Με το σημείωμα αυτό αποπειρώμαι να δείξω, όσο πιο απλά γίνεται, πώς συσχετίζονται οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα με την γερμανική οικονομία. Είναι μια πολιτικοοικονομική προσέγγιση που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην διείσδυση στον τρόπο σκέψης και πρακτικής της γερμανικής βιομηχανικής ελίτ. Ανιχνεύοντας την δομή της γερμανικής οικονομίας και την ηγεμονική της διάσταση στην ΕΕ, εντοπίζεις χρήσιμα για τις ελληνικές πολιτικές σημεία, για να καταλήξεις πως η γερμανική οικονομία είναι αυτή που χαράσσει μια νέα μεταπολίτευση στην Ελλάδα.         


Η μόνιμη απορία μου, σε σχέση με την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης, σχετίζεται με την αδυναμία μου να κατανοήσω βαθύτερα την στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης ως προς την συγκεκριμένη μορφή λιτότητας που επιβάλλεται στην Ελλάδα και κάπως διαφορετικά σε κάμποσες άλλες χώρες της Ένωσης, οι οποίες προσπαθώντας να εξαφανίσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα βουλιάζουν στην ύφεση και μέσω αυτής στην κοινωνική αποδιοργάνωση.  Στις χώρες αυτές παρατηρούμε κρίση επενδύσεων και σοβαρή υποχώρηση του δημόσιου συμφέροντος έναντι του ιδιωτικού. Στην Ελλάδα η σχέση αυτή λαμβάνει, όπως ίσως παρατηρείτε, ακραία μορφή στο βαθμό που η τρόικα επέβαλε στην Συγκυβέρνηση ένα μοντέλο «νοικοκυρέματος» της οικονομίας που επιδιώκει ταυτόχρονα την δραστική, πάση θυσία, μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του εμπορικού ελλείμματος, δίχως την παράλληλη ύπαρξη σημαντικών (τεράστιων όπως διδάσκει η θεωρία) επενδύσεων και χωρίς σοβαρή και ανταγωνιστική βιομηχανία με εξαγωγικό προσανατολισμό. Έτσι εγκλωβίζεσαι στο μονόδρομο της συρρίκνωσης της ζήτησης για να συμπιέσεις τις εισαγωγές σου με βασικό μηχανισμό την εσωτερική υποτίμηση και την τεχνητή στέρηση ρευστότητας από την αγορά. Αυτό με τη σειρά του γίνεται αποτρεπτικός παράγοντας για επενδύσεις, ενώ αυξάνεται η ανάγκη αποταμίευσης όλων των μορφών (νοικοκυριών και επιχειρήσεων), κλονίζεται η εμπιστοσύνη στην αγορά, ο ιδιωτικός δανεισμός δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, ενισχύεται η παραοικονομία και ανατροφοδοτείται ο κύκλος της ύφεσης.

Η κάθετη υποχώρηση μάλιστα των δημοσίων επενδύσεων σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ενός κρατικού πλάνου στρατηγικής οργάνωσης της (ιδιωτικής) παραγωγής στην Ελλάδα, πνίγει κυριολεκτικά την χώρα στην ύφεση, στην ανεργία, στην απορρύθμιση της αγοράς και των βασικών θεσμών ανάπτυξής της (συμπεριλαμβάνω εδώ και την εκπαίδευση ασφαλώς), ενώ υπονομεύει την ήδη προβληματική νομιμότητα και θίγει καταφανώς την δημοκρατική οργάνωση της πολιτείας. Το μοντέλο λιτότητας για την Ελλάδα με έντονη εσωτερική υποτίμηση σε συνδυασμό με τις τραγικές για το εθνικό συμφέρον αναδιαρθρώσεις του δημόσιου χρέους και τις κατάπτυστες με δημοκρατικά και οικονομικά κριτήρια πρόνοιες της Δανειακής Σύμβασης, οδηγεί την χώρα είτε αναγκαστικά εκτός ευρωζώνης, είτε στην υιοθέτηση ενός προβληματικού και τρομερά εχθρικού για τους εργαζόμενους διπλού νομισματικού συστήματος, είτε καθίσταται παράγοντας υπονόμευσης της ίδιας της ευρωζώνης σε κρίσιμο βαθμό, εάν δεν επισυμβούν τα δύο προηγούμενα – με το πρώτο μάλιστα εξαιρετικά απίθανο σήμερα για τους λόγους που σε μεγάλο βαθμό έχω ήδη προσεγγίσει με σειρά προηγούμενων σημειωμάτων μου.  

