Περί ανέτοιμων, ανέντιμων και πάντα έτοιμων για να κυβερνήσουν
Τι είπε ο άνθρωπος; «Δεν είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε. Εγώ δεν κοροϊδεύω τον κόσμο. Έχουμε κάνει, όμως, ένα δρόμο μεγάλο, μια πορεία, έχουμε κάνει τα βήματα, την προετοιμασία, το σχεδιασμό κ.λ.π. Έχουμε φτάσει σε ένα καλό σημείο. Το να βγαίνει ένα κόμμα κάθε φορά και να λέει είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε, να λύσουμε όλα τα θέματα, να απαντήσουμε σε όλα τα προβλήματα, να κινηθούμε από δω, να κινηθούμε από κει, τα έχουμε ακούσει πολλές φορές. Και μετά, όταν βγαίνουν στην κυβέρνηση χάος. Χάος απροσμέτρητο. Αυτά έλεγε ο κ. Παπανδρέου, λεφτά έχουμε, όλα είναι τακτοποιημένα, κοιτάξτε έχουμε και πρόγραμμα 100 ημερών και θα πάμε. Τα προβλήματα είναι δύσκολα […] Νομίζω ότι, επειδή έχουμε την συναίσθηση των προβλημάτων και δυσκολιών, αυτά τα οποία έχουμε καταφέρει ως τώρα είναι αρκετά ως αφετηρία για μια κυβερνητική πολιτική, η οποία σιγά – σιγά θα αρχίσει να αποδίδει. Εμείς δεν υποσχόμεθα».
Όπως σας είπα, πρόκειται για μια διαφορετική πολιτική αφήγηση, η οποία παραπέμπει σε μια πρωτόγνωρη για την Ελλάδα διακυβέρνηση. Είναι η αφήγηση των «ανέτοιμων» σε αντιδιαστολή με εκείνη των «ανέντιμων» και των «πάντα έτοιμων να ασκήσουν κυβερνητική εξουσία». Πρόκειται για αντανάκλαση της σύγκρουσης διαφορετικών κυβερνητικών νοοτροπιών και διαφορετικής αντίληψης του «κυβερνάν», που προδηλώνουν σαφή κρίση κυβερνησιμότητας στην Ελλάδα. Προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «ανέτοιμος», με την έννοια που όρισε ο Λαφαζάνης την υπόθεση. Ανέτοιμος να δομήσει μια κυβέρνηση που θα μεταβάλει κάτω από το δόρυ μιας ομάδας στελεχών, την διακυβέρνηση της χώρας στη βάση ενός σχέδιο που θα απαντούσε σε όλα τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και μάλιστα ικανοποιώντας ένα υπερβατικό γενικό συμφέρον, ερήμην του κινήματος! Αλίμονο και να ήταν! Αν ισχυριζόταν πως «είναι έτοιμοι» θα ήταν σαν να διακατέχεται από την ίδια κυβερνητική νοοτροπία με εκείνους που Συγκυβερνούν σήμερα στην Ελλάδα.
Ξέρετε πώς προκαλείται σύγχυση στο ζήτημα; Στις Ελληνικές Πολιτικές Αφηγήσεις - και όχι μόνον – σκοπίμως ή λόγω άγνοιας των πολιτικών, συγχέονται δύο διακριτές έννοιες: εκείνη του πολιτικού leadership με αυτήν της governmentality. Προσέξτε επίσης πως άλλο πράγμα σημαίνει διακυβέρνηση αποδίδοντας το governance και άλλο κυβέρνηση. Ο όρος διακυβέρνηση εισάγεται σε πολλές περιπτώσεις για να διασκεδάσει την κρίση κυβερνησιμότητας και την κρίση της νοοτροπίας που ορίζει την αντίληψη του κυβερνητικού μοντέλου (κυβέρνησης). Και τα δύο αυτά εμπεριέχονται στον όρο «crisis of governmentality».
