Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Ο κ. Σαμαράς πληροφορούμαι ότι έκανε κίνηση με τα ΜΑΤ για να υπερασπιστεί το «ιερό δικαίωμα της εργασίας», το οποίο πρόσβαλαν οι εργαζόμενοι, απεργοί της «Χαλυβουργίας». Αύριο, γιατί όχι, θα κάνει κίνηση με Τανκ(ς) για να υπερασπισθεί το ακόμη πιο ιερό δικαίωμα των κυβερνώντων να κάνουν κινήσεις με ΜΑΤ εναντίον εκείνων που απεργάζονται την κατάλυση της δεσποτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου εναντίον των εργαζομένων. Δεν πρόκειται απλώς για μαζική προλεταριοποίηση, αλλά για απώλεια του αστικού στάτους των εργαζομένων και μετατροπής τους σε σύγχρονους/μεταμοντέρνους δουλοπαροίκους.
Αυτό ξεκινά από την πλήρη κατάργηση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων και την αντικατάστασή τους με εταιρικές ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις και περιορισμού του δικαιώματος άμυνας των εργαζομένων, των αποτελεσμάτων δηλαδή του απεργιακού αγώνα πάνω στη διαδικασία κερδοφορίας του κεφαλαίου, και ολοκληρώνεται με την πλήρη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, όπως τις γνωρίσαμε τα ώριμα χρόνια την νεωτερικότητας. Τα ΜΑΤ στην «Χαλυβουργία», που οι αφελείς ή κρυφοφασίστες δεξιοί/πελάτες παινευόνται ότι αναδεικνύουν την «πυγμή Σαμαρά», δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μετουσιώνουν συμβολικά το συλλογικό συμφέρον των εργαζομένων σε ατομικό, παραδίδοντας τον εργαζόμενο ως σύγχρονο δούλο, απροστάτευτο στο αφεντικό του. Έτσι η εργασία γίνεται μια υπόθεση αφεντικών και όχι εργαζομένων. Το «ιερό δικαίωμα της εργασίας», γίνεται το δικαίωμα του εργοδότη να παράγει υπεραξία όπως αυτός ορίζει κάθε φορά, και το δικαίωμα του ατόμου-εργαζόμενου να υποτάσσεται σε αυτόν τον ορισμό.
Τι σχέση έχουν αυτά με την συνταγματική τάξη του κεφαλαιοκρατικού κράτους μας; - ίσως απορήσει ο υποψιασμένος πολίτης και όχι πελάτης του δικομματισμού που απέκτησε τρεις λοβούς πολιτικής ηγεσίας. Καμία! Είναι η ορθή απάντηση. Το όποιο δημοκρατικό πνεύμα του συντακτικού νομοθέτη διαστρέφεται και οι έννοιες που ορίζουν το δημοκρατικό φαινόμενο γλιστρούν και ξεφεύγουν από το Κράτος Δικαίου για να ορίσουν ένα Κράτος Έκτακτης Ανάγκης για τον κεφαλαιούχο και όχι οπωσδήποτε για το κεφάλαιο. Στο σημείο αυτό σχετικοποιείται και ο μαρξισμός, στο βαθμό που παραμορφωτικά ταυτίζει το κεφάλαιο με τον κεφαλαιούχο.
Η «παρέμβαση» Σαμαρά/ΜΑΤ στην «Χαλυβουργία» συμβολίζει την υπεράσπιση μέσω της κρατικής βίας, του «ιερού» δικαιώματος των αφεντικών να απασχολούν την εργασία σε ατομικό και όχι συλλογικό επίπεδο, όπως επιθυμούν και ορέγονται, απελευθερωμένοι από τα εμπόδια (αστικού χαρακτήρα…απεργία πχ) που θέτει το συλλογικό συμφέρον των εργαζομένων. Εδώ μιλάμε για σκληρό κράτος της δεξιάς, σύμφωνα με το οποίο η οργανωμένη πολιτεία δεν υπερασπίζεται απλώς το δικαίωμα παραγωγής υπεραξίας μέσω της χρησιμοποίησης εργατικής δύναμης, αλλά την εξατομίκευση της σχέσης εργοδότη-εργαζόμενου, έτσι ώστε η εργασία να πάψει να αποτελεί κοινωνικό αγαθό και να μεταβληθεί σε περιουσιακό αγαθό του κεφαλαιούχου (:δουλοπαροικία). Εάν προσδώσεις ιερότητα - κακώς κατά την άποψη μου - στο φαινόμενο εργασία, τότε θα υπερασπιστείς το δικαίωμα στην απεργία (:υπεράσπιση του ρόλου της εργατικής δύναμης στην παραγωγή κέρδους, με συμφωνημένους όρους μεταξύ μεταξύ εργοδοσίας και της συλλογικότητας των εργαζομένων) και όχι το «δικαίωμα» του εργοδότη να καταργεί την απεργία με χρήση απεργοσπαστικού μηχανισμού.
