Η Ελλάδα. Όχι η Ελλάδα, η χώρα μου. Όχι η χώρα μου, η πατρίδα μας. Όχι η πατρίδα, εγώ, δηλαδή εμείς εισερχόμαστε στην πλέον κρίσιμη φάση της κρίσεως μας. Τώρα πια θα βιώσουμε σε όλη της την διάσταση την κρίση της ελληνικής κρίσεως, αν και θα μπορούσαμε να την αποφύγουμε!
Μην γελάς, εδώ δεν παίζουμε με λόγια, καθώς τα λόγια δεν έχουν πια σημασία. Σημασία έχει πως δεν έχουν σημασία τα λόγια! Και αυτά έπαψαν να έχουν σημασία, διότι η μορφή της ελληνικής κρίσης και η εξέλιξή της οδήγησαν στο να εξαφανιστεί η έννοια της πραγματικότητας, έτσι όπως αυτή ορίζεται μέσω της κοινωνικής προϋπόθεσης της αλήθειας.
Δεν λέω την αλήθεια, ομιλώ την αλήθεια μου, η οποία έχει ως αφετηρία κάποια εμπειρική αποτύπωση της αλήθειας που ορίζει με πολιτικό τρόπο την συνείδηση. Εσύ αναγνώστη δεν πιστεύεις ότι λέω οπωσδήποτε την αλήθεια, αλλά θεωρείς ότι έχω πρόθεση να πω την αλήθεια. Αυτό είναι μια βασική αρχή της επικοινωνίας μας. Είσαι καλός αποδέκτης, με δυνατότητα συνεργασίας. Η ανάδρασή (σου), οποιαδήποτε μορφή κριτικής αντίδρασης, θα το επιβεβαιώσει. Θα μεταφέρει την αλήθεια μου σε ένα ανώτερο επίπεδο, σε αυτό του διαλόγου, προκαλώντας αφηγηματική κρίση στην εκφορά της γνώμης μου. Από την κρίση αυτή κάτι θετικό θα γεννηθεί. Μια μικρή ή μεγαλύτερη μεταβολή στη συνείδηση με την έννοια της βελτίωσης των γνωστικών δεξιοτήτων. Και αυτό αποκαλείται πρόοδος.
Ακόμη και στην περίπτωση εκείνη όπου κυριαρχεί το σύμπλεγμα κάτι καλό θα έβγαινε, με την έννοια της πιθανής συνειδητοποίησης της παραμορφωτικά μεροληπτικής ερμηνείας, η οποία αποκαλύπτει την διαταραχή. Οι εναλλακτικές ερμηνείες τότε προσφέρουν ανακούφιση, ξεμπλοκάροντας την κριτική λειτουργία που ορίζει την συνεργατική μορφή του διαλόγου, μέσω του οποίου σχετικοποιείται αντικειμενοποιούμενη η υποκειμενική αλήθεια του Άλλου (πομπού), ισχυροποιώντας ωστόσο την αλήθεια του αποδέκτη σε μια γνωσιολογική βάση που δομεί ένα προσωρινό πλαίσιο βεβαιοτήτων. Δίχως αυτό δεν μιλάμε για αφηγηματική κρίση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε προοδευτικές μορφές επίλυσης κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων (πολιτική διαδικασία), αλλά για κρίση του εαυτού (απολιτική, μεταφυσική διαδικασία) .
