Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Ένα νέο πολιτικό τοπίο διαμορφώνεται αυτή την περίοδο της κορύφωσης της κρίσης στην Ελλάδα, το οποίο όμως δεν φαίνεται ακόμη καθαρά εξαιτίας της πυκνής ομίχλης που σκεπάζει η διαδικασία διαμόρφωσης του νέου χρεοστασίου της χώρας και ουσιαστικά η νέα της κοινωνική και διεθνοπολιτική ταυτότητα.



«Δεν φαίνεται να έγινε αντιληπτό το εξής εμφανές», σημειώνει ένας αναγνώστης μου, σχολιάζοντας την αντίδραση μου ως προς το ξέσπασμα Σαμαρά εναντίον της αριστεράς: «Η Ομιλία αυτή του Σαμαρά ήταν τυπική ομιλία εκπροσώπου κυβέρνησης που απευθύνεται και συγκρούεται με την αξιωματική αντιπολίτευση! Είναι δηλαδή εμφανές ότι η Αριστερά λόγω της καταρρεύσεως του ΠΑΣΟΚ έχει πλέον προβιβαστεί και τυπικά αλλά και ουσιαστικά σε αξιωματική αντιπολίτευση, άρα δυνητική κυβέρνηση. Αυτό θα πρέπει να χαροποιεί περισσότερο τους Αριστερούς παρά να τους απασχολεί. Εκτός και αν έχουν βρεθεί έξω από τα νερά τους τώρα που βλέπουν την πιθανότητα να κυβερνήσουν ως υπαρκτή».

Πολλά θα μπορούσε να επισημάνει κάποιος επ’ αυτού σε θεωρητικό και πρακτικό (θεσμικό), κοινοβουλευτικό επίπεδο, δείχνοντας πώς η ΝΔ, παραβιάζοντας το πνεύμα του συντακτικού νομοθέτη πατά πάνω σε δύο βάρκες (συγκυβερνά και αντιπολιτεύεται), στερώντας μάλιστα στο ΚΚΕ το προνόμιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά δεν είναι το ζήτημα (μου) αυτό. Απλώς για την κατανόηση της παρατήρησης μου αναφέρω ότι το άρθρο 20 του Κανονισμού της Βουλής προνοεί ότι «ο πρόεδρoς της μεγαλύτερης σε δύναμη Koινoβoυλευτικής Oμάδας, πoυ δεν μετέχει στην κυβέρνηση, απoκαλείται αρχηγός της αξιωματικής αντιπoλίτευσης και έχει τα ιδιαίτερα δικαιώματα πoυ τoυ αναγνωρίζει o Kανoνισμός της Boυλής και oι κείμενες διατάξεις». Άρα «τυπικά δεν προβιβάστηκε» η αριστερά, παρότι ουσιαστικά μοιάζει να έχει άλλο ρόλο στο κοινοβούλιο.  

