Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Ο ελληνικός λαός τόλμησε και σε σημαντικό βαθμό αποσπάστηκε από το δίκτυο της διαπλοκής, εκφράζοντας με αδιάψευστο τρόπο την βούλησή του να μην αποδεχθεί τις μεθοδεύσεις της πολιτικομεγαλοεπιχειρηματικής τάξης που οδήγησαν στον μονόδρομο της χρεοκοπίας, υπό την στρατηγική του ΔΝΤ και την διεύθυνση της γερμανικής κυβέρνησης.
Έτσι, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι ο λαός νίκησε τον φοβισμένο και παθητικό εαυτό του. Από δω και πέρα, όμως, τον λόγο έχει η πολιτική, η οποία θα πρέπει να διαμορφωθεί σε δύο απολύτως αλληλοεξαρτώμενα επίπεδα: το εσωτερικό και το εξωτερικό. Στο εσωτερικό, οι δυνάμεις που εξέφρασαν το «αντιμνημονιακό» αίτημα θα πρέπει να συνεννοηθούν και να συμπράξουν ώστε να διαμορφωθεί ένα διακυβερνητικό μέτωπο, που θα επιδιώξει την επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος στον διεθνή περίγυρο. Στο εξωτερικό επίπεδο θα πρέπει να αποκρυσταλλωθεί ταχύτατα μία νέα στρατηγική διαπραγμάτευσης, κυρίως με τους εταίρους μας στην ΕΕ, με παράλληλο άνοιγμα στις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου και σε προοδευτικές περιφερειακές δυνάμεις και κυβερνήσεις.
Όλα αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν δίχως κατ’ αρχήν μία ευρεία συμφωνία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Δημοκρατικής Αριστεράς, οι ηγεσίες των οποίων θα πρέπει να αποτελέσουν τον πυρήνα της συνεργασίας των προοδευτικών κοινωνικών δυνάμεων με φορείς και προσωπικότητες, τόσο από τον προοδευτικό χώρο, όσο και από εκείνον της πατριωτικής δεξιάς, εξαιρουμένων ασφαλώς των υπερεθνικιστών και των υπερλαϊκιστών. Η αριστερά στο σύνολό της δεν μπορεί πλέον παρά να σηκώσει το βάρος τόσο της αναδιοργάνωσης της χώρας, όσο και της αναθεώρησης του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής ταυτότητας, με κριτήριο, ασφαλώς, τα συμφέροντα και την εκπεφρασμένη βούληση των δύο τρίτων της κοινωνίας.
Εάν οι διερευνητικές προσπάθειες για την συγκρότηση κυβέρνησης αποτύχουν και οδηγηθούμε σε νέες εκλογές, η ευρύτερη αριστερά (κομμουνιστική και μη κομμουνιστική) θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να κατέβει ως ενιαίο κόμμα με απόλυτη, όμως, διασφάλιση μετεκλογικώς, της αυτονομίας των κομμάτων που θα συνθέσουν τον ενιαίο εκλογικό φορέα. Εάν αυτό δεν συμβεί, ας βρεθεί τουλάχιστον μία άλλη φόρμουλα συνεννόησης για να μην καταλήξουμε σε αλληλοσπαραγμό εντός του αριστερού χώρου. Εάν επιτρέψουμε να συμβεί το τελευταίο, τότε θα πρόκειται για εγκληματική πράξη εναντίον του λαού, με την πολιτική ασφαλώς έννοια. Οι ηγεσίες της αριστεράς σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προβούν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, σε μικρότητες και εκδήλωση κάθε είδους συμπλέγματος. Ήρθε η στιγμή να επιδειχθεί από όλες τις πλευρές της αριστεράς ένα ανώτερο πνεύμα και να υπηρετηθεί μία εντελώς διαφορετική ποιότητα σχέσεων. Ας πάψουμε να συνομιλούμε ο καθένας στην βάση του ιστορικού μύθου που ορίζει την αναφερόμενη ταυτότητά του και ας συνομιλήσουμε επιτέλους στην βάση των αντικειμενικοτήτων που διαμορφώνονται στην συγκυρία της κρίσης και με το μάτι στη νέα γενιά!
