Δεν μπορούν να αντισταθούν...
Δεν είναι μια γροθιά το πλήθος των μνημονιόπληκτων
Είναι δέκα εκατομμύρια παλάμες άδειες
Ο άνεργος χαμένος, μόνος, βιώνει το προσωπικό του δράμα ζητιανεύοντας ένα μεροκάματο....
Ο έμμισθος της πεντάρας πνίγεται στους απλήρωτους λογαριασμούς, στους τσακωμούς στο σπίτι, στο κλάμα, στην απελπισία.....
Ο συνταξιούχος αγωνίζεται να βρει το φάρμακο για να ζήσει....
Ο καθένας στο προσωπικό του Γολγοθά, στη προσωπική του φυλακή
Με τη σιγουριά πως τίποτα ομαδικό δεν υπάρχει. Ούτε συνδικάτα, ούτε πολιτικές δυνάμεις που θα ασχοληθούν μαζί του.
Δεν πιστεύει, δεν ελπίζει, δεν έχει τίποτα, είναι σκλάβος
Σκλάβος όχι κάποιας αόρατης ή ορατής εξουσίας, σκλάβος της αδυναμίας να τη βγάλει καθαρή την επόμενη...
Δεν θα κατέβει σε πορείες πανηγύρια, κατάλαβε πως είναι άχρηστες
Και δεν έχει καιρό για καθολική αντίσταση εδώ και τώρα, γιατί τρέχει, να βρει λεφτά, να πληρώσει λογαριασμούς, δάνεια, νοίκια, χαράτσια, φαί, φάρμακα, νέοι, γέροι, παιδιά
Ο μνημονιόπληκτος έλληνας μόνο για να αυτοκτονήσει έχει καιρό
Η για να τρελλαθεί
Η για να εκραγεί ατομικά, αύριο, κάποια στιγμή, όταν χτυπήσει κάποιος εκβιαστής της πόρτα του σπιτιού του, όταν μπουκάρει κάποιος κλέφτης, όταν τον προκαλέσει κάποιος σε μια γωνιά του δρόμου
Εκεί θα αντισταθεί σαν πράξη επιβίωσης και προσωπικής ύστατης αξιοπρέπειας....
Δεν έχει σύνολο ο έλληνας αυτή τη στιγμή
Δεν νοιώθει μια φωνή, μια ψυχή.
Νοιώθει πως η φωνή του δεν πρόλαβε να ακουστεί, η ψυχή του είναι ανάμεσα στην ενοχή και την κατάρα. Μετανοιώνει που ήταν τόσο λίγος να σταματήσει το κακό όταν γεννιόταν, καταριέται εκείνους που θεωρεί υπαίτιους για τη κατάντια του...
Με ένα σιωπηλό τραγούδι. Οπως οι σκλάβοι που σερνόντουσαν στη νέα γη....
Σκάβει και τραγουδάει το καημό του...
Δεν βρίσκει τρόπο να σπάσει την αλυσίδα της ντροπής
Γιατί έχει καιρό, πολύ καιρό να νοιώσει ένα με τους υπόλοιπους. Δεν ξέρει που να τους συναντήσει. Που να δώσει το ραντεβού του με την ιστορία
Γιατί σ΄ολα τα ραντεβού τον έστησαν
Κι αυτός δεν βγαίνει πια για κανέναν άλλο λόγο από το σπίτι παρά για να βρει ένα μεροκάματο.
Απλά.
ΔΕΚΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ (ΜΕΡΟΣ 2)
Προσπαθώ εδώ και μήνες να εξηγήσω την σιωπηλή υποταγή μας. Και ξέρετε το ωραίο είναι πως και χιλιάδες άλλοι το ίδιο σκέφτονται μαζί μου. Ο καθένας μας προσπαθεί να εξηγήσει την υποταγή του διπλανού. Όλοι μαζί είμαστε μπλεγμένοι σε ένα «μοίρασμα» στο παιχνίδι χωρίς τέλος. Μπουφ! Βγαίνω και τα φυλάς....
