Θα ήταν υποκριτικό αν έκρυβα την ικανοποίησή μου από την σαφή πολιτική θέση που εξέφρασε ο Αλέξης Τσίπρας, στην ομιλία του στο LBJ School of Public Affairs του Πανεπιστημίου του Τέξας. Υποκριτικό, καθώς για πρώτη φορά με απόλυτη γραμμικότητα και με αδιαμφισβήτητο τρόπο - όπως διαβάζω - ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αποσαφηνίζει την στρατηγική του κόμματός του, ταυτίζοντάς την με το σχήμα διαπραγμάτευσης που από την αρχή της κρίσης κατασκεύασα, προέβαλα και υπηρετώ με συνέπεια. Προσοχή, ως ολοκληρωμένο σχήμα διαπραγμάτευσης με τους παράγοντες της ευρωζώνης και της ΕΕ και τίποτα άλλο!
Συμφωνούμε πως η ευρωζώνη και η ΟΝΕ συναποτελούν μια καταστροφική δομή για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την πρόοδο και ευημερία της ελληνικής κοινωνίας. Κακώς και καιροσκοπικώς έπραξε η ελληνική ελίτ και ενταχτήκαμε σε αυτήν, αλλά όπως είπε ο κ. Τσίπρας: «Σήμερα, η Ευρωζώνη υπάρχει. Έχουμε μια οικονομική ένωση και ένα κοινό νόμισμα. Και οι άμεσες εναλλακτικές είναι χειρότερες. Μια έξοδος δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίθετα, θα πυροδοτήσει σοβαρά νέα προβλήματα - διαχείριση ενός ασταθούς νέου νομίσματος, φαινόμενα bank run, πληθωρισμός, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων. Για το λόγο αυτό και μόνο, η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, δεν θα εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη».
Η Ελλάδα βρίσκεται ασφαλώς σήμερα στην ευρωζώνη, είναι όμως αυτό μια  σχέση εταίρων ή μηχανισμός επιβολής όρων μετά από συνθηκολόγηση; Η απάντηση νομίζω πως είναι εύλογη: τα μνημόνια και η αναθεωρημένη δανειακή σύμβαση που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση είναι πράξεις που αναλογούν ευθέως σε επιβολή όρων συνθηκολόγησης σε μια χώρα, μετά από ήττα σε κάποιου είδους πολεμική αναμέτρηση.
Αυτό είναι έγκλημα, όχι μόνον εις βάρος του ελληνικού λαού, αλλά και εις βάρος της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, που υποτίθεται πως καλλιεργεί τις συνθήκες για την εξέλιξη της διακυβερνητικής ΕΕ σε μια δημοκρατική ομοσπονδία, ενός ενιαίου πολιτικοοικονομικού χώρου, πόλου εναλλακτικής ηγεμονίας στο διεθνές σύστημα. Ο τρόπος που ορίστηκε η ελληνική κρίση και αργότερα ο τρόπος που αντιμετωπίσθηκε και αντιμετωπίζεται από τους θεσμούς της ευρωζώνης και της ΕΕ, στο πλαίσιο του «ατομικού μηχανισμού διάσωσης και προσαρμογής» της χώρας μας, παραπέμπει σαφώς σε μια μεθοδολογία επιβολής ειρήνευσης, με την άνευ όρων συνθηκολόγηση του αντιπάλου σε ένα πρόγραμμα κοινωνικά καταστροφικό και εθνικά ταπεινωτικό. Και αυτό, όπως μου έδωσαν φίλοι στο διαδίκτυο – ασχέτως αν συμφωνούν ή διαφωνούν με την άποψή μου – την ευκαιρία να εξηγήσω αναλυτικά, αποτελεί συνθήκη αντιευρωπαϊσμού και κίνηση αποσταθεροποίησης ολόκληρης της Ευρώπης. Στον αντίποδα αυτού πρότεινα τον «εναλλακτικό ευρωπαϊσμό» και συγκεκριμένες πολιτικοοικονομικές διευθετήσεις/αναθεωρήσεις, «τεχνικές» αν προτιμάτε, οι οποίες αποσκοπούσαν στην διάσωση της ΕΕ, που αν δεν εξελιχθεί δημοκρατικά, θα εξελιχθεί τραγικά για τους επιμέρους ευρωπαϊκούς λαούς, ακόμη και για τον ευημερούντα σήμερα γερμανικό λαό– και ίσως περισσότερο από όλους τους άλλους ως προς αυτόν, στο τέλος!
