Οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες ανατέλλουν στο πλαίσιο μιας σημαντικής κοινωνικής μεταβολής, στον βαθμό που πετύχουν να κυριαρχήσουν αλλάζοντας το καθεστώς ηγεμονίας, το οποίο αναφέρεται στην ηγεσία τους. Οι ίδιοι δεν θα μνημονεύονταν ποτέ ως μεγάλες ηγετικές μορφές που πρόσφεραν κάτι καλό ή κακό στην ανθρωπότητα, στην χώρα τους, ή για την εμπέδωση ενός νέου συστήματος ηγεσίας στο πλαίσιο μιας νέας μορφής ηγεμονίας, αν δεν πετύχαιναν να κυριαρχήσουν πολιτικά.
Οι κρίσεις παράγουν ηγέτες που, στο βαθμό που υποστηριχτούν από ένα ρωμαλέο κίνημα, υπογράφουν την ιστορία του και μένουν στην ιστορία ως αξιομνημόνευτες πολιτικές προσωπικότητες. Μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες, λοιπόν, δίχως λαϊκό κίνημα δεν υπάρχουν. Το κίνημα είναι αυτό που κάνει τον ηγέτη και όχι αντίστροφα, ο οποίος στο βαθμό που δεν πετύχει την μετάβαση σε μια νέα μορφή ηγεμονίας δεν θα αποκτήσει ποτέ τα χαρακτηριστικά και τον «ιστορικό τίτλο» του μεγάλου ηγέτη.
Άρα, ο μεγάλος πολιτικός ηγέτης είναι προϊόν της ανάγκης κάποιου κινήματος και εκφραστής αυτού – στο τέλος μπορεί και θύμα αυτού! Ο ηγέτης προσωποποιεί το κίνημα, οποιοδήποτε κίνημα. Το ζήτημα λοιπόν είναι πάντα η μορφή του κινήματος που αποτελεί τον μοχλό κίνησης της ιστορίας προς μια σημαντική μεταβολή του ηγεμονικού φαινομένου σε τοπικό, εθνικό, υπερεθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο, ή πιο περιορισμένα του αστικού φαινομένου και του παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου, ή του μοντέλου διάρθρωσης των διεθνών πολιτικών κατά τη νεωτερικότητα.
Συνεπώς, ο ηγέτης είναι κάτι περισσότερο από προσωποποίηση ενός κινήματος που επιζητεί να κυριαρχήσει στον κόσμο των πολιτικών ή/και σε κάποιο εθνικό ή υπερεθνικό σώμα. Είναι ταυτόχρονα και προϊόν αποκρυστάλλωσης μια διανοητικής κυριαρχίας (πολιτισμικής κυριαρχίας θα μπορούσε να την ορίσει επίσης κάποιος) στο αντίστοιχο πεδίο αναφοράς.
Αντικειμενικά ο (δυτικός) κόσμος μας είναι ένας κόσμος πολιτικών κρίσεων όλων των μορφών, με σαφές οικονομικό περιεχόμενο ασφαλώς, που διακόπτεται από περιόδους ομαλότητας, ευημερίας, ασφάλειας και πολιτικώς ανεκτού πολιτικοοικονομικού ανταγωνισμού. Εμείς μάθαμε όμως να νομίζουμε το ακριβώς αντίστροφο. Αν δεν μαθαίναμε να αντιλαμβανόμαστε έτσι τον κόσμο και την διάσταση της πολιτικής ιστορίας , θα ήταν αδύνατο να λειτουργήσουμε ως υποκείμενα οποιασδήποτε ηγεμονίας, αγοράς, εθνικής ή υπερεθνικής οντότητας. Ζούμε όπως ζούμε, άλλοι πλούσια και προνομιούχα, ενώ άλλοι φτωχικά και σχετικά ή σχεδόν απόλυτα αποκλεισμένοι, άλλοι στα ρετιρέ, άλλοι στους πιο κάτω ορόφους και άλλοι στα υπόγεια… αλλά ζούμε, άρα λειτουργούμε, ως ευημερούντες, λιγότερο ευημερούντες ή ακόμη ως πένητες και παρίες, επειδή ακριβώς μας διαχωρίζει ένα πέπλο άγνοιας από την πραγματικότητα: ο κόσμος μας, ο καπιταλιστικός κόσμος, είναι ο κόσμος των κρίσεων και όχι της σταθερότητας εντός της οποίας μπορούμε να δομήσουμε με ορθολογική επιλογή το μέλλον μας, τα κέρδη μας, την ευημερία μας, την κοινωνική μας πρόοδο/άνοδο, ή την επανάσταση μας.