Θα γενίκευα μάλιστα, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα η «διακυβέρνηση» ως κρίσιμο στοιχείο κατανόησης μιας σύγχρονης πολιτικής αφήγησης, έρχεται να υποδηλώσει σήμερα σχεδόν πάντα μια κάποια crisis of governmentality – με την διπλή έννοια που ανέφερα. Και τούτο είναι ευκολότερο να διαπιστωθεί στο πλαίσιο μια μεταμοντέρνας οντότητας όπως είναι η ΕΕ, η οποία υπονομεύει τις επιμέρους κυβερνήσεις, τοποθετώντας κυριαρχικά ιδιωτικούς ή υπερεθνικούς παράγοντες ή άτυπες ομάδες κρατικών συμφερόντων στην διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων σε μια χώρα, με εμφατικό παράδειγμα σήμερα την Ελλάδα. Αν προτιμάτε, η χρήση του όρου διακυβέρνηση αντί του όρου κυβέρνηση, καταμαρτυρεί την κρίση της νεωτερικότητας στην φάση μετάβασης στην μετανεωτερικότητα, όπου στην περίπτωση της Ελλάδας το γεγονός συνδέεται με την πίεση για μαζική προλεταριοποίηση των εργαζομένων και την τάση για μεταβολή του κράτους σε προτεκτοράτο.
Στην δική μου αφήγηση φρόντιζα να ξεχωρίζω με σαφήνεια την έννοια «κυβέρνηση» από εκείνην της «διακυβέρνησης», ποτέ το ένα δεν χρησιμοποιήθηκε στη θέση του άλλου, όμως ο κίνδυνος παρεξήγησης δεν μου επέτρεψε να χρησιμοποιώ την «διακυβέρνηση» υποδηλώνοντας την κρίση στην νοοτροπία που ορίζει πολιτικά το κυβερνητικό μοντέλο κατά το πέρασμα σε μεταμοντέρνες πολιτικές δομές, αν και προδήλωνα σε κάποιο βαθμό την κρίση κυβερνησιμότητας. Σήμερα αναπροσεγγίζοντας το πρόβλημα της κρίσης, θα έλεγα ότι μάλλον κακώς δεν το έπραξα, αλλά δικαιολογείστε την επιφύλαξή μου, καθώς αν συνέδεα την διακυβέρνηση με την κρίση κυβερνησιμότητας στην Ελλάδα, ευθέως και από την αρχή, θα ακύρωνα πιθανώς την ευρύτερη σημασία της διακυβέρνησης ως άσκηση μιας ιδιαίτερης μορφής ηγεμονίας που αναφέρεται στις διαδικασίες, συστήματα και θεσμούς μέσω των οποίων κυβερνάται μια χώρα ή μια υπερεθνική δομή, παρότι η κυβέρνηση είναι πάντα ο παράγοντας ισχύος σε ένα διακυβερνητικό μοντέλο. Η διακυβέρνηση είναι το πεδίο πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου της κυβέρνησης, η οποία (κυβέρνηση) στην δική μου αφήγηση δεν περιορίζεται στην ομάδα που ασκεί κυβερνητική εξουσία, αλλά στο σύνολο της ουσιαστικής δομής ισχύος αυτής της ομάδας πάνω στα όργανα του κράτους, τους θεσμούς, την αγορά και την κοινωνία.
Το ζήτημα της σχέσης κυβέρνησης - διακυβέρνησης διαπραγματεύονται τρεις μείζονες θεωρίες του κράτους (πολιτείας): οι Φιλελεύθερες Δημοκρατικές Θεωρίες, οι Κοινωνικά Δημοκρατικές Θεωρίες και οι Κριτικές Θεωρίες. Στις δύο πρώτες που κυριαρχούν στον πολιτικό λόγο, με την πρώτη να εκφράζει την σύγχρονη κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, ενώ την δεύτερη την παραδοσιακή κομουνιστική και μη-κομουνιστική αριστερά, η μορφή του κράτους, άρα και η μορφή της κυβέρνησης εμφανίζονται ως παράγοντες που αποσκοπούν στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, ενώ κατά την κριτική θεώρηση η κυβέρνηση είναι μέρος του προβλήματος εξαιτίας της καταναγκαστικής της φύσης. Η δική μου προσέγγιση, δίχως να αγνοεί το ωφέλιμο αναλυτικό περιεχόμενο των δύο πρώτων, επικεντρώθηκε στην τρίτη θεωρητική βάση που περιλαμβάνει επίσης μια μερίδα μαρξιστών, αναρχικών και μεταστρουκτουραλιστών. Όλοι αυτοί – όπως και εγώ – αντιμετωπίζουν την πολιτεία ως το πρόβλημα και όχι ως την λύση μιας κρίσης του διακυβερνητικού συστήματος μιας χώρας όπως είναι σήμερα η Ελλάδα. Βλέπουν δηλαδή, την ελληνική κυβέρνηση να αναζητεί λύση σε κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, ενώ είναι η ίδια το πραγματικό πρόβλημα.
