Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Είμαι ευτυχής, ο κόσμος στην Ελλάδα δεν είναι αυτό που το καθεστώς της χώρας νομίζει. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες δεν είναι φυτά, δεν εξουδετερώθηκε η συνείδηση και το μυαλό τους, παρά τον τηλεπολιτικό βομβαρδισμό που υφίστανται και τις δραματικές συνέπειες των πολιτικών καταστροφής σε συνέχεια των κερδοσκοπικών πολιτικών ευδαιμονισμού που βιώνουν. Όσες φορές δοκιμάζω την «κορινθιακή υπέρβαση» της κατεστημένης αφήγησης, προσφέροντας μία βαθύτερη προσέγγιση στον αιτιατό μηχανισμό της κρίσης, τόσο σαφέστερα διακρίνεται η ύπαρξη ενός ικανού κοινού σε όλο σχεδόν το εύρος των ηλικιών, που ανταποκρίνεται μ’ έναν τρόπο που σε κάθε περίπτωση ενισχύει την γενικότερη πολιτική αναζήτηση μιας νέας πολιτικής πρακτικής και ενός νέου, σύγχρονου πολιτικού λόγου με τον οποίον αυτή να εκφραστεί.


Υπάρχει κόσμος στην Ελλάδα που όχι μόνον δεν έχασε την ικανότητα να σκέφτεται και να προβληματίζεται πολιτικά, αλλά διατηρεί ακόμη το κουράγιο και την αρετή να θέτει με οργανωμένο τρόπο προβλήματα, αναζητώντας νέες πολιτικές σχέσεις που θα μπορούσαν να αναπτύξουν ένα συγκεκριμένο πεδίο εφαρμοσμένης πολιτικής για να τα λύσουν. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις ότι υπάρχουν αρκετοί συμπολίτες μας που μπορούν και αντιλαμβάνονται την πρακτική πολιτική πολύ βαθύτερα από τον αφρό του πολιτικού κουτσομπολιού, τις ρητορικές κορώνες αρχηγών και ηγετίσκων, τα προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα και τα θεσμικά τεχνάσματα. Όχι ότι όλα αυτά δεν είναι στοιχεία – σημαντικά μάλιστα – της πρακτικής πολιτικής, αλλά με την έννοια ότι αν αφεθείς πάνω σ’ αυτά, είναι βέβαιο ότι θα χάσεις κάθε επαφή με τα αίτια που δομούν τον μηχανισμό αναπαραγωγής του σημερινού καθεστώτος, το οποίο κολάζεται από τα γεγονότα πλέον και όχι αποκλειστικά από κάποιους αντιφρονούντες.

Το καθεστώς της μεταπολίτευσης δεν απειλείται, όπως θεωρούν οι περισσότεροι, με κατάρρευση. Έχει στην ουσία καταρρεύσει, καθώς έχει κλονιστεί ο αιτιατός μηχανισμός που το παρήγαγε, παράλληλα με όλα εκείνα που οδήγησαν στην χρεοκοπία της χώρας. Αυτό που συνεχίζει να υφίσταται, δίνοντας την εντύπωση ότι το καθεστώς … το παλεύει ακόμη, είναι ο επικοινωνιακός μηχανισμός της διαπλοκής και η πρόσκαιρη στήριξη, που με τεράστιο κόστος για τον ελληνικό λαό, πρόσφερε το διεθνές σύστημα στην πολιτικομεγαλοεπιχειρηματική τάξη της χώρας, για δικό του όφελος ασφαλώς. Η στήριξη αυτή, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσω αναλυτικά με μια σειρά διαδικτυακά σημειώματα, αναπτύχθηκε και εξελίσσεται πάντα υπό όρους, πάντα δοκιμαστικά και διαρκώς επιφυλακτικά. Σήμερα θα έλεγα ότι το καθεστώς δίνει εξετάσεις στους κεντρικούς διεθνείς παράγοντες της παγκοσμιοποίησης, όχι ακριβώς για την δυναμική του και την ζωντάνια του, ούτε καν για το αν μπορεί ή δεν μπορεί να αντλεί λαϊκή νομιμοποίηση για την αναπαραγωγή του. Το καθεστώς πλέον τεστάρεται διεθνώς μόνον ως προς την ικανότητά του να συμβάλλει σε μια νέα θεσμική οργάνωση του κράτους και της οικονομίας, ώστε η χώρα να μεταβληθεί όσο γίνεται ομαλότερα σε ένα μεταμοντέρνο προτεκτοράτο.

