Έχουν αρχίσει οι προεκλογικές συμπεριφορές από όλους τους παράγοντες της Συγκυβέρνησης και αυτό δεν μπορεί να μην το έχει αντιληφθεί ο έμπειρος στις «δημοκρατικές διαδικασίες» του μονοπωλιακού κοινοβουλευτισμού μας. Άλλωστε εγώ προειδοποίησα αμέσως μόλις ξεκίνησαν οι προεκλογικές δραστηριότητες του πρωθυπουργού στο πλαίσιο της γνωστής παλαιοκομματικής συνταγής και λίγο πιο πριν, όταν το θέμα των εκλογών εθίγη στη συνάντηση Μέρκελ-Σαμαρά. Επανέρχομαι ωστόσο για να ορίσω δύο πράγματα τα οποία θα αποτελέσουν τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία της επερχόμενης εκλογικής αντιπαράθεσης - με την πολιτική έννοια ασφαλώς. 
Το πρώτο αφορά στην μετάλλαξη του πολιτικού μας συστήματος από μονοπώλιο σε ολιγοπώλιο ενός επαγγελματικού, πελατειακού κλάδου, όπου (ως μονοπώλιο μέχρι χθες) ελάχιστα ενδιέφεραν την ηγεσία του ενός κόμματος οι αντιδράσεις του άλλου κατά την διαμόρφωση της προεκλογικής καμπάνιας, παρά τους θεατρινισμούς και τις δήθεν κάθετες διαχωριστικές γραμμές, που με απόλυτη φαιδρότητα πρόβαλλαν οι επιμέρους ηγεσίες. Τώρα πια δεν υπάρχει ένας σκληρός μονοπωλιακός πυρήνας πολιτικών και κάποιες περιθωριακές δυνάμεις που ουσιαστικά αγωνίζονται μεταξύ τους για την συγκρότηση ενός άλλου «μικρού-μονοπωλίου» έξω από τον πυρήνα της διακυβέρνησης. Τώρα το παιχνίδι αναγκαστικά άνοιξε σχετικά, εξαιτίας της γενικευμένης απορρύθμισης που επέφερε η πτώχευση κράτους και τραπεζών… και όποιος δεν το καταλαβαίνει κακό του κεφαλιού του.
Τώρα περάσαμε στο πολιτικό ολιγοπώλιο, όπου το παιχνίδι του πολιτικού ανταγωνισμού μεταβάλλεται αναγκαστικά. Τώρα οι ενέργειες κάθε κόμματος επηρεάζουν ουσιαστικά την κατάσταση της συνολικής πολιτικής αγοράς, καθώς κάθε επιμέρους ολιγοπωλιακή δομή (κόμμα του κοινοβουλίου) είναι ικανή μέσω μικρών διαφοροποιήσεων στα υποκατάστατα «προϊόντα» (κοινωνικές μορφές λύσεων στην κρίση) να εξαναγκάσει τα άλλα κόμμα μικρά και μεγαλύτερα (πλέον δεν έχει σημασία) να αντιδράσουν. Και ο λόγος είναι απλός: τώρα έχει αυξηθεί η  αλληλεξάρτηση των κομμάτων στο βαθμό που τα «υποκατάστατα προϊόντα» που προσφέρουν δεν ορίζονται στενά όπως προηγουμένως. Αλλιώς, για παράδειγμα, ορίζονται τα «υποκατάστατα» του ΣΥΡΙΖΑ ως προς το διακυβερνητικό μοντέλο σε σχέση με την στρατηγική της τρόικας και αλλιώς εκείνα των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Το ίδιο ισχύει εξ ορισμού για το ΚΚΕ και άλλες αντικαπιταλιστικές δυνάμεις ή εθνορατσιστικές συνιστώσες του υπό μετάβαση σε ολοκληρωμένη ολιγοπωλιακή μορφή, πολιτικού μας συστήματος.