Αυτό το πέπλο άγνοιας δεν αφορά, ωστόσο, στον «σοφό» άνθρωπο της αγοράς ή στον «σοφό» άνθρωπο της πολιτικής. Αυτός ξέρει πως οι κρίσεις είναι ο κανόνας και αυτές εκμεταλλεύεται για να αναδειχθεί και να κυριαρχήσει – αφήνοντας αισχρά και σκόπιμα τον λαό σκεπασμένο από αυτό το πέπλο άγνοιας. Αυτό γνωρίζει και μια μερίδα διανοητών, επιστημόνων, κλπ, και προσπαθεί να δείξει στη κοινωνία πως το πρόβλημα είναι η διαχείριση της κρίσης, τα μέσα και οι στρατηγικές που προτείνονται και ακολουθούνται στην πραγματικότητα για την αντιμετώπισή της και όχι οι στόχοι που προβάλλονται ως (τελικές) λύσεις από κυβερνώντες, «συμπαθούντες» ή αντιφρονούντες και αντικαθεστωτικούς. Όλοι αυτοί θα πρέπει να θεωρούνται ανέντιμοι στο βαθμό που τοποθετούν τους στόχους στη θέση των μέσων και της στρατηγικής. Είναι λαοπλάνοι.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία όμως κατασκευάζεται το πρόπλασμα της ηγεσίας που συνδέεται με όλες τις γνωστές μορφές ηγεμονίας, εκτός από την λεγόμενη εναλλακτική ηγεμονία. Αυτή, δίχως να αποτελεί και να πρεσβεύει μια μορφή αναρχικής οργάνωσης της κοινωνίας - ούτε καν σοσιαλιστική κυριολεκτικώς - ή του υπερεθνικού (ΕΕ) και παγκόσμιου συστήματος, συνδέει τον εαυτό της με μια μορφή ηγεσίας που δίνει έμφαση σε μια ήπια μορφή κοινωνικού μετασχηματισμού διαδοχικών σταδίων με κατεύθυνση την μεγέθυνση της ισότητας, δίχως να θιγούν ελευθερίες. Πρόκειται για μια μορφή ηγεσίας που επικεντρώνει την στρατηγική της στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του κοινωνικού μετασχηματισμού, αρνούμενη να υποταχθεί στην αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κανείς σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Αν δεχθούμε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τότε είναι σαν να αποδεχόμαστε τον αυταρχισμό και να ευνοούμε τον ολοκληρωτισμό στις πολιτικές. Κι από εκεί και πέρα θα διαφωνήσουμε αποκλειστικά για την μορφή του ολοκληρωτισμού, η οποία ορίζεται δυστυχώς μυθικά από τους αναφερόμενους στόχους τού καθενός.
Ωστόσο, φίλοι, σημασία έχουν τα μέσα και μόνον τα μέσα διάρθρωσης του ηγεμονικού περιβάλλοντος, καθώς αυτά θα διαμορφώσουν και την ουσία του μετασχηματισμού, όπως και την πολιτική (εξουσιαστική) ουσία της ηγεσίας: το ήθος και το διακυβερνητικό μοντέλο του που θα επηρεάσουν μακροχρονίως και το κοινωνικό και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, ή της υπερεθνικής οντότητας, ή του παγκόσμιου συστήματος, αν αναφερόμαστε σε «παγκόσμια διακυβέρνηση».