Αυτό θέτει αυτόματα το ζήτημα της δομικής μεταβολής της διακυβέρνησης ως πλαίσιο επίλυσης της ελληνικής κρίσης. Η μεταβολή του συνολικού συστήματος της διακυβέρνησης θα έλυνε και το πρόβλημα της κρίσης κυβερνησιμότητας στην Ελλάδα. Μόνον που μια τέτοια μεταβολή συνδέεται με την γενικότερη «κρίση κυβερνησιμότητας» στο πλαίσιο της ΕΕ και ιδίως σε εκείνο της ευρωζώνης. Θα τολμούσα λοιπόν να πω ότι την κρίση κυβερνησιμότητας στην Ελλάδα προκαλεί (ενισχύει, ορθότερα) σε μεγάλο βαθμό το γενικότερο διακυβερνητικό μοντέλο της ΕΕ και σαφώς η τυπική και άτυπη μορφή διακυβέρνησης στην ευρωζώνη. Αυτά για να συνεννοηθούμε και να καταλάβουμε για πιο πράγμα μιλάμε.
Άρα, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, απαντώντας με ειλικρίνεια σε ένα τετριμμένο και απολύτως παραπλανητικό ή ανούσιο ερώτημα, κατέληξε να τροφοδοτεί με καύσιμη ύλη την διαπλοκή, η οποία αγωνίζεται να πείσει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική κυβερνητική λύση στην Ελλάδα. Και ασφαλώς δεν υπάρχει αν οποιαδήποτε κυβερνητική μεταβολή δεν συνδυαστεί με την μεταβολή του ηγεμονικού μοντέλου στην Ελλάδα, που εκφράζεται πολιτικά από το καθεστώς διακυβέρνησης της χώρας, ενώ το τελευταίο συναρτάται με το προβληματικό μοντέλο διακυβέρνησης της ΕΕ, το οποίο έχει μπει στη φάση κρίσης.
Προσέξτε: Υπό τον νεοηγεμονισμό στην ΕΕ, εναλλακτική ηγεμονία σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να υπάρξει. Αν δεν υπάρξει εναλλακτική ηγεμονία στην Ελλάδα, με την έννοια των φιλελευθέρων και σοσιαλιστικών πολιτικών που θα αναπτύσσονται σε μια αποκεντρωμένη και, σε διαρκώς διευρυνόμενο μέγεθος, αμεσοδημοκρατική βάση, «εναλλακτική κυβέρνηση» δεν έχει έννοια. Παρατηρώ στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να προτάσσουν μια μορφή εναλλακτικής κυβέρνησης, που δεν θα στηρίζεται στο κράτος πατρωνίας, στην διαπλοκή και στο «αποφασίζουμε και διατάσουμε». Άριστα πράττουν, μια τέτοια κυβέρνηση είναι η απάντηση στην πολύπλευρη ελληνική κρίση. Μόνον που αυτό προϋποθέτει μια εναλλακτική ηγεμονία στον τόπο, η οποία μακροχρονίως θα επίλυε την κρίση κυβερνησιμότητας και θα μετέβαλλε την κατεστημένη νοοτροπία ως προς το «κυβερνάν» στην Ελλάδα. Αυτή η εναλλακτική ηγεμονία όμως δεν μπορεί να προωθηθεί, δίχως την μεταβολή του Γερμανικού νεοηγεμονισμού στην ΕΕ, σε μια μορφή εναλλακτικής ηγεμονίας στην γεωπολιτική περιοχή της ΕΕ, που θα την όριζε ως παγκόσμιο πόλο ηγεμονίας και ως διακριτό, δημοκρατικό μοντέλο πολιτικής ηγεσίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση, αν