Αυτό ακριβώς δομεί το πρόβλημα της Ελλάδας στην συγκυρία και συστήνει το αίνιγμα των εκλογών, το οποίο με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι αποτελεί κτήμα αρκετών συμπολιτών μας, που αυτοτοποθετούνται ιδεολογικά σε όλο το πολιτικό φάσμα. «Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ιστορικά πολιτικό αίνιγμα και σας ρωτώ», γράφει σε σχόλιό του φίλος αναγνώστης: «τις προεκτάσεις της διεθνούς δικαιοδοσίας, μέσω των μνημονιακών συμβάσεων και της εφαρμογής του αλλοδαπού (αγγλικού) δικαίου, καλείται ο «λαός» να τις νομιμοποιήσει και συνταγματικά με την ψήφο του»; Πράγματι, αυτό καλείται ο λαός να πράξει σε αυτές τις εκλογές. Να νομιμοποιήσει με την ψήφο του την παρέκκλιση από την συνταγματική τάξη, από την ευρωπαϊκή τάξη και από τα χρηστά ήθη, όπως τα εννοούμε μετά τον πόλεμο, στο πλαίσιο άσκησης εθνικών πολιτικών εντός του διεθνούς συστήματος.  

Στις πιο εμφαντικές παρεκκλίσεις στα τρία αυτά επίπεδα ανάπτυξης και αποκρυστάλλωσης Δικαίου έχω αναφερθεί κατά το παρελθόν, ενίοτε διεξοδικά. Το ίδιο έχουν πράξει και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις αναλυτικότερα, ειδικοί της νομικής επιστήμης, της πολιτικής επιστήμης, της πολιτικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου, καθώς και Έλληνες και ξένοι κοινωνιολόγοι και φορείς επιστημονικών συλλόγων. Οικονομολόγοι έχουν σχολιάσει επίσης δραματικές αντιφάσεις μεταξύ οικονομικών εκτιμήσεων και θεσμικής μεταρρύθμισης υπό την αιγίδα και οργάνωση της τρόικας. Φτάσαμε πλέον στο σημείο, έκπληκτοι να παρακολουθούμε από την μια το καθεστώς να μην μπορεί να αφομοιώσει ούτε ίχνος από την κριτική μας, ενώ από την άλλη παράγοντες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και κορυφαίοι παράγοντες του ΔΝΤ να παρεμβαίνουν με τον χυδαιότερο τρόπο στην εσωτερική πολιτική της χώρας, διαμορφώνοντας συνθήκες νόθευσης του εκλογικού αποτελέσματος. Δεν είναι υπερβολή. Νοθεύεται το εκλογικό αποτέλεσμα, στον βαθμό που πανίσχυροι παράγοντες, οι οποίοι έχουν συνδεθεί μέσω της διάστασης του χρεοστασίου της χώρας αμέσως με την τύχη του καθενός, Έλληνα εκλογέα, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την τρέχουσα ηθική τουλάχιστον στην ΕΕ, σπεύδουν να εκτοξεύσουν απειλές στην περίπτωση εκείνη που δεν αναδειχθούν από την κάλπη οι λεγόμενες «μνημονιακές δυνάμεις».