Η αριστερά ή θα αλλάξει στρατηγική και τακτική τα επόμενα 24ωρα, ή θα έχει διαπράξει το πρώτο μεγάλο σφάλμα του 21ου αιώνα, που θα μπορεί να συγκριθεί μόνον με κάποιες άλλες κρίσιμες επιλογές της τον προηγούμενο αιώνα, που ζημίωσαν πολλαπλά την χώρα, την κοινωνία και τους ίδιους τους αριστερούς αγωνιστές. Και θα είναι απολύτως μάταιο τότε να ψάξουμε να βρούμε ποιος είχε την μεγαλύτερη ευθύνη. Αυτό που απέτυχε να πράξει η ελληνική αριστερά του 20ου αιώνα, μπορεί να το πετύχει σήμερα, δίνοντας στον λαό την δυνατότητα να πάρει την τύχη στα χέρια του, στην χώρα την ευκαιρία να ισχυροποιηθεί και να αποκτήσει διεθνή σεβασμό, στην οικονομία μία μοναδική ανάσα παραγωγικής ανασυγκρότησης, στον εκδημοκρατισμό των θεσμών ένα δυναμικό πλαίσιο και στην ισότητα μία νέα ευκαιρία να συμφιλιωθεί με την ελευθερία σε μία χώρα που θα καταπολεμεί διαρκώς τον αποκλεισμό, τα τραστ, τα μονοπώλια, την διοικητική αυθαιρεσία, τους απατεώνες της αγοράς και την μαφία των χρηματαγορών. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να δρομολογηθεί, ενώ το ένα συνδέεται με το άλλο και καθόλου δεν αντιφάσκουν με το αντικαπιταλιστικό ιδεολόγημα. Επιτέλους, ας διακρίνουμε την ιδεολογία από την πολιτική πρακτική μέσα σε μία ζωτική κρίση για τα συμφέροντα της κοινωνίας, της χώρας και του ελληνισμού. Το έκαναν οι πάντες (όλοι οι αριστεροί που άσκησαν διακυβέρνηση) σε ανατολή και δύση από την εποχή του Λένιν. Δεν υπάρχει καμία σοβαρή δικαιολογία να μην το πράξουμε κι εμείς, σε μία μάλιστα εποχή που δεν δίνει κανένα άλλο περιθώριο αντικειμενικών πιθανοτήτων για μετασχηματισμό σοσιαλιστικού χαρακτήρα.
Σε ότι αφορά στο εξωτερικό μέτωπο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι «διαπραγμάτευση» δεν είναι αυτό που έκαναν οι κυβερνήσεις του δικομματισμού μέχρι σήμερα και ούτε τούτο που θεωρεί ανιστόρητα ο αριστερισμός κάθε μορφής. Δεν είναι εδώ χώρος για να αναπτύξω ξανά – το έχω κάνει παλαιότερα – πώς εννοούμε την διαπραγμάτευση στο σύγχρονο πλαίσιο ανάπτυξης της εξωτερικής ή/και οικονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα δεν μπορεί να πάρει το καπελάκι της και να φύγει από την ευρωζώνη και το παλτουδάκι της και να αποχωρήσει από την ΕΕ. Και αυτά τα έχουμε εξηγήσει επανειλημμένως, επισημαίνοντας παράλληλα με ποιόν τρόπο θίγεται υπό τις σημερινές συνθήκες το (ελληνικό) συμφέρον μιας χρεοκοπημένης χώρας εντός της ευρωζώνης και πώς μία σειρά θεμελιωδών θεσμών της ΕΕ επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη της χώρας και προκαλούν κρίση στην σχέση κεφαλαίου – εργασίας, εξανδραποδίζοντας τα λαϊκά και μεσαία στρώματα. Το πλαίσιο νέας διαπραγμάτευσης θα πρέπει να χαραχθεί στην βάση της απαίτησης η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ που μας έχει επιβληθεί, να μετατραπεί σε ΘΕΤΙΚΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ, έτσι ώστε να δοθεί στην χώρα ένα επαρκές διάστημα ανασυγκρότησης και θεμελίωσης ενός νέου παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου σε προοδευτική συνάφεια, δίχως αυτή να επιβαρύνεται από υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και από τους όρους του συμφώνου σταθερότητας. Μετά από αυτό το διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να είναι λιγότερο από μία 5ετία, θα επανεξεταστεί, αφού πρώτα ελεγχθεί διεξοδικά, το χρέος, όπως ασφαλώς και συνολικά η σχέση μας με τους θεσμούς της ΕΕ, εάν φυσικά στο μεταξύ δεν έχουν υπάρξει κατακλυσμιαίες μεταβολές, είτε προς την διάλυση της Ένωσης, είτε προς την αντικατάστασή της με θεσμούς που προτείνει η Ευρωπαϊκή Αριστερά (ιδιαίτερα το Die Linke) με κατεύθυνση τον εκδημοκρατισμό, το σπάσιμο των τραστ, την καταπολέμηση των μονοπωλίων και την εδραίωση ενός νέου νομισματικού μηχανισμού που θα επιτρέψει τον δημόσιο έλεγχο των πιστώσεων και τις πιστώσεις των κρατών δίχως κερδοσκοπία.