Και μένει εκεί. Αιωρούμενη η σφιγμένη γροθιά. Ποιος θα τα φυλάξει? Δεν μπορεί να βρεθεί ο φύλακας. Όλη η παρέα – Ελλάδα είναι σαν εκείνο το παλιό ανέκδοτο. Το ξέρετε?
Κάθε βράδυ φτάνει στο σπίτι ξημερώματα ένας τύπος και μόλις φτάνει ΜΠΑΜ! Πετάει το ένα παπούτσι με θόρυβο στο πάτωμα πετάει και το άλλο με αποτέλεσμα να ξυπνάει όλη τη πολυκατοικία.
Ο κόσμος έχει αρχίσει και αγανακτεί. Κάθε ξημέρωμα ξυπνάνε όλοι από τα παπούτσια του τύπου. Μέχρι που κάποια στιγμή αγανακτισμένοι όλοι μαζί ορμάνε στη πόρτα έτοιμοι να τον λιντσάρουν! Ο τύπος που δεν το είχε καταλάβει τι προκαλεί, ζητάει συγνώμη χίλιες φορές και υπόσχεται να μην το ξανακάνει.
Το επόμενο βράδυ φτάνει λοιπόν στο διαμέρισμα, αλλά από συνήθεια φυσικά, κάνει έτσι και μπαμ πετάει το ένα παπούτσι, κι αμέσως συνειδητοποιεί πως έκανε γκάφα... Ωχ σκέφτεται την έβαψα και σιγά σιγά αθόρυβα πάει να ξαπλώσει.
Κατά τα ξημερώματα χτυπάει τη πόρτα ένα εξαγριωμένο πλήθος πάλι φωνάζοντας
Πέτα και το άλλο παπούτσι ρε μαλάκα! Πέτα το γιατί δεν μπορούμε να κοιμηθούμε!!!
Εδώ το σύμπαν καίγεται κι ο Έλληνας κρατάει την αναπνοή του. Πότε θα πετάξουν το επόμενο μέτρο οι μαλάκες για να πάμε να κοιμηθούμε.....
Εκτός κι αν βρεθεί κάποιος πατερούλης, μανούλα, ή ένας τέλος πάντων από μηχανής Θεός και μας πάρει από το χεράκι να μας περάσει απέναντι να μη βραχούμε.
Το πρόβλημα δεν είναι πως είμαστε ένας φτωχός, εξαθλιωμένος λαός που δεν έχουμε τη δύναμη να αντισταθούμε γιατί είμαστε δειλοί, ή οτιδήποτε άλλο. Το πρόβλημα είναι πως είμαστε ένας λαός που έχει ξεχάσει πως είναι να παλεύεις γιατί τελεί ακόμα υπό την επήρεια τ ου ναρκωτικού που λέγεται μεταπολίτευση. Η δυνατότητα του Έλληνα να αγωνίζεται, δεν έχει σημασία σε ποιο στρατόπεδο, να αγωνίζεται με κάποιο «πιστεύω» κουμουνιστής, φασίστας, δημοκράτης, βασιλόφρων, φιλελεύθερος , χριστιανός ή άθεος, έχει μείνει κάπου εκεί πίσω στην εποχή Π.π.κ (προ πιστωτικών καρτών...)
Η πολιτική μας μόρφωση ήταν συνυφασμένη με το τρίπτυχο ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και οι άλλοι του μπαίνω δεν μπαίνω στη Βουλή... Και το εννοώ ακριβώς έτσι. Η πολιτική μας μόρφωση ήταν και είναι περιορισμένοι σε ΑΡΧΙΚΑ όχι σε οράματα ούτε ιδέες. Έφτασε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ να είναι το ίδιο και το αυτό και οι πασοκτζήδες με τους νεοδημοκράτες να τσακώνονται μεταξύ τους λες και εκπροσωπούσαν διαφορετικά στρατόπεδα. Γκρεμίστηκε όλο το ανατολικό στρατόπεδο αφήνοντας πίσω ερείπια και γεμίζοντας το κόσμο από συμμορίες και μπουρδέλα και οι Έλληνες αριστεροί επιμένουν ΚΚέδικα λες κι ο Περισσός έχει το αλάθητο του πάππα. Όλοι αφέθηκαν σε ομάδες εμπειρογνωμόνων των ιδεών τους να κάνουν κουμάντο. Πολύ πριν φθάσει η ξενόφερτη Τρόικα στην Ελλάδα, οι Έλληνες είχαν ήδη παραδώσει τη ζωή τους στις ντόπιες Τρόικες. Στις ντόπιες φατρίες. Γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε κι ακόμα τους φατριασμούς τους ονομάζουμε συσπειρώσεις....