Το Σύνταγμα με το άρθρο 22, παράγραφος 1 ορίζει: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος, που μεριμνά για την λειτουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού…». Η απεργία, που σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2 «… αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων», θεμελιώνεται ως δικαίωμα για να προστατεύσει ακριβώς τις εργασιακές σχέσεις εντός του δημοκρατικού καπιταλισμού. Υποστηρίζοντας με τα ΜΑΤ απεργοσπαστικούς μηχανισμούς βάλεις ευθέως εναντίον της εργασίας, όπως την προσδιορίζει ο συντακτικός νομοθέτης. Βάλεις, με άλλα λόγια, εναντίον του δημοκρατικού φαινομένου, επαναδομώντας την έννοια της εργασίας, όχι απλώς στο πλαίσιο των συμφερόντων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αλλά σε εκείνο του μικροσυμφέροντος κάθε κεφαλαιούχου ξεχωριστά, νοθεύοντας εμμέσως και τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων. Αυτά, δίχως να σχολιάσω πώς το σημερινό ελληνικό «κράτος», που θα έπρεπε να ντρέπεται για τον εαυτό του, εφαρμόζει (δηλαδή διαπράττει το αντίθετο) το άρθρο 22!
Το «ξεσάλωμα» κυριολεκτικώς των δεξιών, που χρησιμοποιούν από την μια το κόμμα του Κουβέλη και από την άλλη τους ακροδεξιούς για νομιμοποίηση των αυταρχικών κεφαλαιοκρατικών μεθόδων τους, εμφανίζοντας τον κ. Σαμαρά ως «σιδηρό πρωθυπουργό», ως «Σιδηρό Κύριο», στον αγώνα των διαπλεκόμενων Ελλήνων κεφαλαιοκρατών, να μετατρέψουν την εργατική δύναμη από συντελεστή παραγωγής υπεραξίας σε συντελεστή κατάλυσης της έννοιας «εργασία», όπως θεσμικά θεμελιώθηκε με τους αγώνες και το αίμα εργαζομένων κατά την νεωτερικότητα, αποτελεί ένδειξη για τα μελλούμενα στον τόπο μας. Η σκληρή δεξιά, παρότι αποτελεί μειονότητα εντός του ελληνικού λαού, με την συγκυριακή συνεργασία δήθεν δημοκρατών νεοφιλελεύθερων, υπερεθνικιστών, πατριδοκάπηλων κάθε είδους, ακόμα και ναζιστών, εμφανίζεται αποφασισμένη να εφαρμόσει ένα καθεστώς δουλοπαροικίας εντός της χώρας, για να υποστηριχθεί έτσι αρμονικότερα η τροχιά προτεκτορατοποίησης της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ. Αυτό ερμηνεύει και την διάσταση του Σιδηρού Κυρίου Σαμαρά, που ορίζεται απέναντι στους εργαζόμενους και μάλιστα τους ήδη προλεταριοποιημένους και όχι απέναντι στην τρόικα με την οποία είχε προεκλογικώς δηλώσει ότι σκόπευε να διαπραγματευθεί καλύτερους όρους ζωής για τους εργαζόμενους!
Ο ψευδεπίγραφος ευρωπαϊσμός της ελληνικής ελίτ και όσων την υποστηρίζουν δεν έχει να κάνει με θεσμούς που ορίζουν το Δυτικό Κράτος Δικαίου. Πρόκειται, αντιστρόφως, για προσβολή αυτών των θεσμών: προσβολή με άλλα λόγια του δημοκρατικού (συναινετικού) μοντέλου παραγωγής υπεραξίας. Τούτο από μόνο του προϊδεάζει για την διάσταση των εργασιακών σχέσεων που έρχονται να αποτελέσουν την δομή πάνω στην οποία θα στηθεί η πολιτεία του ευρωπρολεταριάτου Ελλάς. Για τους Δυτικούς αυτό θα αποτελέσει αναγκαία εξαίρεση (κακό) περιορισμένης χρονικής διάρκειας, ώστε να «ορθοποδήσει» η οικονομία της χώρας, ενώ για την εντόπια πολιτικοεπιχειρηματική τάξη τούτο αποτελεί αναγκαία συνθήκη για: (1) την μεγέθυνση της παραγωγικότητας, όχι μέσω της απασχόλησης υψηλής τεχνολογίας (υψηλό κόστος επένδυσης), αλλά δια του εξανδραποδισμού των εργαζομένων και (2) την διασκέδαση της ταξικής συνείδησης και του ταξικού αγώνα εργαζομένων και ανέργων σε συλλογικό ασφαλώς επίπεδο. Το πρώτο συνδέεται με το δεύτερο και φέρνει την Ελλάδα περισσότερο από μισό αιώνα πίσω σε ο, τι αφορά στην δημοκρατική συγκρότηση της πολιτείας.
