Το άρθρο που ακολουθεί και προσεγγίζει τις καταστάσεις βίας και κοινωνικής αναταραχής που εκδηλώνονται αυτές τις μέρες σε περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση σουηδών πολιτών με αλλοδαπή καταγωγή ή μεταναστών που δεν διαθέτουν σουηδική ιθαγένεια, δεν θα γραφόταν ποτέ εάν φίλοι έλληνες τους οποίους σέβομαι και εκτιμώ ιδιαίτερα, δεν με προκαλούσαν σχετικά και δεν κουβέντιαζε προηγουμένως το θέμα μαζί μου η γυναίκα μου, Άννα Παπακωνσταντίνου, η οποία λόγω της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας στον χώρο της εκπαίδευσης στην Σουηδία και των ακαδημαϊκών της ενδιαφερόντων, έχει άμεση επαφή τουλάχιστον με την «φαινομενολογία» του ζητήματος.
Ο ίδιος προσωπικά, δυστυχώς, δεν έχω σχεδόν καμία επαφή με τις επιμέρους κοινωνίες που βρίσκονται σε ιδιαίτερη αναστάτωση στην ευρύτερη περιοχή της Στοκχόλμης και γύρω από αυτήν κι έτσι το σημείωμά μου αυτό δεν διεκδικεί κανενός είδους αυθεντικότητα. Παρατηρώ το φαινόμενο απ’ έξω και όχι από μέσα και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι προσδίδει αντικειμενικότητα στην γραφή μου, αν και θα μπορούσε να ορίσει μία λιγότερο προκατειλημμένη ματιά. Θεωρείστε ότι το κείμενο συντάσσεται από έναν ψυχρό παρατηρητή με εξειδίκευση στις λεγόμενες σκανδιναβικές πολιτικές (διακυβέρνηση και οικονομία) και σε κοινωνικά φαινόμενα που συνδέονται με αυτές τα τελευταία τριάντα χρόνια και όχι από κάποιου είδους ακτιβιστή, ή δημοσιογράφου που κινείται και λειτουργεί στο πλαίσιο της σουηδικής κοινωνίας των πολιτών.
Θυμάστε, οι αναγνώστες των άρθρων μου, την επιμονή μου να αναπτύσσω πολιτικές προτάσεις για την Ελλάδα, αναφέροντας συχνά - πυκνά την διάσταση του δείκτη (συντελεστή) Gini που εκφράζει την κοινωνική ανισότητα, δείχνοντας την ανισοκατανομή εισοδήματος σε μια χώρα ή σε μια περιοχή μιας χώρας; Ε, αυτός ο συντελεστής Gini [μεταβάλλεται μεταξύ 0 (θεωρητικά τέλεια ισότητα) και 1 (απόλυτη ανισότητα)] δείχνει τα τελευταία 20 χρόνια να αυξάνει δυναμικά στη Σουηδία και ιδιαίτερα στην περιοχή της πρωτεύουσας και σε κάποια άλλα αστικά κέντρα στη νότια χώρα, προσδιορίζοντας πως η ανισότητα μεγεθύνεται εκεί, πλήττοντας κυρίως νοικοκυριά και άτομα που εμφανίζουν σχετικά χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης στους θεσμούς της σουηδικής κοινωνίας. Είναι ενδεικτικό πως το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στη Σουηδία διευρύνεται τα τελευταία 15 – 20 χρόνια με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με άλλες αναπτυγμένες μετανεωτερικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της δραματικής υποχώρησης των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών και του λεγόμενου Σουηδικού Μοντέλου Ευημερίας τα τελευταία 20 με 25 χρόνια.