Η κρίση του εαυτού εκφράζει την κρίση του πολιτικού και της πολιτικής και δυστυχώς εδώ βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα, ως μια γενικευμένη κατάσταση. Αυτή είναι η κρίση της ελληνικής κρίσεως, που οφείλεται στον εκμηδενισμό του πολιτικού διαλόγου με την έννοια που όρισα προηγουμένως. Εδώ πλέον το ψέμα δεν είναι μέρος της αλήθειας κάποιου πολιτικού υποκειμένου, αλλά ολόκληρος ο διάλογος δομείται στη βάση της παραμυθίας. Όχι του μύθου αλλά της απόλυτης παραπλάνησης, του συνειδητού απόλυτου ψεύδους.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι κατά το οποίο όλοι μοιάζει να θεωρούν ότι όλοι οι άλλοι ψεύδονται. Έτσι, καταρχήν καταργείται ο βασικός κανόνας που ορίζει την σχέση μας (πολιτική δομή) ως (συν)ομιλούντα όντα. Ακούγοντας όλους ανεξαιρέτως τους κυβερνητικούς παράγοντες να ορίζουν την κρίση μέσω της διαλεκτικής των δόσεων, είναι σαν να ακούς να σου λένε: «Δώσε βάση, όλα όσα θα σου πω είναι ψέματα, αλλά αυτό δεν πρέπει να σε κλονίζει μια και αυτά που σου λένε οι αντίπαλοί μας ψέματα είναι επίσης». Η μόνη αλήθεια είναι ότι δίχως την δόση ….τερματίζονται τα ψέματα. Άρα, η δόση μετατρέπεται σε ηγεμονεύων στοιχείο της κυρίαρχης πολιτικής αφήγησης που αποσκοπεί στην δόμηση μιας μονοδιάστατης αλήθειας. Και αυτό, φίλε αναγνώστη, αποκαλείται πολιτική διαστροφή, που θεραπεύεται αποκλειστικά μέσω εναλλακτικών προσεγγίσεων.
Τέτοιες προσεγγίζεις όμως - όπως είναι οι δικές μας και αρκετές άλλες κυρίως από αριστερά, αλλά και μερικές από δεξιά - ακυρώνονται εξ’ υπαρχής, καθώς θεωρούνται επίσης αφηγήσεις ψεύδους από την «κοινή γνώμη» και όχι αφηγήσεις μιας κάποιας αλήθειας. Έτσι, βασιλεύει το χάος στον πολιτικό διάλογο, το οποίο ενισχύουν όχι μόνον οι επαγγελματίες γκεμπελίσκοι του καθεστώτος, αλλά και όσοι αντίπαλοί του εμπλέκονται σε αυτή την μορφή «διαλόγου» ψευδόμενων υποκειμένων.
Και τι είναι ψέμα σε αυτή την περίπτωση; Όχι απλώς η παραποίηση της αλήθειας του Άλλου με την έννοια της σκόπιμης/χυδαίας πρόκλησης «κρίσης βεβαιοτήτων» ή λοιδορίας στην αφήγηση του Άλλου, αλλά επίσης η κραυγαλέα αντίθεση στην σχέση του δηλούμενου στόχου με την εφαρμοζόμενη στρατηγική και το παρουσιαζόμενο πρόγραμμα. Αυτό το τελευταίο συνθέτει γλαφυρά την κρίση της ελληνική κρίσης με όρους «μνημονίων» και με master point την «δόση» και δυστυχώς δεν αφορά αποκλειστικά τα κόμματα της Συγκυβέρνησης.
Η κρίση της Ελληνικής κρίσεως, λοιπόν, αποτελεί μια βαθύτατη πολιτική κρίση που αντανακλά μια πρωτόγνωρη πολιτισμική κρίση για την χώρα και οδηγεί μετά βεβαιότητος σε γενικευμένη διάλυση. Η κρίση αυτή έχει ως κύριο φορέα την διαπλοκή και τα κόμματα που Συγκυβερνούν, όπως και όσους στηρίζουν την πολική τους ταυτότητα στην διάχυση του ψεύδους, ως μορφή διαβούλευσης: κάνουμε διάλογο όχι κρίνοντας την αλήθεια του Άλλου, αλλά παραμορφώνοντάς την ή θεωρώντας ότι όσα σημειώνει ή εκστομίζει αυτός είναι εκ των προτέρων ψέματα. Μπορεί να είναι, αλλά αυτό θα μπορούσε εύκολα ή δυσκολότερα να αποδειχθεί μέσω μιας γνήσια κριτικής διαδικασίας και όχι με την διαλεκτική της ψευδολογίας.
