Η ελληνική κρίση, είναι η πρώτη γενικευμένη κρίση της μετανεωτερικότητας στην Ευρώπη. Είναι η κρίση του ορθολογικού οικονομισμού, της εμπιστοσύνης, της δημοκρατίας και της έννοιας της κυριαρχίας. Πρόκειται για την κρίση αντικειμενικότητας, κοινωνικής ιεραρχίας, κλασικών οικονομικών, θεμελιωδών αρχών και αξιών του ευρωπαϊσμού και της ευρωπαϊκής νομιμότητας και ασφαλώς για κρίση του ίδιου του σύγχρονου αστικού κράτους και του διακυβερνητικού οικοδομήματος της ΕΕ.
Αυτό υπερασπίστηκα αρκετές φορές μέχρι σήμερα, επιμένοντας πως μετασχηματισμός της γνώσης για να περάσουμε από την μια εποχή της ανθρωπότητας στην άλλη δεν γίνεται δίχως μετασχηματισμό της διαδικασίας παραγωγής και των παραγωγικών σχέσεων και ασφαλώς δίχως ριζοσπαστική πολιτική μεταβολή, σε τοπικό, περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Στην Ελλάδα γλιστρήσαμε από την βιομηχανική περίοδο στην μεταβιομηχανική δίχως ριζοσπαστική πολιτική μεταβολή, ενώ σήμερα βιώνουμε τις οδύνες από την κρίση του μετανεωτερικού μοντέλου που συνδέθηκε με την απομυθοποίηση των μεγάλων αφηγήσεων (πχ. θετικισμός, μαρξισμός, φανξιοναλισμός) και την μεγέθυνση των υπηρεσιών και της μεσαίας τάξης, δίχως καμία σχεδόν αλλαγή στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική πρακτική.
Δεν γνωρίζω αν αυτό αντιλαμβάνεται ο πρόεδρος του ΣΕΒ λέγοντας: «Το αίτημα της αλλαγής σήμερα δεν είναι μονοπώλιο κανενός φορέα. Είναι υπόθεση της Δεξιάς αν πράγματι θέλει να εκσυγχρονιστεί και είναι υπόθεση της Αριστεράς αν πράγματι φιλοδοξεί να κυβερνήσει». Ποιάς ακριβώς αλλαγής; Αν εννοεί απλώς την «αλλαγή» όπως την γνωρίσαμε ή/και την βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, προφανώς κάνει λάθος. Αν εννοεί την κοινωνικοπολιτική αλλαγή ως βασικό στοιχείο της προόδου εντός της μετανεωτερικότητας προς το ξεπέρασμά της με κοινωνικοτεχνολογικούς όρους, μάλλον θα συμφωνούσαμε. Στην Ελλάδα η πολιτικοεπιχειρηματική ελίτ πόνταρε στην κατανάλωση και το εύκολο «κέρδος» (αρπαχτή) ενισχύοντας παράλληλα το πελατειακό κράτος και την διαπλοκή, αντί να επενδύσει στην υψηλή εκπαίδευση, στην υψηλή τεχνολογία και στην σύγχρονη οργάνωση της διοίκησης. Η μετανεωτερικότητα στην Ελλάδα αποδιοργάνωσε εντελώς την κοινωνική και παραγωγική βάση της χώρας και επ’ αυτού τεράστια ευθύνη φέρει ο δικομματισμός, αλλά και οι επιχειρηματίες, την στιγμή κατά την οποία η αριστερά και η διανόηση αντί να δομήσουν λόγο και στρατηγική για την προοδευτική αντιμετώπιση των προβλημάτων της μετανεωτερικότητας, δόξαζαν δόγματα και στρατηγικές ουσιώδους λαϊκής κυριαρχίας της προηγούμενης, όμως, εποχής: της νεωτερικότητας! Οι μεν δεν τοποθέτησαν καλά (ισχυρά) την χώρα στην μετανεωτερικότητα, ενώ οι δε απλώς την αρνήθηκαν ως πραγματικότητα και την καταράστηκαν! Σήμερα η κρίση αποτελεί έκφραση αυτών των δύο πολιτικών αδυναμιών, με την ευθύνη ασφαλώς για την πτώχευση, την φτωχοποίηση και την γενικευμένη απορρύθμιση των παραγωγικών σχέσεων να βαραίνει αποκλειστικά την δεξιά και την κεντροαριστερά, ενώ η ευθύνη της αριστεράς σχετίζεται με την ανικανότητά της να αντιληφθεί την εποχή μας και να προτείνει στρατηγικές υπέρ της ευρύτερης κοινωνίας των εργαζομένων, στη βάση αυτής της εποχής και όχι κάποιας άλλης προηγούμενης.
