Του Θανάση Νικολαΐδη
ΜΙΑ ματιά στο μεγαλοβδομαδιάτικο παρελθόν. Δεν ήσαν όλα καλύτερα-ήταν γνήσια. Γεμάτος θλίψη μετέχοντας στο θείο δράμα, χαρούμενος για την…ετήσια ευκαιρία ν’ ακούσεις, αχόρταγα, κλασική μουσική. Στο ραδιόφωνο κι αργότερα στην TV, που λειτουργούσαν με σεβασμό στον ακροατή και τηλεθεατή, χωρίς τη…μαγκιά του «έλα ρε συ Γιώργο» στις ειδήσεις.
Ν’ ασχοληθούμε με τα σημερινά της καλλιτεχνικής «ασέλγειας» των ΜΜΕ για συμπεράσματα απ’ το κοντράστ που απογοητεύει; Είναι άσκοπο. Θα το κάνουμε ακροθιγώς-δεν έχει νόημα να επιμείνουμε-κι ας είναι θέμα παιδείας. Περάσαμε απ’ την ιεροτελεστία του μπουζουκιού με τους παράφορους της μουσικομανίας να σκιτσάρουν το καλλιτεχνικό αισθητήριο του έλληνα, διαμορφώνοντας τα γούστα του. Δεν κάναν’ κράτει και το ρεμπέτικο απλώθηκε σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης, φράσσοντας τ’ αυτιά του έλληνα από άλλους ήχους. Κι έπεφτε η πενιά, δειλά στην αρχή, μεγαλοβδομαδιάτικα, για να πέσει άφθονη μετά την ανάσταση, με φαγοπότι, ξεφάντωμα και με τους/τις μόνιμους αοιδούς στο πάλκο. Τους επαναλαμβανόμενους Νιόνιους και Νταλάρες (με τις σημερινές Γλυκερίες για συνέχεια), που μέτραγαν κεφάλια «πιστών» τους και (επιδοτούμενα χριστουγεννιάτικα και πασχαλιάτικα) χιλιάρικα. Ύστερα, μεσολάβησαν άλλα κι άλλα της «απελευθέρωσης», που ροκάνισαν τη σοβαρότητα των ημερών εξαφανίζοντας τον συμβολισμό τους, για να φτάσουμε στη σημερινή κατάντια. Με την τηλεοπτική σαχλαμάρα να δεσπόζει στα διαλείμματα της κωμωδίας, με τα κομματικά στο φόρτε και τις ειδήσεις και «ειδήσεις» να φορτίζουν τη φορτισμένη ατμόσφαιρα.
ΝΑ θυμηθούμε, λοιπόν αναπολώντας. Απ’ τροπάριο της Κασσιανής της Μ. Τρίτης και το αριστουργηματικό «Ω γλυκύ μου έαρ» της Μ. Παρασκευής, το «γενεαί πάσαι» ακόμα και από σχολικές(!) τρίφωνες(!!) χορωδίες. Κι ύστερα; Να τρέχεις στα ραδιοφωνικά «μεσαία» για έργα μουσουργών αθάνατα που συνταιριάζουν ή που γράφτηκαν για τα θεία πάθη και συντηρούν το κλίμα, σε ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης.
ΩΣΤΟΣΟ, στην καλλιτεχνική ξεραΐλα των καιρών μας, προβάλλει μια όαση…δαπανηρή (καθώς λέγεται) και που «τα βγάζει τα λεφτά της». Το Κανάλι της Βουλής. Με έργα κλασικής μουσικής νυχθημερόν-αντίβαρο της καθημερινής τηλεοπτικής σαχλαμάρας και του «τίποτα». Απορροφά τους κραδασμούς μονότονων ρυθμών που λατρεύει η νεολαία, διαλύει τα ακατάληπτα στίχων και «μουσικής» που την τρέφουν «μοντέρνα και πρωτοποριακά» και προσφέρει μιαν άτυπη παιδεία που μας έλειψε απ’ τα σχολεία του έτοιμου, εύκολου και ετεροδημιούργητου (αποστήθιση, CD…).
ΚΑΙ κλείνουμε: «Ο Μπετόβεν στοχάζεται, ο Σούμπερτ ονειροπολεί, ο Μότσαρτ παιχνιδίζει και ο Μπαχ προσεύχεται». ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.