Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου *
Πορευόμαστε λοιπόν και εδώ, κατά πάσα πιθανότητα και παρά τον θόρυβο και την κινδυνολογία που εκπορεύεται από εκείνους που πολιτεύονται τρομοκρατώντας τον λαό τον οποίο κυβερνούν, προς μια μεικτή λύση που επιχειρεί να απαντήσει με τα οικονομικά της νέας, μεταμοντέρνας ευρωπαϊκής χρηματαγοράς σε ένα αίνιγμα του καζινοκαπιταλισμού: πώς θα συνεχιστεί μετριαζόμενη η ανάπτυξη της παρασιτικής οικονομίας και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος που συνδέεται με αυτήν στο Νησί, δίχως να βγει η Κύπρος από την ευρωζώνη και δίχως να αποχωρήσουν οι Ρώσοι επενδυτές. Με άλλα λόγια, πώς θα συνεχίσει η Κύπρος μια ανορθόδοξη με τα κλασικά οικονομικά ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης, αποτελώντας μια γκρίζα νησίδα ασφαλείας για τα κεφάλαια της λεγόμενης χρηματιστικής κερδοσκοπίας. Αυτά δηλαδή που παρασιτούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα για να παράγουν πλούτο δίχως να συμβάλουν στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών (αν εξαιρέσει κανείς μια πολύ περιορισμένη μορφή υπηρεσιών στον ίδιο τον χρηματοπιστωτικό κλάδο και σε άλλους που συνδέθηκαν απολύτως με αυτόν τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, όπως το «Real Estate», με την ευρεία του έννοια που περιλαμβάνει και την εκμετάλλευση φυσικών πόρων).
Αν δεν πούμε τα πράγματα έξω από τα δόντια, δεν υπηρετούμε κανενός είδους μικρή αλήθεια που συνδέεται με την απομυθοποίηση της κρίσης στην περιοχή του ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Αν δεν αναδείξουμε τις πραγματικές πολιτικοοικονομικές σχέσεις που δομούν το κυπριακό αίνιγμα ως σύγχρονο ευρωπαϊκό πρόβλημα τριπλού μάλιστα χαρακτήρα (οικονομικού, πολιτικού, γεωπολιτικού), δεν βοηθάμε στην προσπάθεια δόμησης αντικειμενικής αντίληψης για την ανάπτυξη οποιασδήποτε προοδευτικής πολιτικής με κοινωνικά ασφαλώς κριτήρια.
Θλίβομαι ειλικρινά παρακολουθώντας την υποκρισία όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων στην Ελλάδα και της mainstream διανόησης ως προς το σημερινό κυπριακό ζήτημα, που δεν είναι άσχετο με το «κυπριακό» ως διεθνές πρόβλημα ασφαλείας και κρατικής συγκρότησης με «power-sharing» μεταξύ των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων. Δεν είναι άσχετο με τον βίαιο διαμελισμό του νησιού και την τουρκική κατοχή του βορείου τμήματος της Νήσου, τον τρόπο ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και αργότερα στην ευρωζώνη, όπως επίσης του «όχι» στο δημοψήφισμα επί του - άκρως προβληματικού και παγιδευτικού σε μια ατέρμονα ελληνοτουρκική διαπάλη υπό ξένη ηγεμονία - σχεδίου Ανάν, καθώς και με την μεγέθυνση της ρωσικής επιρροής στα πολιτικά πράγμα στο Νησί, ιδίως μετά την ανακάλυψη των ενεργειακών κοιτασμάτων. Το ζήτημα δεν είναι άσχετο ούτε με την ελληνοτουρκική διένεξη και την μορφή που αυτή έχει λάβει στην συγκυρία με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ και των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών να τίθεται εκ νέου ως «πακέτο διαφορών προς επίλυση» και μάλιστα σε ένα αναθεωρητικό πλαίσιο με όρους ολοκληρωτικού καπιταλισμού (: win-win συνεργασία στις περιοχές τουρκικής αμφισβήτησης της αναφερόμενης στο πλαίσιο του ελληνικού εθνικού συμφέροντος κυριαρχίας).
