Του ΔημήτρηΓιαννακόπουλου *
Το ό, τι δεν υπάρχουν κακές ερωτήσεις, αλλά μόνον καλές ή
κακές απαντήσεις, δεν αποκλείει την περίπτωση των ηλίθιων ερωτήσεων. Σε μια
ηλίθια ερώτηση, συνηθέστατη στα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ και ιδιαίτερα στο
ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, μόνον ηλίθια
θα μπορούσες να απαντήσεις ευθέως. Ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα σήμερα, στην
Ελλάδα της κρίσης, είναι η κρίση στις δημοσιογραφικές ερωτήσεις, που μετουσιώνονται
δια των ΜΜΕ σε αναπαραστάσεις ερωτήσεων των πολιτών. Σε κόμβους άρθρωσης της
κοινής γνώμης δηλαδή και σε δομή σκέψης και δράσης.
Στο περιβάλλον μιας τέτοιας κρίσης μόνον η ποιοτική, ερευνητική
δημοσιογραφία έχει αξία (η ερώτηση εδώ προκύπτει μετά από έρευνα των πηγών και
όχι αντίστροφα), όπως και η ανεξάρτητη από κομματικές ή επιχειρηματικές,
συντεχνιακές και άλλες δουλείες διανόηση που ακολουθεί για να προσεγγίσει
απομυθοποιητικά και συστηματικά το ερώτημα. Ωστόσο η ερευνητική δημοσιογραφία
σε πολλές περιπτώσεις, δίχως να πάσχει σε κάτι, αποφεύγει να θέτει η ίδια το
ερώτημα που αναδεικνύει στη γενική του (κοινωνική του) μορφή. Δεν πειράζει,
ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Δουλειά της διανόησης που τσαλακώνεται γόνιμα στην
διαδικασία της κοινωνικής αντιπαράθεσης για την παραγωγή πολιτικού νοήματος
(υπάρχουν και άλλες μορφές διανόησης πολύ πιο ελκυστικές και ασφαλείς),
προσπαθώντας να συμβιβάσει τα «ασυμβίβαστα» (απλούστευση δίχως να χαθεί η
εννοιολογική και μεθοδολογική συνάφεια και συνοχή) είναι να θέτει εκείνη με
σαφήνεια το ερώτημα. Ένα μη-ηλίθιο ερώτημα, οφείλει να σέβεται απολύτως την
κοινωνική δομή από την οποία παράγεται και εκφράζεται. Το ερώτημα αυτής της
μορφής εκφράζει πραγματικές κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες συνήθως υποδηλώνει ή
προδηλώνει, με σαφήνεια. Αν δεν το κάνει είναι περιπτωσιολογία, προπαγανδιστικό
τέχνασμα, σπέκουλα, γκεμπελισμός, προστυχιά, κιτρινισμός, διαστροφή, ή ό, τι
άλλη χυδαιότητα βάλει ο νους σας.
Από την ειλικρινή (υποκειμενική ασφαλώς) απάντηση που θα
έπαιρνα στο ερώτημα, ποιό είναι σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα και
πώς αντιμετωπίζεται, θα καταλάβαινα αμέσως το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς,
δηλαδή την παράσταση των κοινωνικών σχέσεων του ερωτώμενου στην αντίληψή του. Το
πολιτικό του επίπεδο, αν προτιμάτε. Ουσιαστικά, η πολιτική αντιπαράθεση στην
συγκυρία πάνω σε αυτό το ερώτημα δομείται, αλλά σπανίως έντιμα, ρητά και
καθαρά, παρότι η υψηλού επιπέδου ερευνητική δημοσιογραφία έχει με σαφήνεια
αναδείξει το κοινωνικό ερώτημα στην Ελλάδα. Τούτο είναι: πώς θα αντιμετωπιστεί
η ανεργία και η κοινωνικοπολιτική παθολογία που προκύπτει από αυτήν – η κρίση
στο κοινωνικό μοντέλο της χώρας; Ο τρόπος που θα απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα
φανερώνει σχεδόν τα πάντα για την σχέση της πραγματικής σου κοινωνικοπολιτικής
ταυτότητας με την αναφερόμενη, δηλαδή τη σχέση του αντικειμενικά οριζόμενου «Είμαι»
σου με το υποκειμενικά προβαλλόμενο «Υπάρχω» σου. Περισσότερο μάλιστα από όλα,
τούτο δείχνει πώς αντιλαμβάνεσαι
κρίσιμες για την ζωή σου και την ζωή των άλλων έννοιες. Αν διαθέτεις
εννοιολογικά αρθρωμένη γλώσσα για να στοχάζεσαι (και πώς) πριν αποφασίσεις
πολιτικά, ή διαθέτεις γλώσσα μόνον για να επικοινωνείς και να αντιδράς ψυχωτικά
ή εμπορικά.
