του Κώστα Λαπαβίτσα *
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την ανάγκη εθνικής πολιτικής ανάπτυξης. Μόλις περάσουμε τον τελευταίο κάβο των δύσκολων μέτρων, πάρουμε τα 31,5 δισ., ανακτήσουμε ρευστότητα και εξασφαλίσουμε πρωτογενές πλεόνασμα, θα καταστρώσουμε ένα σχέδιο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που θα κάνει το χρέος βιώσιμο, θα αναπληρώσει τα χαμένα εισοδήματα και θα μειώσει την ανεργία. Υπονοείται μάλιστα ότι η τραγική κατάσταση της οικονομίας οφείλεται στο ότι εξαρχής δεν διαμορφώσαμε πολιτική ανάπτυξης που θα μπορούσε να...
απαλύνει τη σταθεροποίηση. Το επιχείρημα αυτό, που προβάλλεται από τους εραστές των μνημονίων και την τρικομματική κυβέρνηση, είναι δυστυχώς ασυνάρτητο και παραπλανητικό.
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την ανάγκη εθνικής πολιτικής ανάπτυξης. Μόλις περάσουμε τον τελευταίο κάβο των δύσκολων μέτρων, πάρουμε τα 31,5 δισ., ανακτήσουμε ρευστότητα και εξασφαλίσουμε πρωτογενές πλεόνασμα, θα καταστρώσουμε ένα σχέδιο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που θα κάνει το χρέος βιώσιμο, θα αναπληρώσει τα χαμένα εισοδήματα και θα μειώσει την ανεργία. Υπονοείται μάλιστα ότι η τραγική κατάσταση της οικονομίας οφείλεται στο ότι εξαρχής δεν διαμορφώσαμε πολιτική ανάπτυξης που θα μπορούσε να...
απαλύνει τη σταθεροποίηση. Το επιχείρημα αυτό, που προβάλλεται από τους εραστές των μνημονίων και την τρικομματική κυβέρνηση, είναι δυστυχώς ασυνάρτητο και παραπλανητικό.
Είναι παραπλανητικό διότι τα βραχυπρόθεσμα υφεσιακά αποτελέσματα της σταθεροποίησης δεν θα μπορούσαν να αναιρεθούν από οποιαδήποτε πολιτική ανάπτυξης. Η λιτότητα συντρίβει τη ζήτηση και τάχιστα δημιουργεί υφεσιακές καταστάσεις. Μάλιστα, όσο πιο σκληρή είναι, τόσο χειρότερη η ύφεση και επισφαλέστερα τα αποτελέσματά της, όπως επιτέλους παραδέχθηκε ακόμη και το ΔΝΤ. Τα μέτρα ανάπτυξης, από την άλλη, έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αφού αφορούν το κόστος, την τεχνολογία, την οργάνωση της παραγωγής, την Παιδεία, τη Δικαιοσύνη, το θεσμικό πλαίσιο των συναλλαγών και ούτω καθεξής. Δεν υπάρχουν μέτρα που θα είχαν αποτρέψει την κατάσταση που δημιούργησαν τα μνημόνια στην Ελλάδα.
Είναι όμως και ασυνάρτητο διότι στην Ελλάδα υπάρχει ήδη πολιτική ανάπτυξης που επίσης καθορίζεται από τα μνημόνια. Συνοψίζεται σε συντριβή του εργατικού κόστους, περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις και εκσυγχρονισμό του κράτους, ιδίως της φορολογίας. Στη βάση αυτή υποτίθεται ότι θα υπάρξει ανάπτυξη, πιθανώς με εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων από τοεξωτερικό και ίσως με άνοδο των εξαγωγών. Το σκεπτικό αυτό πηγάζει από τη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» που εφαρμόστηκε στις αναπτυσσόμενες χώρες για δεκαετίες. Οποιος πιστεύει ότι έτσι θα ακολουθήσει ταχύρρυθμη ανάπτυξη στην Ελλάδα ίσως θα πρέπει να ξανακοιτάξει τη βιβλιογραφία.