Η αντικατάσταση των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών με ένα μείγμα νεοφιλελευθερισμού και νεοκεϋνσιανισμού, με τον τελευταίο να υποχωρεί σταδιακά δίνοντας την θέση του στον πρώτο, όχι μόνον ως κοινωνικοοικονομική συμπεριφορά, αλλά και ως κοσμοαντίληψη, διαμόρφωσε κατά κύριο λόγο αυτό το διευρυνόμενο πλαίσιο ανισότητας με το εθνικό εισόδημα να συγκεντρώνεται ολοένα και περισσότερο σε μια ανώτερη και μια νεο-αναπτυσσόμενη δια της αγοράς μεγαλο-μεσαία τάξη, στην οποία το ποσοστό πολιτών μη-σουηδικής καταγωγής υπήρξε μικρό, ενώ σήμερα είναι ελάχιστο. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις ακόμα και αυτό είναι δύσκολο να το ισχυριστεί κανείς, καθώς αρκετοί μετανάστες, κυρίως δεύτερης και τρίτης γενιάς, έχουν αποκτήσει μία τέλεια σουηδική ταυτότητα φέροντες σουηδικά ονόματα. Με μια κουβέντα, λοιπόν, η σταδιακή και φαινομενικά καλά οργανωμένη εγκατάλειψη του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης και του Σουηδικού Μοντέλου Ευημερίας διεύρυνε την διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών στην Σουηδία και ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα και ενίσχυσε τις κοινωνικές διαφορές μεταξύ πολιτών σουηδικής καταγωγής και μεταναστών κάθε μορφής με ή χωρίς σουηδική ιθαγένεια. Αυτό και παρά μία σειρά στοχευμένων, αντίθετων πολιτικών από τις σουηδικές αρχές, διαμόρφωσε την τελευταία 20ετία ένα διαρκώς αυξανόμενο πλαίσιο αποκλεισμού σε μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι οποίοι για διάφορους και διαφορετικούς λόγους δεν ενσωματώθηκαν καλά δια της εκπαίδευσης ή της συμμετοχής τους στον τριτογενή τομέα της οικονομίας στην ευρύτερη «σουηδική κοινωνία».
Οι νεαροί που λαμβάνουν μέρος στις ταραχές σε προάστια της Στοκχόλμης ή και έξω από αυτήν σε περιοχές που διαμορφώθηκαν με τα χρόνια περισσότερο ή λιγότερο σε γκέτο μεταναστών, φαίνεται να είναι στην πλειονότητά τους παιδιά μεταναστών (οι οποίοι προφανώς δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέονται με το στάτους των μεταναστών που βρίσκονται αυτή την στιγμή στην Ελλάδα), αν και υπάρχει αριθμός νέων σουηδικής καταγωγής από 15 μέχρι 25 ετών, οι οποίοι επίσης συμμετέχουν στις ταραχές αναμειγμένοι στις ομάδες μεταναστών. Όλοι αυτοί οι νέοι που είναι μεταξύ 15 και 28 ετών δηλώνουν ότι αισθάνονται δραματικά αποκλεισμένοι, με τους περισσότερους από αυτούς να είναι άνεργοι ή ημι-απασχολούμενοι σε διάφορες δουλειές «του ποδαριού». Το εκπαιδευτικό επίπεδο των περισσοτέρων είναι χαμηλό, οι οικογένειες από τις οποίες προέρχονται συνήθως τραυματισμένες, όχι μόνον από την μορφή ενσωμάτωσής τους στο σουηδικό σύστημα, αλλά κυρίως από την μεταναστευτική τους πορεία και τα βιώματα από τις χώρες από τις οποίες προέρχονται και ασφαλώς το «σύμπλεγμά» τους μεγάλο, ζώντας σήμερα σε μία έντονα καταναλωτική κοινωνία με αγχωτικό μάρκετινγκ, από την οποία μοιάζουν απελπιστικά αδύναμοι για να δρέψουν καρπούς σε ατομικό επίπεδο.