Δεν φτάνει που με μία σειρά κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα και κυβερνητικές αυταρχικές πρωτοβουλίες προσβλήθηκε η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν φτάνει που στην χώρα έχει ασκηθεί κρατική βία, την οποία δεν έχει αντιμετωπίσει άλλη χώρα στην Ευρώπη στις μέρες μας, ούτε η Ελλάδα μεταπολιτευτικά. Τώρα, προεκλογικώς αναπτύσσεται και ένας μηχανισμός που μέσω απειλών και εξαπάτησης, αλλά και απίθανα αόριστων υποσχέσεων για επενδυτικά σχέδια, επιχειρεί – και όπως φαίνεται τις επόμενες ημέρες θα οργανωθεί ακόμη καλύτερα – να διαμορφώσει συνθήκες διασκέδασης του αινίγματος των εκλογών. Η διαδικασία αυτή συνιστά «νοθεία» με την έννοια της αλλοίωσης της βούλησης του πολίτη μέσω της  προσθήκης απειλών, αυθεντικών υποδείξεων για τον τρόπο «ορθολογικής» εκδήλωσης της πολιτικής συμπεριφοράς του εκλογέα και στοιχείων παραποίησης της πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας.

    
Όλα αυτά διαμορφώνουν μία νέα τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα, απόλυτα συνυφασμένη με το καθεστώς που δόμησε ο ιμπεριαλισμός μετά το τέλος του Α’ και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την διαφορά ότι πλέον ΔΝΤ και ΕΕ συναποτελούν έναν άτυπο θεσμό αποικιοποίησης ενός αναπτυγμένου κράτους, το οποίο από μόνο του παραχωρεί τυπικά και άτυπα δικαιώματα και εξουσίες μεταπίπτοντας σε μία μεταμοντέρνα μορφή υποτελούς πολιτείας. Η Ελλάδα μέσω του πολιτικού της συστήματος, ανταλλάσσει κυριαρχικά και λαϊκά δικαιώματα με υποσχέσεις οικονομικής στήριξης, στον βαθμό που όλα πάνε καλά. Δηλαδή, στον βαθμό που οι διεθνείς παράγοντες οι οποίοι εμπλέκονται άμεσα στην ελληνική κρίση δεν συγκρουστούν μεταξύ τους, οι οικονομικές εκτιμήσεις του επιτελείου της τρόικας, έτσι όπως εκφράζονται στο τελευταίο μνημόνιο, επιβεβαιωθούν (ήδη αμφισβητούνται έντονα από αυτούς που τις συνέταξαν), δεν υπάρξει επέκταση της κρίσης στην ευρωζώνη, δεν υπάρξει κρίση νομιμοποίησης του χρεοστασίου που θα πηγάζει από την κάλπη κ.α. Το τελευταίο διάστημα μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι το πολιτικό σύστημα επιδόθηκε σε ένα θέατρο γενικής εκποίησης, προδίδοντας πανικό και απόλυτη ανικανότητα στην διαχείριση της ελληνικής κρίσης.

Όλα αυτά συγκαλυφτήκαν, μέσω των στρατευμένων στην διαπλοκή ΜΜΕ, έτσι ώστε να καταλήξουμε να διασκεδάζεται σήμερα το αίνιγμα των εκλογών. Ο σύγχρονος ελληνικός τύπος δεν έχει καμία σχέση με τον Τύπο που αναπτύχθηκε σε αστικά, δημοκρατικά καθεστώτα. Κυριολεκτικώς αποτελεί την ντουντούκα διαφόρων διαπλεκόμενων συμφερόντων και βασικό χαρακτηριστικό της κατάρρευσης, τής έστω και κολοβής δημοκρατικά, ελληνικής πολιτείας. Τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού τύπου, σε αρμονία με τα κανάλια της διαπλοκής, ουσιαστικά αναπαριστούν ως φάρσα το εκλογικό αίνιγμα. Αντί να το θεμελιώσουν παραστατικά, το διασκεδάζουν ελεεινά. Δυστυχώς, όμως, το αίνιγμα αυτό, ενώ αποτελεί στοιχείο της αφήγησης των αριστερών κομμάτων, σε καμία περίπτωση δεν ετέθη ως ζωτικό για την κοινωνία και την πολιτεία πρόβλημα, που όφειλε η αριστερά συλλογικά και ενωτικά να απαντήσει. Η διασπορά των προοδευτικών δυνάμεων και ο προεκλογικός κατατεμαχισμός της αριστεράς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στην βάση αναμφισβήτητων ιδεολογικών διαφορών.