Θα τολμούσα λοιπόν να δοκιμάσω μια αδρή κατηγοριοποίηση ηγετών. Πρόκειται γι’ αυτούς που δίνουν έμφαση στους στόχους και σε εκείνους που δίνουν έμφαση στην στρατηγική. Οι πρώτοι επιζητούν οπαδούς, ακολούθους, ενώ οι δεύτεροι συνοδοιπόρους, κυριολεκτικά συντρόφους, συνεργάτες. Σήμερα έχω την αίσθηση πως οι περισσότεροι Έλληνες – και δυστυχώς όχι μόνον – αναζητούμε έναν ηγέτη της πρώτης μορφής και όχι της δεύτερης. Κι αυτό διότι πιστεύουμε απολύτως προσδεμένοι σε μια μορφή δαρβινισμού και ντετερμινισμού, πως οι σοβαρές κρίσεις σαν την ελληνική απαιτούν ατσαλένιο χέρι ηγέτη για να επιβάλλει μια μορφή μετασχηματισμού είτε νεοφιλελεύθερης πρακτικής, είτε σοσιαλιστικής, είτε νεοναζιστικής, είτε δημοκρατικά εθνικιστικής. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή ο ηγέτης προηγείται του κινήματος! Είναι σαν να νομίζουμε πως το κίνημα λανθάνει περιμένοντας να ξεπροβάλει ο ηγέτης στην πολιτική σκηνή, για να εκδηλωθεί και να χειροκροτήσει, να ζητωκραυγάσει, να εμπνευστεί και να ακολουθήσει, ή ακόμη και να ξεχυθεί στους δρόμους με μπαλοθιές ή χωρίς, με εξεγερτικό ταπεραμέντο και συγκρουσιακή διάθεση, ή όχι.
Επικίνδυνη αυταπάτη, τόσο για την ελληνική κοινωνία, όσο και για την εξέλιξη του δημοκρατικού φαινομένου στην χώρα μας! Δεν είναι η προσωπικότητα κανενός απολύτως ηγέτη που ορίζει το κίνημα, πόσο μάλλον αυτή που κατασκευάζει κίνημα. Ούτε καν θα πρέπει να θεωρείται πως είναι αυτή που ξυπνά ένα κίνημα ευρισκόμενο σε χειμερία νάρκη. Όλα τούτα είναι στην πραγματικότητα μεταδιηγήσεις που έρχονται να νομιμοποιήσουν εκ των υστέρων, την πολιτική κυριαρχία ομάδων συμφερόντων, οι οποίες συντάσσονται πίσω από έναν ηγέτη. Τα αυθεντικά κινήματα κοινωνικού μετασχηματισμού βρήκαν και ανέδειξαν τον ηγέτη τους κατά την διαδικασία της κοινωνικής διαπάλης για την μεταβολή της ηγεμονίας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μετασχηματισμού, που εκλαμβάνεται ως μετάβαση σ’ ένα άλλο διακυβερνητικό, παραγωγικό και κοινωνικό σύστημα. Οι «φυτευτοί» ηγέτες σ’ ένα κίνημα προκαλούν εσωτερική κρίση στο κίνημα, πιθανή διάσπαση και στον βαθμό που κυριαρχήσουν, χειραγώγηση του κινήματος από μία ομάδα συμφερόντων, η οποία διαμορφώνει τελικά το πλαίσιο της νέας ηγεμονίας.
Όσοι, λοιπόν, έλληνες δεν επιθυμούμε «φυτευτούς» ηγέτες από ένα σύστημα διεθνούς ή ντόπιας πατρωνίας και όσοι δεν τρέφουμε συμπάθεια σε αυταρχικού και ολοκληρωτικού χαρακτήρα ηγεμονίες, ας πάψουμε να «θρηνούμε» για τους ηγέτες που δεν υπάρχουν πια για να αντιμετωπίσουν με το «ανάστημά» τους την κρίση. Αν υπήρχαν αντικειμενικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα θα είχε ήδη προ πολλού αποκρυσταλλωθεί ένα ογκώδες πολύχρωμο κίνημα ανατροπής του καθεστώτος που οδήγησε στην πτώχευση της χώρας και στην διαρκώς διευρυνόμενη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό το κίνημα θα είχε ήδη αναδείξει τον ηγέτη του, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας από την πρώτη κατηγορία, ή ένας από την δεύτερη κατηγορία που ανέφερα πιο πάνω, ανάλογα με την πολιτική φυσιογνωμία του κινήματος.