Αφορμή αυτή την φορά για το ξέσπασμα ταραχών στα «γκέτο» των μεταναστών, αλλά και σε διάφορα άλλα σημεία χαμηλής σχετικά συγκέντρωσης μεταναστών (ερευνώμενη διασπορά του φαινομένου με αστυνομικού χαρακτήρα, ή αντάρτικου πόλης χαρακτήρα σενάρια) έδωσε η αστυνομική επιχείρηση που κατέληξε στον θάνατο ενός 69χρονου μετανάστη από την Πορτογαλία, ο οποίος, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, ζούσε επί 30 χρόνια στη Σουηδία, παντρεμένος με φινλανδή. Δυστυχώς ακόμα και αυτό το στοιχείο φαίνεται να διαστρέφεται από τον νεοναζιστικού χαρακτήρα εθνικισμό που προωθούν συνειδητά ή ασυνείδητα κάμποσοι σήμερα στην Ελλάδα για να εκμεταλλευθούν πολιτικά την κρίση που πλήττει την χώρα μας, εμφανίζοντας τον άνθρωπο αυτό ως μουσουλμάνο «εισβολέα»!. Σαν κι αυτούς δηλαδή που δίχως ίχνος ανθρωπιάς αποκαλούν υπανθρώπους οι μισάνθρωποι της ελληνικής βουλής, χαρακτηρίζοντας έτσι όσους παράνομα (παράτυπα στην κυριολεξία) και επικίνδυνα και εξευτελιστικά για τους ίδιους, έφτασαν στην πιο προσιτή γεωγραφικά «χώρα του Ευρώ», για να μετακινηθούν οι περισσότεροι σε ευρωπαϊκές χώρες ευημερίας, διαφεύγοντας από την απόλυτη δυστυχία που ζούσαν στις χώρες τους, από τον πόλεμο, από τις «ανθρωπιστικές εκστρατείες της Δύσης», ή από άλλες μορφές απειλής ή καταδίωξης.
Οι μετανάστες που συμμετέχουν στις ταραχές στην Σουηδία, καμία σχέση δεν έχουν με τους μετανάστες που αποτελούν σοβαρό πρόβλημα σήμερα στην Ελλάδα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπισθεί ασφαλώς σοβαρά και καλά μελετημένα με αποτελεσματικά μέτρα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και ανθρωπισμό και όχι με νεοναζιστική μεθοδολογία και χυδαίο ρατσισμό. Συγκρατήστε από τα επίσημα στοιχεία της Eurostat (για το έτος 2010) πως στη Σουηδία διαβιούν 1,33 εκατομμύρια άνθρωποι γεννημένοι στο εξωτερικό. Από αυτούς οι 477.000 (ποσοστό 5,1% του συνολικού πληθυσμού) γεννήθηκαν σε χώρες-μέλη της ΕΕ, ενώ οι 859 000 (ποσοστό 9,2%) εκτός ΕΕ. Η πολυπληθέστερη κοινότητα μεταναστών συνεχίζει να είναι η Φινλανδική (172.218), ακολουθούν οι προερχόμενοι από την πρώην Γιουγκοσλαβία (152.268), στην τρίτη θέση είναι οι Ιρακινοί (117.919), στην τέταρτη οι Πολωνοί (67.518) και στην πέμπτη οι Ιρανοί (59.922). Συνολικά οι μη-χριστιανοί μετανάστες στην Σουηδία δεν πρέπει να ξεπερνούν το 35% του συνόλου των μεταναστών στην Σουηδία των λίγο περισσότερο των 9,5 εκατομμυρίων κατοίκων, από τους οποίους το 15% του πληθυσμού είναι πολίτες γεννημένοι στο εξωτερικό, όπως αυτοί καταχωρούνται στα περιφερειακά σουηδικά μητρώα. Αξίζει πάντως να επισημανθεί πως τα τελευταία χρόνια οι σουηδικές κυβερνήσεις ανέπτυξαν πολιτικές που οδήγησαν στον ερχομό και εγκατάσταση μεταναστών που προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες ή ζώνες ανθρωπιστικής καταστροφής, όπως το Αφγανιστάν, η Συρία, το Ιράκ, η Σομαλία και άλλες χώρες υπό δραματική κρίση στην Αφρική και από χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Είναι επίσης αλήθεια ότι την τελευταία πενταετία έχουν αναπτυχθεί πολλές σουηδικές μη-κυβερνητικές οργανώσεις σε χώρες που πλήττονται από ανθρωπιστική κρίση, κυρίως στην Αφρική, αλλά και στην Ευρασία και την Νότιο Αμερική, με αποτέλεσμα το 2012 η Σουηδία να δεχτεί 44.000 ξένους που ζήτησαν άσυλο. Ο αριθμός αποτελεί αύξηση κατά 50% σε σχέση με το 2011 και είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διάστασης της σημερινής εξωτερικής πολιτικής της χώρας, η οποία σε ο, τι αφορά στην ανάπτυξη της αστικής/δημοκρατικής ιδέας περί ειρήνης και πολέμου αποτελεί συνέχεια της περιόδου της σοσιαλδημοκρατίας.