Αυτό που δεν φαίνεται να κατανοεί σε βάθος ο κ. Δ. Δασκαλόπουλος είναι ετούτο που δεν κατανοεί επίσης καλά η αριστερά, ενώ προφανώς δεν απασχολεί καν την δεξιά: Ο Μαρξ σχολίασε, ανέλυσε και προσέφερε λύση στο καπιταλιστικό πρόβλημα, με την μορφή της επανάστασης του προλεταριάτου, θεωρώντας θετική για την ανθρωπότητα την βιομηχανική επανάσταση. Ο κόσμος δεν αλλάζει πηγαίνοντας πίσω. Λύσεις σε προβλήματα του παρόντος δεν υπάρχουν στα συρτάρια του παρελθόντος. Λύσεις στα προβλήματα του καπιταλισμού της βιομηχανικής εποχής και της νεωτερικότητας (με αρχή τον 18ο αιώνα και τέλος την αρχή του 21ου ) δεν υπήρχαν κάπου ξεχασμένες την αρχαιότητα, στον μεσαίωνα ή στο καθεστώς της φεουδαρχίας, όπως δεν υπάρχουν σήμερα αν στρέψουμε την προσοχή μας στη νεωτερικότητα. Πολλοί ουτοπικοί σοσιαλιστές συνειδητοποιώντας την κοινωνική κρίση της νεωτερικότητας, έστρεψαν το βλέμμα στο παρελθόν, όχι όμως ο ίδιος ο Μαρξ. Έκανε λάθος σε κάποιες εκτιμήσεις - οι οποίες στην πραγματικότητα δεν ήταν εκτιμήσεις, αλλά αφηρημένες προσδοκίες που επιχείρησε να συγκεκριμενοποιήσει με τη μορφή του επαναστατημένου προλεταριάτου, για την αλλαγή που θα κατέληγε στην αταξική κοινωνία, για να γίνει ο άνθρωπος ολοκληρωμένο άτομο: Ελεύθερος, Κύριος και Κυρίαρχος μεταξύ ίσων και διαφορετικών – αλλά ουσιαστικά μίλησε για το πέρασμα από την νεωτερικότητα στην μετανεωτερικότητα με όρους κοινωνικούς και όχι εμπορικούς, αγοραίους, απανθρωπιστικούς, ισοπεδωτικά ομοιομορφικούς.