Τώρα πια νομίζω ότι τα πράγματα είναι ανελαστικά ως προς την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας. Είτε θα πρέπει να συνηθίζουμε στην ιδέα κάποιου «φυτευτού» με αυταρχικό ταμπεραμέντο, ή στην ιδέα συλλογικής ηγεσίας πολιτικών παραγόντων που θα βρίσκονται σ’ ένα διαρκές καθεστώς ανταγωνισμού μεταξύ τους, ή σ’ έναν ηγέτη εναλλακτικής μορφής – όπως την προσδιόρισα σε συνάρτηση με την εναλλακτική ηγεμονία – ο οποίος, όμως, για να ευδοκιμήσει θα πρέπει και αυτός να στηριχθεί από κάποιου είδους κίνημα. Αν αυτό είναι ένα «κίνημα» (νέων) σαλταδόρων στην εξουσία, καήκαμε! Αν, όμως, είναι ένα κίνημα που πράγματι αντιλαμβάνεται την εθνική και κοινωνική αναγκαιότητα εμπέδωσης μιας εναλλακτικής ηγεμονίας στην Ελλάδα, που θα ακολουθούσε μια στρατηγική αριστερής μεταρρύθμισης και κοινωνικού μετασχηματισμού με κριτήριο τον εκδημοκρατισμό και την παραγωγική αναδιάρθρωση, τότε και ο ηγέτης που θα στηριζόταν σε αυτό δεν θα έμοιαζε με κανέναν από τους προηγούμενους πολιτικούς ηγέτες της Ελλάδας που ανήλθαν στον πρωθυπουργικό θώκο.
Όλα είναι ζήτημα ύπαρξης ή ανυπαρξίας και ποιότητας του όποιου κινήματος για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (αυθεντική σοσιαλδημοκρατία), με την έννοια της ανάπτυξης εθνικής στρατηγικής για την σταδιακή και προγραμματικά συμπεφωνημένη προαγωγή της ισότητας και ελευθερίας και όχι με εκείνη του σοσιαλισμού που αγιάζει τα μέσα επίτευξής του. Η αριστερή μεταρρύθμιση θα μπορούσε να αναδείξει έναν μεγάλο ηγέτη στην Ελλάδα, μόνον στην περίπτωση εκείνη που τον στήριζε ένα κίνημα εναλλακτικής ηγεμονίας και τον ευνοούσαν οι διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Και αυτό, έχοντας πάντα στο μυαλό πως οι μεγάλοι ηγέτες «πεθαίνουν» την περίοδο της ομαλότητας και γεννιούνται στις κρίσεις.
** η φωτο του Mohsen Rastani
Οι κρίσεις παράγουν ηγέτες που, στο βαθμό που υποστηριχτούν από ένα ρωμαλέο κίνημα, υπογράφουν την ιστορία του και μένουν στην ιστορία ως αξιομνημόνευτες πολιτικές προσωπικότητες. Μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες, λοιπόν, δίχως λαϊκό κίνημα δεν υπάρχουν. Το κίνημα είναι αυτό που κάνει τον ηγέτη και όχι αντίστροφα, ο οποίος στο βαθμό που δεν πετύχει την μετάβαση σε μια νέα μορφή ηγεμονίας δεν θα αποκτήσει ποτέ τα χαρακτηριστικά και τον «ιστορικό τίτλο» του μεγάλου ηγέτη.
Άρα, ο μεγάλος πολιτικός ηγέτης είναι προϊόν της ανάγκης κάποιου κινήματος και εκφραστής αυτού – στο τέλος μπορεί και θύμα αυτού! Ο ηγέτης προσωποποιεί το κίνημα, οποιοδήποτε κίνημα. Το ζήτημα λοιπόν είναι πάντα η μορφή του κινήματος που αποτελεί τον μοχλό κίνησης της ιστορίας προς μια σημαντική μεταβολή του ηγεμονικού φαινομένου σε τοπικό, εθνικό, υπερεθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο, ή πιο περιορισμένα του αστικού φαινομένου και του παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου, ή του μοντέλου διάρθρωσης των διεθνών πολιτικών κατά τη νεωτερικότητα.
