Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Στις παρακάτω αράδες θα επιχειρήσω να απαντήσω σύντομα σε ερωτήματα αναγνωστών, φίλων και γνωστών, οι οποίοι ολοένα και πιο επιτακτικά  ζητούν από εμένα το αδύνατο: «πες μου αντικειμενικά, τεχνικά και όχι ιδεολογικά, πώς βλέπεις την προοπτική να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, και αν βλέπεις τέτοια προοπτική», ρωτούν οι πάντες.



Στην δουλειά μας (όσων ασχολούνται με την τεχνολογία της πολιτικής) δομούμε υποθέσεις εφαρμοσμένης πολιτικής κρίνοντας το κεντρικό «ερώτημα» της κοινωνίας, επί της οποίας αναπτύσσεται ή/και πρόκειται δυνητικά να αναπτυχθεί θεσμικά ένα διακυβερνητικό μοντέλο στο σύνολο του. Είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας επιζητεί δημοκρατική αλλαγή του μοντέλου διακυβέρνησης στην Ελλάδα, διαπιστώνοντας ότι το μοντέλο του 1974 και ο δικομματισμός, που ως γενικότερο σύστημα πολιτικής ηγεμονίας το χαρακτήρισε, χρεοκόπησαν μαζί με το κράτος. Οι πολίτες, λοιπόν, ενόψει τον νέων γενικών εκλογών διερευνούν την πιθανότητα αλλαγής του παρόντος καθεστώτος διακυβέρνησης ή ακόμη ηγεμονίας στον τόπο μας.

Ρωτούν αν ο παράγοντας ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αποτελέσει κρίσιμη κυβερνητική παράμετρο, που από την μια θα απάλλασσε την κοινωνία από το «σάπιο» σύστημα της διαφθοράς, του παραγοντισμού, της πατρωνίας, της οικογενειοκρατίας και της διαπλοκής, ενώ από την άλλη θα διασφάλιζε μια μη-καταστροφική εξέλιξη και ένα ευρωπαϊκό επίπεδο ευημερίας. Οι Έλληνες, με άλλα λόγια, θέλουν να μάθουν αν θα μπορούσαν να εμπιστευτούν στο μέχρι πρότινος «κλουβί με τις τρελές» την τύχη τους και αν ο φορέας αυτός έχει τα εχέγγυα να σχηματίσει μια σοβαρή, φιλολαϊκή, αποτελεσματική (στην εφαρμογή των διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ και ως προς τον έλεγχο του κράτους) και δυναμική στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, κυβέρνηση. 

Αυτό θέλω να μάθω κι εγώ, αγαπητοί φίλοι, ρωτώντας ίσως λίγο διαφορετικά: «Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ παράγοντας προοδευτικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας»; Θεωρώντας ότι το πολιτικά αισχρό και επιστημονικά «διαστρεβλωτικό» δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», που μοιάζει τελικά να (υποκρύπτει) συγκλίνει σε διπλό νομισματικό σύστημα, αποτελεί παγίδα για την χώρα και την κοινωνία και τίποτε άλλο – αν εξαιρέσει κανείς ότι είναι βούτυρο στο ψωμί κάθε κερδοσκόπου. «Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταβληθεί σε κεντρικό παράγοντα εκδημοκρατισμού των θεσμών της πολιτείας, εξορθολογισμού διοίκησης και οικονομίας δίχως εκτίναξη της ανεργίας και της ύφεσης, χρηστής διοίκησης, «αποδιαπλοκοποίησης», κάθαρσης και αποκομματικοποίησης των οργάνων του κράτους, όπως επίσης και θεμελίωσης ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος και θεσμών διασφάλισης της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και παράγοντας διασφάλισης της αυτονομίας της κοινωνίας των πολιτών από τα δεσμά του κράτους και των κομμάτων»;

