Σκανδαλίστηκαν οι σκανδαλιάρηδες, που υπάρχουν και λειτουργούν μέσω των φορέων του δικομματισμού, της διαπλοκής, της πατρωνίας και τελικά της πτώχευσης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), από την «ευχή» που εκστόμισε από του βήματος της Βουλής ο κ. Στάθης Παναγούλης. Ο βουλευτής είπε: «Να παρακαλάτε κύριοι και κυρίες που υπογράψατε τα μνημόνια, να περάσετε από ειδικό δικαστήριο. Αυτό σας εύχομαι κι εγώ προσωπικά, παρά να βρείτε ορισμένοι από εσάς το τέλος του πρεσβευτή των ΗΠΑ πριν λίγους μήνες στη Λιβύη. Καλή σας τύχη». Και η διαπλοκή με το πολικό της προσωπικό προσποιήθηκε πως ανατρίχιασε ή μάλλον σήκωσε με γκεμπελίσκο τρόπο σκόνη για να σκεπάσει το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο αυτής της «ευχής».
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την έννοια του Δικαίου, κάθε πολιτικό καθεστώς έχει το Δίκαιό του, που εκφράζει την μορφή ηγεμονίας που επιβάλλει το πρώτο στην κοινωνία. Ένα διεφθαρμένο πολιτικό καθεστώς , σαν το δικό μας, Δίκαιο που εκφράζει και υπηρετεί την διαφθορά, την δικολαβική χυδαιότητα και τους ισχυρούς διαπλεκόμενους κοινωνικούς παράγοντες θα έχει και τίποτε άλλο, ως νομιμοποιητική βάση! Ωστόσο, Εναλλακτική Ηγεμονία - όπως την έχουμε ορίσει εμείς, σε αντίθεση με το καθεστώς της διαπλοκής που θεμελιώνει τον μηχανισμό αναπαραγωγής του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος - σημαίνει ακριβώς εναλλακτικό πολιτικό καθεστώς και εναλλακτικό Δίκαιο που θα το νομιμοποιεί και υπηρετεί σε μια βιο-οικονομική βάση. Στο πλαίσιο αυτό δεν έχουν έννοια τα ειδικά δικαστήρια, καθώς το καινούργιο σύστημα ηγεσίας και ηγεμονίας δεν θα βασίζει την ύπαρξή του στην τιμωρία του προηγούμενου και των προηγούμενων, αλλά στην ηθική, κοινωνική και ευρύτερα πολιτισμική απαξίωσή του/τους. Ένα τέτοιο εναλλακτικό σύστημα δεν θα χρησιμοποιεί την Δικαιοσύνη, με άλλα λόγια, για να κάνει την δουλεία της πολιτικής, ούτε για να θεμελιώνει διακυβερνητικό παράδειγμα δια της τιμωρίας πολιτικών συμπεριφορών, με νομικά προσωποποιημένα μέσα. Τούτο, θα αντανακλά, δηλαδή, μια νέα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, κατά την οποία η ηθική δεν θα ορίζεται από την τιμωρία της διαφθοράς και των διαφθαρμένων πολιτικών της προηγούμενης περιόδου - οι οποίοι για να κουκουλώσουν την σκανδαλιστική τους πολιτεία προέβησαν σε ελεεινές προσβολές του Συντάγματος και της λαϊκής κυριαρχίας - αλλά ως νέα κοινωνική συνείδηση, νέα δημοκρατική και ελεύθερη μορφή κοινωνικοποίησης και πολιτικού πολιτισμού, που θα εκμηδενίζουν το πλαίσιο αναπαραστάσεων, αναφορών, αξιών, προσβλέψεων, προκαταλήψεων και «απονομής δικαιοσύνης» αυτής της καταδικασμένης στη συνείδηση των πολιτών περιόδου. Θα αποδομεί δηλαδή το καθεστώς, συστήνοντας ένα άλλο, διαφορετικό παράδειγμα ηγεσίας και ηγεμονίας που δεν θα αποκτά ταυτότητα μέσω του ποινικού κολασμού του προηγούμενου. Η εναλλακτική ηγεμονία, δεν θα μπορούσε να συσταθεί ως τιμωρία, αλλά ως απόλυτη, συνειδητή γενική βούληση για περιθωριοποίηση του καθεστώτος πατρωνίας και διαπλοκής του 1974, που όρισε παραμορφωτικά το κεφαλαιοκρατικό ελληνικό κράτος, το οποίο σήμερα βιώνει τις οδύνες της πτώχευσής του και του διεθνούς αυτο-εξευτελισμού του. Ας μην παρεξηγηθούμε όμως, όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η Δικαιοσύνη και η Διοίκηση δεν πρέπει να επιτελέσουν το λειτούργημά τους, εκεί όπου υπάρχει παρανομία και να μην ασκήσουν διώξεις στις περιπτώσεις που προσεβλήθησαν ή προσβάλλοντα κανόνες δικαίου. Άλλο είναι αυτό όμως και άλλο αυτό που υπαινίσσεται ο κ. Παναγούλης, ως στρατηγική κάθαρσης.