Συνεπώς, ο ηγέτης είναι κάτι περισσότερο από προσωποποίηση ενός κινήματος που επιζητεί να κυριαρχήσει στον κόσμο των πολιτικών ή/και σε κάποιο εθνικό ή υπερεθνικό σώμα. Είναι ταυτόχρονα και προϊόν αποκρυστάλλωσης μια διανοητικής κυριαρχίας (πολιτισμικής κυριαρχίας θα μπορούσε να την ορίσει επίσης κάποιος) στο αντίστοιχο πεδίο αναφοράς.
Αντικειμενικά ο (δυτικός) κόσμος μας είναι ένας κόσμος πολιτικών κρίσεων όλων των μορφών, με σαφές οικονομικό περιεχόμενο ασφαλώς, που διακόπτεται από περιόδους ομαλότητας, ευημερίας, ασφάλειας και πολιτικώς ανεκτού πολιτικοοικονομικού ανταγωνισμού. Εμείς μάθαμε όμως να νομίζουμε το ακριβώς αντίστροφο. Αν δεν μαθαίναμε να αντιλαμβανόμαστε έτσι τον κόσμο και την διάσταση της πολιτικής ιστορίας , θα ήταν αδύνατο να λειτουργήσουμε ως υποκείμενα οποιασδήποτε ηγεμονίας, αγοράς, εθνικής ή υπερεθνικής οντότητας. Ζούμε όπως ζούμε, άλλοι πλούσια και προνομιούχα, ενώ άλλοι φτωχικά και σχετικά ή σχεδόν απόλυτα αποκλεισμένοι, άλλοι στα ρετιρέ, άλλοι στους πιο κάτω ορόφους και άλλοι στα υπόγεια… αλλά ζούμε, άρα λειτουργούμε, ως ευημερούντες, λιγότερο ευημερούντες ή ακόμη ως πένητες και παρίες, επειδή ακριβώς μας διαχωρίζει ένα πέπλο άγνοιας από την πραγματικότητα: ο κόσμος μας, ο καπιταλιστικός κόσμος, είναι ο κόσμος των κρίσεων και όχι της σταθερότητας εντός της οποίας μπορούμε να δομήσουμε με ορθολογική επιλογή το μέλλον μας, τα κέρδη μας, την ευημερία μας, την κοινωνική μας πρόοδο/άνοδο, ή την επανάσταση μας.
Αυτό το πέπλο άγνοιας δεν αφορά, ωστόσο, στον «σοφό» άνθρωπο της αγοράς ή στον «σοφό» άνθρωπο της πολιτικής. Αυτός ξέρει πως οι κρίσεις είναι ο κανόνας και αυτές εκμεταλλεύεται για να αναδειχθεί και να κυριαρχήσει – αφήνοντας αισχρά και σκόπιμα τον λαό σκεπασμένο από αυτό το πέπλο άγνοιας. Αυτό γνωρίζει και μια μερίδα διανοητών, επιστημόνων, κλπ, και προσπαθεί να δείξει στη κοινωνία πως το πρόβλημα είναι η διαχείριση της κρίσης, τα μέσα και οι στρατηγικές που προτείνονται και ακολουθούνται στην πραγματικότητα για την αντιμετώπισή της και όχι οι στόχοι που προβάλλονται ως (τελικές) λύσεις από κυβερνώντες, «συμπαθούντες» ή αντιφρονούντες και αντικαθεστωτικούς. Όλοι αυτοί θα πρέπει να θεωρούνται ανέντιμοι στο βαθμό που τοποθετούν τους στόχους στη θέση των μέσων και της στρατηγικής. Είναι λαοπλάνοι.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία όμως κατασκευάζεται το πρόπλασμα της ηγεσίας που συνδέεται με όλες τις γνωστές μορφές ηγεμονίας, εκτός από την λεγόμενη εναλλακτική ηγεμονία. Αυτή, δίχως να αποτελεί και να πρεσβεύει μια μορφή αναρχικής οργάνωσης της κοινωνίας - ούτε καν σοσιαλιστική κυριολεκτικώς - ή του υπερεθνικού (ΕΕ) και παγκόσμιου συστήματος, συνδέει τον εαυτό της με μια μορφή ηγεσίας που δίνει έμφαση σε μια ήπια μορφή κοινωνικού μετασχηματισμού διαδοχικών σταδίων με κατεύθυνση την μεγέθυνση της ισότητας, δίχως να θιγούν ελευθερίες. Πρόκειται για μια μορφή ηγεσίας που επικεντρώνει την στρατηγική της στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του κοινωνικού μετασχηματισμού, αρνούμενη να υποταχθεί στην αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κανείς σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Αν δεχθούμε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τότε είναι σαν να αποδεχόμαστε τον αυταρχισμό και να ευνοούμε τον ολοκληρωτισμό στις πολιτικές. Κι από εκεί και πέρα θα διαφωνήσουμε αποκλειστικά για την μορφή του ολοκληρωτισμού, η οποία ορίζεται δυστυχώς μυθικά από τους αναφερόμενους στόχους τού καθενός.