Η μόνη συμμετοχή εδώ και αρκετά χρόνια είναι εκείνο το γαμημένο το χαρτάκι στις κάλπες, το οποίο ούτε αυτό δεν είχε την αληθινή του έννοια μια και είχε καταντήσει γραμμάτιο προς εξαργύρωση. Ενα πιστοποιητικό πρόσληψης, χάρης, λαδώματος, υποταγής στη φατρία (δεξιοί, κεντρώοι, σοσιαλιστές κλπ) ή πίστης σε κάποιο αόριστο όραμα(αριστερά) που δεν άλλαξε ποτέ και τίποτα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (ούτε ένα γαμημένο νομοσχέδιο) αλλά υπάρχει στον αέρα όπως ο θεός που υποτίθεται μας κοιτάει από ψηλά....
Κι ο αέρας γεμίζει απορίες. Που πήγε η αριστερά? Γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά? Τι συνέβει στο ΠΑΣΟΚ? Τι στο καλό κάνει η δεξιά? Λες και μετά τη μεταπολίτευση είχαμε δημιουργήσει τεράστια αποθέματα γνώσης και οραμάτων και κάποιος μας τα πήρε ξαφνικά. Συνδικαλισμό, συνειδητοποιημένους πολίτες, ελεύθερους ανθρώπους που ενδιαφερόντουσαν για το καλό της πατρίδας και του κοινωνικού συνόλου, ή έστω ικανούς φιλελεύθερους τεχνοκράτες που θα έκαναν γερές μπίζνες και θα μετέτρεπαν τη χώρα σε Ελβετία.
Παπάρια... Κάτω από τα μπάλκόνια στις πλαστικές σημαίες και τα στημένα συνθήματα τριγύριζαν τα οράματα της «μπέμπας με τις ωραίες ζάντες», της άδειας για το αυθαίρετο, της πισίνας, της βάρκας, των επώνυμων ρούχων, κινητών, υπολογιστών, καφετιέρες του εσπρέσσο, μιξεράκια για φρουτοχυμούς και πέντε αυγά Τουρκίας....
Κι αν ήσουν δεξιός, κεντρώος, σοσιαληστής, τα άρπαζες και τα χαιρόσουν γιατί αυτό ήσουν κι αυτό ήθελες. Γι΄αυτό ψηφίζες δεξιά, γι΄αυτό ψήφιζες ΠΑΣΟΚ για τη μάσα. Τη καλοπέραση. Τις «άκρες» και τα «μέσα» Για τη ψυχή της μάνας τους τους ψήφιζαν?
Αν ήσουν αριστερός πάλι τα άρπαζες απλά έβαζες και το τσιτάτο μπροστά «παλεύω για ένα καλύτερο αύριο, γι αένα κόσμο διαφορετικό» αλλά προς το παρόν αρπάζω και καμμιά επιδότηση, διορισμό, λάδωμα, γίνομαι πελάτης γιατί εδώ σ΄αυτό το παλιοσύστημα ζούμε τι να κάνουμε (η πιο ξευτελισμένη δικαιολογία μακράν.....)
Ξέρετε κάτι?
Κρατήστε την αναπνοή σας. Όπου νάναι έρχεται και το άλλο παπούτσι κατακέφαλα. Μην σας πιάνει άγχος. Θα το πετάξουν και θα μας πατήσουν σαν κατσαρίδες....
Μπουφ.. Δεν βγαίνει κανείς να φυλάξει τίποτα που σώσει την εθνική περηφάνια. Τίποτα που να τιμήσει τη πατρίδα μας. Τίποτα που να χρειάζεται μεγάλες θυσίες κι ίσως και αίμα. Γιατί ο καθένας φυλάει τη μπουκιά του, έστω κι αν έχει καταντήσει μπουκίτσα.
