Μεταξύ εμπορίου ελπίδας και εμπορίου καταστροφής και χάους, συνθλίβεται η πολιτική στην Ελλάδα.
Στον βαθμό που οι πραγματευτές αυτών των εμπορευμάτων περιθωριοποιούνταν, θα υπήρχε η πιθανότητα να συζητήσουμε για οργανωτικές (κοινωνικοοικονομικές) λύσεις στη βάση μιας απόλυτα αλληλένδετης, διπλής αντικειμενικότητας: διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας από την μια πλευρά και διάρθρωση της παραγωγής από την άλλη, αναφορικά με την Συνθήκη Συντεταγμένης Χρεοκοπίας εντός της ευρωζώνης στην οποία δεσμεύονται πολιτικά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, καθώς και η ελληνική διοίκηση, με τις υπογραφές των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά.
Τί θα μπορούσαμε, δηλαδή, δίχως αυτούς να κάνουμε; Καταρχήν έντιμο «λογαριασμό» με ποσοτική και ποιοτική ανάλυση, χωρίς λογιστικές αλχημείες και παιχνίδια εντυπώσεων, διαβάζοντας άλλοτε το δεξιό και άλλοτε το αριστερό μέρος των εξισώσεων της σημερινής ελληνικής οικονομίας, ή αναζητώντας να ορίσουμε όπως μας βολεύει αυτά που ετεροκαθορίζονται δια των συμβάσεων που υπέγραψαν/υπογράφουν οι κυβερνήσεις της χρεοκοπίας.
Πώς αλλιώς να το πω; Οι κυβερνήσεις αυτές είναι που διαμορφώνουν - σε κάποιες μάλιστα κρίσιμες περιπτώσεις ερήμην του κοινοβουλίου – αντικειμενικότητες και όχι οι εντυπώσεις στις οποίες αναλώνεται ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα ή/και οι αφηγήσεις αρμοδίων και μη στο εξωτερικό. Αυτοί φτιάχνουν κλίμα πολιτικής νομιμοποίησης, η πολιτική ωστόσο πραγματικότητα κτίζεται - και θα πρέπει να ορίζεται – από τις αποφάσεις και την πρακτική της διοίκησης, εννοώντας την αλληλένδετη δράση ή μη-δράση νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας. Εδώ έχουμε φτάσει στην διαστροφή να θεωρείται αντικειμενικό η κάθε «μαλακία» που αρθρώνει ο κάθε αρμόδιος ή απλώς άνθρωπος του μηχανισμού προπαγάνδας του ενός ή του άλλου, ή ακόμη η έκθεση κάθε παράγοντα-έμπορα της χρηματαγοράς και όχι τα στοιχεία της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, ή ακόμη πραγματογνωμόνων οργάνων της ΕΕ!
Σε τί συγκλίνουν τα στοιχεία αυτά: στο ό, τι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει εντός της ΟΝΕ, υπό την σημερινή σχέση παραγωγής- χρέους και πως αναγκαία παραγωγική αναδιάρθρωση δεν θα μπορούσες ποτέ πλέον να πετύχεις εντός της ΟΝΕ δίχως διεύρυνση της υποτίμησης, με παράλληλες διαθρωτικές αλλαγές. Αντέχει η ελληνική κοινωνία επιπρόσθετη εσωτερική υποτίμηση; Εδώ δεν υπάρχει αντικειμενική απάντηση. Όλοι πάντως οι παράγοντες της τρόικας λένε ΟΧΙ.
Τί θα μπορούσε να αντισταθμίσει το «πρόβλημα ΟΧΙ»; Σημαντική ελάφρυνση από τον όγκο του χρέους συνοδευόμενη από ένα επενδυτικό πρόγραμμα εκβιομηχάνισης (α), ή συνδυασμός: ευνοϊκός διακανονισμός εξυπηρέτησης (του) με παράλληλη, ελεγχόμενη από ευρωπαϊκό θεσμό και θεωρητικά προσωρινή, εισαγωγή διπλού νομισματικού συστήματος (β), που θα πρόσθετε ουσιαστικά συγκαλυμμένη υποτίμηση στην ήδη υπάρχουσα εσωτερική. Αυτό θα ισορροπούσε κάπως την αγορά, μετά από ένα διάστημα, υπέρ της εσωτερικής παραγωγής, ενώ θα προστάτευε το ευρώ, διαμορφώνοντας ωστόσο, παθολογικές συνθήκες υπερεκμετάλλευσης μέσω του νομίσματος και μόνον.
Αυτή την ιδέα πολέμησα από την πρώτη στιγμή που πληροφορήθηκα έγκυρα την ύπαρξή της ως σχέδιο. Πριν από 3,5 χρόνια την γνωστοποίησα, πλήρωσα το κόστος της γνωστοποίησης, και …έκτοτε το πράγμα διασκεδάστηκε, δίχως σοβαρή διαβούλευση στο εσωτερικό. Εδώ υπήρξε και υπάρχει μια παρεξήγηση: αυτό δεν ήταν και είναι λόγια, είναι εναλλακτικό σχέδιο απόλυτα συνυφασμένο με τα στοιχεία που ορίζουν την αντικειμενικότητα της ελληνικής οικονομίας, σήμερα. Κι όμως ακόμη και σήμερα συνεχίζει η παρελκυστική κουβέντα με το δήθεν δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», από το οποίο καλά έπραξε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και διέφυγε, αλλά κακώς κάνει που δεν βγαίνει να εξηγήσει με αναλυτικά στοιχεία πως αν δεν προχωρήσουμε στο (α) θα καταλήξουμε στο (β), εκτός αν ο ελληνικός λαός ενέκρινε μια διαπραγμάτευση για ολική έξοδο από την ΟΝΕ και όχι απλώς από την ευρωζώνη (γ), πράγμα που θα δημιουργούσε εντελώς νέα νομικού και πολιτικού χαρακτήρα διένεξη στην ΕΕ.