Η διαλεκτική αυτή καταλήγει να ορίζει το πραγματικό με απολύτως παραμορφωτικούς όρους ακόμη και με την λογική του οικονομισμού και όχι ασφαλώς με πολιτικούς όρους. Έτσι η «δόση» μεταβάλλεται στην μόνη πραγματικότητα που μπορεί να συνθέσει αλήθεια και ο «διάλογος» αποκτά σχιζοφρενικά χαρακτηριστικά. [«σχίζειν» (:διαχωρισμός) και «φρένα» (:λογική), με την έννοια μιας γενικευμένης ψυχοκοινωνικής διαταραχής που χαρακτηρίζεται από προβλήματα στην αντίληψη της πολιτικής πραγματικότητας].
Είναι αυτά τα σχιζοφρενικά χαρακτηριστικά του πολιτικού «διάλογου» στην Ελλάδα που οδηγούν στην αδυναμία οργάνωσης ενός κινήματος ανατροπής του καθεστώτος της διαπλοκής, το οποίο παγίδευσε την ελληνική κοινωνία στην φτωχοποίηση και στην χρόνια αποδιοργάνωση σε σημείο διάλυσης. Η κρίση της ελληνικής κρίσεως δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να εκφράζει ετούτη την κοινωνικοπολιτική σχιζοφρένεια που απέκτησε ενδημικά χαρακτηριστικά πλέον στον τόπο μας.
Η λύση βρίσκεται σε μια μορφή γνωστικής- κοινωνικής «θεραπείας». Στον απεγκλωβισμό από την μοναδική αλήθεια που ορίζει η «δόση», μέσω της επίγνωσης ότι η χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει από την κρίση αν δεν ξεφύγει προηγουμένως η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το πολιτικό φαινόμενο και τις πολιτικές σχέσεις. Απαιτείται αλλαγή, δηλαδή, στο σύστημα πολιτικών πεποιθήσεων και προσβλέψεων των Ελλήνων, πράγμα που θα προκαλέσει μια κρίσιμη συναισθηματική και συμπεριφορική αλλαγή μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Και τούτο έχει δύο παραμέτρους: (1) αντίληψη πως η κρίση είναι πολιτική και διεθνοπολιτική και με πολιτικά μέσα αντιμετωπίζεται, και όχι με οικονομιστικές ή/και χρηματοπιστωτικές ή δημοσιονομικές μεθοδεύσεις και (2) επίγνωση ότι η κρίση είναι ταξική και προκαλεί νέες κοινωνικές διαστρωματώσεις, διαχωρίζοντας απολύτως τα δύο τρίτα της κοινωνίας από το υπόλοιπο ένα τρίτο. Στον «ελληνικό Τιτανικό» προσφέρονται σωσίβια αποκλειστικά για το ένα τρίτο της κοινωνίας. Αυτό καταμαρτυρούν τα νέα αντιλαϊκά μέτρα της φριχτής Συγκυβέρνησης.
