν, βελτιώνοντας την παραγωγικότητα. Την ίδια στιγμή, οι αυξήσεις στους μισθούς ήταν μέτριες. Το πλεόνασμα των εξαγωγών σήμαινε πως οι Γερμανοί θα ταξίδευαν και θα επένδυαν σε άλλες χώρες. Απόκτησαν περιουσιακά στοιχεία σε ξένες χώρες που θα μπορούσαν να πωληθούν σε περίπτωση ανάγκης. Το αποτέλεσμα ήταν μια ανοδική πίεση στη συναλλαγματική ισοτιμία. Με τα χρόνια, το μάρκο έτεινε να ανατιμάται λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας στη Γερμανία.
Το μάρκο έγινε το σύμβολο του Γερμανικού οικονομικού θαύματος. Η ανατίμηση του μάρκου στις αγορές συναλλάγματος έκανε τις εισαγωγές φθηνότερες. Τα βασικά προϊόντα και άλλες εισροές για την υψηλής ποιότητας γερμανική διαδικασία παραγωγής μπορούσαν να εισαχθούν σε χαμηλότερες τιμές. Το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε. Αυτός ο μηχανισμός της αυξημένης παραγωγικότητας που οδηγεί σε περισσότερες εξαγωγές και που ωθεί σε ανατίμηση του νομίσματος υπάρχει ακόμα στην ΟΝΕ.
Όμως, στο νότιο τμήμα της ΟΝΕ έχουμε την αντίθετη εικόνα. Η παραγωγή είναι λιγότερο αποδοτική. Η κατανάλωση αυξήθηκε στη νότια Ευρώπη μετά την εισαγωγή του ευρώ, και ωθήθηκε από τεχνητά μειωμένα επιτόκια.
Οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις δεν αυξήθηκαν όσο στη Γερμανία, και η αύξηση της παραγωγικότητας καθυστερεί. Επιπλέον, τα καινούρια χρήματα πήγαν κυρίως στις χώρες τις περιφέρειας όπου οδήγησαν στην αύξηση των μισθών. Αυτές οι μισθολογικές αυξήσεις υπήρξαν μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες στη Γερμανία, οδηγώντας σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, σε πλεόνασμα των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές καθώς και σε τάση προς την υποτίμηση του νομίσματος. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις των νοτίων χωρών είχαν δωροδοκηθεί με μεταβιβαστικές πληρωμές μετρητών, με αντάλλαγμα την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ: «Ο Jacques Delors, πρόεδρος της Επιτροπής, δωροδόκησε τους υπουργούς οικονομικών της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, υποσχόμενος μεγάλες αυξήσεις στα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ με αντάλλαγμα την υπογραφή τους στη Συνθήκη.»
Δείτε Judt, Postwar, σελ. 715. Ο Connolly στο e Rotten Heart of Europe, σελ. 198 γράφει: “ Στις 9 Νοεμβρίου 1991, οι υπουργοί εξωτερικών της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας έφυγαν από μια συνάντηση με τον Jacques Delors στην οποία είχε υποσχεθεί εντυπωσιακά ποσά (6 δις ECU για την Ιρλανδία) από τα χρήματα άλλων ανθρώπων, αν δεσμεύονταν να υποστηρίξουν τις ομοσπονδιακές, κορπορατιστικές φιλοδοξίες του στις τελικές διαπραγματεύσεις του Μάαστριχτ.”
Πριν την εισαγωγή του ευρώ, οι λατινικές χώρες με αυξανόμενους μισθούς, ισχυρά εργατικά σωματεία και δύσκαμπτη αγορά εργασίας έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με τη Γερμανία. Ωστόσο, πριν το ενιαίο νόμισμα, ο πληθωρισμός και οι υποτιμήσεις επανέφεραν την ανταγωνιστικότητα, μειώνοντας τους πραγματικούς μισθούς. Την ίδια στιγμή οι εισαγωγές γίνονταν πιο ακριβές.
Όταν το γερμανικό μάρκο αντικαταστήθηκε από το ευρώ, το πλεόνασμα των εξαγωγών της Γερμανίας είχε εν μέρει αντισταθμιστεί από το πλεόνασμα των εισαγωγών των νοτίων χωρών. Στην πραγματικότητα, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας καλύπτει με το παραπάνω τα παραδοσιακά εμπορικά ελλείμματα της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Από αυτήν την άποψη, δεν είναι άσχετο αν τα χρέη είναι στην κατοχή ενός πολίτη μιας χώρας ή ενός ξένου. Τα χρέη της κυβέρνησης της Ιαπωνίας βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στην κατοχή ιαπωνικών τραπεζών και πολιτών. Τα ελληνικά (ή τα ισπανικά) κυβερνητικά χρέη σε μεγάλο βαθμό κατέχονται από ξένες τράπεζες λόγω των εμπορικών ελλειμμάτων.