Το τελευταίο αντανακλαστικά πυροδοτεί αντιδράσεις από αριστερά, που χαρακτήρισαν προηγούμενα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού. Και έτσι δημιουργείται ένα γενικότερο πλαίσιο οπισθοδρόμησης και νέες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, που σαν κακόγουστη φάρσα αναπαράγουν αντικειμενικά ξεπερασμένες μορφές σύγκρουσης κεφαλαίου – εργασίας καθ’ οδόν προς την μεταβιομηχανική εποχή. Με μια κουβέντα, οι νέες αντικειμενικότητες που διαμορφώνονται στην χώρα ομοιάζουν με εκείνες που τροφοδότησαν διάφορες εκδοχές του αυταρχικού, αστυνομικού ή στρατοκρατικού κράτους στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Τούτες οι αντικειμενικότητες αντιφάσκουν με τις σύγχρονες αντικειμενικότητες που χαρακτηρίζουν την σχέση κεφαλαίου – εργασίας στις πλέον τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού, σαν να έβαλαν στοίχημα οι κυβερνώντες να ενισχύσουν την ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος δια της ριζοσπαστικοποίησης της κρατικής αυταρχικότητας.
Πιστεύουν, βλέπετε, ότι το πρώτο θα τους νομιμοποιήσει να εφαρμόσουν ακόμη σκληρότερες μεθόδους καταστολής και αποκλεισμού, ώστε από την μια να επιβάλλουν «καθεστώς πολιορκίας» και από την άλλη να συκοφαντήσουν τις αριστερές ηγεσίες ως αντεθνικό μηχανισμό που πολεμώντας το κεφάλαιο πολεμά την χώρα, για να φέρει τον κομμουνισμό και την αναρχία στον τόπο. Το απίθανο είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, εθισμένο στην παραδοσιακή αντικαπιταλιστική ρητορεία, εύκολα θα παγιδευτεί σε αυτή την στρατηγική της αναβιωμένης σκληρής δεξιάς, που έρχεται να απαντήσει με αστυνομικές μεθόδους στην πολιτικοοικονομική κρίση που προκλήθηκε από την λειτουργία του καθεστώτος πατρωνίας της χώρας μας εντός του καζινοκαπιταλισμού, υπό την αιγίδα της ΕΕ. Μετά από αυτό, τον λόγο θα έχουν τα τανκς, εννοώντας τα μεταφορικώς, δίχως να αποκλείω και την κάθοδό τους στους δρόμους.
Έτσι θα λυθεί μια και έξω η απολύτως τεχνητή σύγκρουση κεφαλαίου – εργασίας στην σημερινή Ελλάδα και μέσω αυτής της επίλυσης θα επιβληθούν μία σειρά απολύτως αντιδημοκρατικών και αντισυνταγματικών μέτρων για να υπάρξει «ειρήνευση». Δηλαδή το επόμενο στάδιο είναι η νέα τάξη και ασφάλεια στην χώρα να μετατρέψει την Ελληνική Δημοκρατία σε ένα Φέουδο, όπου ο εργαζόμενος θα προσκυνά καθημερινά τον εργοδότη του και θα πρέπει να ευγνωμονεί την τύχη του που τρώει από το χέρι του ένα κομμάτι ψωμί. Ευτυχισμένο το 1950, δηλαδή, και χρόνια πολλά!
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
μόλις με βάζεις στο τριπάκι οτι η αριστερά είναι οι πραγματικοί ευρωπαιστές ρε γιαννακόπουλε, με μια Ε.Ε. με σήμα πλέον τον αγκυλωτό σταυρό, χύνεις ΟΛΗ την καρδάρα με το γάλα που είχες όλη αυτή τη περίοδο. ποιος "Ευρωπαισμός" ρε γιαννακόπουλε;;;;;;;ποιά ευρώπη;;;;
ΑπάντησηΔιαγραφή