Να ανησυχήσεις αναγνώστη, παρατηρώντας με να βάζω στην πάντα την πολιτική οικονομία κατά την προσέγγιση της πολιτικής διαπραγμάτευσης της ελληνικής κρίσης, τις τελευταίες μέρες. Να προβληματιστείς και εσύ όπως και εγώ από την ανάγκη μου να προβάλω πλέον αμέσως ηθικά και φιλοσοφικά στοιχεία, αντί να τα αφήσω να υπαινίσσονται, βαθιά κρυμμένα, αλλά πάντα δημιουργικά, εντός της κριτικής ανάλυσης, στη βάση που συνδέει την κοινωνία με την οικονομία για να παράγει μοντέλα ηγεμονίας, πολιτική αφήγηση και διακυβέρνηση. 


Επιχείρησα να συνδέσω πολιτική οικονομία, διακυβέρνηση και παράγοντες πολίτικης ισχύος σε μια ενιαία αντιδογματική, πλουραλιστική αφήγηση για την ελληνική κρίση, καταλήγοντας σε προσωρινές υποθέσεις για πολιτική δράση. Και αυτό με δύο κριτήρια: (1) να μην αναλωθώ σε έναν «ξύλινο» αποστειρωμένο μεθοδολογικά λόγο ή μια καθαρά και αποκλειστικά ιδεολογική αφήγηση και (2) λαμβάνοντας υπόψιν πως προτείνοντας κάτι που θεωρώ σωστό για τον ελληνικό λαό στην συγκυρία, δεν θα πρέπει να αποκλείσω άλλες επιλογές, που θα ήταν σφάλμα να αποκλειστούν από την αρχή. Αυτό το τελευταίο συνεχίζει να αποτελεί για πολλούς φίλους κρίσιμο ελάττωμά μου, αν και εγώ το θεωρώ την πιο σημαντική αρετή με την οποία με προίκισε η εμπειρία μου. Κάπως έτσι συνεχίζει να προβληματίζει η στάση μου: από την μια να θεωρώ απαραίτητη την υιοθέτηση εθνικής νομισματικής πολιτικής, στο πλαίσιο ενός μακροχρόνιου, καθαρά σοσιαλδημοκρατικού, εθνικού σχεδίου εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανασυγκρότησης για την αντιμετώπιση της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα, ενώ από την άλλη να μην συμμετέχω στην καμπάνια «επιστροφή στη δραχμή»!

Η φαινομενικά θολή, αν όχι αντιφατική, στάση μου στο συγκεκριμένο δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό στρατήγημα, αλλά μάλλον κάτι παραπάνω. Δεν θέλω προτείνοντας το σωστό με αντικειμενικούς όρους, να αποκλείσω τις πιθανότητες να εκμεταλλευτεί η χώρα υπέρ των δύο τρίτων της κοινωνίας, τα οποία αυτή τη στιγμή χτυπιούνται ταξικά και απορυθμίζονται, ευκαιρίες που δημιουργούνται στην διαδικασία του Greek-exit, που εξελίσσεται από την στιγμή του πρώτου μνημονίου ή αν θέλετε από την στιγμή της πρώτης αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους. Και αυτό επειδή δεν βασίζω την προσέγγιση μου στο σενάριο της (αριστερής) επανάστασης, αλλά της αριστερής μεταρρύθμισης. Το πρώτο (την σοσιαλιστική επανάσταση) επίσης δεν το αποκλείω ως επιλογή, μόνον που δεν βρίσκω να υφίστανται στοιχειωδώς οι αντικειμενικές κατά Μαρξ συνθήκες, για να πραγματοποιηθεί «εδώ και τώρα». Αν παρότι δεν υφίστανται οι υλικές και πολιτικές συνθήκες για επανάσταση, εσύ επιμένεις σε αυτήν θεωρώντας την μονόδρομο, ουσιαστικά συμβάλεις στην διαμόρφωση συνθηκών αντικειμενικού αποκλεισμού της. Στην ήττα σε σημείο διάλυσης του κινήματος των εργαζομένων από μια άκρως αντιδραστική πολιτική δομή ή ακόμη από μια απροκάλυπτα δικτατορική διακυβέρνηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Το ζήτημα είναι, δίχως να αποκλείσουμε την σοσιαλιστή επανάσταση με όρους 21ου αιώνα, να προτείνουμε ένα εθνικό σχέδιο προοδευτικής μεταρρύθμισης για την αντιμετώπιση της κρίσης, αποφεύγοντας ολοκληρωτικές, στην ουσία εικονικές και εκτός επαναστατικής δομής, αναμετρήσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, της μορφής «όλα ή τίποτα», «ζωή ή θάνατος», «όλα για όλα» κλπ. Μια τέτοια προσέγγιση στην σημερινή ελληνική συγκυρία είναι σε κάθε περίπτωση ζημιογόνα, με την έννοια πως ενώ δεν υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες για να πραγματοποιηθεί και να ευδοκιμήσει επαναστατικά κάποιου είδους σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, αποκλείεται μέσω αυτής η πιθανότητα ενός προοδευτικού, φιλολαϊκού κοινωνικού μετασχηματισμού, ο οποίος στην χειρότερη περίπτωση θα φρέναρε την επιταχυνόμενη διαδικασία κεφαλαιοκρατικού ολοκληρωτισμού, που θα μετάβαλε την χώρα σε μια υπανάπτυκτη δουλοπαροικία, προκαλώντας στη συνέχεια τεράστια πολιτικού χαρακτήρα προβλήματα που θα νόθευαν ακόμη περισσότερο τον πολιτικό ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα θα βασίλευε μια αποκρουστική νεοναζιστική ηθική.