Η αναγκαία κάθαρση για να προχωρήσουμε δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ειδικά δικαστήρια αυτής τουλάχιστον της μορφής που προδηλώνει η αποστροφή/ευχή του βουλευτή. Αυτό που εννοεί ο Στάθης Παναγούλης δεν προσομοιάζει με μορφή εναλλακτικής ηγεμονίας, αλλά με μια «κόντρα –ηγεμονία» που θα οριστεί ως «το καθεστώς των τιμωρών» ή «λαϊκών εκδικητών» εναντίον αυτών που πρόδωσαν το κοινωνικό και εθνικό συμφέρον. Όσες φορές στην ιστορία επικράτησαν τέτοια καθεστώτα, έστω και προσωρινώς, ως μεταβατικά πολιτικά μορφώματα, όχι μόνον δεν πέτυχαν «κάθαρση» του θεσμικού περιβάλλοντος, αλλά διέπραξαν αθλιότητες και εγκλήματα, ενώ διέστρεψαν καθολικά το πολιτικό ζητούμενο της κοινωνίας. Άσε δε, που μετατράπηκαν σε καθαρτήριο πολλών επιτηδείων και νομιμοποίησαν εμμέσως τον λαϊκισμό ως μέσο πολιτικής αντιπαράθεσης και διακυβέρνησης.
Δεν θέλω να γράψω περισσότερα. Δεν συμφωνώ καθόλου με την λογική της προσέγγισης του Στάθη Παναγούλη, αλλά ταυτόχρονα πολύ διασκεδάζω με την έντονη, σχεδόν υστερική, αντίδραση της διαπλοκής. Το μυαλό των σκανδαλιάρηδων πήγε στο κακό και όχι στο χειρότερο, αντί να ευγνωμονούν τον βουλευτή για το «δώρο συσπείρωσης» που τους προσέφερε! Χώρια που, ίσως, στο άμεσο μέλλον να χρησιμοποιήσουν αυτό το «δώρο» - μαζί με άλλα που θα τους προσφέρουν άλλοι ή ακόμη που προβοκατόρικα θα κάνουν οι ίδιοι οι διαπλεκόμενοι στον εαυτό τους - για να στήσουν μια χούντα στην Ελλάδα… τυπικής μορφής!
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, εξέφρασε μάλλον την σκέψη πολλών συμπολιτών μας. Μόνον που αυτή η λογική είναι έκφραση τυφλού λαϊκισμού, που δυστυχώς δεν απέχει πολύ από την λογική του «τυφλού» κύριου Σημίτη και παραδόξως πολλών άλλων προσωπικοτήτων του πολιτικού μας συστήματος.
Τηρουμένων των αναλογιών η ίδια λογική, με στρουκτουραλιστικούς όρους, διατρέχει την αφήγηση του Κώστα Σημίτη, ο οποίος ασφαλώς ως ήπιος εκσυγχρονιστής δεν θα ζητούσε ποτέ ευθέως ειδικά δικαστήρια, αν και παρακολουθώντας την αφήγησή του, διακατεχόμενος από το αίσθημα τιμωρίας αυτών που οδήγησαν την χώρα στην προτεκτορατοποίηση και τους μικρομεσαίους στην προλεταριοποίηση, εκεί θα γυρόφερνε το μυαλό σου. Κυρίως αν ανήκεις στην κατηγορία των ανέργων και των κατεστραμμένων μικροεπιχειρηματιών!