Δεν είμαι σίγουρος. Δεν έχω στοιχεία για να βεβαιώσω κάτι τέτοιο, όπως δεν έχω σημαντικά στοιχεία για να διατυπώσω το αντίθετο. Θα μπορούσε, αν η κοινωνία έχει ωριμάσει και το θέλει πραγματικά. Αν όλοι μας είχαμε καταλάβει τι έφταιξε και φτάσαμε σε αυτή την κατάντια και σε αυτόν τον διεθνή εξευτελισμό με διαστάσεις νέας εθνικής ταπείνωσης. Προσέξτε όμως, αν θεωρήσουμε ότι δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να καταστεί ο κρίσιμος παράγοντας προοδευτικού μετασχηματισμού και χειραφέτησης κράτους και  - σε κάποιο βαθμό – κοινωνίας, ΔΕΝ υπάρχει κανείς άλλος αντικειμενικά που θα το κατόρθωνε στο πλαίσιο του σημερινού αστικού μας κράτους. Με αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την γνώμη μου, αποτελεί την μοναδική θετική «λύση» στην συγκυρία, καθώς αντικειμενικά αποτελεί πλέον την πολιτικά κρίσιμη μάζα της Ελλάδας.

Εάν ο λαός ΔΕΝ του προσφέρει «λευκή επιταγή», αλλά σταθεί κριτικά στα πόδια του, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα, αστικά, ευρωπαϊκά και διεθνοπολιτικά δικαιώματά του, και πιέσει τον φορέα αυτόν, ως κυβερνητικό πλέον παράγοντα, να εφαρμόσει τις προγραμματικές διακηρύξεις του και τα πέντε σημεία που εμφάνισε ως προϋποθέσεις σχηματισμού «κυβέρνησης συνεργασίας», τότε η ελληνική πολύμορφη κρίση θα έχει τις μικρότερες συνέπειες σε επίπεδο ευημερίας, ενώ παράλληλα θα αναπτυχθεί δυναμική για μια προοδευτική-εναλλακτική επανατοποθέτηση του εθνικού συμφέροντος και της ταυτότητας της Ελλάδας διεθνώς. Τούτο θα μας προσδώσει διαπραγματευτική ισχύ και θα δημιουργήσει οικονομικές ευκαιρίες, που θα μπορούσαμε ως κυβερνήτες ή/και επιχειρηματίες να εκμεταλλευτούμε.

Και πού είναι οι εργαζόμενοι σε αυτό το πλάνο; Στο επίκεντρο! Μόνον που καλό είναι να κρίνουμε μεν με «το δίκιο του εργάτη», αλλά όχι να πολιτευόμαστε με αυτό, τουλάχιστον μέσα σε αυτή την συγκυρία. Είναι λαϊκισμός, εάν δεν είναι επανάσταση! Η σύγκρουση εργασίας-κεφαλαίου στην χώρα μας, στο βαθμό που δεν λαμβάνει επαναστατικά χαρακτηριστικά, δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε καταστροφή του παραγωγικού και γενικότερα οικονομικού κορμού της Ελλάδας. Απαιτείται ένα μορατόριουμ στο πλαίσιο μιας εθνικής συμφωνίας, παραγωγικής κυρίως αναδιοργάνωσης, με τρία βασικά κριτήρια: διασφάλιση των δικαιωμάτων και αξιοπρεπών απολαβών των εργαζομένων και όσο το δυνατόν ταχύτερη και ομαλότερη ένταξη ή επανένταξη των ανέργων, παράλληλα με μεταρρυθμίσεις - δίχως απολύσεις φυσικά - στον δημόσιο τομέα, που θα τον καθιστούσαν λειτουργικότερο και τεχνολογικά προηγμένο, δημιουργικό κομμάτι της πραγματικής οικονομίας και όχι τροφοδότη της παραοικονομίας και των πελατειακών σχέσεων, όπως είναι σε σημαντικό βαθμό σήμερα. Όλα τούτα μόνον ως σταδιακή εξέλιξη θα μπορούσα να τα θεωρήσω και σε ορίζοντα δεκαετίας, για να παραμείνουμε σοβαροί.