Στο μέτρο που συνειδητοποιηθούν αυτά τα δύο πράγμα, θα διαμορφωθεί ένα προσωρινό πεδίο βεβαιοτήτων που θα καταλήξει στη σύσταση εναλλακτικών πολιτικών αφηγήσεων, οι οποίες θα δομούν εναλλακτικές αλήθειες επί των οποίων θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας γνήσιος πολιτικός διάλογος στην χώρα. Έτσι θα μπορούσαν να υπάρξουν νέες συνθέσεις και ιδεολογικές αποκρυσταλλώσεις, ώστε να ξεμπλοκαριστεί το κίνημα ανέργων-εργαζομένων, μακριά από ρατσιστικούς εθνικισμούς και υπερβατικούς, θεοκρατικούς στοχασμούς α λα Σαμαρά και των συγκυβερνητών του. Αυτό απαιτεί χρόνο που δεν υπάρχει πια. Ο χρόνος μπορεί να «κατασκευαστεί» σήμερα μόνον μέσω προσφυγής σε εκλογές, αντί για υπερψήφιση του καταστροφικού με κοινωνικούς και εθνικούς όρους «πακέτου μέτρων» που εισηγείται η κυβέρνηση Σαμαρά. Και μόνον ότι έτσι θα απεγκλωβιζόταν ο πολιτικός διάλογος από την «δόση», θα ήταν θετικό και απαραίτητο για την δημιουργία οποιασδήποτε σκέψης και οποιουδήποτε σχεδιασμού εναλλακτικής πολιτικής ως προς την «πολιτική των δόσεων» (: πολιτική των μνημονίων). Αν δεν απεγκλωβιστούμε από στην στρατηγική που ορίζουν τα μνημόνια με την τρόικα, δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσουμε διαπραγματευτική ικανότητα στην ΕΕ και στην χρηματαγορά, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε πολιτικό διάλογο στο εσωτερικό. Αν δεν επιλυθεί η κρίση της ελληνικής κρίσεως με όρους κοινωνικοπολιτικής χειραφέτησης των Ελλήνων θα οδηγηθούμε σε καθεστώς προτεκτοράτου και τυπικής χούντας μέσα σε ένα γενικευμένο πολιτικό κομφούζιο. Ποιους ωφελεί αυτό; Εκείνους που καλλιέργησαν τους όρους εξευτελισμού του πολιτικού διαλόγου, που συμπίπτει ως διαδικασία με την αποθέωση των τηλεπολιτικών, της γλώσσας του τραπεζικού μάρκετινγκ, καθώς και με την διάσπαση του κινήματος των εργαζομένων και την συκοφαντία ή χυδαία διάσταση του συνδικαλισμού, με την παράλληλη αποθέωση του συμπλέγματος και του ατομισμού ή του συντεχνιασμού. Ωφελεί ασφαλώς και τους «εμπόρους» της επανάστασης, όχι όμως εκείνους τους επαναστάτες - με ή χωρίς εισαγωγικά - οι οποίοι πείστηκαν πως η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκιο τοποθετώντας τον πλουραλισμό στη βάση της δημοκρατικής οργάνωσης, λέγοντας: «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει». Η σύγχρονη αντίληψη του πλουραλιστικού σοσιαλισμού σε συνδυασμό με αμεσοδημοκρατικές στρατηγικές δεν θα έδινε άμεση απάντηση στην Ελληνική κρίση, θα επίλυε όμως το ζήτημα της «κρίσης της ελληνικής κρίσεως». Αν δεν αντιμετωπιστεί το τελευταίο η κοινωνικοπολιτική κρίση θα γεννήσει πολιτικά τέρατα στη χώρα μας.
Δεν λέω την αλήθεια, ομιλώ την αλήθεια μου, η οποία έχει ως αφετηρία κάποια εμπειρική αποτύπωση της αλήθειας που ορίζει με πολιτικό τρόπο την συνείδηση. Εσύ αναγνώστη δεν πιστεύεις ότι λέω οπωσδήποτε την αλήθεια, αλλά θεωρείς ότι έχω πρόθεση να πω την αλήθεια. Αυτό είναι μια βασική αρχή της επικοινωνίας μας. Είσαι καλός αποδέκτης, με δυνατότητα συνεργασίας. Η ανάδρασή (σου), οποιαδήποτε μορφή κριτικής αντίδρασης, θα το επιβεβαιώσει. Θα μεταφέρει την αλήθεια μου σε ένα ανώτερο επίπεδο, σε αυτό του διαλόγου, προκαλώντας αφηγηματική κρίση στην εκφορά της γνώμης μου. Από την κρίση αυτή κάτι θετικό θα γεννηθεί. Μια μικρή ή μεγαλύτερη μεταβολή στη συνείδηση με την έννοια της βελτίωσης των γνωστικών δεξιοτήτων. Και αυτό αποκαλείται πρόοδος.