Η ιστορία, φίλοι, είναι η μόνη που γράφει… ιστορία με την διαστροφική μάλιστα συμμετοχή της λεγόμενης ιστορικής μνήμης που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πολιτικά κυρίαρχη αντίληψη περί έθνους και εθνικής ταυτότητας στην συγκυρία. Ο κόσμος μπορεί να μην εξελίσσεται γραμμικά, αλλά δεν είναι επίπεδος. Πίσω από τις σημερινές πολιτικές συμπεριφορές, αποφάσεις και πολιτικές συγκρούσεις υπάρχει ιστορία με την μορφή των γεγονότων και των πολιτικοοικονομικών σχέσεων που τα διαμόρφωσαν έτσι και όχι αλλιώς, όπως και προκατάληψη με την μορφή της ιστορικής μνήμης, που είναι ασφαλώς εθνικιστικά δομημένη ως εθνική συνειδητότητα… και αυτό δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό, είναι ένα γενικό ιστορικοπολιτικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει την νεωτερικότητα. Είναι αυτό που δίνει ουσία στην ύπαρξη στο τελευταίο, όπως όλα δείχνουν, στάδιο αυτής της ιστορικής εποχής. Για τον ορισμό αυτής ακριβώς της ουσίας, που δεν είναι σταθερή και αμετάβλητη, δίνονται κοινωνικές μάχες, ταξικές μάχες, οικονομικές μάχες σαν την σημερινή στην Κύπρο και διεξάγονται ιμπεριαλιστικοί ή άλλοι πόλεμοι όλων των μορφών ηγεμονίας. Η διαμάχη για τον ορισμό αυτής της ουσίας είναι το αίτιο της πολιτικής δράσης. Ο αιτιατός μηχανισμός που «κινεί» την ιστορία. Η ομορφιά και ταυτόχρονα η ασχήμια της ανθρωπότητας. Η ατομική ευφυΐα συνδεδεμένη άρρηκτα με την απόλυτη κοινωνική ηλιθιότητα. Η ευημερία που συνδέεται με την βαρβαρότητα! Άρα, η ίδια η ύπαρξη είναι πολιτικό προϊόν. Και η κατάληξη του «κυπριακού αινίγματος», που θα ορίσει το σύγχρονο ευρωπαϊκό πρόβλημα σε μια μεταμοντέρνα βάση, θα απολέσει - μαζί με άλλα συναφή γεγονότα ασφαλώς - τη νέα μορφή προβληματοποίησης της ύπαρξης όχι μόνον στο Νησί και την Ελλάδα, αλλά μάλλον ευρύτερα στην Ένωση και ίσως πέρα από αυτήν, στο χώρο της παγκοσμιοποίησης.
Το «κυπριακό αίνιγμα» έρχεται να απομυθοποιήσει άλλη μια οικονομία «πρότυπο» και να θέσει ξανά σε δοκιμασία την εμπιστοσύνη του πολίτη, όχι ακριβώς στους θεσμούς της αγοράς, αλλά του ίδιου του κράτους που δομείται πάνω σε αυτούς – όπως ισχυρίστηκα στο προηγούμενο διαδικτυακό μου σημείωμα, δείχνοντας ουσιαστικά το μείζον πρόβλημα δημοκρατίας που εγείρεται στην συγκυρία και προτείνοντας ταυτόχρονα μέθοδο δημοκρατικής αντίδρασης. Έτσι, το «κυπριακό αίνιγμα» μεταβάλλεται σε πρόβλημα δημοκρατίας και δείχνει την ουσία του σημερινού ευρωπαϊκού προβλήματος. Η Κύπρος δεν αποτελεί απλώς μια παράπλευρη συνέπεια (απώλεια) της ελληνικής κρίσης, αλλά μια εμφατική δομή του προβλήματος του παρασιτικού καπιταλισμού, της χρηματιστικής κερδοσκοπίας όπως προανέφερα, που συνδέεται με την ελληνική κρίση, αλλά σκοπίμως διασκεδάζεται από την διαπλοκή και τους διεθνείς μηχανισμούς που μετέτρεψαν την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση σε δημοσιονομική στην Ευρώπη, στηριζόμενοι στο αντιπληθωριστικό μοντέλο της γερμανικής νεο-ηγεμονίας στην περιοχή. Αυτό πληρώνουν με πόνο, φτωχοποίηση, ανεργία και αίμα οι λαοί που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον καζινοκαπιταλισμό, με ασθενή παραγωγική δομή στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, σχετικά χαμηλή απασχολούμενη τεχνολογία στην διοίκηση και την παραγωγή και αντίστοιχα ανίσχυρη και λιγότερο πατριωτικά σθεναρή αστική τάξη, με παράλληλα απομαζικοποιημένη εργατική τάξη. Τούτο αποτελεί την πολιτική βάση πάνω στην οποία στήνεται το κοινωνικοπολιτικό δράμα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο.