Αυτό ίσως φαίνεται παράδοξο, όπως ακριβώς όλα τα υπόλοιπα που αντιφάσκουν με την τρέχουσα κοινή λογική, που βλέπει τον ήλιο να γυρίζει γύρω από την Γή και όχι το αντίστροφο! Και όμως η αλληλεξάρτηση των κομμάτων τώρα αυξάνει καθώς κατά το προηγούμενο καθεστώς του μονοπωλίου του δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) υπήρχαν «στενά υποκατάστατα» της πολιτικής δράσης που επέτρεπαν την σχετική αυτονομία στις προεκλογικές καμπάνιες, δίνοντας την ψευδαίσθηση του πλήρη ανταγωνισμού στο εσωτερικό του πολιτικού μονοπωλίου. Μέχρι χθες η αλληλεξάρτηση των κομμάτων που διαγκωνίζονταν για την κατάληψη του κράτους δεν ήταν πολιτικής, άλλα καθαρά «επιχειρηματικής» μορφής και στο πλαίσιο αυτό ήταν κοινωνικά ασήμαντη οποιαδήποτε κρίσιμη πολιτική τους διαφοροποίηση. Επρόκειτο για ένα πολιτικού χαρακτήρα μονοπώλιο, που συμπεριφερόταν προεκλογικά σαν σε πλήρη ανταγωνισμό δίχως πρόβλημα - καθώς η συμπεριφορά των επιμέρους παραγόντων στο μονοπώλιο δεν διαφέρει από εκείνη του απλού ανταγωνισμού - ενώ δομείτο επί ενός κορπορατικού, ολιγοπωλιακού οικονομικού καθεστώτος. Εάν αναμείξεις το πολιτικό μονοπώλιο με το οικονομικό ολιγοπώλιο παράγεται από την «αντίδραση» διαπλοκή και μόνον διαπλοκή. Αντίθετα, αν αναμείξεις ένα πολιτικό ολιγοπώλιο σαν αυτό που τείνει να διαμορφωθεί σήμερα στην Ελλάδα με καταλύτη την τρόικα (σημείο αναφοράς την στρατηγική της τρόικας) με ένα ολιγοπωλιακό οικονομικό καθεστώς αναμένεις να πάρεις είτε μονοπώλιο στην αγορά (ιδιωτικό ή κρατικό), είτε διάσπαση του υπάρχοντος οικονομικού ολιγοπωλίου και μεταβολή του σε μια προσωρινή μορφή απλού ανταγωνισμού.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχεις μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά στην αγορά από την τρέχουσα, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάς πως τόσο στον πλήρη ανταγωνισμό, όσο και στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό, κάθε επιχείρηση είναι ποσοτικά ασήμαντη, έτσι δε λαμβάνει υπόψη της άμεσα τις αντιδράσεις των άλλων επιχειρήσεων του κλάδου, όταν πρόκειται να πάρει αποφάσεις. Η πολιτική αλληλεξάρτηση των κομμάτων, με άλλα λόγια, που προβλέπω να ενταθεί θα μειώσει την αλληλεξάρτηση των επιχειρήσεων μεταξύ τους με συνδετικό κρίκο την κυβερνώσα παράταξη, όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Αυτό για άλλους είναι καλό, ενώ για άλλους καταστροφικό. Για τον λαό όμως έχει σημασία πως η ίδια η στρατηγική της τρόικας οδηγεί αναπόφευκτα στην συγκρότηση ετεροπροσδιοριζόμενων μονοπωλίων, ελεγχόμενων από επιτρόπους της κεντροευρωπαϊκής ελίτ.  Αυτά τα οικονομικού χαρακτήρα μονοπώλια υπό επιτροπεία θα συμβάλουν στην συγκρότηση και αναπαραγωγή ενός (νέου) πολιτικού ολιγοπωλίου στην Ελλάδα, αντί για ένα μονοπώλιο όπως αυτό που γνωρίσαμε κατά την ώριμη μεταπολίτευση με την εγκαθίδρυση του δικομματισμού. Προδήλως, μετά τις εκλογές θα ακολουθήσουν σημαντικές μεταβολές στους θεσμούς συγκρότησης του κοινοβουλευτισμού της Ελλάδας, οι οποίες ουσιαστικά θα εμποδίζουν την δημιουργία μονοπωλίου στην πολιτική διαδικασία. Και τούτο μην το εκλάβετε σαν προφητεία. Καμία σχέση, περί αναλυτικής κρίσεως πρόκειται που προκύπτει από την εμπειρική προσέγγιση του πολιτικού φαινόμενου σε καταστάσεις οικονομικής κρίσεως, όπως σήμερα στην Ελλάδα.
Αυτό συνδυάζεται με κάτι άλλο εξόχως ενδιαφέρον (είναι το δεύτερο πράγμα που επιθυμώ να ορίσω). Πρόκειται για ένα άλλο παράδοξο… και αν θέλεις, φίλε μου, να προσφέρεις κάτι προς μια εναλλακτική αποκρυστάλλωση των πολιτικών σχέσεων, αποκλειστικά με τα «παράδοξα» οφείλεις να ασχολείσαι! Το παράδοξο είναι να βλέπεις τους Συγκυβερνώντες καθ΄ οδόν προς νέες γενικές εκλογές να  συμπεριφέρονται ως διασώστες της ελληνικής κοινωνίας και της περιούσιας των πολιτών. Θα μου πεις ίσως, αυτό δεν είναι παράδοξο, καλαμπούρι είναι, αλλά εγώ επιμένω, είναι παράδοξο και μάλιστα αναγκαίο για την ύπαρξη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Το παράδοξο είναι να ισχυρίζεσαι πως ξέρεις από καπιταλιστική διακυβέρνηση, η οποία στηρίζεται στην ανάπτυξη και να υποστηρίζεις πως το ισχυρό, ανελαστικό ευρώ μπορεί να ισορροπήσει την σοβαρή διαταραχή μεταξύ αξίας και τιμής στην ελληνική επικράτεια, μετά την πτώχευση του κράτους και την αναδιάρθρωση των τραπεζών μέσω του εθνικού-κοινωνικού δανεισμού.  Αυτό που υποστηρίζουν οι Συγκυβερνώντες με το «πάση θυσία στο ευρώ» αν δεν είναι παραπλανητική προστυχιά γα την επιβολή διπλού νομισματικού στη συνέχεια, μετά τις εκλογές, είναι σίγουρα μια απολύτως στρεβλή αντίληψη της καπιταλιστικής οικονομίας.  