Ακόμη και στην περίπτωση εκείνη όπου κυριαρχεί το σύμπλεγμα κάτι καλό θα έβγαινε, με την έννοια της πιθανής συνειδητοποίησης της παραμορφωτικά μεροληπτικής ερμηνείας, η οποία αποκαλύπτει την διαταραχή. Οι εναλλακτικές ερμηνείες τότε προσφέρουν ανακούφιση, ξεμπλοκάροντας την κριτική λειτουργία που ορίζει την συνεργατική μορφή του διαλόγου, μέσω του οποίου σχετικοποιείται αντικειμενοποιούμενη η υποκειμενική αλήθεια του Άλλου (πομπού), ισχυροποιώντας ωστόσο την αλήθεια του αποδέκτη σε μια γνωσιολογική βάση που δομεί ένα προσωρινό πλαίσιο βεβαιοτήτων. Δίχως αυτό δεν μιλάμε για αφηγηματική κρίση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε προοδευτικές μορφές επίλυσης κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων (πολιτική διαδικασία), αλλά για κρίση του εαυτού (απολιτική, μεταφυσική διαδικασία) .
Η κρίση του εαυτού εκφράζει την κρίση του πολιτικού και της πολιτικής και δυστυχώς εδώ βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα, ως μια γενικευμένη κατάσταση. Αυτή είναι η κρίση της ελληνικής κρίσεως, που οφείλεται στον εκμηδενισμό του πολιτικού διαλόγου με την έννοια που όρισα προηγουμένως. Εδώ πλέον το ψέμα δεν είναι μέρος της αλήθειας κάποιου πολιτικού υποκειμένου, αλλά ολόκληρος ο διάλογος δομείται στη βάση της παραμυθίας. Όχι του μύθου αλλά της απόλυτης παραπλάνησης, του συνειδητού απόλυτου ψεύδους.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι κατά το οποίο όλοι μοιάζει να θεωρούν ότι όλοι οι άλλοι ψεύδονται. Έτσι, καταρχήν καταργείται ο βασικός κανόνας που ορίζει την σχέση μας (πολιτική δομή) ως (συν)ομιλούντα όντα. Ακούγοντας όλους ανεξαιρέτως τους κυβερνητικούς παράγοντες να ορίζουν την κρίση μέσω της διαλεκτικής των δόσεων, είναι σαν να ακούς να σου λένε: «Δώσε βάση, όλα όσα θα σου πω είναι ψέματα, αλλά αυτό δεν πρέπει να σε κλονίζει μια και αυτά που σου λένε οι αντίπαλοί μας ψέματα είναι επίσης». Η μόνη αλήθεια είναι ότι δίχως την δόση ….τερματίζονται τα ψέματα. Άρα, η δόση μετατρέπεται σε ηγεμονεύων στοιχείο της κυρίαρχης πολιτικής αφήγησης που αποσκοπεί στην δόμηση μιας μονοδιάστατης αλήθειας. Και αυτό, φίλε αναγνώστη, αποκαλείται πολιτική διαστροφή, που θεραπεύεται αποκλειστικά μέσω εναλλακτικών προσεγγίσεων.
Τέτοιες προσεγγίζεις όμως - όπως είναι οι δικές μας και αρκετές άλλες κυρίως από αριστερά, αλλά και μερικές από δεξιά - ακυρώνονται εξ’ υπαρχής, καθώς θεωρούνται επίσης αφηγήσεις ψεύδους από την «κοινή γνώμη» και όχι αφηγήσεις μιας κάποιας αλήθειας. Έτσι, βασιλεύει το χάος στον πολιτικό διάλογο, το οποίο ενισχύουν όχι μόνον οι επαγγελματίες γκεμπελίσκοι του καθεστώτος, αλλά και όσοι αντίπαλοί του εμπλέκονται σε αυτή την μορφή «διαλόγου» ψευδόμενων υποκειμένων.
Και τι είναι ψέμα σε αυτή την περίπτωση; Όχι απλώς η παραποίηση της αλήθειας του Άλλου με την έννοια της σκόπιμης/χυδαίας πρόκλησης «κρίσης βεβαιοτήτων» ή λοιδορίας στην αφήγηση του Άλλου, αλλά επίσης η κραυγαλέα αντίθεση στην σχέση του δηλούμενου στόχου με την εφαρμοζόμενη στρατηγική και το παρουσιαζόμενο πρόγραμμα. Αυτό το τελευταίο συνθέτει γλαφυρά την κρίση της ελληνική κρίσης με όρους «μνημονίων» και με master point την «δόση» και δυστυχώς δεν αφορά αποκλειστικά τα κόμματα της Συγκυβέρνησης.