Τι είναι λοιπόν η ανεργία στην Ελλάδα; Είναι ζήτημα της
σχέσης ατόμου-επιχείρησης, ατόμου-κράτους (θεσμών), ατόμου-κομματικού πάτρωνα,
ατόμου-κοινωνίας (κοινότητας), ατόμου-συντεχνίας, ατόμου-παραγωγικών σχέσεων
στον καπιταλισμό, ή μήπως ζήτημα προσωπικότητας, ή μήπως ζήτημα αναθεωρημένης
κοινωνικής οργάνωσης στο πλαίσιο της ΕΕ και ιδιαίτερα της ευρωζώνης; Μήπως κάτι
άλλο; Υπάρχει αντικειμενική απάντηση ως προς αυτό; Υπήρχε ανεργία πριν από το
ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα και εάν ναι, είχε την ίδια ή άλλη μορφή; Έχεις
την ίδια γνώμη για το φαινόμενο και τους ανέργους σήμερα σε σχέση με την
προηγούμενη περίοδο της «ισχυρής Ελλάδας»; Δοκίμασε, φίλε αναγνώστη, να
απαντήσεις σε αυτά με ειλικρίνεια, κοιτώντας στον καθρέφτη. Είμαι σίγουρος πως
δεν θα περάσεις ευχάριστα, θα μπερδευτείς, αν και ορκίζομαι δεν έχω πρόθεση να
μπερδέψω τα πράγματα, αλλά μάλλον να τα ξεμπερδέψω.
Η κρίση στην Ελλάδα, που συμπίπτει ασφαλώς με το μείζον
κοινωνικό ερώτημα (για την ακρίβεια εκφράζεται πρωταρχικά και κοινωνικά μέσου
αυτού) που αφορά στην ανεργία, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως μια ακόμη
καπιταλιστική κρίση, ως κρίση του αστικού κράτους, ως κρίση του πελατειακού
μοντέλου του ελληνικού κεφαλαιοκρατισμού, ως κρίση επιχειρηματικότητας και
ανταγωνιστικότητας ή ως κρίση του ελληνικού κορπορατισμού, στο πλαίσιο της
μεταμοντέρνας ΕΕ. Θα μπορούσε ταυτόχρονα να αντιμετωπιστεί ως ένα φαινόμενο που
εμπεριέχει και εμπεριέχεται σε όλες τις παραπάνω αναλυτικές κατηγορίες. Είναι
τούτο που θα σε ζαλίσει προσπαθώντας να απαντήσεις με ειλικρίνεια στα ερωτήματα
της πιο πάνω παραγράφου.
Στην επιχείρηση να διευκολύνω την προσπάθεια θα επιχειρήσω
πολύ συνοπτικά να ξεκαθαρίσω τις σχετικές έννοιες. Την ανεργία την
αντιμετωπίζεις με τρείς τρόπους: είτε ως αναγκαίο κακό για την αποτελεσματική
λειτουργία των κεφαλαιοκρατικών αγορών (κλασσικά οικονομικά), είτε ως ενδημικό
πρόβλημα του καπιταλισμού (Κευνσιανιστική προσέγγιση), είτε ως σύμφυτο
μηχανισμό ανάπτυξης και ανανέωσης του καπιταλιστικού κύκλου παραγωγής κερδών (
Μαρξιστική προσέγγιση).
