Με δυο κουβέντες θα επισημάνω απλώς μια πολιτική απάτη την οποία έχω προσεγγίσει αναλυτικά από την αρχή-αρχή της κρίσης. Θα το πράξω μήπως και θορυβηθούν οι απατημένοι και συνειδητοποιήσουν πως η επανεισαγωγή του διλήμματος «ευρώ ή δραχμή», σε αυτή μάλιστα την φάση της Ελληνικής Κρίσης, αποτελεί είτε πονηρό τέχνασμα των παραγόντων της διαχείρισης της κρίσης, είτε αφέλεια έντιμων κατά τα άλλα προσωπικοτήτων.
Από την πρώτη μέρα που σημείωσα την λέξη «Ελληνική Κρίση» αποσαφήνισα: συντεταγμένη χρεοκοπία εντός του ευρώ σημαίνει συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ για την Ελλάδα με μεταβατικό στάδιο μια μορφή διπλού νομισματικού συστήματος. Έχουν περάσει 3, 5 χρόνια από τότε που ενημέρωσα τους φίλους αναγνώστες των σημειωμάτων μου πως υπάρχει έτοιμο και επεξεργασμένο στη βάση εναλλακτικών σεναρίων, σχέδιο «διπλού νομισματικού» για την Ελλάδα, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα από ευρωπαϊκές πηγές. Μέχρι σήμερα, ασφαλώς, κανείς από όσους με εξύβρισαν, απείλησαν ή λοιδόρησαν με αφορμή αυτή την αποκάλυψη, δεν ζήτησε ένα συγνώμη. Ίσως θα πρέπει να περιμένω να συμβεί μετά την εφαρμογή στη πράξη του σχεδίου. Ας μην βιαζόμαστε! Κάποιοι όμως βιάζονται πλέον πολύ για να κατασκευάσουν κοινή γνώμη που θα αποδεχόταν ως σωτηρία ή απλώς λύτρωση το «πάση θυσία εκτός ευρωζώνης» σε συνέχεια του «πάση θυσία στο ευρώ». Φαντάζομαι πως όλοι παρακολουθείτε την εξέλιξη της σχετικής αφήγησης από τον Τύπο και έχετε πρόσβαση στα ΜΜΕ! Άρα βλέπετε πώς κατασκευάζεται στο επίπεδο της κοινής γνώμης η ιδιόμορφη μερική-έξοδος από το ευρώ.
Εγώ είπα και συνεχίζω να λέω: το ζήτημα δεν είναι η παραμονή ή η έξοδος από την ζώνη του ευρώ, αλλά οι όροι παραμονής ή εξόδου από το τυπικά κοινό (που δεν είναι πλέον κοινό ούτε τυπικά) θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης. Και κυρίως σε ό, τι αφορά στην πολιτική της συγκυρίας, πώς διαμορφώνονται αυτοί οι όροι στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης από την πολιτική ελίτ και από το κίνημα των εργαζομένων. Πώς δηλαδή διαμορφώνεται η συνειδητότητα στην κοινωνία σε ό, τι αφορά στην στάση της χώρας ως προς το ζήτημα του εθνικού συμφέροντος, στο πλαίσιο της μεταβολής της ευρωπαϊκής της ταυτότητας, ή, αν προτιμάτε, γενικότερα, της πολιτικοοικονομικής της διεθνούς ταυτότητας. Η σχέση: «όροι παραμονής – όροι εξόδου», αποτέλεσε για τον γράφοντα μια πολιτική δομή άρθρωσης του δημοσίου ελληνικού συμφέροντος, δηλαδή μια διαπραγματευτική - πολιτική και όχι στενά και παραπλανητικά τεχνοκρατική - στρουκτούρα (στρουκτουραλισμός), που εμπεριείχε την σχέση κεφαλαίου-εργασίας και τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας-αγοράς, κράτους-θεσμών ΕΕ. Η δομή αυτή δεν είναι σταθερή, καθώς μεταβάλλεται γοργά από Μνημόνιο σε Μνημόνιο, από Δανειακή Σύμβαση σε Δανειακή Σύμβαση και από μέρα σε μέρα, σε γενικότερη προσέγγιση εντός της ευρωζώνης και των ίδιων των προνοιών των Συμβάσεων της Συγκυβέρνησης με την Τρόικα.