Αυτές είναι μόνον μερικές απολύτως ρεαλιστικές ιδέες, τις οποίες αποσπασματικά έχω ήδη παρουσιάσει αναλυτικά, και οι οποίες σήμερα φαίνεται να ταιριάζουν απολύτως στις αντικειμενικές συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την έκφραση του εκλογικού σώματος. Ήδη σήμερα όσοι αστειεύονταν με όλα τα παραπάνω, ή απειλούσαν με χάος, τρομοκρατώντας την κοινωνία, πιστεύω ότι αντιλαμβάνονται πως μάλλον το … παράκαναν. Και ότι πράγματι η πιθανότητα δόμησης μιας αριστερής διακυβέρνησης αποτελεί, όχι απλώς τον καλύτερο διαπραγματευτικό παράγοντα για τα συμφέροντα της χώρας, αλλά και την ιδανικότερη λύση για το οικονομικό, παραγωγικό και διοικητικό αδιέξοδό της. Αυτές τις ιδέες, που επαναλαμβάνω, σε καμία περίπτωση δεν αντιφάσκουν με την αντικαπιταλιστική ιδεολογική συγκρότηση, αλλά αποκλειστικά με την επανάσταση του προλεταριάτου, δεν τις κρατήσαμε για τον εαυτό μας τόσον καιρό, απλώς η προηγούμενη διακυβέρνηση των διαπλεκομένων ήταν αδύνατον να τις εννοήσει και να τις αξιοποιήσει. Σήμερα διαμορφώνονται συνθήκες οι οποίες, αν δεν καταλήξουν σε ναυάγιο εξαιτίας προβοκατόρικων ενεργειών, αθεράπευτης υστεροβουλίας και κομματικής ιδιοτέλειας, ή ανικανότητας πολιτικής σύνθεσης των ηγεσιών, κυρίως της αριστεράς, θα μπορούσαν να μελετηθούν, να αναπτυχθούν στο πλαίσιο στόχου-προγράμματος-στρατηγικής και να αξιοποιηθούν κατάλληλα υπέρ των συμφερόντων των δύο τρίτων της κοινωνίας. Η αριστερά και θα έλεγα ευρύτερα η ελληνική κοινωνία σήμερα, δεν αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα πρέπει να κινηθεί λίγο αριστερότερα ή λίγο δεξιότερα για να ισχυροποιηθεί ως χειραφετημένος παράγων προόδου, αλλά αν θα κινηθεί προς τα μπροστά μέσα στον 21ο αιώνα, ή θα συνεχίζει να αλληθωρίζει προς τα πίσω, αναζητώντας παραδείγματα από την ιστορία του εργατικού κινήματος των αρχών του προηγούμενου αιώνα ή χειρότερα, παραδείγματα αποτυχημένων πολιτικών ισχύος της ίδιας περιόδου. Σήμερα, απαιτείται ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ και διάθεση ρεαλιστικής προσέγγισης του ιδεολογικού και εθνικού παράγοντα.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.