Έχοντας αυτά υπόψιν  - και εκθέσει ψυχρά και εντίμως στον αναγνώστη μέχρι σήμερα – αναρωτιέμαι πού το πάει η Γερμανία; Θέλει να διαλυθεί η ευρωζώνη, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν την συμφέρει; Επιδιώκει να αυξηθεί η δυσαρμονία και ανισότητα των εθνικών παραγόντων μέσα στην Ένωση, πέραν του δείκτη Gini που απεικονίζει την ανισοκατανομή των εισοδημάτων (του πλούτου); Είναι δυνατόν να εφαρμοστεί «διπλό νομισματικό» στην Ελλάδα δίχως ενίσχυση της απορρύθμισης στην Ευρωζώνη; 
Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς πως το ελληνικό ζήτημα θα μπορούσε ποτέ  να απομονωθεί τόσο πολύ, ώστε να μην επηρεάζει τις πολιτικές στην Ευρωζώνη, ή να αποτελεί απλώς πολιτικό μοχλό πίεσης για την ενίσχυση του αντιπληθωριστικού μοντέλου ηγεμονίας των Γερμανών;

Αναζητώντας μιαν απάντηση σε αυτά, κατάλαβα πως οι Γερμανοί …δεν τρελάθηκαν και πως ακολουθούν μια στρατηγική που αναπτύσσεται σε πολλά διαδοχικά στάδια, όχι πάντοτε δίχως πισωγυρίσματα και αντιφάσεις. Η χρηματοπιστωτική κρίση περνώντας από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη πιέζει τον μηχανισμό παραγωγής πλεονάσματος στην Γερμανία, που ήταν παράγοντας επενδύσεων στην περιφέρεια (και στην Ελλάδα φυσικά) και οδηγεί σε πόλωση του κεφαλαίου στην ίδια την Γερμανία, έτσι ώστε να μην αναγκαστεί η χώρα αυτή να προβεί σε κινήσεις δραστικών περικοπών του κρατικού ελλείμματός της και του κοινωνικού κράτους της και να πέσει η κοινωνία στον φαύλο κύκλο της λιτότητας και η αγορά σε ύφεση. Με κρατικά δάνεια ιδιωτικού όμως χαρακτήρα και επενδυτικές πρωτοβουλίες θα μπορούσε η πλεονασματική γερμανική οικονομία να διοχετεύσει κερδοφόρα την διογκούμενη αποταμίευσή της στην περιφέρεια  της Ένωσης που διψούσε για ρευστό, μέσα μάλιστα σε ένα φιλικό περιβάλλον σταθερότητας και ευνοϊκότερης δανειοδότησης γερμανικού κράτους και γερμανικών επιχειρήσεων.