Επανέρχεται, λοιπόν, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης στο ζήτημα της ελληνικής κρίσης με το νέο του βιβλίο «Ο εκτροχιασμός», αναψηλαφώντας δήθεν τα αίτιά της και την σχέση κρίσιμων παραγόντων, στα κέντρα αποφάσεων, με αυτά. Διατηρώντας επιφυλάξεις, καθώς δεν διάβασα ακόμη το βιβλίο, αλλά μια εκτενή παρουσίαση κοινού μας φίλου που αφορά σε αυτό, θα έλεγα ότι ο κύριος Σημίτης δεν βλέπει τα αίτια εκτροχιασμού του «τραίνου Ελλάς» από τις γραμμές που ο ίδιος οραματίστηκε, ούτε καν εξετάζει αυτό καθ’ εαυτό το τραίνο που σαφώς εκτροχιάστηκε ως δομή ή καλύτερα την σχέση αυτού με τις όποιες ράγες και υποδομές, αλλά εστιάζει στην ευθύνη των μηχανοδηγών και των επιφανών αξιωματούχων, όπως και στους μηχανικούς που είχαν την ευθύνη των υποδομών για το ταξίδι του μέσα στην Ευρωζώνη.
Αν η εικόνα που έχω για το περιεχόμενο του βιβλίου είναι πραγματική, τότε ο κ. Σημίτης είναι τυφλός και αναζητεί αποδιοπομπαίους τράγους. Εξετάζει, στην ουσία, τον εκτροχιασμό της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας από κάτι που ο ίδιος οραματίστηκε και προκάλεσε ως συμβάν (πλήρη ένταξη στους θεσμούς της ευρωζώνης), αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε θεσμικά ως γεγονός και όχι τον «εκτροχιασμό» ως σύνθετο πολιτικοοικονομικό φαινόμενο, το οποίο ενσωματώνει ασφαλώς και τους παράγοντες εξουσίας που σχολιάζει και την μεταξύ τους σχέση, αλλά επεκτείνεται και σε ουσιαστικότερες διαστάσεις διακυβέρνησης, πολιτικής κουλτούρας, παραγωγικής υποδομής και κατεύθυνσης, όπως και διεθνών σχέσεων. Τις τελευταίες τις υπαινίσσεται σε κάμποσα σημεία, αλλά αποφύγει να τις ορίσει, φοβούμενος πως σε διαφορετική περίπτωση θα έδειχνε το διεθνές παίγνιο και τους κρίσιμους διεθνείς παράγοντες ισχύος που ενεπλάκησαν, ενώ συνεχίζουν να εμπλέκονται καθοριστικά και σήμερα στην διάσταση και εξέλιξη της ελληνικής κρίσης. Πίσω από τους πολιτικούς παράγοντες που εκθέτει υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα, στρατηγικές και επιδιώξεις και δεν πρόκειται απλώς για καιροσκοπισμό και ηγετική ανικανότητα κυρίως των Κώστα Καραμανλή και Γιώργου Παπανδρέου μαζί με τους υπουργούς τους.
Ο Κώστας Σημίτης διαπράττει ένα τραγικό σφάλμα στην προσέγγισή του, σύνηθες σε πρώην ηγέτες που αγωνίζονται για την υστεροφημία τους: θεωρεί ότι η ελληνική κρίση αποτελεί έκφραση ανεπαρκούς (κακής) ηγεσίας, ενώ πρόκειται για δομικό πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής που παρήγαγε μεταξύ άλλων και άκρως προβληματικές έως επικίνδυνα επιπόλαιες και καιροσκοπικές ηγεσίες, οι οποίες στηρίζονταν στις προσωπικές δημόσιες σχέσεις τους, στον εσωτερικό μηχανισμό της διαπλοκής και σε συμβούλους-ενδιάμεσους ξένων δυνάμεων, ή απλώς ξένων παραγόντων ισχύος, λόμπυ και άλλων ιδιοτελών ασφαλώς συμφερόντων. Παρόμοιο σφάλμα κάνει και ο κ. Παναγούλης: εστιάζει στα πολιτικά πρόσωπα των «μνημονιακών», ενώ αυτοί είναι προϊόντα της ίδιας στρατηγικής που οδήγησε στα μνημόνια. Είναι δηλαδή η κοινοβουλευτική και κυβερνητική έκφραση μιας στρατηγικής που δεν ανατρέπεται ή κολάζεται μέσω της Δικαιοσύνης, ούτε θα έπρεπε η Δικαιοσύνη να υποκαταστήσει τον λαϊκισμό που παραπέμπει σε «λυντσάρισμα»! Άμα φτάσει η Δικαιοσύνη να κάνει αυτή την δουλειά, τότε θα έχω βεβαιωθεί πως δεν οδεύουμε σε εναλλακτική, δημοκρατική ηγεμονία, αλλά σε μια μορφή μεταπολίτευσης που θα ορίζεται από την ίδια υποκριτική πολιτική ηθική και Δίκαιο με αυτή και αυτό του 1974, τα οποία καταρρέουν στις συνειδήσεις των πολιτών και κυρίως της νέας γενιάς, μέσα στα σκάνδαλα, στην ανυποληψία, στην εικονική δημοκρατική πραγματικότητα, στην αναξιοκρατία, καθώς και εντός της πολιτικής/κομματικής και πολιτισμικής τελμάτωσης, παράλληλα με την οικονομική ασφυξία και τον κοινωνικό εξανδραποδισμό.