Μόνον εάν θεωρήσουμε ως κύριο αίτιο την διάβρωσή τους από διαπλεκόμενα συμφέροντα και την εξάρτησή τους από τον επικοινωνιακό μηχανισμό τους, θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε το φαινόμενο αυτό. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, τότε προφανώς η αριστερά στο σύνολό της έχει απωλέσει την ικανότητα να συνθέτει πολιτική και να κινείται στρατηγικά εντός των κεφαλαιοκρατικού συστήματος ηγεμονίας, φιλοδοξώντας απλώς να παραμείνει ισχυρή κριτική δύναμη σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και παράγοντας διεκδίκησης εργασιακών δικαιωμάτων, ανθρώπινων δικαιωμάτων και φορέας κοινωνικής διαμαρτυρίας. Έτσι όμως οι πολιτικοί φορείς της αριστεράς μεταβάλλονται περισσότερο ή λιγότερο σε πολιτικοποιημένους φορείς της κοινωνίας των πολιτών και χάνουν την πολιτική διάσταση του κόμματος (καταλήγοντας έτσι να καπελώνουν και μια ανεξάρτητη σφαίρα πολιτικοποίησης). Ίσως στο σημείο αυτό κάποιος να αντιδράσει, διορθώνοντάς με… «αστικού κόμματος, θες να πεις»! Μα, όλα τα κόμματα που θα συμμετέχουν στις εκλογές αστικά λογίζονται και ως αστικά θα πολιτευθούν, ασχέτως αν η ιδεολογική τους αναφορά και συγκρότηση και η εσωτερική τους οργάνωση παραπέμπουν ή προϋποθέτουν κάποιο άλλο σύστημα διακυβέρνησης. Αν δεν κάνεις επανάσταση, «παίζεις» με τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας και στην ουσία όλα τα κόμματα με αυτούς πορεύονται και αυτούς διαπραγματεύονται.

Λογικό λοιπόν θα ήταν να αγωνιστείς για την δημοκρατική ανάπτυξη, με όρους φιλελεύθερης ισότητας, του αστικού καθεστώτος μέχρι να κρίνεις ότι οι συνθήκες επιτρέπουν ή απαιτούν την επαναστατική οργάνωση της κοινωνίας για την διαμόρφωση της ηγεμονίας όπως εσύ την τοποθετείς ιδεολογικά. Μα, στη περίπτωση αυτή θα καθυστερήσει η λαϊκή επανάσταση, ενδεχομένως χάσει και το νόημα της και τότε τι θα κάνουμε; Με τον καπιταλισμό θα συνεχίσουμε να ζούμε; Αν η αριστερά συμβάλει στην ανάδειξη μιας κυβέρνησης δημοκρατικών προδιαγραφών και υποστηρίξει μια προοδευτική μεταρρύθμιση του διακυβερνητικού μοντέλου, τότε δεν θα αυτοκαταργηθεί ως επαναστατική δύναμη; Κοιτάξτε, θα το πω ειλικρινά και ας παρεξηγηθώ: Αν κάποτε γίνει λαϊκή επανάσταση στην Ελλάδα, πρώτον δεν θα έχει καμία απολύτως σχέση με τις επαναστάσεις που γνωρίσαμε κατά την βιομηχανική εποχή και δεύτερον δεν θα καθοδηγηθεί από κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα, καθώς θα τα ξεπερνά. Στο κάτω-κάτω δεν ζητά κάποιος να κυβερνήσουν αριστερά κόμματα, να συμβάλουν στην δόμηση μιας κυβέρνησης ζητούμε κάποιοι και να την στηρίξουν στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία, έτσι ώστε να απαντηθεί υπέρ των δύο τρίτων το εκλογικό αίνιγμα. Αυτό είναι άλλης τάξεως πρόβλημα, από ετούτο που θέτει για παράδειγμα η ηγεσία του ΚΚΕ. Και επ’ αυτού δεν έχω διαπιστώσει ρητή άρνηση από κανέναν.