Αυτό ήταν το πλαίσιο που οδήγησε την Ελλάδα στην χρεοκοπία, μετά ασφαλώς από ανεκδιήγητα καμώματα του πολιτικού συστήματος και ακατανόητες πρωτοβουλίες του Γιώργου Παπανδρέου, με ακόμη πιο αντιφατική στάση, στα όρια της εθελοδουλίας, αργότερα από τον Αντώνη Σαμαρά. Στο ίδιο πλαίσιο εξελίχθηκε και η διαμόρφωση του χρεοστασίου για την Ελλάδα και αυτό έκρινε το μοντέλο διαχείρισης της ελληνικής κρίσης μέχρι σήμερα.
Τώρα όμως τα πράγματα αλλάζουν και αυτό διότι η ύφεση που εγκαθίσταται στην ευρωζώνη σε συνάρτηση με την υποχώρηση της παγκόσμια οικονομίας, οδηγεί την γερμανική πλευρά σε αναπροσδιορισμό του αντιπληθωριστικού μοντέλου στην ΕΕ. Η αντανακλαστική πόλωση του κεφαλαίου στην Γερμανία ως καπιταλιστικός μηχανισμός επανεκκίνησης / ανανέωσης  του οικονομικού κύκλου που βασίζεται στην μεγέθυνση της υπεραξίας, καταλήγει σε αύξηση της αποταμίευσης στην χώρα αυτή και στην ανάγκη αύξησης των εξαγωγών της για να μην οδηγηθούν και οι ίδιοι σε δραστικές πολιτικές μείωσης των κρατικών ελλειμμάτων. Οι Γερμανοί αν δεν επενδύσουν στο εξωτερικό θα δουν το πλεόνασμα τους να μειώνεται, το οποίο φυσικά θα μπορούσε να μειωθεί και με αύξηση της ζήτησης στο εσωτερικό, αλλά το τελευταίο θα έβλαπτε τον χαρακτήρα της γερμανικής οικονομίας και την αντιπληθωριστική στρατηγική του ηγεμονικού μοντέλου που έχουν υιοθετήσει.  

Άρα η Γερμανία σήμερα εμφανίζεται εγκλωβισμένη στην ύφεση που η ίδια προκάλεσε στην ΕΕ και ιδίως στην ευρωζώνη. Για να ξεφύγει από αυτό το οικονομικό αδιέξοδο ή θα πρέπει να διαφοροποιηθεί ριζικά από τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης, πράγμα που θα οδηγούσε σε διάλυση της ευρωζώνης και μείζονες πολιτικού χαρακτήρα συγκρούσεις, ή  να καταπολεμήσει την ύφεση κατευθύνοντας στρατηγικά το πλεόνασμα της αποταμίευσής της σε επενδυτικές  δραστηριότητες κυρίως εντός της ευρωζώνης. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει αν προηγουμένως δεν μειώνονταν δραστικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε αυτές και δεν υποχωρούσαν οι δημόσιες επενδύσεις, μαζί με την καταστροφή (ιδιωτικού) κεφαλαίου και αποδυνάμωση της πολιτικοοικονομικής ισχύος τοπικών κεφαλαιούχων, παράλληλα με το πανικόβλητο ξεπούλημα από τις κυβερνήσεις κερδοφόρας ή με ικανότητα υψηλής μονοπωλιακού χαρακτήρα κερδοφορίας, δημόσιας περιουσίας. Η Ελλάδα ως προς αυτά αποτελεί ακραίο παράδειγμα, που χαρακτηρίζει την ποιότητα της αστικής της τάξης και της κυβερνώσας ελίτ.

Στις χώρες της περιφέρειας η επένδυση είχε ξεπεράσει την αποταμίευση, για μεγάλο σχετικά διάστημα, πράγμα που ενδυνάμωνε ακόμη περισσότερο το ευρώ, ενώ καθιστούσε την μεταφορά αποταμιευμένων κεφαλαίων από την Γερμανία και το ευρωπαϊκό βιομηχανικό κέντρο σε αυτήν μια δύσκολη ανταγωνιστικά περιπέτεια και μετά την διεθνή κρίση απολύτως απαγορευτική. Δεν επενδύεις εκεί όπου το κράτος σε ανταγωνίζεται ή εκεί όπου δεν υπάρχει δίψα για κεφάλαια. Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις  του Μεγάλου Συνασπισμού κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς πέτυχαν το «ακατόρθωτο»: Μέσα σε μικρό διάστημα να ανατρέψουν την σχέση επένδυση / αποταμίευση υπέρ της δεύτερης και αμέσως μετά να εφαρμόσουν μια στρατηγική μεγάλης μείωσης των αποταμιεύσεων, τις οποίες όμως φρόντισαν να διατηρήσουν σε αρνητική σχέση με τις επενδύσεις. Η δομική ύφεση στην οποία είχε εισέλθει για τα καλά η χώρα γινόταν παράγοντας μείωσης των επενδύσεων σε σχέση με την αποταμίευση, ενώ η περαιτέρω καταστροφή κεφαλαίου που ακολουθήθηκε μείωσε ακόμη περισσότερο τον λόγο των επενδύσεων ως προς την αποταμίευση, η οποία εξαιτίας της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης μειωνόταν και αυτή σε απόλυτο μέγεθος. Έτσι βούλιαξαν την αγορά, φτωχοποιώντας την κοινωνία, διαμορφώνοντας τις συνθήκες η χώρα να μετατραπεί σε Ευρωπροτεκτοράτο.