Με αυτή την έννοια θώρησα το «πάση θυσία εκτός ευρώ» εξίσου προβληματικό και πολιτικά/ηθικά επικίνδυνο για τον ελληνικό λαό με το «πάση θυσία στο ευρώ». Αντί για αυτά πρότεινα μια στρατηγική στη βάση: «Το ευρώ μας ζημίωσε και μας ζημιώνει ως θεσμός με την σημερινή του μορφή. Είμαστε έτοιμοι να το εγκαταλείψουμε συνολικά ως πολιτικοοικονομικό θεσμό, αν η ευρωζώνη δεν εγγυηθεί πρακτικά την ανάπτυξη της χώρας με ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, ριζική αναθεώρηση της Δανειακής Σύμβασης και αντικατάσταση των μνημονίων με ένα Εθνικό Σχέδιο εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανασυγκρότησης, στη βάση ενός συναινετικού κοινωνικού μοντέλου σοσιαλδημοκρατικής δομής». Το ευρώ εδώ που φτάσαμε προκαλεί απόλυτο αδιέξοδο και δραματική εξασθένιση στην χώρα. Τα μνημόνια και η Δανειακή Σύμβαση καταστρέφουν κοινωνία και αγορά με ένα τυφλό πράγματι τρόπο, επιδεινώνοντας τις ταξικές αντιθέσεις με την έννοια της ολομέτωπης επίθεσης εναντίον της εργασίας, υπό την Συγκυβέρνηση μάλιστα κεντροδεξιών- κεντροαριστερών. Εξευτελίζοντας δηλαδή την όποια ιδεολογικοπολιτική σημασία και των δύο με την μορφή της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, και της ΔΗΜΑΡ. Η στρατηγική της τρόικας για την Ελλάδα που με τόση θέρμη υποστηρίχθηκε από την διαπλοκή και υπηρετήθηκε από τους ευθέως υπεύθυνους για την πτώχευση και την φτωχοποίηση, κατάντησε ένας τυφλός τρομοκράτης για περισσότερους από τα δύο τρίτα του ελληνικού λαού.