Από τι χαρακτηρίζεται μακροοικονομικά η σημερινή κρίση στην
Ελλάδα; Από τρεις δραματικές μειώσεις: μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος,
αντιστροφή της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς και μείωση στο επίπεδο του
όγκου των συναλλαγών, με ταυτόχρονη αδυναμία υποτίμησης του νομίσματος,
αδυναμία δανεισμού από την χρηματαγορά, χαμηλή σχετικά θεσμική και τεχνολογική
ανάπτυξη, πολύ περιορισμένη ρευστότητα καί εξαιτίας των προνοιών της Δανειακή
Σύμβασης. Αυτό σημαίνει απλά διάλυση της οικονομικής δομής και βαθειά δομική
κρίση του συστήματος στα όρια του κοινωνικοοικονομικού αδιεξόδου. Με αποτέλεσμα
να μην μπορεί να απαντηθεί το «κοινωνικό ερώτημα» - όπως το έθεσα - από τα κλασσικά οικονομικά της τρόικας και
της Συγκυβέρνησης ασφαλώς. Μερική (διασκεδαστική) και σταδιακή αντιμετώπιση θα
μπορούσε να είχε αν αποδεχτούμε πως η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε τριτοκοσμική
χώρα σε ό, τι φορά στις εργασιακές σχέσεις, στο κοινωνικό μοντέλο, στο
περιβάλλον και στην μορφή ανάπτυξης. Δεξιά μεθοδολογία, με άλλα λόγια, δεν
υπάρχει για να απαντηθεί επ’ αυτής στα σοβαρά το ερώτημα, με στοιχειώδη κοινωνική και αστική
αξιοπρέπεια, σε καμία περίπτωση πλέον. Μαρξιστική μεθοδολογία υπάρχει, αλλά
αποκλειστικά στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Δίχως αυτήν δεν
θεραπεύεται το πρόβλημα. Η απάντηση στο ερώτημα εδώ είναι: πλήρης σοσιαλιστικός
μετασχηματισμός, πράγμα που υπό τις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί, δίχως λαϊκή επανάσταση, για την οποία όμως ουδεμία προϋπόθεση
συντρέχει.
Τι απέμεινε ως λύση ανάγκης; Ο ειδικός στο ζήτημα, ο Τζων
Μέυναρντ Κέυνς! Αυτός μας λέει τι να κάνουμε, για να αντιμετωπίσουμε την
ανεργία, αλλά όχι ακριβώς πώς, αν δεν συμβουλευτούμε παράλληλα και τον Beveridge. Ο δεύτερος μας
λέει πώς να αμβλύνουμε τις κοινωνικές συνέπειες από την ελληνική κρίση, ενώ ο
πρώτος έρχεται να περιγράψει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στο επίπεδο της εθνικής
οικονομίας (συνολικά) για να καταστεί εφικτή η πραγματοποίηση του κοινωνικού
μοντέλου του πρώτου. Το κακό είναι πως όλα αυτά, αν και δεν απαιτούν επανάσταση
και μια χαρά δουλεύουν με τον καπιταλισμό, δεν θα μπορούσαν ποτέ να
πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της σημερινής ευρωζώνης και υπό τις δεσμεύσεις της
ΟΝΕ. Άρα, απάντηση στο κοινωνικό ερώτημα στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε ασφαλώς
υπό τις σημερινές συνθήκες που ορίζουν το «Ευρωπροτεκτοράτο-Ελλάς», αλλά ούτε
στο πλαίσιο των θεσμών της παρούσης
Οικονομικής Ένωσης υπό το σκήπτρο της
χρηματοπιστωτικής ελίτ και την γερμανική νεοηγεμονία στην ήπειρό μας.