Οι Έλληνες δεν αποταμίευσαν αρκετά για να αγοράσουν τα κυβερνητικά τους χρέη, αλλά προτίμησαν να εισάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από ότι εξήγαγαν. Οι ξένες τράπεζες χρηματοδότησαν αυτή την κατανάλωση αγοράζοντας ελληνικό χρέος.
Η ιαπωνική κυβέρνηση μπορεί να αναγκάσει τις τράπεζές της να αγοράσουν τα κυβερνητικά ομόλογα ή να τις εμποδίσει από το να τα πουλήσουν επειδή βρίσκονται στην Ιαπωνική δικαιοδοσία.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αναγκάσει τις ξένες τράπεζες να κρατήσουν τα ελληνικά κυβερνητικά ομόλογα. Ούτε μπορεί να αναγκάσει τις ξένες τράπεζες να συνεχίσουν να αγοράζουν το ελληνικό χρέος για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμά της. Αν οι ξένες τράπεζες σταματήσουν να αγοράζουν ή αρχίσουν να πουλάνε τα ελληνικά κυβερνητικά ομόλογα, η κυβέρνηση μπορεί να αναγκαστεί να χρεοκοπήσει.
Οι εισαγωγές παρέμειναν φθηνότερες για τη Νότια Ευρώπη από ό,τι ίσως θα ήταν χωρίς τη νομισματική ένωση. Παρόλο που οι πληθωριστικές χώρες έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους σε σύγκριση με τη Γερμανία, οι τιμές των εισαγωγών δεν αυξήθηκαν τόσο όσο θα γινόταν αν οι χώρες αυτές είχαν παραμείνει στα δικά τους νομίσματα. Το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού με τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια ήταν η καταναλωτική έκρηξη που χρηματοδοτήθηκε με πίστωση, κυρίως στα νότια κράτη.
ΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
Οι πολιτικοί των νοτίων ευρωπαϊκών χωρών χρησιμοποίησαν τη συνθήκη του Μάαστριχτ ως δικαιολογία, (στο σοσιαλιστικό τους εκλεκτορικό κοινό), για τις απορρυθμίσεις και τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, ζωτικής σημασίας για την αποτροπή της πλήρους πτώχευσης. Για την εκπλήρωση των κριτηρίων σύγκλισης, οι νότιες χώρες έπρεπε να μειώσουν τα ελλείμματά τους, να περικόψουν τα κυβερνητικά έξοδα, και να πουλήσουν τις δημόσιες επιχειρήσεις. Για πολλές χώρες, στην πραγματικότητα, το ευρώ υπήρξε η μόνη προοπτική για να καθυστερήσουν τη χρεοκοπία τους ή τον υπερπληθωρισμό. Τα δημόσια χρέη πίεζαν τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας πριν την εισαγωγή του ευρώ.
Το 1991 το Βέλγιο, η Ιρλανδία και η Ιταλία είχαν χρέη της τάξης του 132%, 113% και 103% του ΑΕΠ. Ακόμη και η Ολλανδία είχε ένα χρέος της τάξης του 83% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να ακολουθεί.
Εν τέλει, το όλο θέμα του ενιαίου νομίσματος είχε να κάνει με την εξουσία και το χρήμα, και όχι με κάποια σπουδαία ευρωπαϊκή σκέψη.
ΚEΡΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ NΟΜΙΣΜΑΤΙΚH AΝΑΔΙΑΝΟΜH
Όταν εισήχθη το ευρώ, δε χρειάστηκε πολύς χρόνος, για να αναπτυχθούν και να συσσωρευτούν ανισορροπίες. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στις νότιες χώρες αυξήθηκε με μια καταναλωτική έκρηξη και οι εξαγωγές της γερμανικής βιομηχανίας άνθισαν. Μια ανατίμηση του μάρκου θα προκαλούσε προβλήματα για τις γερμανικές εξαγωγές και θα μείωνε το πλεόνασμα των τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας. Με το ευρώ, αυτό δεν ήταν πια δυνατό.
Τα καινούρια ευρώ άρχισαν να «ρέουν» εξαιτίας του πιστωτικού «μπούμ» από τις νότιες χώρες της Ευρώπης, προς τη Γερμανία και προκαλώντας την άνοδο των τιμών. Οι αναδιανομές προκλήθηκαν καθώς η ΕΚΤ συνέχισε να χρηματοδοτεί και να επικροτεί τις καταναλωτικές δαπάνες σε αυτές τις χώρες. Καινούρια χρήματα «ταξιδεύουν» συνεχώς προς τις νότιες χώρες της Ευρώπης, με τα οποία αγοράζονται γερμανικά προϊόντα.