Η Ελλάδα αποβιομηχανοποιήθηκε συστηματικά μετά την ένταξή της στην ΕΕ, ενώ η αγροτική παραγωγή υπέφερε από το αλλοπρόσαλλο καθεστώς της ΚΑΠ. Το βάρος έπεσε στον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος διεθνώς χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα και μειωμένη δυνατότητα εξαγωγών. Αν προσθέσει κανείς το χαμηλό επίπεδο της Παιδείας και την έλλειψη τεχνολογικής καινοτομίας, γίνεται φανερό ότι η χώρα ήταν σε αδιέξοδο από χρόνια. Η είσοδος στην ΟΝΕ έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα διότι καταρράκωσε την ανταγωνιστικότητα. Για ένα διάστημα οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν κοντά στο 4% λόγω της πιστωτικής έκρηξης και της «ένεσης» των Ολυμπιακών. Η κρίση χρέους αποκάλυψε την πραγματικότητα.
Η πολιτική ανάπτυξης των μνημονίων δεν θα λύσει το πρόβλημα. Είναι άκρως απίθανο οι ελληνικές εξαγωγές να αυξηθούν επαρκώς εντός και εκτός της ευρωζώνης. Είναι επίσης άκρως απίθανο να υπάρξει εισροή ξένων επενδύσεων τέτοια που να αντισταθμίζει την επενδυτική κατάρρευση μετά το 2008. Αν μάλιστα έχουμε μαζική επιστροφή διαφυγόντων ελληνικών κεφαλαίων, θα συμβεί αυτό ακριβώς για το οποίο διάφοροι πρόθυμοι κονδυλοφόροι κατηγορούν το ανύπαρκτο «κόμμα της δραχμής». Οι φοροφυγάδες θα αγοράσουν την Ελλάδα κοψοχρονιά.
Η χώρα χρειάζεται όντως σχέδιο ανάπτυξης το οποίο θα αλλάξει τη σύνθεση του παραγωγικού ιστού τονώνοντας τη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή, μειώνοντας το βάρος των υπηρεσιών και επιτρέποντας την ένταξη στην παγκόσμια οικονομία σε ασφαλέστερη βάση. Για τον σκοπό αυτόν χρειάζονται υγιείς τράπεζες απαλλαγμένες από το σημερινό αποτυχημένο καθεστώς ιδιοκτησίας και διοίκησης. Χρειάζεται πολιτική δημοσίων επενδύσεων που θα βελτιώσει τις υποδομές και θα ενισχύσει την καινοτομία και την Παιδεία. Χρειάζεται εξυγίανση των μονοπωλιακών δομών στην παραγωγή και στο εμπόριο. Χρειάζεται σταθερό και ασφαλές πλαίσιο λειτουργίας για τους μικρομεσαίους που σήμερα καταρρέουν. Χρειάζεται, τέλος, κοινωνική αλλαγή με αναδιανομή του πλούτου και του εισοδήματος.
Οι δυνατότητες υπάρχουν, αν αναλογιστούμε ότι ακόμη και μέσα στο άρρωστο πλαίσιο της προηγούμενης δεκαετίας η Ελλάδα απορρόφησε ίσως και ένα εκατομμύριο μετανάστες, ενώ βελτίωσε συστηματικά την παραγωγικότητα της εργασίας. Τίποτε όμως δεν μπορεί να γίνει με το σημερινό κράτος, αλλά ούτε και με το τραγικά εξασθενημένο και καθόλου αδιάφθορο κράτος που δημιουργούν τα μνημόνια. Τίποτε επίσης δεν μπορεί να γίνει όσο η χώρα παραμένει στην ΟΝΕ,πειθαρχεί στις δανειακές συμβάσεις και φοβάται να έρθει σε σύγκρουση με τον πυρήνα της ΕΕ. Πάνω απ' όλα, τίποτε δεν μπορεί να γίνει όσο η διακυβέρνηση ασκείται από κόμματα που αποδέχονται πλήρως τη μνημονιακή κατεύθυνση. Η ελπίδα βρίσκεται στον χώρο της αριστερής αντιπολίτευσης, όπου κι έχει υπάρξει η μόνη ουσιαστική συζήτηση για την ανάπτυξη από την αρχή της κρίσης. Αν κι εκεί κυριαρχήσουν οι δυνάμεις που αποδέχονται την ΟΝΕ και φοβούνται να έρθουν σε αντιπαράθεση με την ΕΕ, τα πράγματα θα γίνουν όντως πολύ δύσκολα.
*Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής Οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
* Πηγή «Το Βήμα της Κυριακής» (21/10)
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.