Μετά από αυτό το « κατόρθωμα» ανοίγει ο δρόμος της αναθεώρησης της γερμανικής πολιτικής για την Ελλάδα. Ήταν αυτό το «κατόρθωμα» που έθιξε - δίχως αντιπαροχή όπως στους μεγάλους - τους μικρούς Έλληνες επενδυτές, τα Ταμεία, κλπ. και υποβάθμισε την οικονομία της χώρας σε σημείο η μείωση του ΑΕΠ να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την μείωση του ελλείμματος και έτσι να επιβαρύνεται το δημόσιο χρέος, το οποίο με τη σειρά του γίνεται αιτία αύξησης του ελλείμματος παρά την μείωση του λεγομένου πρωτογενούς ελλείμματος και  την τεχνητή διασκέδαση του προβλήματος και παρά την άνευ σημαντικής ουσίας δεύτερη επίσημη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με την συμφωνία στο Eurogroup.  

Σήμερα το κλίμα στα γερμανικά κέντρα των αποφάσεων φαίνεται να μεταστρέφεται και να αναζητείται εύσχημος τρόπος αναθεώρησης της στρατηγικής που διέπει τις ελληνικές πολιτικές, τις οποίες εφαρμόζει απολύτως άβουλα η Συγκυβέρνηση. Πρέπει στην Ελλάδα να ανοίξει ξανά ο κύκλος των επενδύσεων, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει οργανωμένα – πιστεύουν οι Γερμανοί και υπό την άμεση εποπτεία τους – αλλά  προηγουμένως θα πρέπει να ικανοποιηθούν όλα τα προαπαιτούμενα για την δανειοδότηση και ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος και των χρηματοπιστωτικών ροών του κράτους. Μετά από αυτό η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να αναζωογονηθεί υπό την οργανωτική διακυβέρνηση των Γερμανών, αφού μεταβληθεί παράλληλα ριζικά το πολιτικό σύστημα της χώρας και ελαστικοποιηθεί η πολιτική λιτότητας, στο πλαίσιο του νέου ευρωσυμφώνου δημοσιονομικής πειθαρχίας. Έτσι θα περάσει η χώρα στην ανάπτυξη παράλληλα με την εκκίνηση μιας νέας μεταπολίτευσης, αφού όμως πρώτα υπάρξει μία ακόμη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει πριν από τις γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου.