Παρατηρείται πως το χρηματικό απόθεμα πραγματικά μεγάλωσε πολύ πιο γρήγορα στις μεσογειακές χώρες. Η Ισπανία και η Ελλάδα, κυρίως, είχαν μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης από ότι η Γερμανία κατά τη διάρκεια της έκρηξης από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ως το 2008. Για παράδειγμα, όταν το νομισματικό μέγεθος της Γερμανίας έπεφτε το 2002, η Ισπανία και η Ιταλία είχαν διψήφιες αυξήσεις. Το 2004, ο ρυθμός αύξησης του νομισματικού μεγέθους της Γερμανίας, κυμαίνονταν στο 2 τοις εκατό, την ίδια στιγμή, η νομισματική αύξηση ήταν τουλάχιστον διπλάσια στις μεσογειακές χώρες. Όταν η έκρηξη στον κατασκευαστικό τομέα στην Ισπανία βγήκε εκτός ελέγχου το 2007, οι χρηματοδοτήσεις αυξήθηκαν στο είκοσι τοις εκατό, ενώ το αντίστοιχο νομισματικό μέγεθος της Γερμανίας πέντε με οχτώ τοις εκατό.
Η αναδιανομή μέσω του διαφορετικού ρυθμού παραγωγής χρήματος έφερε μια κουλτούρα παρακμής. Η εξέλιξη αυτή έμοιαζε με την «κατάρα του χρυσού», που είχε συμβεί στην Ισπανία μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, όταν καινούρια χρήματα, δηλαδή χρυσός, έμπαιναν στη χώρα.
Η Ισπανία εισήγαγε αγαθά και υπηρεσίες (κυρίως στρατιωτικού χαρακτήρα) από την υπόλοιπη Ευρώπη, σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος, οι ευρωπαίοι εξαγωγείς αποκομίζουν κέρδη, ενώ η ισπανική βιομηχανία γίνεται όλο και λιγότερο αποδοτική.
Το ίδιο είχε συμβεί στην ευρωζώνη. Τα χρήματα έμπαιναν με γρηγορότερο ρυθμό στις νότιες χώρες, κατασκευάζοντας σπίτια, τα χρήματα απλώθηκαν στο υπόλοιπο της ευρωζώνης, καθώς η Ισπανία εισήγαγε εμπορεύματα από τη Γερμανία και άλλες βόρειες χώρες. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στη Μεσόγειο, αυξήθηκε.
Αν η εισαγωγή του νέου χρήματος ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, η κατάσταση θα είχε σταθεροποιηθεί σύντομα. Οι τιμές θα είχαν αυξηθεί στη Γερμανία σε σχέση με τις χώρες του νότου, καθώς τα ευρώ θα αγόραζαν γερμανικά αγαθά. Οι χαμηλότερες τιμές και μισθοί στο νότο, θα έκαναν τις μεσογειακές χώρες πιο αποδοτικές, και έτσι θα μείωναν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Αλλά αυτή η προσαρμογή είχε αποτραπεί. Νέα χρήματα συνέχισαν να εισέρχονται ταχύτερα στις μεσογειακές χώρες, όπου μετά, μεταφέρονταν στους καταναλωτές και στις κυβερνήσεις, μην επιτρέποντας τις τιμές να πέσουν (τιμές που ήταν υψηλότερες σε σύγκριση με αυτές στη Γερμανία). Η ροή των εμπορευμάτων από τη Γερμανία προς τις νότιες χώρες συνεχιζόταν. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διατηρούνταν, οι νότιες χώρες παρέμεναν σχετικά μη παραγωγικές, ενώ συνήθισαν σε ένα επίπεδο κατανάλωσης, που δε θα ήταν εφικτό χωρίς το τύπωμα νέου χρήματος προς όφελός τους.
Σε μια μορφή νομισματικού ιμπεριαλισμού, οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις στις νότιες χώρες παρήγαγαν χρήματα που οι Γερμανοί ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν. Ένα παράδειγμα: η κεντρική τράπεζα της Ελλάδος εκτυπώνει χρήματα για να πληρώσει το μισθό ενός Έλληνα πολιτικού. Ο Έλληνας πολιτικός αγοράζει μια Mercedes. (Ο πολιτικός θα μπορούσε να αγοράσει ένα τεθωρακισμένο άρμα. Με πληθυσμό 11 εκατομμύρια, η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας συμβατικών όπλων στην Ευρώπη. Οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό ως προς το ΑΕΠ, από όλες τις χώρες της ΕΕ.)
Με τον κανόνα του χρυσού, ο χρυσός θα έφευγε από την Ελλάδα και θα πήγαινε στη Γερμανία ως αντάλλαγμα για τα εισαγόμενα αγαθά.
