του Σπύρου Κουζινόπουλου
Η βαθιά οικονομική κρίση που γνωρίζει το τελευταίο διάστημα η χώρα και τα εξοντωτικά μέτρα που επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό ελέω τρόϊκας και μνημονίου, κάνει κάποιους νοσταλγούς του ναζισμού και της δικτατορίας,, ψαρεύοντας στα θολά νερά, να νοσταλγούν την επταετία, λέγοντας ότι «μία χούντα μας χρειάζεται».
Χωρίς να ξεχνάμε το καταπιεστικό καθεστώς που είχε επιβάλει το δικτατορικό καθεστώς, τις δολοφονίες και τις εκτελέσεις πολιτών, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις και τις εκτοπίσεις δεκάδων χιλιάδων αντιφρονούντων, ας δούμε την οικονομική της πολιτική, η οποία θεωρούμε ότι αποτέλεσε την απαρχή των σημερινών δεινών της Ελλάδος.
Tην ακμή, που γνώρισε η οικονομική ανάπτυξης της Ελλάδος, μετά το τέλος της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, τη διαδέχθηκε επί δικτατορίας της χούντας ο στασιμοπληθωρισμός και η υπανάπτυξη. Και η χώρα μας από την οικονομική σταθερότητα που είχε γνωρίσει μέχρι το 1967, με τον πληθωρισμό να είναι ο χαμηλότερος της Ευρώπης, φτάσαμε το 1973 στον τετραπλασιασμό του ποσοστού αύξησης των τιμών και με ποσοστό 15,5% να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, μετά την Ισλανδία. Ενώ στους μήνες του 1974 που παρέμενε ακόμη η δικτατορία, το ποσοστό του πληθωρισμού υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με το 1973 και έφτασε στο 31,9%, φτάνοντας πάλι να υστερεί μόνο έναντι της Ισλανδίας που είχε ανέβει στο 32,2%.
Η χούντα πανηγύριζε μέχρι το 1972 ότι αύξησε το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και μείωσε την ανεργία. Όπως όμως σημείωνε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, «η μείωσις της ανεργίας προέκυψε κυρίως ως αποτέλεσμα υψηλών ρυθμών εξωτερικής μεταναστεύσεως και δευτερευόντως εκ της αυξήσεως της εγχωρίου απασχολήσεως» (ΣΕΒ, Ειδικαί Μελέται, Αθήνα, Ιούνιος 1974, σ.36).
Η εξωτερική μετανάστευση
Η χούντα, όχι μόνο υπέθαλψε την εξωτερική μετανάστευση (κάθε χρόνο, την περίοδο της επταετίας, έφευγαν περίπου 150.000 Έλληνες στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση), αλλά οδήγησε και στη μείωση του ενεργού οικονομικά πληθυσμού. Όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Θεοδώρου, «ενώ ο γενικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε στη δεκαετία 1961-1971 κατά 380.088 άτομα, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός αντίθετα μειώθηκε από 3.638.601 σε 3.283.880 άτομα, δηλαδή κατά 354.721 άτομα και σε ποσοστό 9,7% που αντιστοιχεί σε γενικό μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 0,97%. Έτσι και η ποσοστιαία συμμετοχή του οικονομικά ενεργού έναντι του συνόλου του πληθυσμού, μειώθηκε από 43,4% το 1961 σε 37,5% το 1971. Η μείωση παρατηρείται όχι σε ορισμένες μόνο περιοχές, αλλά σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας» (Θεόδωρος Θεοδώρου Για την εργατική τάξη στην Ελλάδα, Αθήνα 1974, σ.30)
Σύμφωνα με τον μετέπειτα υπουργό, Αθανάσιο Κανελλόπουλο, σε άρθρο του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο (Οκτώβριος 1973), λόγω της οικονομικής πολιτικής της χούντας την εξαετία 1967-1972, «…έφθασε το συνολικό εξωτερικό χρέος της οικονομίας, στο τέλος του 1972, σε 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται οι εις συνάλλαγμα καταθέσεις. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι χρωστάμε στο εξωτερικό δυόμισι φορές το υπάρχον συναλλαγματικό μας απόθεμα».
Οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες
Το δικτατορικό καθεστώς διόγκωσε απότομα τις στρατιωτικές δαπάνες και τις διπλασίασε έως το 1970, σε σύγκριση με τα προδικτατορικά χρόνια και συνεχίστηκε η ανοδική πορεία. Συνολικά κατά την επταετία 1967-1974 έγιναν παραγγελίες πολεμικού υλικού από τον δημόσιο προϋπολογισμό, ύψους 3 δις δολαρίων ΗΠΑ. Οι κυριότερες από τις παραγγελίες αυτές ήταν:
-4 υποβρύχια γερμανικής προελεύσεως αξίας 650 εκατ. Δολαρίων.
-8 πυραυλάκατοι γαλλικής κατασκευής, αξίας 240 εκατ. Δολαρίων.
-36 αεροπλάνα μαχητικά «Φάντομ 4» αμερικανικής κατασκευής, αξίας 150 εκατ. Δολαρίων.
-200 μέσα άρματα μάχης ΑΜΧ-30 γαλλικής κατασκευής, αξίας 125 εκατ. Δολαρίων.
-40 μαχητικά αεροπλάνα «Μιράζ 3F-1» γαλλικής κατασκευής, αξίας 75 εκατ. Δολαρίων.
-60 αεροπλάνα μαχητικά-βομβαρδιστικά «Α-7D/Κορσαίρ» και 18 μεταφορικά αεροπλάνα «C-130» αμερικανικής κατασκευής, αξίας 400 εκατ. δολαρίων. (Σόλων Γρηγοριάδης,Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 194-1974, τ.12, σ.325).
Η εποχή που θησαύριζαν οι "μεγάλοι"
Την ώρα που αύξανε τα χρέη της Ελλάδας, η χούντα παρέδιδε τη χώρα στο μεγάλο κεφάλαιο, που ήταν ο μεγάλος κερδισμένος της επταετίας. Ενδεικτικό είναι ότι μόνο το 1973, σε σύγκριση με το 1972, οι μεγάλοι του μονοπωλιακού κεφαλαίου είχαν αστρονομικά κέρδη. Όπως η «Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία» του Τομ Πάππας που αύξησε τα κέρδη της κατά 3.900% (από τα 6 στα 240 εκατ. δραχμές), η «Λάρκο» του Μποδοσάκη κατά 351,2%, η «Αλουμίνιον της Ελλάδος» (Πεσινέ) κατά 266,7%, η «Χαλυβουργική» του Αγγελόπουλου κατά 595,4%, η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» του Κατσάμπα κατά 163,7%.
Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι την ώρα που παρέδιδε τη χώρα στο μεγάλο κεφάλαιο, η δικτατορία της χούντας αύξαινε, εξαιτίας των εξοπλιστικών της προγραμμάτων (κάτι μας θυμίζει αυτό) το εξωτερικό χρέος της Ελλάδος. Και ήταν η απαρχή, για να αρχίσει η πολιτική των ελλειμμάτων και της αύξησης του δημόσιου χρέους, που ακολούθησαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, για να φτάσουμε στη σημερινή κατάντια.
Εγνατία οδός και Τομ Πάππας
Είναι πολύ χαρακτηριστικές δύο περιπτώσεις, της Εγνματίας οδού και των «επενδύσεων» του περιβόητου Τομ Πάππας:
-Εγνατία: Απίστευτα επαχθής ήταν η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). Το Δημόσιο έβαζε 45 απ' τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, «διευκόλυνε» τον «επενδυτή» με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο «ανάδοχος» θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων (συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας χρηματοδότησης!) -τα 4.500.000 δολάρια «εν είδει προκαταβολής». «Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει για άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). Τελικά, δεν βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε, αφού το Δημόσιο επιβαρύνθημε με 1,5 δισ. δρχ.
-Cova Cola:Ο Ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας ήταν ήδη παρών με το διυλιστήριο της Esso στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή. Το Μάιο του 1972 η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς τη ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201).
Να θυμίσουμε ότι ο θερμός υποστηρικτής της χούντας, Τομ Πάππας, πρωταγωνίστησε ως γνωστόν στο «ελληνικό Γουοτεργκέιτ», ανακυκλώνοντας κονδύλια της CIA για το χρηματισμό του Νίξον από τους δικτάτορες. Ενας προσωπάρχης του με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ.
Η βαθιά οικονομική κρίση που γνωρίζει το τελευταίο διάστημα η χώρα και τα εξοντωτικά μέτρα που επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό ελέω τρόϊκας και μνημονίου, κάνει κάποιους νοσταλγούς του ναζισμού και της δικτατορίας,, ψαρεύοντας στα θολά νερά, να νοσταλγούν την επταετία, λέγοντας ότι «μία χούντα μας χρειάζεται».