Η κρίση της Ελληνικής κρίσεως, λοιπόν, αποτελεί μια βαθύτατη πολιτική κρίση που αντανακλά μια πρωτόγνωρη πολιτισμική κρίση για την χώρα και οδηγεί μετά βεβαιότητος σε γενικευμένη διάλυση. Η κρίση αυτή έχει ως κύριο φορέα την διαπλοκή και τα κόμματα που Συγκυβερνούν, όπως και όσους στηρίζουν την πολική τους ταυτότητα στην διάχυση του ψεύδους, ως μορφή διαβούλευσης: κάνουμε διάλογο όχι κρίνοντας την αλήθεια του Άλλου, αλλά παραμορφώνοντάς την ή θεωρώντας ότι όσα σημειώνει ή εκστομίζει αυτός είναι εκ των προτέρων ψέματα. Μπορεί να είναι, αλλά αυτό θα μπορούσε εύκολα ή δυσκολότερα να αποδειχθεί μέσω μιας γνήσια κριτικής διαδικασίας και όχι με την διαλεκτική της ψευδολογίας.
Η διαλεκτική αυτή καταλήγει να ορίζει το πραγματικό με απολύτως παραμορφωτικούς όρους ακόμη και με την λογική του οικονομισμού και όχι ασφαλώς με πολιτικούς όρους. Έτσι η «δόση» μεταβάλλεται στην μόνη πραγματικότητα που μπορεί να συνθέσει αλήθεια και ο «διάλογος» αποκτά σχιζοφρενικά χαρακτηριστικά. [«σχίζειν» (:διαχωρισμός) και «φρένα» (:λογική), με την έννοια μιας γενικευμένης ψυχοκοινωνικής διαταραχής που χαρακτηρίζεται από προβλήματα στην αντίληψη της πολιτικής πραγματικότητας].
Είναι αυτά τα σχιζοφρενικά χαρακτηριστικά του πολιτικού «διάλογου» στην Ελλάδα που οδηγούν στην αδυναμία οργάνωσης ενός κινήματος ανατροπής του καθεστώτος της διαπλοκής, το οποίο παγίδευσε την ελληνική κοινωνία στην φτωχοποίηση και στην χρόνια αποδιοργάνωση σε σημείο διάλυσης. Η κρίση της ελληνικής κρίσεως δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να εκφράζει ετούτη την κοινωνικοπολιτική σχιζοφρένεια που απέκτησε ενδημικά χαρακτηριστικά πλέον στον τόπο μας.
Η λύση βρίσκεται σε μια μορφή γνωστικής- κοινωνικής «θεραπείας». Στον απεγκλωβισμό από την μοναδική αλήθεια που ορίζει η «δόση», μέσω της επίγνωσης ότι η χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει από την κρίση αν δεν ξεφύγει προηγουμένως η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το πολιτικό φαινόμενο και τις πολιτικές σχέσεις. Απαιτείται αλλαγή, δηλαδή, στο σύστημα πολιτικών πεποιθήσεων και προσβλέψεων των Ελλήνων, πράγμα που θα προκαλέσει μια κρίσιμη συναισθηματική και συμπεριφορική αλλαγή μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Και τούτο έχει δύο παραμέτρους: (1) αντίληψη πως η κρίση είναι πολιτική και διεθνοπολιτική και με πολιτικά μέσα αντιμετωπίζεται, και όχι με οικονομιστικές ή/και χρηματοπιστωτικές ή δημοσιονομικές μεθοδεύσεις και (2) επίγνωση ότι η κρίση είναι ταξική και προκαλεί νέες κοινωνικές διαστρωματώσεις, διαχωρίζοντας απολύτως τα δύο τρίτα της κοινωνίας από το υπόλοιπο ένα τρίτο. Στον «ελληνικό Τιτανικό» προσφέρονται σωσίβια αποκλειστικά για το ένα τρίτο της κοινωνίας. Αυτό καταμαρτυρούν τα νέα αντιλαϊκά μέτρα της φριχτής Συγκυβέρνησης.