Πάντως τα επόμενα ένα-δυο χρόνια αναμένεται να αυξηθεί επίσης κατά 50% ο πληθυσμός ανθρώπων ελληνικής καταγωγής που ζει, σπουδάζει ή εργάζεται στην Σουηδία. Ήδη, κύματα νέων ελλήνων καταφθάνουν στα αστικά κέντρα της χώρας μαζί με οικογένειες που είχαν αποχωρήσει από την Σουηδία και μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα. Η Σουηδία γίνεται ξανά χώρα υποδοχής ελλήνων μεταναστών, αναγνωρίζοντας την ανθρωπιστική καταστροφή που πλήττει την πατρίδα μας. Ίσως αναλογικά οι έλληνες αυτή την στιγμή που καταφθάνουν μάλλον διερευνητικά στην Σουηδία για να αναζητήσουν την τύχη τους να είναι περισσότεροι από εκείνους που πρόκειται να γίνουν δεκτοί φέτος στην χώρα υπό τους όρους ανθρωπιστικής προστασίας! Μπορεί η εκτίμηση να φαίνεται υπερβολική, αλλά δεν είναι δική μου. Αποτελεί εκτίμηση ειδικού επιστήμονα, συμβούλου της σουηδικής κυβέρνησης, που μου την μετέφερε μεταξύ σοβαρού και αστείου τις προάλλες.
Μετά από αυτήν την παρένθεση που τοποθετήθηκε για να συνδέσει ακριβώς την ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα με την πίεση από διαφορετικού χαρακτήρα μεταναστευτικά ρεύματα στην Σουηδία στην συγκυρία, επανέρχομαι στο θέμα. Η παρένθεση μπήκε για να συνειδητοποιήσουμε όλοι στην Ελλάδα πως και οι έλληνες αύριο μπορεί να βρεθούν στο κέντρο του κυκλώνα των αναταραχών στην Σουηδία, δίχως μάλιστα να είναι αυτοί η αιτία κάποιας νέας έκρηξης, όπως σήμερα παίρνουν τα σκάγια της προκατάληψης φιλήσυχους οικογενειάρχες από μουσουλμανικές χώρες σε περιοχές όπου πρωτεργάτες των ταραχών φέρονται να είναι μη-μουσουλμάνοι και μάλιστα γόνοι οικογενειών οικονομικών μεταναστών που ζουν και εργάζονται επί πολλά χρόνια στη χώρα. Όπως ισχύει σε άλλες περιοχές το ακριβώς αντίστροφο, να είναι μουσουλμάνοι, σχετικά με λιγότερα χρόνια στη χώρα, οι πρωταγωνιστές επεισοδίων. Η ζωή στα «γκέτο» είναι μία απολύτως ιδιόμορφη κατάσταση όπου κάθε είδος ρατσισμού και ακραίας προκατάληψης βασιλεύουν στο εσωτερικό, όπως και στο εξωτερικό αυτών από όλους εκείνους που είτε δεν έχουν τα εφόδια να αντιληφθούν την κοινωνικοοικονομική ρίζα του προβλήματος, είτε διαμορφώνουν κατηγοριοποιήσεις μεταναστών για να αναπτύξουν την ναζιστικής τεχνογνωσίας ρατσιστική πολιτική τους. Θέλει μεγάλη προσοχή λοιπόν το ζήτημα και θα αποτελούσε κακοποίηση της πραγματικότητας εάν ισχυριζόμαστε πως ο λεγόμενος «ισλαμικός φανατισμός» κινητοποίησε τους εξεγερμένους νέους σε περιοχές της Σουηδίας, πολλοί από τους οποίους πράγματι κατάγονται από μουσουλμανικές χώρες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συμφέροντα που επιχειρούν να μανιπουλάρουν εθνικές και διεθνείς πολιτικές εξελίξεις στην βάση του ισλαμικού φανατισμού, διεγείροντας ή και στρατολογώντας συγκεκριμένες ομάδες μεταναστών. Τα συμφέροντα αυτά προκαλούν δηλαδή κοινωνικές αντιπαλότητες πολιτικού χαρακτήρα που τις ορίζουν ως αποτέλεσμα του ισλαμικού φανατισμού, που έχει ως διαλεκτική του σχέση αυτό που ο νεοφιλελευθερισμός διατράνωσε ως σύγκρουση των πολιτισμών μετά «το τέλος των ιδεολογιών και της ιστορίας».