Λάθος λοιπόν προσεγγίζουν την κρίση τόσο ο Παναγούλης, όσο και ο Σημίτης και αυτό επειδή βλέπουν την λύση με την μορφή που θα την όριζε ο εισαγγελέας και όχι ο πολιτικός. Η χώρα έχει ανάγκη όμως από καινοτόμους, δημοκρατικούς πολιτικούς που δεν θα πιστεύουν ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δεν θα πολιτεύονται με εκβιασμούς και απειλές προς την κοινωνία και δεν θα ορίζουν την ταυτότητά τους με εισαγγελικό ύφος και δια της αφήγησης της τιμωρίας ή της θεϊκής λύτρωσης – no pain, no gain - και που θα οδηγήσουν εμπνευσμένα σε μια εναλλακτική ηγεμονία, ριζοσπαστικών μεν, αλλά όχι καταστροφικών πολιτικών. Αυτή η ηγεσία θα πρέπει να διακρίνεται από πνεύμα αντιλαϊκιστικό και σοσιαλιστικό, όπως και διάθεση εφαρμογής πολιτικών αποκέντρωσης, παραγωγικής αναδιοργάνωσης στη βάση τεχνολογικώς προηγμένης εξαγωγικής βιομηχανίας και εισαγωγής θεσμών άμεσης δημοκρατίας.
Η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, ή απλώς η εστίαση στην ευθύνη της ηγεσίας και των πολιτικών, διαστρέφει το πρόβλημα που οδήγησε στην κατάρρευση του μύθου της ισχυρής Ελλάδας και στην γενικευμένη απορρύθμιση κοινωνίας και αγοράς, σήμερα. Αυτό καταλήγει να συστήνει μια απόλυτη φάρσα υπό την μορφή του σκανδαλισμού των υποκριτών, καταγέλαστων σκανδαλιάρηδων, που διατεινόμενοι πως τρέμουν το «λιντσάρισμα», διαμορφώνουν καθεστώς στρατοπέδου για τον εγκλεισμό κοινωνίας και αγοράς το αμέσως επόμενο διάστημα, έτσι ώστε να προστατευτεί δήθεν αυτό που οι ίδιοι εξευτέλισαν ολοσχερώς: το Κράτος Δικαίου!
Ένα άλλο Δίκαιο θα δομηθεί στην Ελλάδα την επόμενη περίοδο, μόνον που θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία της κοινωνίας και τραγωδία με ιστορικούς όρους εάν ετούτο είναι το Δίκαιο του «Εταίρου –δανειστή μας» ή το Δίκαιο του «τιμωρού λαουτζίκου». Το Δίκαιο μιας δημοκρατικής πολιτείας δεν συμβαδίζει με ο Δίκαιο που ορίζει ο λαϊκισμός ή η κρατική τρομοκρατία ή εξωτερικοί παράγοντες και μονοπώλια που καθιστούν μια χώρα υποτελή πολιτεία με κύριο όχημα τις «δόσεις» και πολεμική μηχανή το χρηματοπιστωτικό εμπάργκο. Το Δίκαιο σε μια εναλλακτική ηγεμονία, όπως την οραματίζομαι προσωπικά, δεν το υπαγορεύουν εισαγγελείς κάθε μορφής και πολιτικής φύσης και δεν γεννιέται από αγανακτισμένους πολίτες, αν και δεν μπορεί να αγνοεί καί την πολιτική δομή της αγανάκτησης καί τον ρόλο φορέων πολιτικής ισχύος που οδηγούν τον κόσμο στην απελπισία και την κοινωνία να απαντά με απολιτική μανία ή κατάθλιψη στην πλέον χυδαία βαρβαρότητα που υφίσταται.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.