Με τα κυμαινόμενα χάρτινα νομίσματα ( χρήματα χωρίς αντίκρισμα), ένας πολιτικός θα ανταλλάξει τις δραχμές που μόλις εκτύπωσε με μάρκα, το μάρκο θα ανέβαινε σε αξία και οι επόμενες διακοπές του Γερμανού εργαζόμενου στην Ελλάδα, θα ήταν πιο φθηνές. Στην περίπτωση του ευρώ, το χάρτινο χρήμα ρέει προς τη Γερμανία όπου γίνεται αποδεκτό ως νόμιμο χρήμα, και ανεβάζει τις τιμές.
Σχόλια :
● Ο δρόμος του Ευρώ περνά μέσα από δωροδοκίες κυβερνήσεων και πολιτικών, που διψούν για εξουσία, αδιαφορώντας για το μέλλον των χωρών και των πολιτών που εκπροσωπούν. Ένας λυσσαλέος αγώνας για πολιτική κυριαρχία και πολιτική επιβίωση, που συχνά οδηγεί στον εξευτελισμό των ίδιων, αλλά δυστυχώς παραμένουν χωρίς τιμωρία, δημιουργώντας δυσανεξία και αίσθηση αηδίας στους πολίτες.
● Τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και παγιώθηκαν σαν αποτέλεσμα «παζαριών» μεταξύ των ισχυρών πόλων της Ευρώπης, και όχι σαν εφικτή στόχοι ενός υγιούς οράματος για την «Ευρώπη των λαών». Η «Ευρώπη των λαών», ήταν και παρέμεινε ένα σύνθημα για τους εξαιρετικά αφελείς.
● Οι Γερμανοί πολιτικοί αναγκάσθηκαν να αλλάξουν το γερμανικό σύνταγμα προκειμένου να γίνει η μεταβίβαση της κυριαρχίας πάνω στο νόμισμα προς ένα υπερεθνικό ίδρυμα εφικτή, ενώ όλα έγιναν χωρίς να ερωτηθεί ο Γερμανικός λαός. Η σκοπιμότητα πάνω από τους θεσμούς, αλλά και από τον ίδιο τον λαό.
● « Θεωρητικά, χώρες όπως η Ελλάδα θα μπορούσαν να χρεοκοπήσουν χωρίς να βγουν από την ΟΝΕ. Αυτό όμως θα θεωρούνταν καταστροφή, και πιθανότατα θα σήμαινε το τέλος κάθε προόδου προς ένα κεντρικό ευρωπαϊκό κράτος».
Ίσως, αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος, που η μετάφραση του βιβλίου άργησε τόσο πολύ στην Ελλάδα. Ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελεί μια πάρα πολύ πικρή αλήθεια για τον Ελληνικό λαό, και φυσικά έναν πραγματικό κόλαφο για τους πολιτικούς, ιδιαίτερα αυτών των «κομμάτων εξουσίας».
● «Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Romano Prodi, περιέγραψε τις διατάξεις (του Μάαστριχτ) ως ηλίθιες.»
Μπορεί να μην ήταν ηλίθιες, αλλά σίγουρα ήταν ανέφικτες και προ πάντων πλασματικές, όπως πλέον ομολογείται από όλους!
● «Οι Έλληνες δεν αποταμίευσαν αρκετά για να αγοράσουν τα κυβερνητικά τους χρέη, αλλά προτίμησαν να εισάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από ότι εξήγαγαν. Οι ξένες τράπεζες χρηματοδότησαν αυτή την κατανάλωση αγοράζοντας ελληνικό χρέος………Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αναγκάσει τις ξένες τράπεζες να κρατήσουν τα ελληνικά κυβερνητικά ομόλογα. Ούτε μπορεί να αναγκάσει τις ξένες τράπεζες να συνεχίσουν να αγοράζουν το ελληνικό χρέος για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμά της. Αν οι ξένες τράπεζες σταματήσουν να αγοράζουν ή αρχίσουν να πουλάνε τα ελληνικά κυβερνητικά ομόλογα, η κυβέρνηση μπορεί να αναγκαστεί να χρεοκοπήσει.»
Ακόμα μια πικρή αλήθεια, που πρέπει να παραδεχτούμε, και που μας αφορά όλους, αφού αναδείξαμε και κυρίως ανεχθήκαμε να μας διοικούν, παντελώς ανίκανοι και αδιάφοροι πολιτικοί!
● «Σε μια μορφή νομισματικού ιμπεριαλισμού, οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις στις νότιες χώρες παρήγαγαν χρήματα που οι Γερμανοί ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν.
Ένα παράδειγμα: η κεντρική τράπεζα της Ελλάδος εκτυπώνει χρήματα για να πληρώσει το μισθό ενός Έλληνα πολιτικού. Ο Έλληνας πολιτικός αγοράζει μια Mercedes.»,
κ. Philipp Bagus, μήπως περάσατε και απ΄την Ελλάδα!
Βέροια 6/3/2012 Ουρσουζίδης Ν. Γιώργος
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.