Κοιτάξτε, το «κυπριακό αίνιγμα» είναι απότοκο των λεγόμενων Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου σε συνδυασμό με το καθεστώς των εξωχώριων (offshore) εταιρειών και των «ελκυστικών καταθετικών προϊόντων», που ασφαλώς είναι ένα γενικότερο ζήτημα διαστροφής των κλασικών οικονομικών του καπιταλισμού και ιστορική εξέλιξη του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού προς το γρήγορο κέρδος. Αφορά στην κρίση του ευρωπαϊκού μοντέλου συσσώρευσης με την μορφή των νέων επενδυτικών προϊόντων των λεγόμενων Θεσμικών Επενδυτών. Η Κύπρος μπήκε στην ευρωζώνη για να διευκολύνει την ανάπτυξη αυτού του παιχνιδιού στην περιοχή που συναντάται η ΕΕ με την Ευρασία, επ’ ωφελεία όλων των πλευρών και κυρίως Ρώσων, Γερμανών, Βρετανών και άλλων ευρωπαϊκών και αμερικανικών ολιγαρχικών συμφερόντων. Έγινε το χωνευτήρι της παρασιτικής κερδοσκοπίας, μέχρι που η υπόθεση άρχισε να χαλάει, εξαιτίας αυτόνομων πρωτοβουλιών της προηγούμενης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και των προκατόχων της, και νέων προκλήσεων σε γεωπολιτικό επίπεδο για την περιοχή. Η κυπριακή ελίτ είχε «πάρει αέρα» και τολμούσε προκλητικές για την κεντροευρωπαϊκή ελίτ κινήσεις, γυρίζοντας το παιχνίδι υπέρ Ρώσων ολιγαρχών και κερδοσκοπικών κεφαλαίων που ηρνούντο την καθοδήγηση από τις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη και το Λουξεμβούργο. Το σύστημα που «ρουφάει το κεφάλαιο στην Ευρωζώνη» όπως θα έλεγε και ο G. Soros, αντέδρασε για να μην αναρχοποιηθεί το καθεστώς και πάμε σε μια επανάληψη του κράχ του 1929.
Αν η Γερμανική κυβέρνηση με τους συμμάχους της δεν παρενέβαινε στην Κύπρο, θα διαταρασσόταν σοβαρά ο μηχανισμός της ευρωζώνης. Δηλαδή το σύστημα των αγωγών που ρουφάει κεφάλαιο από την περιφέρεια και έξω από αυτήν και το κατευθύνει στα κεφαλαιοκρατικά κέντρα, για να διοχετευτεί στη συνέχεια ένα μικρό μέρος αυτού με συνήθως αντιπαραγωγικό τρόπο στις περιφερειακές οικονομίες. Το καθεστώς αυτό προτεκτορατοποιεί τις χώρες της περιφέρειας της Ένωσης, ενώ θεσμοθετεί ένα μηχανισμό σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας σε αυτές, δημιουργώντας έτσι ένα μόνιμο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους, το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί δίχως την κινεζοποίηση των σχέσεων εργασίας-κεφαλαίου σε αυτές τις χώρες – όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσω προσφάτως – με παράλληλη επιχορήγηση στοχευμένων δραστηριοτήτων σε αυτές από την ΕΕ. Η Κύπρος έπρεπε να τιμωρηθεί για να συνετισθούν οι κυβερνήτες της και άλλοι που πιθανόν να ήθελαν να τους μιμηθούν και να πάψουν να θεωρούν πως μπορούν να χρησιμοποιούν την παρασιτική οικονομία, που ουσιαστικά αποτέλεσε το διαβατήριό τους για να ενταχτούν στην ευρωζώνη, για δικό τους πολιτικό όφελος και υπέρ «φίλων» τους, οι οποίοι με θράσος μάγκα επαρχιώτη τόλμησαν να αμφισβητήσουν το σύγχρονο μοντέλο ανακατανομής του πλούτου με φορά από τα ασθενέστερα στα ισχυρότερα επενδυτικά κεφάλαια!