Εκεί όπου εμφανίζεται χρηματοπιστωτική κρίση η οποία αντιμετωπίζεται με εσωτερική υποτίμηση, μεγεθύνεται η διαφορά μεταξύ τιμής και αξίας εις βάρος της αξίας ασφαλώς και έτσι η επένδυση αποδυναμώνεται με το χρήμα πλέον να  κρύβεται, να αποσύρεται από την αγορά. Το εμπόρευμα-χρήμα δηλαδή αποσύρεται από την κυκλοφορία και η κρίση ρευστότητας διογκώνεται. Το χρήμα που αποθησαυρίστηκε και ακόμη αποθησαυρίζεται με διάφορους τρόπους στην Ελλάδα μοιάζει να ξεπερνά την πραγματική αξία της λανθάνουσας παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας της χώρας και τούτο είναι σύμπτωμα της στρατηγικής που ακολούθησε η τρόικα, υπονομεύοντας στην ουσία την μεγέθυνση της ανταλλακτικής-αξίας, ενώ έτσι ενδυναμώνεται η αξία-χρήσης των αγαθών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η επένδυση είναι απαγορευτική καθώς το ποσοστό κέρδους ακολουθεί πτωτική τροχιά, ενώ ταυτόχρονα μεγεθύνεται η ανάγκη του κράτους και εταιρειών να αυξήσουν το μη-παραγωγικό τους κόστος, για να διαχειριστούν τα κοινωνικά αποτελέσματα της κρίσης. Αυτό ασφαλώς πιέζει αυξητικά και το δημοσιονομικό έλλειμμα ως μη-παραγωγικό κόστος προσαρμογής στην εσωτερική υποτίμηση (ανεργία, καταστολή, φύλαξη, αναδιαρθρώσεις χρεών κλπ).
Όμως, όπως η αγορά τιμωρεί την ανισόρροπη σχέση που προκύπτει από την υπερπαραγωγή χρήματος, απαξιώνοντας το χρήμα, έτσι επίσης τιμωρεί τις αξίες εκεί όπου εμφανίζεται υψηλή τιμή στο εμπόρευμα-χρήμα. «Πάση θυσία στο ευρώ» σημαίνει, δηλαδή, πάση θυσία μείωση των αξιών (της ανταλλακτικής-αξίας στην Ελλάδα). Έλα όμως τώρα που το λανθάνον παραγωγικό κεφάλαιο με την μορφή ακινητοποιημένου χρήματος εμφανίζεται να υπονομεύει την ίδια την αξία, καθώς αποθησαυρισμένο δεν ενισχύει την παραγωγική διαδικασία, την πραγματοποίηση της αξίας δηλαδή! Άρα, πρέπει να μειωθεί η αξία του αποθησαυρισμένου ευρώ για να ενισχυθεί παραγωγικά μια συγκεκριμένη περιοχή της ευρωζώνης, στο βαθμό που αυτή είναι αποκλεισμένη από την αγορά χρήματος και δεν υπάρχει δυνατότητα γενικής υποτίμησης του νομίσματος. Η μείωση αυτή, αν πάρει την μορφή κουρέματος των καταθέσεων πέραν του κουρέματος επενδύσεων, που σε κρίσιμο βαθμό έχει ήδη συντελεστεί, δεν θα αποδώσει παραγωγικά, ενώ αν λάβει την μορφή εισαγωγής ενός παράλληλης κυκλοφορίας με το ευρώ εθνικού νομίσματος σε σταθερή ισοτιμία με το πρώτο, θα μειώσει το κόστος των προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα στις παγκόσμιες αγορές, χωρίς να χάσουν αμέσως την αξία τους τα περιουσιακά στοιχεία που δομούνται στο ελληνικό έδαφος.