Ενας φίλος προ ημερών μου έγραψε αγανακτιμένος γιατί λέω όλα αυτά που λέω αλλά έξω από το χορό. Μα δεν είμαι έξω από το χορό. Αν ήμουν έξω από το χορό, δεν θα ήμουν εδώ. Θα ήμουν στο δρόμο ακόμα και μόνη μου σαν το Δελαπατρίδη να φωνάξω αυτό που πιστεύω στα μούτρα όλων. Στη περίπτωσή μου όμως δεν είναι πως φυλάω κάποια μπουκίτσα γιατί όλες τις μπουκίτσες τις έβγαλα στο σφυρί πολύ πριν από μνημόνια και διάφορες αηδίες. Απαλλάχτηκα από αυτές και από κάθε χέρι που τις πέταγε εδω και πάρα πολύ καιρό γιατί δεν ήθελα πάρε δώσε με κανένα από όλα αυτά τα κέρατα τα βερνικωμένα κάθε απόχρωσης. Τότε που οι συμπατριώτες μου τρώγανε ότι βρισκόταν μπροστά τους κι όποιον δεν συνεργαζόταν στο τσιμπούσι τον λέγανε απλά μαλάκα ή ανίκανο.
Δεν βγαίνω όμως έξω γιατί δεν αξίζει. Ένα μάτσο ξάγρυπνοι είναι εκεί έξω που περιμένουν ένα μαλάκα να πετάξει το παπούτσι. Εγώ μένω στο υπόγειο. Το πετάξει δεν το πετάξει ο θόρυβος δεν με φτάνει ούτε η ησυχία τους. Στην υπόγα. Με τους αξιοπρεπείς και ευφυείς αρουραίους. Στην υπόγα με τα απόβλητα των από πάνω. Γιατί οτιδήποτε χρήσιμο πλέον μπορεί κανείς να το βρει σε ότι η πολτοποιημένη μάζα πετάει σαν άχρηστο.
Και γιατί πλέον?... Πάντα έτσι δεν ήταν?
Δεν είναι μια γροθιά το πλήθος των μνημονιόπληκτων
Είναι δέκα εκατομμύρια παλάμες άδειες
Ο άνεργος χαμένος, μόνος, βιώνει το προσωπικό του δράμα ζητιανεύοντας ένα μεροκάματο....
Ο έμμισθος της πεντάρας πνίγεται στους απλήρωτους λογαριασμούς, στους τσακωμούς στο σπίτι, στο κλάμα, στην απελπισία.....
Ο συνταξιούχος αγωνίζεται να βρει το φάρμακο για να ζήσει....
Ο καθένας στο προσωπικό του Γολγοθά, στη προσωπική του φυλακή
Με τη σιγουριά πως τίποτα ομαδικό δεν υπάρχει. Ούτε συνδικάτα, ούτε πολιτικές δυνάμεις που θα ασχοληθούν μαζί του.
Δεν πιστεύει, δεν ελπίζει, δεν έχει τίποτα, είναι σκλάβος
Σκλάβος όχι κάποιας αόρατης ή ορατής εξουσίας, σκλάβος της αδυναμίας να τη βγάλει καθαρή την επόμενη...
Δεν θα κατέβει σε πορείες πανηγύρια, κατάλαβε πως είναι άχρηστες
Και δεν έχει καιρό για καθολική αντίσταση εδώ και τώρα, γιατί τρέχει, να βρει λεφτά, να πληρώσει λογαριασμούς, δάνεια, νοίκια, χαράτσια, φαί, φάρμακα, νέοι, γέροι, παιδιά
Ο μνημονιόπληκτος έλληνας μόνο για να αυτοκτονήσει έχει καιρό
Η για να τρελλαθεί
Η για να εκραγεί ατομικά, αύριο, κάποια στιγμή, όταν χτυπήσει κάποιος εκβιαστής της πόρτα του σπιτιού του, όταν μπουκάρει κάποιος κλέφτης, όταν τον προκαλέσει κάποιος σε μια γωνιά του δρόμου
Εκεί θα αντισταθεί σαν πράξη επιβίωσης και προσωπικής ύστατης αξιοπρέπειας....