Το κοινωνικό ερώτημα στην σημερινή Ελλάδα, με άλλα λόγια,
απαιτεί πρώτα μια ξεκάθαρη ευρωπαϊκή πολιτική θέση, πριν η απάντηση γίνει
αντικείμενο επεξεργασίας της εσωτερικής ελληνικής πολιτικής στο πλαίσιο μιας
σαφούς, αυθεντικής σοσιαλδημοκρατίας, που δεν θα προφασίζεται κάτι που δεν
είναι: τον σοσιαλισμό, ο οποίος οφείλει να παραμείνει ως η μοναδική προοπτική
υπέρβασης της βαρβαρότητας, στο βαθμό που υιοθετήσει ασφαλώς την βιοοικονομία
στη θέση της κλασικής οικονομικής αντίληψης περί αγαθών. Το ερώτημα που
προκύπτει στη συνέχεια είναι αν η Ελλάδα θα μπορούσε να θέσει με επιτυχία το
«κοινωνικό της ερώτημα» στην Γερμανία. Η απάντηση είναι, ασφαλώς ναι! Αν η Γερμανική κυβέρνηση θελήσει, στην Ελλάδα
θα μπορούσε να υπάρξει ο συνδυασμός «Keynes-
Beveridge», μέχρι να δούμε που θα πάει η υποθέσει της ΕΕ, αφού στο πλαίσιο της
εξαίρεσης της χώρας γίνει αποδεκτή η ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η
ριζική αναθεώρηση της Δανειακής Σύμβασης και επιτευχθεί ενίσχυση της
ρευστότητας με περιορισμένες μάλιστα αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας της ΕΚΤ.
Και γιατί να μας κάνουν την χάρη οι Γερμανοί, ρωτάει ο δεξιός, φανερώνοντας την
αντιλαϊκή, αντιδραστική στάση του ως προς το «κοινωνικό ερώτημα της χώρας». Για
τρείς αλληλένδετους λόγους: (1) ηθικούς – μέσω του προγράμματος της τρόικας η
Ελλάδα από αναπτυγμένη αγορά κατάντησε να κατατάσσεται στις αναδυόμενες, (2)
πολιτικούς – κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης και πολιτική κρίση αν αναγκαστεί η
Ελλάδα να αποχωρήσει αμέσως από την Ευρωζώνη, (3) η ζημία στο διεθνές
χρηματοπιστωτικό σύστημα από πιθανή παύση πληρωμών της Ελλάδας εκτιμάται να
είναι σήμερα τετραπλάσια του χρέους της χώρας, ενώ πριν από μια διετία
υπολογιζόταν τουλάχιστον εξαπλάσια.
Αν ωστόσο μια τέτοια διαπραγμάτευση από μια αριστερή
κυβέρνηση (διότι άλλη πιθανότητα πλέον αντικειμενικά δεν υπάρχει για
διαπραγμάτευση αυτού του επιπέδου) δεν καταλήξει σε θετική απάντηση της
«ευρω-ελίτ» ως προς την «κοινωνική ερώτηση», δεν υπάρχει κανένα μείζον οικονομικό
πρόβλημα. Άριστα η χώρα θα μπορούσε να περάσει σε εθνική νομισματική πολιτική
παράλληλα με την εθνική δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική και μέσα σε έξι
μήνες η αγορά να έχει ισορροπήσει σε αναπτυξιακή τροχιά. Αυτό θα προκαλούσε
περισσότερα πολιτικά, παρά αμιγώς οικονομικά προβλήματα και σίγουρα θα
λειτουργούσε ευνοϊκά για τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα ανέργων και
μισθωτών, όπως και θετικά για τις μικρές επιχειρήσεις. Και σε κάθε περίπτωση ευνοϊκότερα
από το «πάση θυσία στο ευρώ» ή το διπλό νομισματικό που είναι η πιθανότερη
κατάληξη της στρατηγικής Τρόικας -Συγκυβέρνησης. Το τελευταίο ισχυρίζομαι
ρεαλιστικά, καθώς η Ελλάδα από το επίπεδο της αναδυόμενης αγοράς πλέον (μόνη
αυτή σε ολόκληρη την ευρωζώνη) δεν θα μπορεί να αντλήσει ευρώ με ανεκτό κόστος
και έτσι για να ενισχύσει την ρευστότητα στην εσωτερική της αγορά θα αναγκαστεί
να περάσει σε διπλό νομισματικό. Αυτό σώζει τον τραπεζίτη και τις πολυεθνικές,
αλλά ζημιώνει την εθνική οικονομία, η οποία σίγουρα σε μια τέτοια τροχιά θα
κέρδιζε περισσότερο μέσω της πλήρους απελευθερώσεως από την ευρωζώνη. Συνεπώς,
αν η ευρωπαϊκή ελίτ αρνηθεί να δώσει στην Ελλάδα την μοναδική ευκαιρία να
απαντήσει θετικά στο «κοινωνικό της ερώτημα» μέσω ενός εθνικού σχεδίου «Keynes-
Beveridge», η λύση είναι το πλάνο Β και όχι το διπλό νομισματικό.