Για κάποια μετανεωτερικότητα μίλησε ο Μαρξ, αλλά δυστυχώς λίγοι αριστεροί τόλμησαν να ξεφύγουν από τα ζητήματα της κοινωνικής λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και να δουν παραπέρα από την μαρξιστική ανάλυση του καπιταλισμού, όπως διατυπώθηκε στους τόμους του «Κεφαλαίου» του, για να συλλάβουν τον πυρήνα του πραγματικού διλήμματος: η μετανεωτερικότητα ήταν το πεπρωμένο της καπιταλιστικής εξέλιξης, το ζήτημα ήταν και είναι αν θα υπάρξει απόλυτη υποδούλωση των εργαζομένων στο απρόσωπο, απάνθρωπο και αδιάφορο για την προστασία της φύσης κεφάλαιο, βιώνοντας τα τραγικά αποτελέσματα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ή αν ο παραγόμενος από αυτούς πλούτος περάσει στον έλεγχο των κοινωνιών που τον παράγουν. Κάποιοι από τα καπιταλιστικά κέντρα, ωστόσο, ιδιαίτερα μετά το 1970 και εντονότερα μετά το 1999, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την πτυχή του Μαρξ, αδιαφορώντας προφανώς για τις προσεγγίσεις στο «Κεφάλαιο». Τι να τις έκαναν; Αυτές δεν προσέφεραν μεθοδολογία και διαδικασία εκμετάλλευσης της ζωντανής από την νεκρή ύλη! Γίνεται να λειτουργήσει κεφαλαιοκρατικό Κράτος ή Επιχείρηση με «το Κεφάλαιο», αν και επ’ αυτού δομούνται και τα δύο; Προφανώς όχι! Άρα όταν κατασκευάζεις επιχειρηματικό μύθο ή αγορά ή χρηματοπιστωτικό καθεστώς για τα κράτη δεν χρησιμοποιείς το απομυθοποιητικό τους σύστημα, αν και θα μπορούσες να χρησιμοποίησης την φιλοσοφική δομή της απομυθοποίησης για να συντάξεις το δικό σου πρωτόκολλο κοινωνικής και παραγωγικής αλλαγής. Ε, αυτό έπραξαν οι «σοφότεροι» σύγχρονοι μύστες της καπιταλιστικής εξέλιξης, υπέρ της ελίτ που επιχειρεί να θέσει υπό τον έλεγχο της και να αναδιοργανώσει τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου. Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Μαρξ ζωντάνεψε στη Νέα Υόρκη, στην Φρανκφούρτη, στην Σαγκάη, στο Λονδίνο, στη Μόσχα και σε εξωτικούς ταξιδιωτικούς προορισμούς! Ο φιλόσοφος Μαρξ παγκοσμιοποιήθηκε, ενώ ο μαρξισμός υποχωρούσε δραματικά. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός χώνεψε την φιλοσοφική αντίληψη του Μαρξ μάλλον καλύτερα από τους περισσότερους μαρξιστές, που παρέμειναν εγκλωβισμένοι, μάλλον εξαναγκαστικά, στο επίπεδο οργάνωσης του κινήματος ή κατάληψης του κράτους από μια λαϊκή επανάσταση, για πολλά-πολλά χρόνια!
Η μετανεωτερικότητα και το πέρασμα από την βιομηχανική στην μεταβιομηχανική εποχή είναι γεγονός, τουλάχιστον για την ΕΕ και την υψηλού επιπέδου ιντελιγκέντσια, όπως και την οικονομική ελίτ παγκοσμίως. Η πορεία αυτή αποτελεί εξέλιξη του καπιταλισμού και της τεχνολογίας και δεν μπορεί να αναστραφεί. Στην Ελλάδα βιώνουμε την πρώτη πολύπλευρη κρίση, όχι απλώς του καπιταλισμού, αλλά της μετανεωτερικότητας η οποία έτσι δομεί τα στοιχεία της υπέρβασής της. Τα στοιχεία δηλαδή της «αναχώρησης» από την ίδια την μετανεωτερικότητα που βιώνουμε ως κρίση αρχών, θεσμών, πρακτικών και πολιτικού λόγου. Η είσοδος σε μια νέα τεχνολογική και γνωσιολογική εποχή της ανθρωπότητας διαμορφώνει τις συνθήκες της υπέρβασής της δια της αναλύσεως των κρίσιμων διαφορών αυτής από την προηγούμενη και των εκτιμήσεων για την ολοκλήρωση της νεότερης (διαφορά νεωτερικότητας-μετανεωτερικότητας στην περίπτωσή μας, υπό το φάσμα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού). Η μεθοδολογία του Μαρξ υπήρξε ανάλογη, μόνον που δεν έχει γεννηθεί ακόμη ο νέος Μαρξ για να ορίσει την νέα αλλαγή με όρους κινήματος εντός της μετανεωτερικότητας προς την έξοδο από αυτήν, την αποχώρηση από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και την τεχνητή ή εικονική διαφοροποίηση εντός μιας δραματικά καταθλιπτικής ομοιομορφίας, που προσπαθεί να εξαπατήσει τον πολίτη μιλώντας για ελευθερία και δημόσιο συμφέρον, την ίδια ώρα που ιδιωτικοποιεί και την πρώτη και το δεύτερο. Την ώρα που μιλά για πραγματισμό ορίζοντας το συμφέρον στο πλαίσιο κάποιας αγοράς και ποτέ κάποιας έστω κοινωνίας!