Αντιμετωπίζονται όλα αυτά στο «πρόγραμμα» που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ; Ναι, γενικά και στο βαθμό που θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν δίχως να παγιδεύουν τον συντάκτη του «προγράμματος» σε μυθοπλαστική αφήγηση. Τεχνικά μου ζητήσατε να μιλήσω. Τεχνικά ομιλώ! Εάν ο συντάκτης εξειδίκευε θα «σαχλαμάριζε», πάνω σε μια υπόθεση που θα μπορούσε να ανατραπεί δεκάδες ή εκατοντάδες φορές από τα γεγονότα και από τα πραγματικά στοιχεία που σε κρίσιμο ίσως βαθμό (του) είναι άγνωστα, διότι το καθεστώς φροντίζει επιμελώς και με κάθε τρόπο να παραπληροφορεί τους πάντες σε όλα τα επίπεδα. Στο τέλος, εδώ που φτάσαμε, κανείς δεν έχει ολοκληρωμένη και πλήρη, ακριβή, εικόνα για την ελληνική οικονομία και για την ποιοτική διάσταση της διοίκησης. ΚΑΝΕΙΣ, ούτε ετούτοι που προβάλουν την εμπειρία τους ως κυβερνήτες παρελθόντων ετών και περιόδων, οι οποίοι σήμερα εμφανίζουν λιγότερο συνεκτικά «προγράμματα» από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ίσως δεν τα έχουν ουσιαστική ανάγκη: το μνημόνιο αρκεί.

Πάμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε εν συντομία και άλλα ερωτήματα που δομούνται στην ίδια βασική λογική που θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ ως την πολιτικά κρίσιμη μάζα της σημερινής Ελλάδας:

1) Είναι πιθανό να κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ;
Δύσκολα, από ότι βλέπω. Αλλά αν δεν συμβεί και μάλιστα με το λιγότερο120-125 έδρες, δεν θα μπορέσει να καταστεί κρίσιμη μάζα για την Ελλάδα στην συγκυρία, αν και σε κάθε περίπτωση, έστω και ως αξιωματική αντιπολίτευση, θα μεταβληθεί σε κρίσιμη μάζα για την αλλαγή του πολιτικού μας συστήματος.  

2) Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το ΠΑΣΟΚ του 1981;
Όχι, αλλά μπορεί να γίνει. Ως κυβέρνηση δύσκολα και στο βαθμό που εγκληματικά επιλέξει κυβερνητικές στρατηγικές (κατάληψης του κράτους και πατρωνίας) του ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου. Δεν θα μπορούσε παρόλα αυτά να το πράξει στις σημερινές συνθήκες. Ως αξιωματική αντιπολίτευση ευκολότερα, δια της διολισθήσεως και της οσμώσεως με τον κυβερνητικό μηχανισμό, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από την διαπλοκή. «Τεχνικά» πάντα μιλώντας, υποστηρίζω: το καλό για την ελληνική κοινωνία είναι είτε να μεταβληθεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικό πυρήνα μιας κυβέρνησης αριστερών προδιαγραφών, είτε να παραμείνει «τρίτο κόμμα», πράγμα πλέον εντελώς απίθανο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταστεί αξιωματική αντιπολίτευση θα βγούμε όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι και οι συντηρητικοί πατριώτες που τον ψήφισαν και θα τον υποστηρίξουν στη συνέχεια στην κάλπη, χαμένοι. Έτσι, μόνον η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και οι παράγοντες που συνδέονται σε επίπεδο ισχύος με αυτήν, θα κερδίσουν, ενώ η διαπλοκή θα θριαμβεύσει, για άλλη μια φορά.

3) Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να εγκαταλείψουμε την ΕΕ, εξαιτίας μιας αριστερής κυβέρνησης;    
Όχι! Ακόμη και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνιζε ένα πολύ πιο ριζοσπαστικό κυβερνητικό σχέδιο. Ομολογουμένως αυτό που έχω μπροστά μου δεν θα το έκρινα ως ριζοσπαστικό. Μετριοπαθές και προσεκτικό έως «φοβικό», θα το χαρακτήριζα. Και δεν τους κατηγορώ γι’ αυτό. Το αντίθετο, επαινώ την στρατηγική ωριμότητα και την «επιτηδειότητα» των συντακτών. Θα μπορούσε το «πρόγραμμα» να συνταχθεί καλύτερα και εξυπνότερα, όχι όμως σε ζητήματα ουσίας, διαφορετικά! Το πρόβλημα πάντως είναι ο κίνδυνος που προκαλεί η ΕΕ στην Ελλάδα σήμερα και όχι το αντίστροφο. Όποιος σκέφτεται με την Ελλάδα ως πρόβλημα, στοχάζεται αντιλαϊκά και σαφώς αντεθνικά. Όπως ακριβώς οι ηγεσίες ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και νεοφιλελευθέρων.   

4) Υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει και υπερψήφιση της δραχμής;
Καμία σχέση! Καταρχήν σημαίνει υπερψήφιση ενός άλλου πλαισίου διαπραγμάτευσης με την ΕΕ (ποια είναι άραγε η ΕΕ!) – στην ΕΕ, είναι το ορθό. Και κατά δεύτερο λόγο διαχείριση της κρίσης, ακόμη και αν αναγκαστούμε να φύγουμε από την ευρωζώνη μετά από ενδεχόμενη διάλυσή της, σε μια φιλολαϊκή βάση, προστατευτική για τα δύο τρίτα της κοινωνίας.           

4) Θα μας απαλλάξει μια αριστερή κυβέρνηση από το μνημόνιο της τρόικας;   
Εάν δεν μας απαλλάξει, θα μας έχει εξαπατήσει και θα καταρρεύσει αμέσως. Προφανώς, στο βαθμό που παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, θα απαιτηθεί ένα άλλο, διαφορετικής πολιτικής υφής μνημόνιο. Πιθανότατα ακόμη πιο δεσμευτικό και μακροχρόνιο, αλλά μη καταστροφικό για την κοινωνία και την οικονομία. Το μέγα πρόβλημα είναι πλέον η δανειακή σύμβαση, η οποία για να ανατραπεί, όπως ασφαλώς είναι απαραίτητο για να έχει θετική σημασία ένα νέο μνημόνιο με την ΕΕ, απαιτούνται εξαιρετικής ακρίβειας πολιτικοί ελιγμοί και σύνθετες νομικές και νομοθετικές διευθετήσεις, όπως και μία νέα βουλή που θα κατανοούσε στο σύνολό της ότι με τούτη την ελεεινή αναδιάρθρωση που έγινε και τους όρους της συμβάσεως που συνομολογήθηκαν, η ελληνική κοινωνία και η αγορά είναι παγιδευμένες σε έναν φαύλο κύκλο υποβάθμισης και εσωτερικής υποτίμησης που καθιστά, έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα στην ΕΕ, το διπλό νομισματικό σύστημα αναπόφευκτη εξέλιξη. Όσοι υποστηρίζουν το «διπλό νομισματικό» ως λύση για παραμονή στην ευρωζώνη, είναι πολιτικοί απατεώνες, όπως θα είναι ασφαλώς «απατεώνισσα» μία αριστερή κυβέρνηση, εάν αποδεχτεί κάτω από οποιαδήποτε δικαιολογία ή μορφή, ένα τέτοιο καθεστώς εξαίρεσης.  

5) Πώς κρίνονται οι προγραμματικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια;    
Σε επίπεδο αρχών και στρατηγικών κατευθύνσεων, θα μπορούσα δίχως δισταγμό να πω ότι οι αράδες αυτές διατηρούν μία αξιόλογη ισορροπία και βρίσκονται ακριβώς στο πνεύμα της δικής μου προσέγγισης, όπως ίσως έχετε αντιληφθεί. Αποτελούν έξυπνες τοποθετήσεις στο πλαίσιο των αξιών και ιδεών της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως και κάθε αριστερού, ή και δεξιού πολίτη, ο οποίος δεν πάσχει από υπερεθνικισμό και υπερβατισμό. Είναι το μέγιστο που θα μπορούσε κανείς να πετύχει στη σημερινή συγκυρία για την Ελλάδα, επανατοποθετώντας μάλιστα την χώρα με προοδευτικούς γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς όρους, στον σύγχρονο παγκόσμιο χάρτη των διεθνών πολιτικών. Ασφαλώς πάρα πολύ δουλειά χρειάζεται για να αποκτήσουν αυτοί οι άξονες εξωτερικής πολιτικής περιεχόμενο σε πρακτικό επίπεδο πολιτικής δράσης, όπως και σε διπλωματικό και στρατιωτικό.   