Εγώ με εντιμότητα συνεχίζω να επιμένω πως το (β) θα πρέπει να αποκλειστεί. Δεν μπορεί να αποτελέσει σε καμία περίπτωση συζητήσιμη επιλογή, μια και στη βάση και στο πλαίσιο αυτού δεν θα μπορούσες να ασκήσεις προοδευτική, κοινωνική πολιτική, ούτε να αντιμετωπίσεις τα σοβαρά διαθρωτικά προβλήματα της εθνικής ελληνικής οικονομίας και παραγωγής.
Αντί, λοιπόν, να συζητούμε στη βάση των αντικειμενικοτήτων κοινωνίας και εθνικής οικονομίας/αγοράς, σαχλαμαρίζουμε, στη γραμμή της διαπλοκής, λέγοντας: «Πες βρε Αλέξη μια λέξη και όλα θα πάνε καλά! Πες επιτέλους λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν και σύσσωμη η διαπλοκή θα αναθεωρήσει την στάση της απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ! Θα πει, να επιτέλους ο ΣΥΡΙΖΑ εντάχθηκε στον ρεαλισμό»! Μόνον που έτσι σε κανέναν ρεαλισμό δεν θα προσχωρούσε ο Αλέξης Τσίπρας , αλλά μάλλον στον νεορεαλισμό που δοξάζει πολιτικά η διαπλοκή, κάνοντας πλέον κινήσεις για να εμφανιστεί πως απεγκλωβίζεται από αυτόν, έτσι ώστε να έχει δυναμική η ύπαρξη των φορέων της αύριο. Ζητούν, στην ουσία, να κάνει μια κίνηση προς τον ρεαλισμό ο κ. Τσίπρας, ενώ δοκιμάζουν να κάνουν οι ίδιοι το βήμα από τον νεορεαλισμό στον ρεαλισμό, για επικοινωνιακούς λόγους αυτοσυντήρησης!
Συγκεκριμένα, αν ο κ. Τσίπρας πει αυτήν τη «λέξη», «λεφτά δεν υπάρχουν», είναι σαν να ξεχνάει την στρατηγική (α) και να κινείται μεταξύ (β) και (γ). Η διαπλοκή είναι σίγουρο πως εκεί κινείται, υποστηρίζοντας έμμεσα το (β), δια του εκφοβισμού μέσω του (γ) ή δια της θετικής σπέκουλας επί του (γ). Μόνον που καλά γνωρίζει πως αποκλειστικά από το (β) θα είχε να κερδίσει. Και στην ουσία σε αυτό ποντάρει από την αρχή, στο διπλό νομισματικό. Σε αυτό που δεν συμφέρει τον έλληνα εργαζόμενο. Αν ο κ. Τσίπρας έλεγε αυτή τη λέξη θα ήταν σαν να απαρνιόταν την αναδιανομή εντός της ευρωζώνης και εντός της Ελλάδας, από το Κέντρο και τον Βορρά στην Περιφέρεια και στον Νότο, και από πάνω προς τα κάτω, αντίστοιχα.
Λεφτά υπάρχουν για τα μικρομεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα αρκεί να περιοριστεί η πόλωση κεφαλαίου στην ευρωζώνη και στην ΕΕ και να ακολουθηθεί μια πολιτική στην Ελλάδα που θα θίξει την βάση της ανισοκατανομής του εισοδήματος (να χαμηλώσει σημαντικά ο δείκτης Gini), στο εσωτερικό. Μην μου πείτε πως αυτό είναι ακατόρθωτο και «μη-ρεαλιστικό»; Στην ουσία είναι το μόνον πραγματιστικό, υπό τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές αντικειμενικότητες στην ΕΕ και στην Ελλάδα. Άσε που δεν είναι και καθόλου επαναστατικό, χαοτικό και τα τοιαύτα! Τον καπιταλισμό στην Ευρώπη (τουλάχιστον) θα ανανέωνε, αλλά, δυστυχώς για την πολιτικο- επιχειρηματική μας ελίτ, όχι το καθεστώς διαπλοκής στην Ελλάδα!
Εδώ βρίσκεται η βάση του επικοινωνιακού και εκλογικού παιγνίου: η καλύτερη λύση για τον καπιταλισμό στην ΕΕ, θίγει την κεντροευρωπαϊκή ελίτ και τους δικούς μας μεταπράτες, κρατικοδίαιτους αεριτζήδες, και εργολάβους του δημοσίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην σημερινή συγκυρία υπερασπίζεται πολύ καλύτερα τον καπιταλισμό, στη βάση του συμφέροντος των εργαζομένων ασφαλώς , από ό, τι όλοι οι θιασώτες και ιερείς του καπιταλισμού μαζί! Αυτό ίσως δεν αρέσει στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να παραποιήσω την αλήθεια που κατανοώ. Λεφτά υπάρχουν, λοιπόν, όσο υπάρχουν τσέπες. Μόνον που κάποιες είναι αδειανές και κάποιες ξεχειλισμένες. Και από το σημείο αυτό ξεκινά η πολιτικοποίηση των αντικειμενικοτήτων που χαρακτηρίζουν στην συγκυρία την ελληνική εθνική οικονομία…
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.