Αυτός ο νέος ρόλος είναι περισσότερο εμφανής στην συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ παρά σε εκείνη του ΚΚΕ, κάτι πού προκαλεί μια διαφορετική διάσταση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της αριστεράς, στο βαθμό που η πολιτική εκλαμβάνεται με τον βιομηχανικό και όχι με τον μεταβιομηχανικό τρόπο: ως αποκλεισμός δηλαδή και όχι ως  αγωνισμός με κοσμοπολιτικό πνεύμα ιδεολογικής και πολιτικής (τακτικής) αντιπαράθεσης. Το κρίσιμο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι θέλοντας και μη προκαλείται μια άδηλη μορφή πολιτικής όσμωσης μεταξύ του ΚΚΕ και των δυνάμεων που περιλαμβάνονται στον ΣΥΡΙΖΑ ή βρίσκονται έξω από αυτόν, αλλά σίγουρα πλησίον του – αναφέρομαι στο επίπεδο της βάσης και όχι της ηγεσίας. Έτσι διαμορφώνεται ένας άτυπος πυρήνας, ο οποίος θα μπορούσε υπό συνθήκες να αποτελέσει σημειολογικά και όχι κανονιστικά-καθοδηγητικά το κέντρο εκκόλαψης μιας νέας αριστεράς για τη χώρα μας. Στην περίπτωση αυτή θα είχαμε μια δεξιά που θα συμπεριελάμβανε όλες τις δυνάμεις  («μνημονιακές») αριστερότερα του νεοφασισμού έως την ΔΗΜ.ΑΡ, η οποία συγκεντρώνοντας ένα μέρος του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ και ένα μέρος της παραδοσιακής (μεταπολιτευτικής) μεταρρυθμιστικής αριστεράς θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του σύγχρονου κέντρου. Αριστερότερα από την ΔΗΜ.ΑΡ θα μπορούσε να τοποθετηθεί η σύγχρονη αριστερά, αποτελούμενη από ένα ιδεολογικό μπουκέτο, το οποίο θεωρητικά μοιάζει παράταιρο – μπορεί και να είναι.
Στη κοινοβουλευτική όμως δημοκρατία μπορεί και πρέπει η ιδεολογία να είναι ο κινητήριος μοχλός της πολιτικής, αλλά ποτέ πολιτική πρακτική και ιδεολογία δεν ταυτίζονται. Αυτό δεν έγινε ποτέ και πουθενά, ούτε ακόμη στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού ή ευρύτερα στα σοσιαλιστικά μονοκομματικά κράτη. Η πλουραλιστική δημοκρατία αντιλαμβάνεται το κομματικό φαινόμενο στο τρίπτυχο: στόχος, στρατηγική ηγεμονίας, πρόγραμμα διακυβέρνησης. Η αριστερά στον «στόχο» δίνει ταξική διάσταση υπερασπιζόμενη την εργασία απέναντι στην απαλλοτριωτική και αλλοτριωτική δυναμική του κεφαλαίου ή αν προτιμάτε με μεταμοντέρνα αφήγηση: η αριστερά υπερασπίζεται την βιοοικονομική, μη-πατριαρχική, διάσταση των παραγωγικών σχέσεων και ευρύτερα των κοινωνικών σχέσεων, που συνθέτουν την πολιτική στην καθημερινή ζωή.  

Αυτή η αριστερά συγκλίνει σήμερα στην άποψη ότι οι κοινωνίες – και ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές με επικέντρωση στην Ελλάδα – μετατρέπονται ταχύτατα σε θύματα του ΚΑΖΙΝΟΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ.  Προσπαθήστε να καταλάβετε ότι η Ελλάδα είναι το πρώτο μεγάλο θύμα της δικτατορίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ευρώπη. Προσπαθήστε να αντιληφθείτε ότι η πολιτική της δεξιάς, όπως την προσδιόρισα πιο πάνω, κατατείνει στον εγκλωβισμό του ελληνικού λαού στα δίχτυα των τραπεζιτών με την νοοτροπία ιδιοκτητών καζίνο. Στόχος της αριστεράς θα πρέπει να είναι  η εκπόνηση μιας κοινής στρατηγικής όλων των δυνάμεων και των προσωπικοτήτων που την συνθέτουν, έτσι ώστε να υπάρξει άμεση συλλογική, λαϊκή και κοινοβουλευτική απάντηση στην επίθεση των ορδών του χρηματοπιστωτικού λόμπυ, που παζαρεύει την ηγεμονία του στο πλαίσιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης είτε με την Γερμανική ελίτ (σε ότι μας αφορά άμεσα), είτε με την Κίνα ή την Ρωσία και ίσως με άλλες μεγάλες αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις. 

Δεν βλέπετε πώς μετά την πιστωτική κρίση που ξεκίνησε ήδη από το 1977 οι τράπεζες εκβιάζουν τις κυβερνήσεις που ελέγχουν, ενώ διασώζονται από τα κράτη, τα οποία υποταγμένα στον κερδοσκοπικό μηχανισμό χρηματοπιστωτικού συστήματος - αγορών χρεώθηκαν υπερβολικά σ’ αυτές τις ίδιες τις τράπεζες!! Δεν καταλαβαίνετε την «τρέλα» των δεξιών, τον ανορθολογισμό τους και το παράλογο του πράγματος με όρους κοινωνικής επιβίωσης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας;  Γιατί η αριστερά να μην θέσει ως επιμέρους βραχυχρόνιο, μεταβατικό στόχο ανάγκης την εκπόνηση ενός προγράμματος που θα έχει ως άξονα την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την απολύτως αυτόνομη ανάπτυξή της, στο βαθμό που η ΕΕ δεν προχωρήσει στη δημιουργία Ευρωπαϊκής Δημόσιας Τράπεζας που θα παρέχει απευθείας πιστώσεις στα κράτη;