Καμία απολύτως δημιουργική καταστροφή δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί σε αυτήν με οποιαδήποτε μεθοδολογία πολιτικής οικονομίας. Τα «νούμερα της «ελπίδας» που παρουσιάζει και διαδίδει η κυβερνητική προπαγάνδα, απλώς εκθέτουν ανεπανόρθωτα σαν «νούμερα» όσους τα επικαλούνται. Η ελληνική οικονομία ναυάγησε και δεν σώζεται δίχως ριζική πολιτική μεταβολή. Τα νεοφιλελεύθερα μέτρα θα καθυστερούσαν την κορύφωση της κρίσης και ενδεχομένως θα της προσέδιδαν μια λιγότερο έντονη μορφή, μόνον στο βαθμό που εφαρμόζονταν σταδιακά και δίχως σοβαρή διαταραχή της νομιμότητας την περίοδο της κυβέρνησης –Καραμανλή, αλλά και πριν, επί αυτών του Σημίτη. Από το σημείο αυτό και έπειτα το ζήτημα ήταν τι είδους πτώχευση θα είχες. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν με πιο κρίσιμη εκείνη του Γ. Παπανδρέου, φρόντισαν να δρομολογήσουν την χειρότερη μορφή πτώχευσης εις βάρος του λαού και της χώρας, εντάσσοντάς την σε μια διαδικασία «Greek-exit», την οποία βάπτισαν ψευδώς «σωτηρία εντός του ευρώ». Με αυτή την πολιτική αφήγηση κέρδισαν εκλογές και λαϊκή ανοχή. Αλλά αυτό ακριβώς παγίδεψε την χώρα σε ένα τραγικό σπιράλ ύφεσης και ασύντακτης θεσμικής απορρύθμισης, που οδηγεί στην απόλυτη κατάρρευση της λεγόμενης Rechtsstaat. Μιας πολιτείας δηλαδή με όχι ιδιαίτερα ελκυστικούς και λειτουργικούς δημοκρατικούς θεσμούς, που ωστόσο παρόλα αυτά είχαν διαμορφώσει μια δομή έστω και ερμαφρόδιτης ηθικής στις συναλλαγές και στις κοινωνικές βεβαιότητες, που διασφάλιζε συνοχή. Αυτό πλέον …μας τελείωσε! Κι ο Ασκός του Αιόλου, όπως λέει και ο δημοσιογράφος άνοιξε!

Μην με ξαναρωτήσετε, δήθεν ορθολογικά, τί θα διασφάλιζε πως η στρατηγική που πρότεινα από την αρχή θα γινόταν αποδεκτή από την Γερμανία. Ας σταματήσουμε τουλάχιστον τις σαχλαμάρες. Καμία απολύτως στρατηγική δεν διασφαλίζει τους στόχους που διακηρύττει στην οικονομία και στις διεθνείς σχέσεις. Μια εναλλακτική στρατηγική στην πραγματικότητα απλώς προκαλεί ερέθισμα, αντικειμενική τάση για την αλλαγή της στρατηγικής του αντιπάλου. Και αντίπαλοι, ανταγωνιστές στην περίπτωσή μας, ήταν όλοι οι παράγοντες της τρόικας πριν καν αυτή συγκροτηθεί σε σώμα και αναμειχθεί με θεσμική και παραθεσμική μορφή στα πάντα - ουσιαστικά - που αφορούν στην πολιτικοοικονομική υπόσταση της χώρας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις απλώς δεν ανέπτυξαν καμία απολύτως εναλλακτική στρατηγική και όσοι εναντιωθήκατε στις προτάσεις μου, θεωρώντας τις ανεδαφικές, απλώς δεν διανοείσθε πως η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει και υπηρετήσει διαφορετική στρατηγική διαπραγμάτευσης εντός της ευρωζώνης, της ΕΕ και διεθνώς. Και δεν το διανοείστε είτε επειδή απορρίπτετε εξ’ ορισμού την περίπτωση ο «ασθενής» να πετύχει κάτι υπέρ αυτού και του λαού που υποτίθεται πως εκφράζει εντός του καπιταλισμού, είτε επειδή θεωρείτε πως η μόνη οδός σωτηρίας αδύναμων χωρών είναι να ακολουθούν πιστά την τροχιά δορυφόρου του εκάστοτε ισχυρού στα ευρωπαϊκά πράγματα.

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια ιδεολογικοποιημένη μορφή επαναστατικού χαρακτήρα του τύπου «όλα ή τίποτε», αν δεν γίνουν «όλα» υπό την πρωτοπόρα καθοδήγηση μας δεν θα γίνει τίποτα υπέρ του λαού και των εργαζομένων και μια και ποτέ δεν θα γίνουν «όλα» θα είμαστε δια πάντως ιστορικά δικαιωμένοι, ο καπιταλισμός απέτυχε, ζήτω ο σοσιαλισμός που θα επιτυγχάνει στις εκτιμήσεις του κάθε φορά που πέφτει σε κρίση ο καπιταλισμός! Δηλαδή, ο σοσιαλισμός είναι η απόλυτη αλήθεια, μόνον που για να γίνει αλήθεια θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κιόλας! Μα αν πραγματοποιηθεί θα χάσει την απόλυτά του καθώς θα έχει εξαφανιστεί το αντικείμενο (οι σχέσεις) που τον αναγάγει σε «απόλυτη αλήθεια»: ο καπιταλισμός. Άρα ο ισχυρότερος σοσιαλισμός είναι η σοσιαλιστική κριτική στον καπιταλισμό. Ο ομορφότερος και παραγωγικότερος όμως, είναι αυτός που κάνει κριτική στον εαυτό του, μόνον που ετούτος χάνει την ορμή του, καθώς δεν έχει να προσφέρει την «απόλυτη αλήθεια» πάνω στην οποία θεμελιώνεται η απόλυτη πίστη και αφοσίωση που την βάπτισαν αγνή συντροφικότητα, ενώ μάλλον αποτελεί σύνθετο ψυχολογικό φαινόμενο με καταπιεστικό πολιτικό αίτιο.