Η μετανεωτερικότητα είναι η εικονική πραγματικότητα της ελευθερίας και της ισότητας, όπως αυτές δομήθηκαν πολιτικά κατά την νεωτερικότητα. Είναι η διαστροφή τους, η απόλυτη ισοπέδωσή τους. Άρα αποτελεί την πραγματιστική άρνησή τους. Η κρίση στην Ελλάδα είναι αυτό ακριβώς: η άρνηση της (κοινωνικής) ελευθερίας στο όνομα της απελευθέρωσης της αγοράς και η άρνηση της ισότητας στο όνομα της άρσης των προνομίων των πολλών για την δημιουργία προνομίων για πολύ λίγους. Οι δύο αυτές αρνήσεις δομούν την ελληνική κρίση μέσω της ριζικής άρνησης του Κράτους Δίκαιου και του Κράτους Ευημερίας. Αυτοί είναι οι βασικοί όροι της μετανωτερικότητας για την Ελλάδα. Και αυτό προφανώς διαισθάνεται ακόμη και ο ΣΕΒ και ταράζεται. Η παραδοσιακή βιομηχανία έχει πεθάνει προ πολλού στην Ελλάδα και μαζί με αυτήν και ο παραδοσιακός βιομήχανος. Σήμερα βιώνει την κρίση του «μετα-βιομηχάνου» που δεν αποφασίζει αυτός αλλά ο Τραπεζίτης. Και πέρα από τον τελευταίο μια υπερεθνική, παραθεσμική δομή που μεταβάλει το καθεστώς επένδυσης-αποταμίευσης από χώρα σε χώρα με κριτήριο το γρήγορο κέρδος. Δίχως δημοκρατικό έλεγχο των επενδύσεων ο βιομήχανος είναι στάχυ στον άνεμο, ένα αντικείμενο της παραγωγής δίχως ισχύ, που καλείται να αποδώσει κέρδος εκμεταλλευόμενος την εργατική ισχύ, απολύτως ανίσχυρων πολιτικά επίσης εργαζομένων. Το φετίχ της ύστερης νεωτερικότητας ο βιομήχανος και η κοινωνία των πολιτών χάνουν δραματικά την ισχύ τους και έτσι δεν μπορούν να επηρεάσουν την διακυβέρνηση.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κάνει πάρτι ο κάθε αυταρχικός δεξιός, ο όποιος στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Αρκείται στην ικανοποίηση από το «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» υπέρ του δημοσίου συμφέροντος ασφαλώς, που δεν περιέχει το συμφέρον εργαζομένων και ατομικών ιδιοκτητών. Το «δημόσιο συμφέρον» έτσι απέκτησε και αυτό μετανεωτερικά χαρακτηριστικά. Μεταβλήθηκε σε κενό περιεχομένου συμφέρον καθώς έχασε την εναρμονιστική του κοινωνική διάσταση. Ούτε αυτό συμφέρει τον βιομήχανο, ακόμη και αν «δουλεύει» υπέρ αυτού με την έννοια της μείωσης του κόστους εργασίας και του περιορισμού των απεργιών. Δεν τον συμφέρει για πολλούς λόγους που έχουν να κάνουν με την εμπέδωση της πολιτικής του ισχύος στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τους εργαζόμενους. Το τελευταίο είναι το πλέον κρίσιμο στοιχείο για την διαμόρφωση ταξικής συνείδησης. Η ισοπέδωση της αυθεντικής ισχύος βιομηχάνων και εργαζομένων, που διαμορφώθηκε κατά την νεωτερικότητα, αποδυναμώνει τόσο τους βιομήχανους όσο και τους εργαζόμενους την μετανεωτερικότητα. Έτσι και οι δύο θα είχαν συμφέρον να συμπράξουν σε ένα γάμο μεταξύ τους, με δεδομένο το διαζύγιο αργότερα.