Έτσι πιστεύω πως απαντάται έντιμα, ρεαλιστικά, αστικά
υπεύθυνα και σαφώς το κοινωνικό ερώτημα. Τα υπόλοιπα είναι είτε ιδεολογισμοί
και εθνικισμοί, είτε επίδειξη ιδεολογικής ορθοδοξίας, είτε γκεμπελισμοί αυτών
που ευθύνονται πολιτικά για την πτώχευση και την φτωχοποίηση. Η μελέτη της
οικονομικής ιστορίας από το δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα μέχρι σήμερα
δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση. Ένα πελατειακό κεφαλαιοκρατικό σύστημα,
σαν το Ελληνικό μέχρι το 1990, μπορείς να το διορθώσεις με έξυπνα στοχευμένες
και σταδιακές κινήσεις νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα για να μην οδηγηθείς σύντομα
σε κρίση αναπτυξιακού τύπου. Κάποιοι, όπως ο δήθεν μεγαλύτερος αντίπαλος του Keynes,
ο Friedrich August von Hayek έδειξαν πως οι πρακτικές του οικονομικού
φιλελευθερισμού θα μπορούσαν να σώσουν ένα κορπορατικό κράτος (Corporatism) πριν
εισέλθει σε κρίση, που συνήθως καταλήγει σε ολοκληρωτικές πολιτικές δομές. Να
σώσουν δηλαδή οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις την αστική δημοκρατία που είδε ο
άνθρωπος να κατασπαράζεται από τους ναζί στην Αυστρία και την Γερμανία, πρότεινε. Ποτέ όμως δεν μπορείς να διορθώσεις με αυτόν
τον τρόπο ένα κορπορατικό σύστημα που βρίσκεται ήδη σε σύνθετη χρηματοπιστωτική
κρίση, με εξαετή μάλιστα ύφεση. Ποτέ! Και στην Ελλάδα από τα μέσα του 1990 ήδη
είχαμε περάσει από το πελατειακό καθεστώς στον κορπορατισμό με το κράτος να
ελέγχεται πλήρως από μια πολιτικομεγαλοεπιχειρηματική ελίτ που λειτουργούσε με
την μεθοδολογία των καρτέλ και τον μηχανισμό της διαπλοκής.
Εδώ διαπράχτηκε το έγκλημα της τρόικας που είχε ως βάση από
την μια πλευρά την κρυφο-κορπορατική κουλτούρα της γερμανικής βιομηχανικής
ελίτ, την ελληνική εργολαβική και μεταπρατική ελίτ, καθώς και τους κερδοσκόπους
του χρηματοπιστωτικού λόμπυ, ενώ από την άλλη πλευρά, ως θερμούς υποστηριχτές,
τις ηγεσίες και τους κομματικούς μηχανισμούς της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της
διαπλεκόμενης αριστεράς. Η μόνη προοδευτική απάντηση στην κρίση του
κορπορατισμού είναι η ανάπτυξη ενός «Keynes- Beveridge» μοντέλου με παράλληλη
ενίσχυση όλων των δημοκρατικών και πολιτικά φιλελευθέρων θεσμών, και με
θεσμικές πρωτοβουλίες για την θέσπιση αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών στη λήψη
των αποφάσεων, στο βαθμό ασφαλώς που εκλείπουν οι προϋποθέσεις για μια
σοσιαλιστική επανάσταση του 21ου αιώνα.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.