Πάμε στην δεύτερη και απείρως χειρότερη περίπτωση τώρα. Εδώ δεν έχουμε πολλά να πούμε. Οι σύγχρονοι συντηρητικοί και νεοφιλελεύθεροι στον τόπο μας πάσχουν από αθεράπευτο επαρχιωτισμό, ατομισμό, μαρκετολαγνεία, ζηλοφθονία και εξεγερμένο ανικανοποίητο ένστικτο επιβίωσης του τύπου «ο θάνατός σου η ζωή μου». Αυτά σε επίπεδο οικονομικών, διεθνών σχέσεων και ευρωπαϊκών σχέσεων καταλήγουν αναπόδραστα σε μια αφάνταστα αποκρουστική εθελοδουλία. Την πρώτη (επαναστατημένος εργασιασμός) εξέφρασε ένα τμήμα του αντικαπιταλιστικού κινήματος, ενώ την δεύτερη ένας εσμός νεοφιλελευθέρων και συντηρητικών με την συναίνεση ή υποκριτική ανοχή των - κατά δήλωσή τους - προοδευτικών φιλελευθέρων. Σε ό, τι αφορά μάλιστα τις δύο πρώτες κατηγορίες δεν παρατηρείται ιστορικά καμία σημαντική αντίφαση στο ελληνικό πλαίσιο ασφαλώς, οι τελευταίοι ωστόσο μάλλον θα πρέπει να αναρωτηθούν τι είναι εκείνο που τους μεταβάλει σε μεγάλα πολιτικώς «χαμένα κορμιά» της σήμερον. Μήπως ανέκαθεν έτσι ήταν; Μήπως πράγματι το λεγόμενο πολιτικό κέντρο στην Ελλάδα και η εξάπλωση του στον αναθεωρητικό και ριζοσπαστικό αριστερό χώρο αποτελείτο πράγματι από «χαμένα κορμιά» και μόνον, έτοιμα απλώς να συστήσουν μηχανισμούς πατρωνίας και διαπλοκής, παπαγαλίζοντας από συνήθεια ή ανάγκη πολιτικής νομιμοποίησης μεταμαρξιστικοφανή τσιτάτα, συστήνοντας σέχτες και τίποτε περισσότερο;