Με το άρθρο αυτό επιχειρώ να βάλω τα πράγματα σε μια αντικειμενική τάξη, διαχωρίζοντας τα παράλληλα κοινωνικά σύμπαντα των Αθηνών και της Στοκχόλμης. Αποτελεί εντελώς εσφαλμένη οντολογικά και επιστημονικά προσέγγιση, αν επιχειρούσε κανείς να συγκρίνει αμέσως το μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα με την κρίση σε περιοχές υψηλής συγκέντρωσης μεταναστών που καλείται να διαχειριστεί η σουηδική πολιτεία στο σύνολό της και οι επιμέρους τοπικές αυτοδιοικήσεις. Είναι άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η δραματική υποκρισία, η πολιτική αμέλεια και ανευθυνότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η χυδαία εκμεταλλευτική διάσταση μεταναστών, η καθυστέρηση ανάπτυξης προγραμμάτων μεταναστευτικής πολιτικής και κοινωνικής μέριμνας συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής ασύλου, εργασίας, εκπαίδευσης, αλλά και διευκόλυνσης της εγκατάλειψης της χώρας μας από τους περισσότερους εξ αυτών, ενώ το πρόβλημα της Σουηδίας είναι η αποτυχία της προσαρμογής ιδιαίτερων ομάδων μεταναστών στο κοινωνικό μοντέλο της χώρας και στην συνέχεια η κατανόηση της μεγέθυνσης των προβλημάτων συγκεκριμένων κοινοτήτων μεταναστών, από την διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας σε στρατηγικές πλήρως απελευθερωμένης αγοράς.
Το πρόβλημα της Σουηδίας με τους μετανάστες σήμερα θα μπορούσε να είναι το πρόβλημα της Ελλάδας μετά από 20 έως 30 χρόνια και μάλιστα σε πολύ πιο έντονη μορφή, εάν αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Στοκχόλμη δεν μελετηθούν πολιτικά και δεν προσεγγιστούν διεπιστημονικά με απόλυτη σοβαρότητα. Στην Σουηδία, αν και η πολιτική διαχείριση γίνεται μάλλον με την γνωστή διπλοπροσωπία που κυριάρχησε στα πολιτικά πράγματα της χώρας μετά το 1990, η κοινωνία των πολιτών και η επιστημονική κοινότητα φαίνεται να δείχνουν καλά αντανακλαστικά, μελετώντας εκ νέου το ζήτημα της γενικότερης ένταξης των μεταναστών και ιδιαίτερα των νέων στην κοινωνία, εξετάζοντας ξανά το ζήτημα της εκπαίδευσης και της κατανομής του πληθυσμού των μεταναστών με διαφοροποίηση των προγραμμάτων απασχόλησης.
Προσωπικά δεν πιστεύω πως η κρίση στην Στοκχόλμη είναι κρίση του πολυπολιτισμικού μοντέλου που χαρακτήρισε τις πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών στην Σουηδία. Πρόκειται για μία παράπλευρη συνέπεια της νεοφιλελευθεροποίησης του Σουηδικού Μοντέλου Ευημερίας, αλλά όχι μόνον: είναι και ζήτημα ιδεολογικοποίησης του πολυπολιτισμικού μοντέλου στην βάση της ελευθέριας αγοράς. Είμαστε ακόμη, ως ευρωπαϊκές κοινωνίες, πολύ πίσω στο να αναπτύξουμε ολοκληρωμένες πολιτικές που θα επιτυγχάνουν αρμονική ένταξη ανθρώπων διαφορετικής κουλτούρας και εκπαίδευσης. Όλοι οι μετανάστες δεν είναι ίδιοι και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ένα απολύτως κοινό τρόπο. Πρέπει από την αρχή να εξετάζεται η διαφορετικότητα του καθενός, ώστε με σεβασμό σε αυτήν να διαμορφώνεται ένα περιβάλλον ένταξης που δεν θα προδιαθέτει για κανενός είδους αποκλεισμό ή διαφοροποίηση του ενός μετανάστη από τον άλλον με ρατσιστικά κριτήρια. Και αυτό είναι ένα σοβαρό και επίπονο έργο των προηγμένων ευρωπαϊκών πολιτειών, που απαιτεί εκτός από ειλικρινή πολιτική αντιμετώπιση και χρόνο…
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.