Είναι δυνατόν η αριστερά με τόσα ικανά στελέχη στην οικονομία να μην αντιλαμβάνεται ότι το κρίσιμο σήμερα είναι να θέσουμε υπό δημόσιο έλεγχο (δεν εννοώ κρατικοποίηση) τον πτωχευμένο τραπεζικό τομέα, έτσι ώστε από την μια να χρηματοδοτηθεί η βουλιαγμένη πραγματική οικονομία και από την άλλη να δομηθούν προϋποθέσεις εκπόνησης ενός μακρόχρονου σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης; Εύκολα μετά θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε το κρίσιμο θέμα της αναδιανομής από πάνω προς τα κάτω, και την διάλυση των μονοπωλίων, όπως και την αποθάρρυνση της συγκέντρωσης μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας με διάφορες μορφές, ενισχύοντας παράλληλα την παραγωγική και όχι μεταπρατική επιχειρηματικότητα και την καινοτομία στη χώρα.

Βήμα-βήμα ωριμάζουν οι στόχοι σε ένα συνεργατικό πνεύμα, φίλοι, της αριστεράς και όχι ασφαλώς με την κουλτούρα των αποκλεισμών. Γιατί να μην καταλήξουμε σε ένα μεταβατικό κυβερνητικό πρόγραμμα τετραετίας που θα προνοεί για δικαιότερη κατανομή του πλούτου,  διασφάλιση των κοινωνικών υπηρεσιών και των δικαιωμάτων που αναφέρονται στη δημοκρατική οικονομική, όπως τα δικαιώματα διαχείρισης στις μεγάλες επιχειρήσεις, όπου οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αποφαίνονται με δημοψηφίσματα για τα ζητήματα που τους απασχολούν, καθώς και την θέσπιση ενός καθεστώτος διοικητικής και πολιτειακής ανασυγκρότησης με εκδημοκρατισμό, διαφάνεια, αμεσοδημοκρατικές πρακτικές και αυστηρό απολογισμό;

Αν ξεχάσουμε τα «σοβιέτ» όλα αυτά θα μπορούσαν να συμφωνηθούν. Πιστεύω μάλιστα ότι θα αποτελούσαν μια επαναστατική διαδικασία για την χώρα. Επαναστατική πράξη δεν είναι η κατάληψη του κράτους από τους εργαζόμενους  - και το στρατό ασφαλώς – αλλά αυτό που μέχρι και ο Μάο Τσε Τουνγκ, τον οποίο καθόλου δεν υπολήπτομαι κατά τα άλλα, σημείωνε: «Να ανακαλύπτουμε αλήθειες με την πράξη, και πάλι με την πράξη, να ελέγχουμε τις αλήθειες και να τις αναπτύσσουμε. Να περνούμε ενεργά από την αισθητηριακή γνώση στην έλλογη γνώση, κι ύστερα από την έλλογη γνώση στην ενεργό ηγεσία της επαναστατικής πράξης, στη μεταμόρφωση του υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου. Η μορφή: πράξη, γνώση κι ύστερα πάλι πράξη και γνώση, είναι άπειρη στην κυκλική επανάληψή της. Άλλωστε το περιεχόμενο αυτών των κύκλων της πράξης και της γνώσης, ανυψώνεται κάθε φορά σε ανώτερο επίπεδο. Αυτή είναι στο σύνολό της η διαλεκτική ματεριαλιστική θεωρία της γνώσης, αυτή είναι η αντίληψη του διαλεκτικού ματεριαλισμού για την ενότητα της γνώσης και της δράσης». Απλοϊκά τα έλεγε , αλλά έστω και έτσι ας προσεγγίσουμε το νόημα της αριστερής πολιτικής πρακτικής στην περίπτωσή μας και ας αφήσουμε την δεξιά στον δρόμο του τραπεζίτη και το κέντρο στην οδό της χαοτικής αντίφασης.