5) Τι κερδίζουμε τελικά και τι χάνουμε με μία αριστερή κυβέρνηση;
Κατ’ αρχήν κερδίζουμε την αξιοπρέπειά μας ως λαός και κατά δεύτερον υποδηλώνουμε την βούλησή μας για πολιτική χειραφέτηση στο πλαίσιο της ΕΕ και κοινωνική χειραφέτηση στο πλαίσιο του καθεστώτος διαπλοκής που έχει πακτωθεί εδώ και δεκαετίες στην χώρα. Κερδίζουμε μία νέα ευκαιρία επανατοποθέτησης του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής ταυτότητας σε ένα νέο δυναμικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης στους υπερεθνικούς θεσμούς και διεθνώς. Κερδίζουμε την πιθανότητα δημιουργίας πολιτικού χωρόχρονου εντός του οποίου θα μπορούσαν να υπηρετηθούν εργασιακά δικαιώματα και να ξεριζωθούν πελατειακές σχέσεις, διαπλοκή, μίζες και παραοικονομία μέσα σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Εξαρτάται από την εκκίνηση και την αποφασιστικότητα αυτής της νέας κυβέρνησης, από την συμμετοχή και ωριμότητα του κινήματος των εργαζομένων και ασφαλώς από τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τις κρίσιμες θέσεις του πολιτικοδιοικητικού μηχανισμού και από τον βαθμό απελευθέρωσης της δικαιοσύνης και των οργάνων του κράτους από τα δεσμά της κομματοκρατίας. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει κομματική οργάνωση της μορφής του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, ή ακόμα και του ΚΚΕ, θα πρέπει να εκλαμβάνεται θετικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Το ότι όμως ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει λιγότερο συντεταγμένη πελατειακή δομή δεν σημαίνει ότι πολλοί δεν θα τον πιέσουν ως κυβερνητικό παράγοντα, γρήγορα να αποκτήσει για να μακροημερεύσει στην εξουσία. Αυτή είναι και η παγίδα για τον φορέα αυτόν, όπως και για ολόκληρη την προοδευτική κοινωνία και το κίνημα. Εάν το επιτρέψουμε να συμβεί, τότε θα έχουμε χάσει την ευκαιρία μίας δημοκρατικής μεταπολίτευσης, που θα έδινε τις δυνατότητες αργότερα να τεθεί σε μία σύγχρονη βάση το πανευρωπαϊκό ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην ήπειρό μας.

Από την πιθανότητα «ανάδειξης» μιας αριστερής κυβέρνησης θα χάσουμε ρουτίνες και «απολαύσεις» που μας προσέφερε απλόχερα η διαπλοκή τόσα χρόνια. Θα χάσουμε συντεχνιακές βεβαιότητες δεκαετιών, τον «μπάρμπα στην Κορώνη», τον γιό, την κόρη, ή τον μακρινό συγγενή αυτού του «μπάρμπα» από τα τηλεπαράθυρα και από τις θέσεις κλειδιά που δημιουργούν προνόμια και παράγουν κοινωνική ανισότητα. Θα χάσουμε επίσης την φαρσοκωμωδία της μικροπολιτικής που καμώνεται την υψηλή πολιτική και μαζί μ’ αυτήν και κάποιες σοβαροφανείς φιγούρες που προδηλώνουν διεθνώς την έλλειψη πολιτικού πολιτισμού στην χώρα, ενώ υποδηλώνουν με την παρουσία τους το «όλοι μαζί τα φάγαμε». Τι να σας πω, νομίζω ότι θα χάσουμε και τα σασπένς από τα μυριάδες σκάνδαλα που διακοσμούν τον κυρίαρχο πολιτικό χάρτη της πατρίδας μας. Τις αλυσίδες μας σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να τις χάσουμε, αν και υπό μία αριστερή διακυβέρνηση θα πρέπει να χαλαρώσουν αρκετά. Έτσι, για να παραμείνει πάντα επίκαιρο το αίτημα για επανάσταση και λαϊκή εξουσία. Η αριστερή κυβέρνηση δεν έρχεται για να διασκεδάσει την αντίθεση εργασίας – κεφαλαίου, ούτε να θέσει σε διαβουλευτικό πλαίσιο την επίλυση αυτής της αντίθεσης. Το μέγιστο που μπορεί να προσφέρει, και τούτο είναι πολύτιμο κοινωνικά, είναι να τοποθετήσει σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο με αυστηρούς δημοκρατικούς κανόνες, την σχέση ισότητας – ελευθερίας στην χώρα μας. Και αυτό θα ήταν μεγάλη προσφορά και στην κοινωνία και στο έθνος!

 Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.