Αντί λοιπόν να αναλωνόμαστε σε εθνικιστικό ενθουσιασμό για το ΟΧΙ των Κυπρίων στην «κακούργα» Μέρκελ και σε άλλες σαχλαμάρες, ας καταλάβουμε την πολιτική φύση του «κυπριακού αινίγματος» και ας προβληματιστούμε σοβαρά για την διάσταση της σημερινής κρίσης στην ΕΕ και κυρίως στην παραδομένη στην τύχη της, Ελλάδα. Το ζήτημα είναι η καλή λειτουργία των «αγωγών»! Όχι απλώς των ενεργειακών αλλά κυρίως των άλλων. Αυτών που μεταφέρουν αντί για υδρογονάνθρακες, «υδατάνθρακες» - όπως θα έλεγε και ο αγαπητός Πάνος – και μπόλικο «αίμα» από την περιφέρεια στα καπιταλιστικά κέντρα, στο πλαίσιο μια διαδικασίας πόλωσης του κεφαλαίου, την οποία έχω περιγράψει μάλλον με σαφήνεια, ορίζοντας έτσι – αν ενθυμίστε – την ουσία της ύπαρξης της ευρωζώνης και την ουσία της κρίσης σήμερα σε ό, τι αφορά στην διαταραχή του μηχανισμού συσσώρευσης. Η κρίση αυτή μην ξεχνάτε πως προκλήθηκε ως φυσικό παρακολούθημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του τέλους του 2007, οι ρίζες της οποίας ωστόσο βρίσκονται στην θεσμική οργάνωση των αγορών μετά το 1998 με κριτήριο την άντληση πόρων από την περιφέρεια και από εξωτερικά κερδοσκοπικά κεφάλαια που αποθηκεύονται σε αυτήν, για την παραγωγή υψηλής υπεραξίας στο βιομηχανικό κέντρο. Μέρος αυτής της υπεραξίας μεταφέρεται στις χώρες της περιφέρειας, είτε με την μορφή των κρατικών ή τραπεζικών δανείων (ή ακόμη με την εξαιρετική μορφή που περιγράφει η κατάπτυστη Δανειακή Σύμβαση τρόικας-Ελλάδας), είτε με τις επενδύσεις πολυεθνικών, συνήθως ολιγοπωλιακού χαρακτήρα, είτε με την μορφή των Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου.
Ο ανορθολογικός τρόπος της κυπριακής οικονομίας αποσυντόνιζε την λειτουργία των «οικονομικών αγωγών» και την φορά των κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η αρχή συσσώρευσης στην ευρωζώνη. «Επιτέλους να μπει μια τάξη στο Ευρωμαγαζί, διότι όπως πάμε θα διαλυθεί και τι θα απογίνουμε εμείς οι φτωχοί και μόνοι στον εχθρικό κόσμο που μας περιβάλει! Άμα διαλυθεί η ευρωζώνη μας, καθώς θα χάσει την σημασία του ο πολιτικοοικονομικός σκοπός της, τι θα απογίνει το ανάδελφο έθνος των Ελλήνων; Πες μας συγγραφέα του «μνημειώδους» άρθρου «το κυπριακό αίνιγμα ως ευρωπαϊκό πρόβλημα», πώς θα ζήσουμε δίχως ευρώ και πώς θα αντιμετωπίσουμε τον Τούρκο οχθρό; Πες αν τολμάς, ποια είναι η λύση δίχως «τσιριμόνιες». Έξοδος από το ευρώ ή κολύμπι στη ρουφήχτρα κεφαλαίων και ζωών για να μην μας φάει ζωντανούς ο Τούρκος, που τρέμει μην τον φάει η Ρωσική Αρκούδα»; Στην ρουφήχτρα ή στο άγνωστο δίπλα στη γνωστή Τουρκία; Γιατί επιμένεις στην πολιτική διαπραγμάτευση με τους «ρουφήχτρες», δεν καταλαβαίνεις αυτά που ο ίδιος γράφεις»;
Αυτό είναι το ζήτημα, πως καταλαβαίνω τουλάχιστον πώς και γιατί κατασκευάζονται τα «αινίγματα» για να διασκεδάσουν την λειτουργία «αγωγών» και πως η πολιτική υπάρχει όχι για να διακηρύσσει το «καλύτερα μιας ώρα ελεύθερη ζωή…» ή το «δίκιο του εργάτη», αλλά να θεμελιώνει μικρές αλήθειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μέσω της διαπραγμάτευσης με τον αντίπαλο, μεγάλες ανατροπές, κινητοποιώντας ασφαλώς τον λαό με ειλικρίνεια και πολιτική εντιμότητα. Με τον αντίπαλο διαπραγματεύεσαι διαρκώς και δεν γίνεται αλλιώς - όσο υπάρχει τουλάχιστον αντίπαλος. Σήμερα η περιφέρεια και δυστυχώς η ήδη χρεοκοπημένη περιφέρεια της ευρωζώνης έχει ως βασικό αντίπαλο το κέντρο της ευρωζώνης. Σε αυτό αφορά πολιτικά η κρίση και είναι απάτη η απόκρυψή του από τους Έλληνες. Με αυτούς διαπραγματεύεσαι, είτε στο επίπεδο των ροών εντός των «αγωγών», είτε στο επίπεδο της δομής των αγωγών. Η δεύτερη μορφή διαπραγμάτευσης οδηγεί ή στην ριζική αλλαγή του μοντέλου της ευρωζώνης υπέρ των επιμέρους περιφερειακών κοινωνιών και των εργαζομένων ή στην διάλυσή της ευρωζώνης. Η ίδια η διαδικασία μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης θα ριζοσπαστικοποιήσει με ένα φυσιολογικό πολιτικά τρόπο τους εργαζόμενους και τα μεσαία στρώματα και θα προκαλέσει προοδευτικές μεταβολές στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα. Αρκεί η διαπραγμάτευση να πραγματοποιηθεί έτσι και όχι με την πρώτη μορφή.