Εξήγησα λεπτομερώς κάτι αφάνταστα απλό. Για να παραμείνει η Ελλάδα στο Ευρώ μετά την διαδικασία εξαίρεσης που ακολουθήθηκε ατομικά γι’ αυτήν στο επίπεδο της χρεοκοπίας της, συντεταγμένων σταδίων, θα έπρεπε να μεταβληθεί η ίδια η δομή και όχι απλώς η λειτουργία της ευρωζώνης και να αναθεωρηθεί προς το δημοκρατικό και ομοσπονδιακό το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ. Πάνω σε αυτό αναφέρθηκα σε κάμποσα υποδείγματα, επικεντρώνοντας ιδιαίτερα στο πλέον κατανοητό από όλους που αφορούσε στην απευθείας δανειοδότηση των κρατών από την ΕΚΤ, θέτοντας παράλληλα το κρίσιμο ζήτημα μεταβολής του χαρακτήρα των τραπεζών σε δημόσιο. Αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει δίχως τον ενταφιασμό της λογικής του Μάαστριχτ και την υιοθέτηση ενός αυστηρά κεϋνσιανιστικού μοντέλου στην θέση του νεοφιλελεύθερου σε πανευρωπαϊκή βάση. Ως μεταβατική ιδέα πρότεινα ακόμη - και με αίσθηση πως πρόκειται για το κάτω όριο διαπραγμάτευσης - μια Υπερεθνική Επενδυτική Δομή στην ΕΕ, η οποία θα ρύθμιζε το καθεστώς ανάπτυξης και ευημερίας με ένα κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο παρέμβασης «Keynes-Beveridge» στις τράπεζες, στις επιχειρήσεις, όπως και στα δημοσιονομικά, αφήνοντας τις τιμές μετά από αυτό να προσδιορίζονται από τη ζήτηση και την προσφορά, στο πλαίσιο των ελεύθερων αγορών. Όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να γίνουν θεσμικά και δεν απαιτούν κανενός είδους σοσιαλιστική επανάσταση, όπως την γνωρίσαμε την βιομηχανική περίοδο της ανθρωπότητας, αλλά απλώς ένα ρωμαλέο, συνειδητοποιημένο και αποφασισμένο κίνημα εργαζομένων – ανέργων – επιστημόνων - νέων επιχειρηματιών σε όλους τους τομείς της παραγωγής. Πάνω σε αυτή τη νέα δομή «Keynes-Beveridge θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια μεταμοντέρνα βιομηχανία, στην οποία οι εργαζόμενοι θα ενθαρρύνονταν να αναλάβουν οι ίδιοι την διοίκηση της επιχείρησης (συντεταγμένη μορφή αυτοδιαχείρισης). Έτσι δεν θα μιλάγαμε σήμερα για σοβαρές πιέσεις διάλυσης της ευρωζώνης, αλλά για ιδέες, στρατηγική και πολιτικές διεύρυνσής της. Εντός αυτού του πλαισίου η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ θα ήταν κάτι αυτονόητο, αντί για κάτι έντονα αμφιλεγόμενο.
Αντί όμως να συζητούμε σε αυτή την στρουκτουραλιστική βάση, αναλωνόμαστε ως ελληνική κοινωνία στον λειτουργισμό. Όπου μάλιστα ο τελευταίος δεν μπορεί να απαντήσει με αφηρημένο τρόπο και παραμυθία στη κρίση και στο ζήτημα των κοινωνικοπολιτικών επιπτώσεων του «πάση θυσία στο ευρώ», έρχεται ο γκεμπελισμός και θέτει το ερώτημα: «αφού δεν σας αρέσει το ευρώ, γιατί δεν αποχωρείτε»; Πέραν του παιδαριώδους του ερωτήματος, αυτό προδηλώνει τεράστια άγνοια των πραγματικών κοινωνικοοικονομικών συνεπειών της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη και του σταδίου προσαρμογής που προηγήθηκε αυτής, όπως και των απολύτως διαλυτικών συνεπειών που θα είχε σήμερα η έξοδός της μετά την διαδικασία χρεοκοπίας που ακολουθήθηκε επί τόσα χρόνια και των παραγωγικών δομών που αποκρυσταλλώθηκαν στην χώρα ως περιφερειακό μέλος της ευρωζώνης. Εάν, για παράδειγμα, για την Κύπρο υπήρχε μία φορά δυσκολία για να αποχωρήσει από την ευρωζώνη δίχως μείζονα κοινωνική καταστροφή, για την Ελλάδα θα έλεγα ότι θα ήταν εκατονταπλάσια η ζημία. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποχωρήσει υιοθετώντας μία απολύτως αυτόνομη πορεία, επ’ ωφελεία ίσως της κοινωνίας μακροπρόθεσμα, μόνον αν συζητούσαμε για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των δομών και πλήρη έξοδο από τους ευρωπαϊκούς τουλάχιστον θεσμούς.