Δεν έχει σύνολο ο έλληνας αυτή τη στιγμή
Δεν νοιώθει μια φωνή, μια ψυχή.
Νοιώθει πως η φωνή του δεν πρόλαβε να ακουστεί, η ψυχή του είναι ανάμεσα στην ενοχή και την κατάρα. Μετανοιώνει που ήταν τόσο λίγος να σταματήσει το κακό όταν γεννιόταν, καταριέται εκείνους που θεωρεί υπαίτιους για τη κατάντια του...
Με ένα σιωπηλό τραγούδι. Οπως οι σκλάβοι που σερνόντουσαν στη νέα γη....
Σκάβει και τραγουδάει το καημό του...
Δεν βρίσκει τρόπο να σπάσει την αλυσίδα της ντροπής
Γιατί έχει καιρό, πολύ καιρό να νοιώσει ένα με τους υπόλοιπους. Δεν ξέρει που να τους συναντήσει. Που να δώσει το ραντεβού του με την ιστορία
Γιατί σ΄ολα τα ραντεβού τον έστησαν
Κι αυτός δεν βγαίνει πια για κανέναν άλλο λόγο από το σπίτι παρά για να βρει ένα μεροκάματο.
Απλά.
ΔΕΚΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ (ΜΕΡΟΣ 2)
Προσπαθώ εδώ και μήνες να εξηγήσω την σιωπηλή υποταγή μας. Και ξέρετε το ωραίο είναι πως και χιλιάδες άλλοι το ίδιο σκέφτονται μαζί μου. Ο καθένας μας προσπαθεί να εξηγήσει την υποταγή του διπλανού. Όλοι μαζί είμαστε μπλεγμένοι σε ένα «μοίρασμα» στο παιχνίδι χωρίς τέλος. Μπουφ! Βγαίνω και τα φυλάς....
Και μένει εκεί. Αιωρούμενη η σφιγμένη γροθιά. Ποιος θα τα φυλάξει? Δεν μπορεί να βρεθεί ο φύλακας. Όλη η παρέα – Ελλάδα είναι σαν εκείνο το παλιό ανέκδοτο. Το ξέρετε?
Κάθε βράδυ φτάνει στο σπίτι ξημερώματα ένας τύπος και μόλις φτάνει ΜΠΑΜ! Πετάει το ένα παπούτσι με θόρυβο στο πάτωμα πετάει και το άλλο με αποτέλεσμα να ξυπνάει όλη τη πολυκατοικία.
Ο κόσμος έχει αρχίσει και αγανακτεί. Κάθε ξημέρωμα ξυπνάνε όλοι από τα παπούτσια του τύπου. Μέχρι που κάποια στιγμή αγανακτισμένοι όλοι μαζί ορμάνε στη πόρτα έτοιμοι να τον λιντσάρουν! Ο τύπος που δεν το είχε καταλάβει τι προκαλεί, ζητάει συγνώμη χίλιες φορές και υπόσχεται να μην το ξανακάνει.
Το επόμενο βράδυ φτάνει λοιπόν στο διαμέρισμα, αλλά από συνήθεια φυσικά, κάνει έτσι και μπαμ πετάει το ένα παπούτσι, κι αμέσως συνειδητοποιεί πως έκανε γκάφα... Ωχ σκέφτεται την έβαψα και σιγά σιγά αθόρυβα πάει να ξαπλώσει.
Κατά τα ξημερώματα χτυπάει τη πόρτα ένα εξαγριωμένο πλήθος πάλι φωνάζοντας
Πέτα και το άλλο παπούτσι ρε μαλάκα! Πέτα το γιατί δεν μπορούμε να κοιμηθούμε!!!
Εδώ το σύμπαν καίγεται κι ο Έλληνας κρατάει την αναπνοή του. Πότε θα πετάξουν το επόμενο μέτρο οι μαλάκες για να πάμε να κοιμηθούμε.....
Εκτός κι αν βρεθεί κάποιος πατερούλης, μανούλα, ή ένας τέλος πάντων από μηχανής Θεός και μας πάρει από το χεράκι να μας περάσει απέναντι να μη βραχούμε.