Ωστόσο, φίλοι, σημασία έχουν τα μέσα και μόνον τα μέσα διάρθρωσης του ηγεμονικού περιβάλλοντος, καθώς αυτά θα διαμορφώσουν και την ουσία του μετασχηματισμού, όπως και την πολιτική (εξουσιαστική) ουσία της ηγεσίας: το ήθος και το διακυβερνητικό μοντέλο του που θα επηρεάσουν μακροχρονίως και το κοινωνικό και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, ή της υπερεθνικής οντότητας, ή του παγκόσμιου συστήματος, αν αναφερόμαστε σε «παγκόσμια διακυβέρνηση».
Θα τολμούσα λοιπόν να δοκιμάσω μια αδρή κατηγοριοποίηση ηγετών. Πρόκειται γι’ αυτούς που δίνουν έμφαση στους στόχους και σε εκείνους που δίνουν έμφαση στην στρατηγική. Οι πρώτοι επιζητούν οπαδούς, ακολούθους, ενώ οι δεύτεροι συνοδοιπόρους, κυριολεκτικά συντρόφους, συνεργάτες. Σήμερα έχω την αίσθηση πως οι περισσότεροι Έλληνες – και δυστυχώς όχι μόνον – αναζητούμε έναν ηγέτη της πρώτης μορφής και όχι της δεύτερης. Κι αυτό διότι πιστεύουμε απολύτως προσδεμένοι σε μια μορφή δαρβινισμού και ντετερμινισμού, πως οι σοβαρές κρίσεις σαν την ελληνική απαιτούν ατσαλένιο χέρι ηγέτη για να επιβάλλει μια μορφή μετασχηματισμού είτε νεοφιλελεύθερης πρακτικής, είτε σοσιαλιστικής, είτε νεοναζιστικής, είτε δημοκρατικά εθνικιστικής. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή ο ηγέτης προηγείται του κινήματος! Είναι σαν να νομίζουμε πως το κίνημα λανθάνει περιμένοντας να ξεπροβάλει ο ηγέτης στην πολιτική σκηνή, για να εκδηλωθεί και να χειροκροτήσει, να ζητωκραυγάσει, να εμπνευστεί και να ακολουθήσει, ή ακόμη και να ξεχυθεί στους δρόμους με μπαλοθιές ή χωρίς, με εξεγερτικό ταπεραμέντο και συγκρουσιακή διάθεση, ή όχι.
Επικίνδυνη αυταπάτη, τόσο για την ελληνική κοινωνία, όσο και για την εξέλιξη του δημοκρατικού φαινομένου στην χώρα μας! Δεν είναι η προσωπικότητα κανενός απολύτως ηγέτη που ορίζει το κίνημα, πόσο μάλλον αυτή που κατασκευάζει κίνημα. Ούτε καν θα πρέπει να θεωρείται πως είναι αυτή που ξυπνά ένα κίνημα ευρισκόμενο σε χειμερία νάρκη. Όλα τούτα είναι στην πραγματικότητα μεταδιηγήσεις που έρχονται να νομιμοποιήσουν εκ των υστέρων, την πολιτική κυριαρχία ομάδων συμφερόντων, οι οποίες συντάσσονται πίσω από έναν ηγέτη. Τα αυθεντικά κινήματα κοινωνικού μετασχηματισμού βρήκαν και ανέδειξαν τον ηγέτη τους κατά την διαδικασία της κοινωνικής διαπάλης για την μεταβολή της ηγεμονίας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μετασχηματισμού, που εκλαμβάνεται ως μετάβαση σ’ ένα άλλο διακυβερνητικό, παραγωγικό και κοινωνικό σύστημα. Οι «φυτευτοί» ηγέτες σ’ ένα κίνημα προκαλούν εσωτερική κρίση στο κίνημα, πιθανή διάσπαση και στον βαθμό που κυριαρχήσουν, χειραγώγηση του κινήματος από μία ομάδα συμφερόντων, η οποία διαμορφώνει τελικά το πλαίσιο της νέας ηγεμονίας.