Χωρίς να ξεχνάμε το καταπιεστικό καθεστώς που είχε επιβάλει το δικτατορικό καθεστώς, τις δολοφονίες και τις εκτελέσεις πολιτών, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις και τις εκτοπίσεις δεκάδων χιλιάδων αντιφρονούντων, ας δούμε την οικονομική της πολιτική, η οποία θεωρούμε ότι αποτέλεσε την απαρχή των σημερινών δεινών της Ελλάδος.
Tην ακμή, που γνώρισε η οικονομική ανάπτυξης της Ελλάδος, μετά το τέλος της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, τη διαδέχθηκε επί δικτατορίας της χούντας ο στασιμοπληθωρισμός και η υπανάπτυξη. Και η χώρα μας από την οικονομική σταθερότητα που είχε γνωρίσει μέχρι το 1967, με τον πληθωρισμό να είναι ο χαμηλότερος της Ευρώπης, φτάσαμε το 1973 στον τετραπλασιασμό του ποσοστού αύξησης των τιμών και με ποσοστό 15,5% να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, μετά την Ισλανδία. Ενώ στους μήνες του 1974 που παρέμενε ακόμη η δικτατορία, το ποσοστό του πληθωρισμού υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με το 1973 και έφτασε στο 31,9%, φτάνοντας πάλι να υστερεί μόνο έναντι της Ισλανδίας που είχε ανέβει στο 32,2%.
Η χούντα πανηγύριζε μέχρι το 1972 ότι αύξησε το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και μείωσε την ανεργία. Όπως όμως σημείωνε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, «η μείωσις της ανεργίας προέκυψε κυρίως ως αποτέλεσμα υψηλών ρυθμών εξωτερικής μεταναστεύσεως και δευτερευόντως εκ της αυξήσεως της εγχωρίου απασχολήσεως» (ΣΕΒ, Ειδικαί Μελέται, Αθήνα, Ιούνιος 1974, σ.36).
Η εξωτερική μετανάστευση
Η χούντα, όχι μόνο υπέθαλψε την εξωτερική μετανάστευση (κάθε χρόνο, την περίοδο της επταετίας, έφευγαν περίπου 150.000 Έλληνες στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση), αλλά οδήγησε και στη μείωση του ενεργού οικονομικά πληθυσμού. Όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Θεοδώρου, «ενώ ο γενικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε στη δεκαετία 1961-1971 κατά 380.088 άτομα, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός αντίθετα μειώθηκε από 3.638.601 σε 3.283.880 άτομα, δηλαδή κατά 354.721 άτομα και σε ποσοστό 9,7% που αντιστοιχεί σε γενικό μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 0,97%. Έτσι και η ποσοστιαία συμμετοχή του οικονομικά ενεργού έναντι του συνόλου του πληθυσμού, μειώθηκε από 43,4% το 1961 σε 37,5% το 1971. Η μείωση παρατηρείται όχι σε ορισμένες μόνο περιοχές, αλλά σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας» (Θεόδωρος Θεοδώρου Για την εργατική τάξη στην Ελλάδα, Αθήνα 1974, σ.30)
Σύμφωνα με τον μετέπειτα υπουργό, Αθανάσιο Κανελλόπουλο, σε άρθρο του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο (Οκτώβριος 1973), λόγω της οικονομικής πολιτικής της χούντας την εξαετία 1967-1972, «…έφθασε το συνολικό εξωτερικό χρέος της οικονομίας, στο τέλος του 1972, σε 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται οι εις συνάλλαγμα καταθέσεις. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι χρωστάμε στο εξωτερικό δυόμισι φορές το υπάρχον συναλλαγματικό μας απόθεμα».
Οι πραξικοπηματίες στο "σκαμνί" |
Το δικτατορικό καθεστώς διόγκωσε απότομα τις στρατιωτικές δαπάνες και τις διπλασίασε έως το 1970, σε σύγκριση με τα προδικτατορικά χρόνια και συνεχίστηκε η ανοδική πορεία. Συνολικά κατά την επταετία 1967-1974 έγιναν παραγγελίες πολεμικού υλικού από τον δημόσιο προϋπολογισμό, ύψους 3 δις δολαρίων ΗΠΑ. Οι κυριότερες από τις παραγγελίες αυτές ήταν:
-4 υποβρύχια γερμανικής προελεύσεως αξίας 650 εκατ. Δολαρίων.