Ανοιχτό παραμένει λοιπόν προεκλογικώς το ζήτημα της αριστερής διακυβέρνησης. Όποιος φροντίσει να το κλείσει, προφανώς θα διακατέχεται από άλλου είδους κίνητρα και όχι αμιγώς ιδεολογικά. Η χώρα έχει εισέλθει σε μια απολύτως ιδιόμορφη, μεταβατική και κρίσιμη φάση της ιστορίας της όχι απλώς με κοινωνικούς, αλλά και με εθνικούς όρους. Το ξέρετε. Το αίνιγμα αυτών τον εκλογών, περί λαϊκής  νομιμοποίησης ή όχι της στρατηγικής της τρόικας, δεν αναζητεί απάντηση αποκλειστικά στο επίπεδο του εκλογικού σώματος. Δεν πρόκειται για δημοψήφισμα (ευτυχώς)! Οφείλει να αντιμετωπισθεί και διακυβερνητικά, με ρεαλισμό και σοβαρότητα, κυρίως από όσους πολιτεύονται με κανόνα την κοινωνική ευαισθησία. Είναι κατά πρώτο λόγο ένα ζήτημα στρατηγικής και νέας πολιτικής οργάνωσης, το οποίο θα έπρεπε να απορροφήσει την αριστερά στο πλαίσιο μιας νέας μεταπολίτευσης η οποία δεν μπορεί να αποφευχθεί σε καμία περίπτωση. Γιατί η αριστερά να μην θέσει τους όρους ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας στη χώρα και παραγωγικής αναδιάρθρωσης; Ποια ακριβώς επαναστατική δυναμική θα ζημιωθεί έτσι; Γιατί όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της αριστεράς υπήρξαν μέχρι τώρα κατώτερα των περιστάσεων; Δεν καταλαβαίνουν οι ηγεσίες τους ότι έχουν ξεπεραστεί από ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο αναζητεί άλλες, ανώτερες ποιότητες στην πολιτική πρακτική;

Ας αναλογιστούν οι ηγεσίες τι καινούργιο (σχέδιο) προσκομίζουν για την αντιμετώπιση της κρίσης! Ποιο είναι το καινοτόμο σχέδιο που απαιτείται πολιτικά για την αντιμετώπιση του «αινίγματος»;  Όχι, η ηγεσίες της αριστεράς σε μεγάλο βαθμό δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να μας παρακολουθήσουν μέχρι τώρα, σε αντίθεση με αρκετούς προοδευτικούς ακόμη και συντηρητικούς-πατριώτες  Έλληνες. Το εκλογικό παιχνίδι παρόλα αυτά δεν χάθηκε, αν και η γενικότερη υπόθεση της (αριστερής) αναδιοργάνωσης της χώρας έχει ήδη ζημιωθεί σημαντικά. Στο χέρι των ηγεσιών της αριστεράς είναι να  αναθεωρήσουν σκουριασμένες και σε μεγάλο βαθμό υπονομευτικές για το σημερινό λαϊκό κίνημα χειραφέτησης, στρατηγικές και να ανοίξουν τον δρόμο για μια οργανωμένη, ενωτική δυναμική απάντηση του λαού στο αίνιγμα των εκλογών. Το «αίνιγμα» απαντάται με την θεμελίωση μιας εναλλακτικής ηγεμονίας στην πατρίδα μας, τώρα, με διάλυση της διαπλοκής και ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό του (αστικού) κράτους. Έτσι θα ανατείλει η άλλη πιθανότητα: θα επιτραπεί ίσως η ανάπτυξη του αινίγματος της λαϊκής εξουσίας αργότερα σε μια μεταμοντέρνα βάση, που δεν θα προϋποθέτει εγκληματικές συμπεριφορές, οι οποίες διαπιστώθηκαν σε ανάλογα εγχειρήματα την βιομηχανική εποχή, και τα οποία κατέληξαν στην δυσφήμηση του σοσιαλισμού και στην αποθέωση της πολιτικής βαρβαρότητας με την επικράτηση του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού.


Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.