Αυτή είναι μια επίσης ιστορικού τύπου μεθοδολογική αλήθεια που δεν αποσκοπεί στην επανάληψη ιστορικών γεγονότων στο παρόν ή το μέλλον. Παρακαλώ μη με ρωτήσετε μετά από αυτά αν έχουν δίκιο ή άδικο οι Κύπριοι. Και ποιος σκοπός είναι αγαθότερος: αυτός που υπηρετεί το «κυπριακό αίνιγμα» από την πλευρά της κυπριακής ηγεσίας, ή αυτός εκείνων που θέλουν να «ορθολογικοποιήσουν» τον τραπεζικό τομέα στην Κύπρο για να ομαλοποιήσουν τις ροές στον χρηματικό αγωγό, υπέρ αυτών; Όλοι δίκιο έχουν, ο καθένας από την πλευρά του, με την στενή έννοια του ρασιοναλιστικού συμφέροντος, ενώ και οι δύο ταυτόχρονα άδικο με την κοινωνική έννοια του συμφέροντος. Το καθεστώς συσσώρευσης αυτού του τύπου είναι απολύτως αρρωστημένο και απολύτως πολεμικού χαρακτήρα, οδηγώντας συστήματα ηγεμονίας αυτής της μορφής σε διάλυση, μετά από μείζονα κρίση εσωτερικής συνοχής και εμπιστοσύνης. Η ευρωζώνη μετά την κρίση στην Κύπρο θα είναι γυμνή από πολιτική ηθική, παρά τον ηθικισμό της και τα περί μεγάλου όγκου μαφιόζικων κεφαλαίων που προστατεύονται και ξεπλένονται από τις αδύναμες κυπριακές τράπεζες. Το «κυπριακό αίνιγμα» φανερώνει το κρίσιμο και αξεπέραστο δίχως βαθύ εκδημοκρατισμό, δομικό ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Η αντιμετώπιση από την ελληνική κυβέρνηση και τους βασικούς φορείς της διαπλοκής του «κυπριακού αινίγματος», επιτρέψτε μου απλώς να πω, πως ήταν αηδιαστική. Σε κάθε περίπτωση η έστω και σχετικά επιτυχής διαπραγμάτευση της κυπριακής ηγεσίας με την ηγεσία της ΕΕ και τους θεσμούς της ευρωζώνης, έστω και αυτό το ΟΧΙ που ακούστηκε από το Νησί ήταν μια μεγάλη συνεισφορά στον πολιτικό αγώνα των μικρών περιφερειακών χωρών που βρίσκονται στο στόμα της «ρουφήχτρας». Ήταν η «ημέρα» σε αντίθεση με τη «νύχτα» του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα σε αντίθεση με την αντιδραστική και εθελόδουλη Συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Τουλάχιστον οι Συγκυβερνώντας στην Ελλάδα θα έπρεπε να γνωρίζουν, πως ακόμη και η χυδαιότερη και αντιλαϊκότερη συμπεριφορά μπορεί να γίνει ανεχτή από έναν λαό, ποτέ όμως η συμπλεγματική εχθρότητα προς αυτό που σε ξεπερνά πολιτικά και ηθικά. Ως πολιτικό σύστημα αυτό της Κυπριακής Δημοκρατίας, έδειξε να είναι ποιοτικά πολύ ανώτερο από το ελληνικό. Μακάρι να σώπαιναν οι δικοί μας και να μην προκαλούσαν κι από πάνω, εκβιάζοντας με τον τρόπο τους και αυτοί τους Κυπρίους. Μακάρι να είχαν λίγο τσίπα!
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.