Αν όλα τα παραπάνω αποτραβηχτούν από το προσκήνιο, καθώς δεν φαίνονται ικανές οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις να τα αντιμετωπίσουν με ευθύτητα και δίχως πολιτικαντισμό και λαϊκισμό, αρχίζει να κυριαρχεί η περιπτωσιολογία και ο σκανδαλισμός με την μορφή κυρίως των τηλεπολιτικών, όπως και η σπεκουλαδόρικη προστριβή. Σε ό, τι μάλιστα αφορά στην αριστερά βιώνουμε την αέναη περιδίνηση μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης, σαν η ιστορία να μην έχει δώσει απάντηση σε αυτό. Η επανάσταση ηττήθηκε, αν ηττηθεί και η αριστερή μεταρρύθμιση θα έχει ηττηθεί και το επαναστατικό υποκείμενο της ιστορίας. Ουδείς θα υπάρχει τότε να κρατήσει ζωντανή την προοπτική μιας εντελώς διαφορετικής ασφαλώς επανάστασης για την ισότητα και την ελευθερία στο μέλλον, εντός μιας μεταμοντέρνας ασφαλώς πραγματικότητας. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός δεν θα αποτελέσει τον αιτιατό μηχανισμό της επαναστατικής ριζοσπαστικοποίησης του κινήματος των εργαζομένων, καθώς τότε και στο βαθμό που ολοκληρωθεί ως σύστημα διακυβέρνησης, θα μεταβούμε σε ένα είδος υποκαπιταλιστικών σχέσεων που θα μοιάζουν με εκείνες του μεσαίωνα. Η πολιτική οικονομία της βιομηχανικής επανάστασης στις φρέσκες ακόμη μοντέρνες δημοκρατίες ήταν εκείνη που προκαλούσε θεωρητικά (μαρξιστικά), τον αιτιατό μηχανισμό της ριζοσπαστικοποίησης του κινήματος των εργαζομένων για επανάσταση. Το τελευταίο κατέληξε στην Δυτική και κυρίως στην Βόρειο Ευρώπη στην άνοδο της ευημερίας δια της σοσιαλδημοκρατίας και του φιλελευθερισμού, ενώ στην ανατολική Ευρώπη και την Ευρασία ευνοήθηκαν σοσιαλιστικού χαρακτήρα κοινωνικοί μετασχηματισμοί, εκκινώντας όμως από το Λενινιστικό πάντρεμα της μαρξιστικής, δυτικής θεώρησης των μαζικών βιομηχανικών σχέσεων σε ένα περιβάλλον όπου την έννοια της μαζικότητας χαρακτήριζε ο ιμπεριαλισμός της αποικιοκρατίας ή η κατάρρευση της πλέον εντατικής/καταστροφικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων και των φυσικών πόρων κατά την πολεμική κινητοποίηση του τσαρικού καθεστώτος. Οι προϋποθέσεις αυτές όπως είναι φυσικό, με ιστορικούς όρους, δεν θα επαναληφτούν.

Οι υποκαπιταλιστικές σχέσεις εντός ενός ολοκληρωτικού καπιταλισμού ακόμη και να οδηγήσουν σε μελλοντικές επαναστάσεις, αυτές δεν θα πρέπει να συγχέονται με τις προηγούμενες σοσιαλιστικές. Όπως δεν πρέπει να συγχέεται η Γαλλική Επανάσταση με την Οκτωβριανή. Άρα, η αριστερή μεταρρύθμιση στον τόπο μας, δίχως να αποκλείει την επανάσταση στο μέλλον (μια διαφορετική λαϊκή επανάσταση από τις γνωστές), απλώς θα σταθεί εμπόδιο στον ισοπεδωτικό μονόδρομο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Και αυτό δεν είναι ασφαλώς «όλα», όπως δεν είναι και «τίποτε» για την ελληνική κοινωνία. Είναι «κάτι»! Στο τέλος μπορεί και αυτό, η αριστερή διακυβέρνηση εντός του καπιταλισμού, τοπικά, εδώ στην Ελλάδα, να σαρωθεί από την πολεμική μηχανή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να συμβάλλουμε ο καθένας με τον τρόπο του στην επιτάχυνση της ολοκλήρωσης του κοινωνικά εξοντωτικού καπιταλισμού στην Ευρώπη!