Το πρόβλημα δεν είναι πως είμαστε ένας φτωχός, εξαθλιωμένος λαός που δεν έχουμε τη δύναμη να αντισταθούμε γιατί είμαστε δειλοί, ή οτιδήποτε άλλο. Το πρόβλημα είναι πως είμαστε ένας λαός που έχει ξεχάσει πως είναι να παλεύεις γιατί τελεί ακόμα υπό την επήρεια τ ου ναρκωτικού που λέγεται μεταπολίτευση. Η δυνατότητα του Έλληνα να αγωνίζεται, δεν έχει σημασία σε ποιο στρατόπεδο, να αγωνίζεται με κάποιο «πιστεύω» κουμουνιστής, φασίστας, δημοκράτης, βασιλόφρων, φιλελεύθερος , χριστιανός ή άθεος, έχει μείνει κάπου εκεί πίσω στην εποχή Π.π.κ (προ πιστωτικών καρτών...)
Η πολιτική μας μόρφωση ήταν συνυφασμένη με το τρίπτυχο ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και οι άλλοι του μπαίνω δεν μπαίνω στη Βουλή... Και το εννοώ ακριβώς έτσι. Η πολιτική μας μόρφωση ήταν και είναι περιορισμένοι σε ΑΡΧΙΚΑ όχι σε οράματα ούτε ιδέες. Έφτασε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ να είναι το ίδιο και το αυτό και οι πασοκτζήδες με τους νεοδημοκράτες να τσακώνονται μεταξύ τους λες και εκπροσωπούσαν διαφορετικά στρατόπεδα. Γκρεμίστηκε όλο το ανατολικό στρατόπεδο αφήνοντας πίσω ερείπια και γεμίζοντας το κόσμο από συμμορίες και μπουρδέλα και οι Έλληνες αριστεροί επιμένουν ΚΚέδικα λες κι ο Περισσός έχει το αλάθητο του πάππα. Όλοι αφέθηκαν σε ομάδες εμπειρογνωμόνων των ιδεών τους να κάνουν κουμάντο. Πολύ πριν φθάσει η ξενόφερτη Τρόικα στην Ελλάδα, οι Έλληνες είχαν ήδη παραδώσει τη ζωή τους στις ντόπιες Τρόικες. Στις ντόπιες φατρίες. Γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε κι ακόμα τους φατριασμούς τους ονομάζουμε συσπειρώσεις....
Η μόνη συμμετοχή εδώ και αρκετά χρόνια είναι εκείνο το γαμημένο το χαρτάκι στις κάλπες, το οποίο ούτε αυτό δεν είχε την αληθινή του έννοια μια και είχε καταντήσει γραμμάτιο προς εξαργύρωση. Ενα πιστοποιητικό πρόσληψης, χάρης, λαδώματος, υποταγής στη φατρία (δεξιοί, κεντρώοι, σοσιαλιστές κλπ) ή πίστης σε κάποιο αόριστο όραμα(αριστερά) που δεν άλλαξε ποτέ και τίποτα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (ούτε ένα γαμημένο νομοσχέδιο) αλλά υπάρχει στον αέρα όπως ο θεός που υποτίθεται μας κοιτάει από ψηλά....
Κι ο αέρας γεμίζει απορίες. Που πήγε η αριστερά? Γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά? Τι συνέβει στο ΠΑΣΟΚ? Τι στο καλό κάνει η δεξιά? Λες και μετά τη μεταπολίτευση είχαμε δημιουργήσει τεράστια αποθέματα γνώσης και οραμάτων και κάποιος μας τα πήρε ξαφνικά. Συνδικαλισμό, συνειδητοποιημένους πολίτες, ελεύθερους ανθρώπους που ενδιαφερόντουσαν για το καλό της πατρίδας και του κοινωνικού συνόλου, ή έστω ικανούς φιλελεύθερους τεχνοκράτες που θα έκαναν γερές μπίζνες και θα μετέτρεπαν τη χώρα σε Ελβετία.