Όσοι, λοιπόν, έλληνες δεν επιθυμούμε «φυτευτούς» ηγέτες από ένα σύστημα διεθνούς ή ντόπιας πατρωνίας και όσοι δεν τρέφουμε συμπάθεια σε αυταρχικού και ολοκληρωτικού χαρακτήρα ηγεμονίες, ας πάψουμε να «θρηνούμε» για τους ηγέτες που δεν υπάρχουν πια για να αντιμετωπίσουν με το «ανάστημά» τους την κρίση. Αν υπήρχαν αντικειμενικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα θα είχε ήδη προ πολλού αποκρυσταλλωθεί ένα ογκώδες πολύχρωμο κίνημα ανατροπής του καθεστώτος που οδήγησε στην πτώχευση της χώρας και στην διαρκώς διευρυνόμενη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό το κίνημα θα είχε ήδη αναδείξει τον ηγέτη του, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ένας από την πρώτη κατηγορία, ή ένας από την δεύτερη κατηγορία που ανέφερα πιο πάνω, ανάλογα με την πολιτική φυσιογνωμία του κινήματος.
Τώρα πια νομίζω ότι τα πράγματα είναι ανελαστικά ως προς την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας. Είτε θα πρέπει να συνηθίζουμε στην ιδέα κάποιου «φυτευτού» με αυταρχικό ταμπεραμέντο, ή στην ιδέα συλλογικής ηγεσίας πολιτικών παραγόντων που θα βρίσκονται σ’ ένα διαρκές καθεστώς ανταγωνισμού μεταξύ τους, ή σ’ έναν ηγέτη εναλλακτικής μορφής – όπως την προσδιόρισα σε συνάρτηση με την εναλλακτική ηγεμονία – ο οποίος, όμως, για να ευδοκιμήσει θα πρέπει και αυτός να στηριχθεί από κάποιου είδους κίνημα. Αν αυτό είναι ένα «κίνημα» (νέων) σαλταδόρων στην εξουσία, καήκαμε! Αν, όμως, είναι ένα κίνημα που πράγματι αντιλαμβάνεται την εθνική και κοινωνική αναγκαιότητα εμπέδωσης μιας εναλλακτικής ηγεμονίας στην Ελλάδα, που θα ακολουθούσε μια στρατηγική αριστερής μεταρρύθμισης και κοινωνικού μετασχηματισμού με κριτήριο τον εκδημοκρατισμό και την παραγωγική αναδιάρθρωση, τότε και ο ηγέτης που θα στηριζόταν σε αυτό δεν θα έμοιαζε με κανέναν από τους προηγούμενους πολιτικούς ηγέτες της Ελλάδας που ανήλθαν στον πρωθυπουργικό θώκο.
Όλα είναι ζήτημα ύπαρξης ή ανυπαρξίας και ποιότητας του όποιου κινήματος για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (αυθεντική σοσιαλδημοκρατία), με την έννοια της ανάπτυξης εθνικής στρατηγικής για την σταδιακή και προγραμματικά συμπεφωνημένη προαγωγή της ισότητας και ελευθερίας και όχι με εκείνη του σοσιαλισμού που αγιάζει τα μέσα επίτευξής του. Η αριστερή μεταρρύθμιση θα μπορούσε να αναδείξει έναν μεγάλο ηγέτη στην Ελλάδα, μόνον στην περίπτωση εκείνη που τον στήριζε ένα κίνημα εναλλακτικής ηγεμονίας και τον ευνοούσαν οι διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Και αυτό, έχοντας πάντα στο μυαλό πως οι μεγάλοι ηγέτες «πεθαίνουν» την περίοδο της ομαλότητας και γεννιούνται στις κρίσεις.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.