Αυτά θα υποτιμηθούν αργά και σταθερά, μειώνοντας την αντίφαση μεταξύ της τιμής του εμπορεύματος-χρήμα και της αξίας των υπόλοιπων εμπορευμάτων που διαμορφώνεται κατά την συναλλαγή. Βεβαίως σε μια τέτοια περίπτωση, όπου έρχεται η συγκαλυμμένη υποτίμηση να προστεθεί στην εσωτερική υποτίμηση, ευθυγραμμίζοντας την μείωση της αξίας με την μείωση της αναπαράστασής της (χρήμα) και μειώνοντας παράλληλα την αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία στην Ελλάδα, ομαλοποιώντας την αγορά και την παραγωγική διαδικασία, οι κίνδυνοι είναι πολλοί περισσότεροι από την μαύρη αγορά ή την επιχείρηση ανταλλαγής του τοπικού νομίσματος με ευρώ, ή προσπάθεια διαφυγής των υπαρχόντων ευρώ στο εξωτερικό με κάθε μέσο. Εδώ κρίσιμο ρόλο θα παίξει το πιστωτικό σύστημα, όπως αντιλαμβάνεστε. Και αυτό κάνει επιτακτική την ανάγκη αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα. Γι’ αυτό τόση ζέση και αγωνία για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του ΤΧΣ, ώστε και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να αποκτήσει μονοπωλιακό χαρακτήρα υπό τον απόλυτο έλεγχο της τρόικας για να μπορέσει να εισαχθεί ομαλά ένα παράλληλης κυκλοφορίας νόμισμα στην Ελλάδα.
Αυτή η τακτική είναι κατάπτυστη πολιτικά, όπως είναι και το διπλό νομισματικό. Πρόκειται για ένα σικέ παιχνίδι από την αρχή. Χώρες της ευρωζώνης που περνούν σε ιδιόρρυθμη, ετεροκαθοριζόμενη  αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους τους, παύουν να αποτελούν ισότιμα μέλη της ευρωζώνης, υποτιμούν τις αξίες στο εσωτερικό τους, προκαλούν ανεργία και κοινωνική απορρύθμιση και στο τέλος καταλήγουν σε ένα μεταβατικό διπλό νομισματικό για να σωθούν από την ύφεση και για να μην προβούν σε γενικευμένη στάση πληρωμών. Οι έντιμες πολιτικά λύσεις μετά την πρόκληση της κρίσης ήταν δύο: ή λύση ευρωπαϊκή δίχως ατομικό μηχανισμό και εθνική (ατομική) αναδιάρθρωση χρέους, ή ριζική αναδιάρθρωση, πλήρης έξοδος από την ευρωζώνη και επαναπροσδιορισμός των σχέσεων μας με τους επιμέρους θεσμούς της ΕΕ. Εάν δεν συνέβαινε το πρώτο, το οποίο κανείς από τους κυβερνώντες δεν διαπραγματεύτηκε, ούτε καν άρθρωσε από την αρχή, έπρεπε να περάσουμε αυτονοήτως και ρεαλιστικά και αναγκαστικά στο δεύτερο. Και τούτα, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες των σημειωμάτων μου, δεν τα υποστηρίζω σήμερα, αλλά από την αρχή-αρχή της κρίσης. Αντί γι’ αυτά, όμως, ακολουθήθηκε και ακολουθείται μία συντεταγμένη πορεία, η οποία εκτός του ότι θίγει την ελληνική κοινωνία και το εθνικό συμφέρον, υπονομεύει βαθύτατα την διαδικασία παραγωγής αξίας στην χώρα, ενώ συμβάλει στην υποβάθμιση των ήδη δομημένων αξιών. Αυτό προφανώς είναι αντίθετο προς το συμφέρον ακόμη και των πιο πιστών «πελατών» των κομμάτων της Συγκυβέρνησης.
Αυτό ακριβώς θα επιχειρηθεί να διασκεδαστεί με τις επόμενες εκλογές, οι οποίες εάν διεξαχθούν με τον συνήθη τρόπο, έχοντας τον λαό ως θεατή, θα αποδώσουν ένα (νέο) ολιγοπωλιακό πολιτικό καθεστώς εντός μίας εποπτευόμενης από την τρόικα μονοπωλιακής οικονομικής δομής για να εκκινήσει κάποια στιγμή η ανάπτυξη από πολύ χαμηλό, όμως, επίπεδο ανταλλακτικής αξίας. Αυτό δεν είναι απλώς φτωχοποίηση και ευρωπροτεκτορατοποίηση, αλλά κυριολεκτικώς κοινωνικός και εθνικός ευνουχισμός ενός λαού που μοιάζει να μην πιστεύει σε τίποτα, αλλά να φοβάται ακόμα και την σκιά του. Νομίζω ότι αυτή θα τον καταδιώκει από δω και πέρα, αν δεν υπάρξει μαζική λαϊκή αντίδραση στο σικέ παιχνίδι Συγκυβέρνησης – τρόικας.
 Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.  
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.