Δυστυχώς δεν είμαι βέβαιος αν η κρίση θα μπορούσε να γίνει κουμπάρα στο γάμο βιομηχάνων και εργαζομένων. Αν γινόταν όμως, τότε η πολιτική μορφή της εξέλιξης της κρίσης στην Ελλάδα θα ήταν διαφορετική. Ίσως τότε η Ελλάδα να μπορούσε να ανέπτυσσε μια εθνική στρατηγική ανάκαμψης δίχως περεταίρω κοινωνική και παραγωγική καταστροφή. Και αυτό ασφαλώς δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δίχως εθνικό και δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος. Δίχως το τελευταίο και έρωτα στην Πλατεία Συντάγματος να έκαμε ο μεγαλύτερος βιομήχανος με τον τελευταίο εργάτη, ουδείς γάμος θα προέκυπτε και ουδεμία συγκυριακή όσμωση! Η κρίση της μετανεωτερικότητας στην Ελλάδα δεν ξεπερνιέται έτσι απλά για να επανέλθουμε σε κάποιο προηγούμενο στάδιο καλύτερων ημερών και ας μην αυταπατώμεθα. Η κρίση είναι μηχανισμός μετάβασης σε ένα ώριμο στάδιο μετανεωτερικότητας και δεν θα πρέπει να ορίζεται σε καμία περίπτωση ως αναπόληση προηγούμενων καλύτερων ημερών, άλλων περιόδων. Ο κόσμος δεν εξελίσσεται ανάποδα, αν και πολλές πολιτικές της συγκυρίας και ιδιαίτερα ο συνδυασμός νεοφιλελεύθερου και δεξιού αυταρχισμού μοιάζει να το αγνοούν.
Ο τρόπος που θα απαντήσει η Ελλάδα στην κρίση τελικώς θα κρίνει και την πορεία της στην μετανεωτερικότητα. Αν αναδείξει πολιτικές δυνάμεις που θα μεταφέρουν ένα νέο σοσιαλιστικό όραμα για μια πορεία εξόδου από την μετανεωτερικότητα, ως κοινωνικό μετασχηματισμό υπέρ και όχι κατά των εργαζομένων, υπέρ της τεχνολογίας και όχι υπέρ της διάλυσης του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας ή της τεχνολογικής υποβάθμισής τους, τότε θα έχει επιτευχθεί ένα σοβαρό βήμα ανάκαμψης, περιμένοντας τον …νέο «Μαρξ» για τα υπόλοιπα. Μια τέτοια πορεία ανάκαμψης που απαιτεί τουλάχιστον μια δεκαετία θα αναζητήσει αντικειμενικά ένα συμβολικό γάμο μεταξύ της βιομηχανίας και των εργαζομένων. Έτσι το ζήτημα στην πραγματικότητα δεν είναι αν η κρίση μπορεί να γίνει κουμπάρα στο γάμο βιομηχάνων και εργαζομένων, αλλά στο βαθμό που η κρίση απαντηθεί συμβολικά με ένα γάμο βιομηχανίας-εργαζομένων θα έχουμε προοδευτική εξέλιξη. Στην αντίθετη περίπτωση, όχι απλώς συντηρητική αλλά δραματικά οπισθοδρομική.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.