Οι «τεχνικές» που πρότεινα ήταν ένας συνδυασμός πολιτικών θεσμών και οικονομικών διευθετήσεων, που κατέτειναν στην αντιστροφή της υφιστάμενης πόλωσης του κεφαλαίου και της πόλωσης της ηγεμονίας στην κεντροευρωπαϊκή περιοχή και υπό την διεύθυνση της γερμανικής ουσιαστικά μεταβιομηχανικής ελίτ. Οι «τεχνικές» αυτές δεν μου «κατέβηκαν με επιφοίτηση», αλλά υπήρξαν μετριοπαθείς – αλλά όχι συντηρητικές ή ουτοπικές και αφηρημένες – προσεγγίσεις, βασισμένες στην σύγχρονη κριτική, (discursive) πολιτική και οικονομική ανάλυση και κινούμενες στο ίδιο γενικό πλαίσιο στρατηγικής προσέγγισης της ΕΕ και του ευρωπαϊσμού με την μεταδιπολική Ευρωπαϊκή Αριστερά.
Σήμερα έρχεται ο Αλέξης Τσίπρας και θέτει αυτή την στρατηγική στην προμετωπίδα του κόμματός του, που διεκδικεί να σχηματίσει κυβέρνηση στην Ελλάδα, ως σαφές μήνυμα προς όλους, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό. Ε, αυτό είναι που επιζητούσα από τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό είναι που αποκαλούσα εναλλακτικό ύφος. Βλέπω να μπαίνουν τα θεμέλιά του, όχι ασφαλώς δίχως αντιφάσεις και παρωχημένα αφηγηματικά στοιχεία. Αν αυτό το μήνυμα ολοκληρωθεί ως στρατηγικό σχήμα και επενδυθεί από ένα συναφές πρόγραμμα, το οποίο θα αποτελεί την βάση διαπραγμάτευσης για την δόμηση ενός Εθνικού Σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, με το βάρος να περνά στην σύγχρονη εξαγωγική βιομηχανία και στην οικολογική και καινοτόμο ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας μας, τότε θα έχει ολοκληρωθεί και ένα εναλλακτικό ύφος ηγεμονίας στην Ελλάδα, προϋπόθεση οποιασδήποτε επιχείρησης εξόδου από την πολιτικοοικονομική, κοινωνική και δυστυχώς πολιτισμική κρίση που μαστίζει πολιτεία και κοινωνία.   
Κατά την άρθρωση αυτής της «διαπραγματευτικής στρατηγικής» από την πλευρά της Ελλάδας, έτσι όπως την διαπραγματεύτηκα ως «discursive και non-discursive πραγματικότητα», πριν ακόμη ενταχθούμε στον «ατομικό μηχανισμό», για να συνεχίσω συνεκτικά μέχρι σήμερα, είχα την τιμή να δεχθώ εποικοδομητική και έντιμη κριτική, σχεδόν από όλους. Αν μάλιστα εξαιρέσεις την κριτική από την πλευρά των προπαγανδιστών των «κυβερνήσεων κουίσλινγκ» και εκείνων που αντιλαμβάνονται τις σχέσεις της χώρας ως δορυφορικές σχέσεις ή σχέσεις υποτέλειας και δουλοπαροικίας - επειδή τάχαμου μόνον υπό Δυτική επιτροπεία η χώρα θα μπορούσε να προοδεύσει, ή επειδή εδώ είναι βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε, ή επειδή ένας είναι ο καπιταλισμός και ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει αντίπαλο - έμοιαζε να συμφωνώ τόσο με τους υποστηρικτές της εξόδου από την ευρωζώνη, όσο και με εκείνους που διατύπωναν μια αντικαπιταλιστική αφήγηση ως προς το περιπτωσιολογικό μέρος. Συμφωνούσα ως προς το περιεχόμενο της κριτικής τους, ενώ διαφωνούσα ως προς το σχήμα της λογικής τους, που είναι και το κρίσιμο. Το ίδιο νομίζω πως συνέβαινε και στους πλέον έντιμους «κριτικούς μου», αντίστροφα!  