-8 πυραυλάκατοι γαλλικής κατασκευής, αξίας 240 εκατ. Δολαρίων.
-36 αεροπλάνα μαχητικά «Φάντομ 4» αμερικανικής κατασκευής, αξίας 150 εκατ. Δολαρίων.
-200 μέσα άρματα μάχης ΑΜΧ-30 γαλλικής κατασκευής, αξίας 125 εκατ. Δολαρίων.
-40 μαχητικά αεροπλάνα «Μιράζ 3F-1» γαλλικής κατασκευής, αξίας 75 εκατ. Δολαρίων.
-60 αεροπλάνα μαχητικά-βομβαρδιστικά «Α-7D/Κορσαίρ» και 18 μεταφορικά αεροπλάνα «C-130» αμερικανικής κατασκευής, αξίας 400 εκατ. δολαρίων. (Σόλων Γρηγοριάδης,Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 194-1974, τ.12, σ.325).
Η εποχή που θησαύριζαν οι "μεγάλοι"
Την ώρα που αύξανε τα χρέη της Ελλάδας, η χούντα παρέδιδε τη χώρα στο μεγάλο κεφάλαιο, που ήταν ο μεγάλος κερδισμένος της επταετίας. Ενδεικτικό είναι ότι μόνο το 1973, σε σύγκριση με το 1972, οι μεγάλοι του μονοπωλιακού κεφαλαίου είχαν αστρονομικά κέρδη. Όπως η «Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία» του Τομ Πάππας που αύξησε τα κέρδη της κατά 3.900% (από τα 6 στα 240 εκατ. δραχμές), η «Λάρκο» του Μποδοσάκη κατά 351,2%, η «Αλουμίνιον της Ελλάδος» (Πεσινέ) κατά 266,7%, η «Χαλυβουργική» του Αγγελόπουλου κατά 595,4%, η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» του Κατσάμπα κατά 163,7%.
Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι την ώρα που παρέδιδε τη χώρα στο μεγάλο κεφάλαιο, η δικτατορία της χούντας αύξαινε, εξαιτίας των εξοπλιστικών της προγραμμάτων (κάτι μας θυμίζει αυτό) το εξωτερικό χρέος της Ελλάδος. Και ήταν η απαρχή, για να αρχίσει η πολιτική των ελλειμμάτων και της αύξησης του δημόσιου χρέους, που ακολούθησαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, για να φτάσουμε στη σημερινή κατάντια.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος με τον Τομ Πάππας |
Εγνατία οδός και Τομ Πάππας
Είναι πολύ χαρακτηριστικές δύο περιπτώσεις, της Εγνματίας οδού και των «επενδύσεων» του περιβόητου Τομ Πάππας:
-Εγνατία: Απίστευτα επαχθής ήταν η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). Το Δημόσιο έβαζε 45 απ' τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, «διευκόλυνε» τον «επενδυτή» με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο «ανάδοχος» θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων (συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας χρηματοδότησης!) -τα 4.500.000 δολάρια «εν είδει προκαταβολής». «Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει για άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). Τελικά, δεν βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε, αφού το Δημόσιο επιβαρύνθημε με 1,5 δισ. δρχ.
-Cova Cola:Ο Ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας ήταν ήδη παρών με το διυλιστήριο της Esso στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή. Το Μάιο του 1972 η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς τη ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201).
Να θυμίσουμε ότι ο θερμός υποστηρικτής της χούντας, Τομ Πάππας, πρωταγωνίστησε ως γνωστόν στο «ελληνικό Γουοτεργκέιτ», ανακυκλώνοντας κονδύλια της CIA για το χρηματισμό του Νίξον από τους δικτάτορες. Ενας προσωπάρχης του με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ.
Οικονομική ανάλυση μας κάνει ο/η αρθρογράφος ή μας μιλάει για την χούντα και τα τσιράκια της;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ οικονομική κατρακύλα της Ελλάδας άρχισε επί Ανδρέα Παπανδρέου (του επονομαζόμενου «Παπατζή»). Τέλος.
Όλα τα άλλα είναι απλώς…»παπατζιλίκια»!
gnborn2shoot