Προσέξτε, αν δεν φρενάρουμε την επιτάχυνση της κοινωνικής καταστροφής στην Ελλάδα, θα αρχίσουμε σε πολύ λίγο είτε να προσευχόμαστε στον Θεό να βάλει το χέρι του, είτε να μετράμε χαμένες ζωές αγωνιστών, είτε να λέμε «σταματήστε τη Γη για να κατέβω»! Αν δεν συνεργαστούν όλοι οι αριστεροί και οι πολιτικά φιλελεύθεροι στην εκπόνηση ενός Εθνικού Σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης που δεν θα απορρίπτει: Ούτε την διαπραγμάτευση, ούτε την ρήξη εντός της ΕΕ. Ούτε την διατήρηση μας υπό σαφείς σοσιαλδημοκρατικούς όρους, και στο πλαίσιο της εξαίρεσης της χώρας για μια δεκαετία τουλάχιστον από τους θεσμούς της ΟΝΕ. Ούτε την υιοθέτηση εθνικού νομισματικού συστήματος με παράλληλη έξοδο από το ευρώ και αναπροσδιορισμό της σχέσης μας με την ΕΕ και τους Δυτικούς θεσμούς συνεργασίας και ασφάλειας. Θα καταλήξουμε είτε να ρίχνει ο ένας τις ευθύνες στον άλλο για την χούντα που εγκαθιδρύθηκε, είτε να λέμε αυτό που ορθά επισημαίνει στo «Βήμα» η αγαπητή μου Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Η δυσφορία για την εικόνα της εξαθλίωσης, και όχι για την ίδια την εξαθλίωση, είναι εναρμονισμένη με έναν τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε, να υπάρχουμε, να συνυπάρχουμε, να μεγαλώνουμε, να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας, και κάποια στιγμή να πεθαίνουμε μέσα στο ψέμα και την κατασκευή». Καλά τα λέει η κ. Τσαλίκογλου, και να το προσέξετε, μόνον που δεν θα επιθυμούσα να τα επαναλάβω κι εγώ σε λίγο με τα λόγια της δικής μου αφήγησης! Δεν θέλω να κάνω άλλες διαπιστώσεις αυτής της μορφής. Δεν θα συνεχίσω στο μοτίβο των τελευταίων μου άρθρων. Δεν θα γράψω ξανά υποδηλωτικά μέσα στην κρίση. Δεν ωφελεί πλέον να περιγράφουμε την δομή της κοινωνικής ψυχοσύνθεσης του Έλληνα, ούτε να τον ερεθίζουμε πολιτικά με μεταφορές. Δεν ωφελεί με αυτό τον τρόπο να τον λυτρώνουμε από τις πολιτικές του ευθύνες ή να διασκεδάζουμε τις υλικοπολιτικές συνθήκες που υφίστανται αντικειμενικά στην χώρα και γύρω από την διεθνή της οντότητα. Αν ο Έλληνας Πολίτης επιθυμεί να κινήσει υπέρ της κοινωνίας και της εργασίας τον τροχό της ιστορίας (του) δεν έχει παρά να φρενάρει την επιτάχυνση στον κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό δυστυχώς κατήφορο των Συγκυβερνητών και της βουλής που δηλώνει δίχως να ντρέπεται πως νομοθετεί με το «πιστόλι στον κρόταφο». Η έγνοια που άρθρωσα σε αυτό το σημείωμα έχει να κάνει με την επιτάχυνση της καταστροφής της Ελλάδας στην ιστορική εξέλιξη. Ανοιχτά και έντιμα δήλωσα πως η επιτάχυνση ζαλίζει αυτούς που δεν έχουν εκπαιδευτεί αναλόγως, ενώ σε κάθε περίπτωση τινάζει στον αέρα τους βασικούς θεσμούς της αστικής δημοκρατίας για τους οποίους έχει χυθεί πολύ αίμα και έχουν δοθεί μεγάλοι και όμορφοι αγώνες λαϊκών πρωτοποριών και προσωπικοτήτων. Και στην Ελλάδα δεν έχουμε ούτε ίχνος τέτοιας πολιτικής εκπαίδευσης, αντιθέτως έχουμε θύματα και αγωνιστές που λησμονήσαμε από την μεριά των δημοκρατών. Ας οργανωθούμε λοιπόν οι δημοκράτες στο πλαίσιο μιας βήμα-βήμα πορείας απαγκίστρωσης από την άβυσσο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που μας επιβάλλεται στην αποκρουστική μάλιστα μορφή του Ευρωπροτεκτοράτου! Αν δεν το πράξουμε, θα ζήσουμε την επιτάχυνση προς τα πίσω, που μέσα στην ζαλάδα μας δεν αποκλείεται να θεωρηθεί από κάποιους επιτάχυνση προς την ευημερία και την πρόοδο! Στην τελευταία περίπτωση εκτός από την Φωτεινή θα απαιτηθούν και τα φώτα κλινικών ψυχολόγων, ψυχαναλυτών και ίσως ψυχιάτρων, ενώ εγώ θα μελετώ εμπειρικά και τοπικά την πολιτική σημασία του Panopticon, για το οποίο σας είχα γράψει θεωρητικά κάποια στιγμή! Το Θλιβερόν Ημερολόγιον δυστυχώς ξεκίνησε ήδη να γυρίζει τις σελίδες του και τα «θα» της προηγούμενης πρότασης, θα πρέπει μάλλον να παραλειφθούν. Η άβυσσος είναι ήδη εδώ, ασχέτως που βρίσκεται το μυαλό μας. Ας φρενάρουμε λοιπόν την επιταχυνόμενη διαδικασία καταστροφής με ενωτικό αγώνα των πραγματικά δημοκρατών και μετά βλέπουμε…


Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.  
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.