Δεν διαφωνούσαμε, ωστόσο, στο «συμπέρασμα» ή στην «σύνθεση» μετά την ανάλυση, όπως νόμιζαν και νομίζουν σχεδόν όλοι από τους τελευταίους, αλλά στο «σχήμα», στην αναλυτική δομή, στο πλαίσιο αναφοράς. Αυτό θέλω να αποσαφηνίσω σήμερα. Προσέξτε, δεν θεωρώ την κρίση ως «ταξικό πόλεμο» αν και αναγνωρίζω και προσεγγίζω τα ταξικά της χαρακτηριστικά, όπως δεν θεωρώ επίσης την κρίση ως «εθνικό πόλεμο εντός της ευρωζώνης», αν και αναγνωρίζω τα εθνικιστικά της χαρακτηριστικά. Γιατί δεν το κάνω; Συγχωρέστε μου την κυνικότητα: επειδή αυτό δεν συμφέρει τον ελληνικό λαό υπό τις σημερινές διεθνοπολιτικές συνθήκες και επειδή η εσωτερική κοινωνικοπολιτική δομή δεν εξυπηρετεί, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπηρετήσει την ανάπτυξη σοβαρής και αξιόπιστης προοδευτικής στρατηγικής, στο πλαίσιο αυτών των «σχημάτων». Αντίθετα, εάν το «σχήμα» δομείται στην βάση των ενδο-ευρωπαϊκών σχέσεων και ενός εναλλακτικού ευρωπαϊσμού υπέρ της δημοκρατίας, ειρήνης, αλληλεγγύης, συνευθύνης και ισόρροπης ανάπτυξης κέντρου και περιφέρειας στην ΕΕ, έχω την δυνατότητα να αρθρώσω μια αντι-εκμεταλλευτική, εναλλακτικά ηγεμονική οντολογία, η οποία με καθιστά σοβαρό διαπραγματευτικό παράγοντα διεθνώς, ο οποίος πλέον δεν αναφέρεται στο πλαίσιο του στενά οριζόμενου εθνικού συμφέροντος, αλλά του ευρωπαϊκού συμφέροντος, με κοινωνικούς όρους.

Αν η Νεο-ηγεμονική ελίτ και οι σύμμαχοί της στην Ευρώπη δεν δεχθούν να διαπραγματευτούν στο πλαίσιο αυτού του «ευρωπαϊκού συμφέροντος», που αποτελεί συγκυριακά και το συμφέρον τουλάχιστον των δύο τρίτων του ελληνικού λαού, θα είναι εκείνοι που θα έχουν πετάξει την Ελλάδα εκτός «ευρωπαϊκού σχήματος»… και τότε η διάλυση της ΕΕ θα είναι μια αφάνταστα καταστροφική διαδικασία, όχι μόνον για τους επιμέρους λαούς και το κεφάλαιο, αλλά μεσοπρόθεσμα και για της κεντροευρωπαϊκή μεταβιομηχανική ελίτ. Κοιτάξτε, θα το σημειώσω ωμά: αν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την κρίση ως «τάξη εναντίον τάξης», μια και απουσιάζουν όλες οι αντικειμενικές (κατά Μαρξ) συνθήκες για να το κάνεις, ενώ θα ήταν προφανώς τραγωδία ( καιροσκοπισμός άνευ προηγουμένου) να την αντιμετωπίσεις ως «Ελληνικό έθνος εναντίον όλων των υπολοίπων κρατών  στην Ευρωζώνη», δεν μένει τίποτα άλλο παρά η προσέγγιση του κ. Τσίπρα,  στη βάση της διαπραγματευτικής στρατηγικής που έχω εδώ και χρόνια πλέον ορίσει. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα πρέπει να έχεις έτοιμο και καλά επεξεργασμένο ένα «σχέδιο Β» που να συνδυάζει ασφαλώς την εισαγωγή εθνικού νομισματικού συστήματος με θεσμούς κοινωνικού μετασχηματισμού στη βάση ριζικής αναδιανομής από πάνω προς τα κάτω! Προϋπόθεση της πολιτικής διαπραγμάτευσης για παραμονή της Ελλάδας σε μια μεταρρυθμισμένη ευρωζώνη θα πρέπει να είναι η ύπαρξη, αλλά όχι προβολή, ενός καλοδομημένου «σχεδίου Β».    

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.