παρατηρήσατε, κινήθηκε η γενική προσέγγιση του γράφοντος την τελευταία πενταετία. Έτσι επιλύονται πολιτικές κρίσεις που οφείλονται στην κρίση ηγεμονίας, η οποία γίνεται αντιληπτή στον λαό και στους Decision Makers ως κρίση κυβερνησιμότητας. Πίσω από την κρίση του νεοηγεμονισμού, θα βρείτε ασφαλώς «κρυμμένη» την οικονομική κρίση του αντιπληθωριστικού μοντέλου. Νεοηγεμονισμός και αντιπληθωρισμός πάνε μαζί, όπως έχω επανειλημμένως εξηγήσει. Η εναλλακτική ηγεμονία λοιπόν, στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης, που θα απατήσει μια εναλλακτική κυβέρνηση για να την συντονίσει και να εναρμονίσει τα επιμέρους στοιχεία της, δεν λειτουργεί εντός ενός αντιπληθωριστικού οικονομικού συστήματος.
Όταν λοιπόν ρωτάς τον Λαφαζάνη, εάν «είναι έτοιμοι να κυβερνήσουν», και σου απαντά, ντόμπρα, «όχι», σου λέει προφανώς ότι δεν είναι σε θέση να ορίσει μια εναλλακτική μορφή κυβέρνησης αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα. Αν πράγματι εννοεί τέτοιο πράγμα, κερδίζει τον σεβασμό μου. Στην Ελλάδα εναλλακτική κυβέρνηση δεν μπορεί να έχεις αυτόματα. Θα απαιτηθεί μια διαδικασία χειραφέτησης, κάθαρσης από την διαπλοκή, επανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας και πριν από όλα αυτά εκλογές (αμέσως!) που θα δρομολογήσουν πολιτικές αναθεωρήσεις, οι οποίες θα καταλήξουν σε μια εθνοσυνέλευση. Όλα αυτά θα διευκολυνθούν ή θα παρεμποδιστούν από τις εξελίξεις στην ΕΕ και από την ικανότητα διαπραγμάτευσης της χώρας μας εντός της ευρωζώνης. Η απόλυτη ανικανότητα της κυβέρνησης Σαμαρά να ορίσει και να διαπραγματευθεί το εθνικό συμφέρον με όρους κοινωνικού συμφέροντος στην ΕΕ και διεθνώς, ενισχύει προφανώς την κρίση κυβερνησιμότητας, παραλύοντας ταυτόχρονα κοινωνία και αγορά. Και μόνον η ύπαρξη μιας κυβέρνησης που θα δείξει στοιχειώδη ικανότητα άσκησης ηγεσίας με μια εναλλακτική προοπτική, ενώ θα επανατοποθετήσει το εθνικό συμφέρον στους κόλπους της ΕΕ μεταβάλλοντας σε διεθνές επίπεδο εντελώς την πολιτική αφήγηση, όπως αυτή εκφράζεται από τους διαμορφωτές των αποφάσεων στην Ελλάδα, θα αποτελούσε ένα πρώτο βήμα αντιμετώπισης της κρίσης. Αυτή την προοπτική δεν έχει δικαίωμα κανείς να αγνοεί σήμερα ή να υποτιμά, προβάλλοντας θεμιτά μεν, αλλά διασκεδαστικά στην συγκυρία, επιχειρήματα. Η χώρα έχει ανάγκη από «ανέτοιμους», εναλλακτικούς κυβερνήτες – που ασφαλώς δεν περιορίζονται αποκλειστικά στον ΣΥΡΙΖΑ – ενώ απειλείται από τους «πάντα έτοιμους», οι οποίοι καθημερινά αποδεικνύονται ανέντιμοι.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.