Όσοι Γερμανοί οικονομολόγοι δεν προκρίνουν το διπλό νομισματικό σύστημα για την Ελλάδα την αμέσως επόμενη περίοδο, πιστεύουν ότι η ύφεση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μέσω ενός δεκαετούς επενδυτικού προγράμματος υπό την αυστηρή οργάνωση και εποπτεία της γερμανικής πλευράς – και υπέρ των συμφερόντων που αυτή εξυπηρετεί ασφαλώς, θα ήταν μάλλον περιττό να σημειώσω. Το Πρόγραμμα αυτό γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθεί ερήμειν των Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών και πέραν των σχέσεων που διαμορφώνει η διαπλοκή με το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο. Με την έννοια αυτή οι Γερμανοί επιδιώκουν να διαμορφώσουν έναν επενδυτικό φορέα για την Ελλάδα, ανεξάρτητο από τα κέντρα που ελέγχουν τα λεγόμενα διαπλεκόμενα συμφέροντα στην χώρα μας. Τούτο σημαίνει πως γερμανικά επιχειρηματικά συμφέροντα θα μπορούσαν να «υιοθετήσουν» την ελληνική οικονομία, δίχως όμως τα διαπλεκόμενα προϊόντα του πολιτικού μας συστήματος. Αυτό εκτός από μία ντουζίνα Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών, τραπεζιτών και αχυρανθρώπων τους, θίγει ευθέως και το πολιτικό προσωπικό, όπως και τις κομματικές ηγεσίες που συνδέονται με αυτούς. Αντιστροφή του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα δεν πρόκειται να επισυμβεί εάν προηγουμένως δεν υπάρξει ριζική μεταβολή στο πολιτικό σύστημα και δεν χτυπηθεί η διαπλοκή. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν τόσο οι σοσιαλδημοκράτες, όσο και οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες και φιλελεύθεροι, ενώ η γερμανική αριστερά προχωρά μερικά βήματα ακόμη, κολάζοντας στο σύνολό της την γερμανική στρατηγική, που δεν τολμά να λύσει με ριζοσπαστικό τρόπο το συνολικό χρηματοπιστωτικό πρόβλημα στην ευρωζώνη.

Με μία κουβέντα η στρατηγική των Γερμανών για την Ελλάδα είχε πολλούς στόχους. Ο ένας, όπως είδατε, συνδέεται με τον άλλον για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως οι Γερμανοί μάλλον σε συνεννόηση με τον αμερικανικό παράγοντα, χρησιμοποιούν την Συγκυβέρνηση για να κάνει την «βρώμικη» δουλειά που θα ξεκαθαρίσει το πεδίο για την έλευση επενδύσεων που θα καταπολεμήσουν την ύφεση και την κοινωνική παθολογία που σχετίζεται μ’ αυτήν. Στο τέλος, όλοι ετούτοι που με απύθμενο καιροσκοπισμό, παιδισμό και γκεμπελισμό πίστεψαν ότι η στρατηγική των μνημονίων θα τους έσωζε και θα κατόρθωναν να διατηρήσουν τις σχέσεις ηγεμονίας που καθόριζαν μονοδιάστατα την ελληνική πολιτικοοικονομική πραγματικότητα κατά την μεταπολίτευση και ιδιαίτερα μετά το 1990, θα αποτελούν παρελθόν. Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι οι Γερμανοί σκοπεύουν να τους πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων, αφού τώρα πια τους έχουν στο χέρι και σε λίγους μήνες από σήμερα δεν θα τους χρειάζονται καθόλου.

Σηματοδοτώντας μία Νέα Μεταπολίτευση μέσω ενός απόλυτα ελεγχόμενου οικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, που ασφαλώς δεν θα πάψει να είναι ουσιαστικά ευρωπροτεκτοράτο, οι Γερμανοί θα συμβάλλουν στην διάλυση του δικομματισμού και των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων και στην δημιουργία ενός πολιτικού περιβάλλοντος που θα ευνοεί την κεφαλαιοκρατική ανανέωση σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου και των επιχειρήσεων. Με την έννοια αυτή, λοιπόν, βλέπουμε πως δεν είναι τόσο ο εσωτερικός πολιτικός ανταγωνισμός που οδηγεί στην προοπτική μιας νέας μεταπολίτευσης, ούτε το κίνημα των εργαζομένων και το εκλογικό σώμα γενικότερα, αλλά είναι η γερμανική οικονομία και ο ηγεμονικός οραματισμός της σημερινής μεταμοντέρνας βιομηχανικής της ελίτ, που διαμορφώνοντας κατάλληλο κλίμα, αναγκαιότητες και οικονομικές πραγματικότητες, χαράσσουν μια νέα μεταπολίτευση στην Ελλάδα, επηρεάζοντας δραστικά και τους εσωτερικούς παράγοντες. 
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.