Το λέω αυτό υποτασσόμενος απολύτως σε μια οικονομική αφήγηση και αγνοώντας όλες τις πολιτικές και γεωπολιτικές παραμέτρους που σχετίζονται με αυτήν. Αν ήθελες να ρίξεις ένα πέπλο άγνοιας καλύπτοντας τις πολιτικές παραμέτρους, επικεντρωνόμενος αποκλειστικά στην οικονομία, σαν αυτή να είναι άσχετη από την ποικιλία των πολιτικών και κοινωνικών παραμέτρων, προφανώς θα έλεγες η Ελλάδα να εγκαταλείψει αμέσως το ευρώ, διαμορφώνοντας παράλληλα μία κλειστή αγορά και ένα σοσιαλιστικό σχέδιο εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα της επέτρεπε πολύ μεγάλη αυτονομία στην άσκηση επιμέρους πολιτικών. Πολιτική, όμως, με αφηρημένες έννοιες και πάνω σε αφηρημένα μοντέλα, τα οποία όπου απέκτησαν κατά το παρελθόν συγκεκριμένη μορφή απέτυχαν να επιβιώσουν και μάλιστα υπό σημαντικά ευνοϊκότερες διεθνείς συνθήκες, είναι αν όχι ηλιθιότητα ή λαϊκισμός, τουλάχιστον καιροσκοπισμός. Αποτελεί απόλυτο αμοραλισμό, αν κάποιος θεωρεί πως υπό τις παρούσες εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες θα μπορούσε η Ελλάδα να πάρει το καπελάκι της και να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. (Η Κύπρος, υπό συνθήκες, είναι από τις ελάχιστες περιοχές του ευρώ που θα μπορούσε να το πράξει, μετά από διαπραγμάτευση ασφαλώς με την ΕΕ και άλλους διεθνείς παράγοντες που εμφανίζουν συμφέροντα στη Νήσο).
Το ότι η Ελλάδα «δεν μπορεί να πάρει το καπελάκι της και να αποχωρήσει από την ευρωζώνη» δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση «πάση θυσία στο ευρώ». Το αντίθετο σημαίνει: αμφισβήτηση σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της ευρωζώνης και της πολιτικής που την συγκροτεί ως δομή, η οποία όχι απλώς πλέον υπονομεύει παραγωγικά, ανταγωνιστικά και κρατικά την χώρα, αλλά γίνεται αιτία και μηχανισμός της χρεοκοπίας της, της δραματικής φτωχοποίησης του ελληνικού λαού και της πολιτειακής και κοινωνικοοικονομικής απορρύθμισής της. Αυτοί που κατασκευάζουν σήμερα στην ελληνική κοινή γνώμη μία αφήγηση εξόδου από το ευρώ, δεν μπορεί παρά να είναι εκείνοι που έχουν συμφέρον από την εφαρμογή ενός διπλού νομισματικού συστήματος στην ελληνική αγορά, δίχως να μεταβληθούν ουσιαστικά οι δομές πολιτείας και οικονομίας. Είναι τούτοι που, ενώ κερδοσκόπησαν με άπληστο και ελεεινό τρόπο από την υιοθέτηση του ευρώ, επιδιώκουν τώρα όχι απλώς να διασωθούν πολιτικά και κοινωνικά από μια ενδεχόμενη έξοδο ή ημι-έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά να κερδοσκοπήσουν εκ νέου μέσω του νέου καθεστώτος που ενδιαφέρονται να επιβληθεί, με την έννοια ασφαλώς της λύτρωσης από την ασφυκτική θηλιά των «Γερμανών».
Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ένα πράγμα: οποιαδήποτε συζήτηση για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, εάν δεν συμπεριλαμβάνει ένα πλήρες σχέδιο σοσιαλιστικού και παραγωγικού μετασχηματισμού με σαφή επίσης επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών πολιτικών του ελληνικού κράτους, όπως και την δημοκρατική μεταβολή της ελληνικής πολιτείας, είναι απάτη. Αποτελεί μία κατασκευή που εξυπηρετεί την ομαλή, αλλά ταυτόχρονα δραματική υποβάθμιση κοινωνίας και κράτους, στο πλαίσιο μίας μεταπολίτευσης υπό τον έλεγχο της διαπλοκής και όλων των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που συνέβαλαν (συνεργάστηκαν) για να καταστεί η χώρα μόνη αυτή αποδιοπομπαίος τράγος της ευρωζώνης και το μοναδικό παράδειγμα αποτυχίας, αν εξαιρέσει κανείς το πρόσφατο της Κύπρου, το οποία ασφαλώς συνδέεται με το πρώτο. Μία πιθανή έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη (σχέδιο Β) θα μπορούσε αντίθετα να λειτουργήσει άριστα κατά το παρελθόν, υπό μεγάλες δυσκολίες σήμερα, ως εναλλακτικό σχέδιο στο πλαίσιο μιας αυθεντικής πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς της ΕΕ και τους αποφασιστικούς παράγοντες που βρίσκονται πίσω από την τρόικα. Η Ελλάδα καταστρέφεται σήμερα εντός της συγκεκριμένης μορφής της ευρωζώνης, ενώ μέχρι σήμερα δεν παρουσίασε κανένα απολύτως εθνικό σχέδιο διάσωσης.
Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της χώρας παρέδωσε την ελληνική κοινωνία στους «ιατρούς» της τρόικας, από την θεραπεία των οποίων, ενώ από την μία εμφανίζεται ικανοποιημένη, από την άλλη δείχνει να πονά και να υποφέρει! Βιώνουμε την απόλυτη έκπτωση μιας πολιτικοεπιχειρηματικής κάστας, η οποία δεν θα διστάσει, για να διασώσει τα μέλη της, να ξεσηκώσει ακόμα και τον λαό σε μια τυφλή, εικονική ωστόσο, αντιπαράθεση με την τρόικα για να καταλήξουμε σε μια μορφή ψευδοεξόδου από την ευρωζώνη, η οποία θα εμφανιστεί ως λύτρωση για τον ελληνικό λαό. Ήδη οι μετρήσεις της κοινής γνώμης διαμορφώνουν εντύπωση. Αυτό όμως είναι η χειρότερη δυνατή λύση στην ελληνική κρίση. Η Ελλάδα θα έπρεπε υπό μία προοδευτική, καινοτόμο διακυβέρνηση και με στήριξη των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων του πληθυσμού, να διαπραγματευτεί με δομικούς όρους την παραμονή της στο ευρώ, υπό το ιδεολογικοπολιτικό και εθνικό πλαίσιο που όρισα παραπάνω. Εάν οι παράγοντες που εμπλέκονται στην Ευρωκρίση κλείσουν την πόρτα σε μια τέτοια διαπραγμάτευση, θα είναι εκείνοι που θα έχουν επιδείξει τον πλέον ξεδιάντροπο αντιευρωπαϊσμό και θα έχουν ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για την διάλυση της ευρωζώνης. Από κει κι έπειτα δεν θα είχε καν έννοια η συζήτηση γι’ αυτήν. Από κει κι έπειτα ολόκληρη η Ευρώπη θα έμπαινε σε μια οιωνεί πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, χρηματιστών και εθνικών κρατών, κεφαλαίου και εργασίας. Τότε η καπιταλιστική κρίση θα επεκτεινόταν παγκοσμίως με τους κινδύνους διάλυσης και αυτής της σύγχρονης μορφής παγκοσμιοποίησης, αναπόφευκτους. Η Ελλάδα αν αποκτούσε ικανότητα άρθρωσης εθνικής πολιτικής, θα μπορούσε να γίνει ο καταλύτης είτε για μια προοδευτική μετεξέλιξη της Ένωσης, είτε προς μία επώδυνη διάλυσή της, δείχνοντας παράλληλα τους υπεύθυνους γι’ αυτήν την εξέλιξη και απομυθοποιώντας τους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες παγκοσμίως. Σε κάθε περίπτωση μία τέτοια στάση μόνον καλό θα μπορούσε να κάνει στην σημερινή ελληνική κοινωνία και στους λαούς ολόκληρης της Ευρώπης.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.