Στο μέτρο που συνειδητοποιηθούν αυτά τα δύο πράγμα, θα διαμορφωθεί ένα προσωρινό πεδίο βεβαιοτήτων που θα καταλήξει στη σύσταση εναλλακτικών πολιτικών αφηγήσεων, οι οποίες θα δομούν εναλλακτικές αλήθειες επί των οποίων θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας γνήσιος πολιτικός διάλογος στην χώρα. Έτσι θα μπορούσαν να υπάρξουν νέες συνθέσεις και ιδεολογικές αποκρυσταλλώσεις, ώστε να ξεμπλοκαριστεί το κίνημα ανέργων-εργαζομένων, μακριά από ρατσιστικούς εθνικισμούς και υπερβατικούς, θεοκρατικούς στοχασμούς α λα Σαμαρά και των συγκυβερνητών του. Αυτό απαιτεί χρόνο που δεν υπάρχει πια. Ο χρόνος μπορεί να «κατασκευαστεί» σήμερα μόνον μέσω προσφυγής σε εκλογές, αντί για υπερψήφιση του καταστροφικού με κοινωνικούς και εθνικούς όρους «πακέτου μέτρων» που εισηγείται η κυβέρνηση Σαμαρά. Και μόνον ότι έτσι θα απεγκλωβιζόταν ο πολιτικός διάλογος από την «δόση», θα ήταν θετικό και απαραίτητο για την δημιουργία οποιασδήποτε σκέψης και οποιουδήποτε σχεδιασμού εναλλακτικής πολιτικής ως προς την «πολιτική των δόσεων» (: πολιτική των μνημονίων). Αν δεν απεγκλωβιστούμε από στην στρατηγική που ορίζουν τα μνημόνια με την τρόικα, δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσουμε διαπραγματευτική ικανότητα στην ΕΕ και στην χρηματαγορά, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε πολιτικό διάλογο στο εσωτερικό. Αν δεν επιλυθεί η κρίση της ελληνικής κρίσεως με όρους κοινωνικοπολιτικής χειραφέτησης των Ελλήνων θα οδηγηθούμε σε καθεστώς προτεκτοράτου και τυπικής χούντας μέσα σε ένα γενικευμένο πολιτικό κομφούζιο. Ποιους ωφελεί αυτό; Εκείνους που καλλιέργησαν τους όρους εξευτελισμού του πολιτικού διαλόγου, που συμπίπτει ως διαδικασία με την αποθέωση των τηλεπολιτικών, της γλώσσας του τραπεζικού μάρκετινγκ, καθώς και με την διάσπαση του κινήματος των εργαζομένων και την συκοφαντία ή χυδαία διάσταση του συνδικαλισμού, με την παράλληλη αποθέωση του συμπλέγματος και του ατομισμού ή του συντεχνιασμού. Ωφελεί ασφαλώς και τους «εμπόρους» της επανάστασης, όχι όμως εκείνους τους επαναστάτες - με ή χωρίς εισαγωγικά - οι οποίοι πείστηκαν πως η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκιο τοποθετώντας τον πλουραλισμό στη βάση της δημοκρατικής οργάνωσης, λέγοντας: «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει». Η σύγχρονη αντίληψη του πλουραλιστικού σοσιαλισμού σε συνδυασμό με αμεσοδημοκρατικές στρατηγικές δεν θα έδινε άμεση απάντηση στην Ελληνική κρίση, θα επίλυε όμως το ζήτημα της «κρίσης της ελληνικής κρίσεως». Αν δεν αντιμετωπιστεί το τελευταίο η κοινωνικοπολιτική κρίση θα γεννήσει πολιτικά τέρατα στη χώρα μας.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.