Για τους τελευταίους αρκεί να ρίξετε μια ματιά στην προχθεσινή ανακοίνωση του γραφείο τύπου της ΔΗΜΑΡ:  «Τουλάχιστον απογοήτευση προκάλεσε η καταψήφιση του πακέτου βοήθειας προς την Ελλάδα από το κόμμα "Aριστερά" (Die Linke), κατά τη σημερινή ψηφοφορία στη γερμανική βουλή. Αυτές τις κρίσιμες και δύσκολες ώρες η Ελλάδα και οι έλληνες πολίτες χρειάζονται την άμεση και έμπρακτη αλληλεγγύη αντί για τον επαναστατικό δρόμο του συμβιβασμού με το λαϊκισμό. Ευτυχώς, άλλες προοδευτικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις - SPD και Πράσινοι -, δεν ακολούθησαν τον ίδιο ολισθηρό δρόμο στο γερμανικό κοινοβούλιο», γράφουν οι άφρονες, δίχως να καταλαβαίνουν την δεν ψηφίζουν αυτοί στην Ελλάδα και γατί δεν υποστηρίζουν αυτό, που δεν προωθούν οι ίδιοι, οι Γερμανοί αριστεροί!!  Καταψήφισε το Die Linke το πρόγραμμα, διότι αυτό συνοδεύεται από μέτρα σκληρής λιτότητας που εξαθλιώνουν τον ελληνικό λαό. «Είμαστε όλοι Έλληνες», δήλωνε  η Χάικε Χάνσελ του Die Linke από το βήμα της γερμανικής Βουλής, επισημαίνοντας ότι ντρέπεται που η Γερμανική Κυβέρνηση φέρνει καθημερινά ολοένα και περισσότερο στην εξαθλίωση τον Ελληνικό λαό, αλλά οι σύγχρονοι Έλληνες κεντρώοι, είχαν φαίνεται ή αλλού το μυαλό τους ή ήταν και αυτοί, όπως οι δεξιοί, ξεμυαλισμένοι με τους τραπεζίτες.

Θέλουμε τις τράπεζες «μπαταρίες» για την οικονομία ή καζίνα; Θέλουμε στην Ελλάδα αυτοκυβέρνηση ή υποτέλεια και επιτροπεία; Θέλουμε παραγωγική ανασυγκρότηση ή ανάπτυξη καταναλωτική, την οποία ούτως ή άλλως για να επιτύχουμε ξανά πρέπει να…φάμε χώμα; Στην πραγματικότητα τα ερωτήματα αυτά τα απαντά η τραγική πραγματικότητα της χώρας μας, που δείχνει και τον δρόμο του συμφέροντος για τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Οι νεοδεξιοί και νεοκεντρώοι απλώς έχουν παραμείνει σε ιστορικά παρελθούσες ερμηνείες της ελληνικής πραγματικότητας και αγκαλιά με την διαπλοκή. Δεν είναι κρίμα και άδικο για τον ελληνικό λαό να παραμένει στο ίδιο παραδοσιακό ερμηνευτικό φάσμα και η αριστερά, από την μεριά της ιδεολογικής της προσέγγισης ασφαλώς;  Η αριστερά πρέπει να θέσει ένα νέο πολιτικό ορόσημο για τον εαυτό της στην συγκυρία. Να δει την πολιτική ως υπόθεση αγωνισμού και στρατηγικής παρέμβασης και όχι αποκλεισμού και να μεταμορφωθεί σε δύναμη προόδου στο πλαίσιο της νέας εποχής του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού. Αν το πράξει νεοδεξιά και νεοκέντρο θα  φαντάζουν αντιδραστικές, ξεπερασμένες ιστορικά μορφές, δίχως κοινωνική δυναμική: πολιτικά πτώματα δηλαδή.


 Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.  
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.