Παπάρια... Κάτω από τα μπάλκόνια στις πλαστικές σημαίες και τα στημένα συνθήματα τριγύριζαν τα οράματα της «μπέμπας με τις ωραίες ζάντες», της άδειας για το αυθαίρετο, της πισίνας, της βάρκας, των επώνυμων ρούχων, κινητών, υπολογιστών, καφετιέρες του εσπρέσσο, μιξεράκια για φρουτοχυμούς και πέντε αυγά Τουρκίας....
Κι αν ήσουν δεξιός, κεντρώος, σοσιαληστής, τα άρπαζες και τα χαιρόσουν γιατί αυτό ήσουν κι αυτό ήθελες. Γι΄αυτό ψηφίζες δεξιά, γι΄αυτό ψήφιζες ΠΑΣΟΚ για τη μάσα. Τη καλοπέραση. Τις «άκρες» και τα «μέσα» Για τη ψυχή της μάνας τους τους ψήφιζαν?
Αν ήσουν αριστερός πάλι τα άρπαζες απλά έβαζες και το τσιτάτο μπροστά «παλεύω για ένα καλύτερο αύριο, γι αένα κόσμο διαφορετικό» αλλά προς το παρόν αρπάζω και καμμιά επιδότηση, διορισμό, λάδωμα, γίνομαι πελάτης γιατί εδώ σ΄αυτό το παλιοσύστημα ζούμε τι να κάνουμε (η πιο ξευτελισμένη δικαιολογία μακράν.....)
Ξέρετε κάτι?
Κρατήστε την αναπνοή σας. Όπου νάναι έρχεται και το άλλο παπούτσι κατακέφαλα. Μην σας πιάνει άγχος. Θα το πετάξουν και θα μας πατήσουν σαν κατσαρίδες....
Μπουφ.. Δεν βγαίνει κανείς να φυλάξει τίποτα που σώσει την εθνική περηφάνια. Τίποτα που να τιμήσει τη πατρίδα μας. Τίποτα που να χρειάζεται μεγάλες θυσίες κι ίσως και αίμα. Γιατί ο καθένας φυλάει τη μπουκιά του, έστω κι αν έχει καταντήσει μπουκίτσα.
Ενας φίλος προ ημερών μου έγραψε αγανακτιμένος γιατί λέω όλα αυτά που λέω αλλά έξω από το χορό. Μα δεν είμαι έξω από το χορό. Αν ήμουν έξω από το χορό, δεν θα ήμουν εδώ. Θα ήμουν στο δρόμο ακόμα και μόνη μου σαν το Δελαπατρίδη να φωνάξω αυτό που πιστεύω στα μούτρα όλων. Στη περίπτωσή μου όμως δεν είναι πως φυλάω κάποια μπουκίτσα γιατί όλες τις μπουκίτσες τις έβγαλα στο σφυρί πολύ πριν από μνημόνια και διάφορες αηδίες. Απαλλάχτηκα από αυτές και από κάθε χέρι που τις πέταγε εδω και πάρα πολύ καιρό γιατί δεν ήθελα πάρε δώσε με κανένα από όλα αυτά τα κέρατα τα βερνικωμένα κάθε απόχρωσης. Τότε που οι συμπατριώτες μου τρώγανε ότι βρισκόταν μπροστά τους κι όποιον δεν συνεργαζόταν στο τσιμπούσι τον λέγανε απλά μαλάκα ή ανίκανο.
Δεν βγαίνω όμως έξω γιατί δεν αξίζει. Ένα μάτσο ξάγρυπνοι είναι εκεί έξω που περιμένουν ένα μαλάκα να πετάξει το παπούτσι. Εγώ μένω στο υπόγειο. Το πετάξει δεν το πετάξει ο θόρυβος δεν με φτάνει ούτε η ησυχία τους. Στην υπόγα. Με τους αξιοπρεπείς και ευφυείς αρουραίους. Στην υπόγα με τα απόβλητα των από πάνω. Γιατί οτιδήποτε χρήσιμο πλέον μπορεί κανείς να το βρει σε ότι η πολτοποιημένη μάζα πετάει σαν άχρηστο.
Και γιατί πλέον?... Πάντα έτσι δεν ήταν?
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.