Το Κυπριακό είναι ένα κεφαλαιώδες ζήτημα στα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα που τελικά κατέληξε να μοιάζει με γόρδιο δεσμό. Όπως ακριβώς εμφανίζεται αυτό το ίδιο να είναι στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων. Εδώ, αυτόν τον «γόρδιο δεσμό» θα τον αντιμετωπίσω κυνικά και τόσο πραγματιστικά που νομίζω πως θα παρεξηγηθώ! Δεν με νοιάζει, αρκεί να καταλάβετε πως το ζήτημα θα το προσεγγίσω ψυχρά, απροκατάληπτα και έξω από ιδεοληψίες, εθνικισμούς ή κανονιστικές θεωρίες.    
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα ζήτημα - της μορφής «από την πολεμική σύγκρουση, στην δημοκρατική συνύπαρξη ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων» - επί του οποίου, μετά την εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία, ήταν αδύνατον να υπάρξει συμφωνία ως προς το ερώτημα που θα αποτελούσε την «υπόθεση εργασίας» για την αναζήτηση λύσης. Εννοώ ταύτιση απόψεων ως προς το βασικό ερώτημα που αφορά στη φύση του προβλήματος προς επίλυση, μεταξύ της πολιτικής ελίτ των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων. Και το ερώτημα αυτό δεν κατατεμαχίζεται ασφαλώς στα ήδη διαμορφωμένα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης των δύο πλευρών (διακυβέρνηση, ΕΕ, περιουσιακό, οικονομία, εγγυήσεις, εδαφικό), υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ! Ούτε είναι δυνατόν πρώτα να βρούμε την μέθοδο επίλυσης και μετά να ορίσουμε το πρόβλημα, όπως γινόταν κάθε φορά στις διαπραγματεύσεις για το ζήτημα, με αποκορύφωμα τη συμφωνία στο τελευταίο Σχέδιο Ανάν, που απορρίφτηκε τελικά από τους ελληνοκύπριους.    
Το πέμπτο Σχέδιο Ανάν που τέθηκε τελικά σε δημοψήφισμα την 24η Απριλίου 2004, για να απορριφτεί από τους ελληνοκύπριους (76% , αρνητική απάντηση), δεν ήταν απλώς πως ΔΕΝ αποτελούσε δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη λύση στη διένεξη των δύο κοινοτήτων, προς μια δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, αλλά τελικά δεν απαντούσε σε ένα κοινό ερώτημα που θα μοιράζονταν (: ενστερνίζονταν) εξίσου τουρκοκύπριοι και ελληνοκύπριοι. Με άλλα κριτήρια (υπερ)ψήφισαν το τελικό Σχέδιο Ανάν οι τουρκοκύπριοι και με άλλα το (κατα)ψήφισαν οι ελληνοκύπριοι. Το Σχέδιο Ανάν απέφυγε να ορίσει με σαφήνεια το πρόβλημα (Κυπριακό) προς επίλυση και άφησε τις δύο κοινότητες να ορίσουν αυτές ξεχωριστά και κατά το δοκούν και συμφέρον των επιμέρους ελίτ τους το πρόβλημα, ενώ για την διεθνή κοινότητα αυτό εννοείτο ως ένα «power-sharing» πρόβλημα μεταξύ πρώην εχθρών, που βίωσαν την εμπειρία μιας αιματηρής και πολλαπλά τραυματικής πολεμικής σύγκρουσης, στο πλαίσιο μιας κοινής διακυβερνητικής προσωπικότητας της Κύπρου.
Προφανώς, αυτό δεν συνέφερε και δεν συμφέρει την ελληνοκυπριακή ελίτ, ενώ διαταράσσει την πολιτική ισορροπία που έχει εμπεδωθεί στα κατεχόμενα, με την ουσιαστική κυριαρχία απ’ αυτών της τουρκικής ηγεσίας. Στην πραγματικότητα κάθε επιχείρηση επίλυσης του Κυπριακού μετά την τουρκική εισβολή, αποτελούσε ένα διπλωματικό τεχνούργημα, μια διασκεδαστική του προβλήματος επινόηση και ένα πολιτικό τέχνασμα για να μην υπάρξει τελική λύση. Καμία απολύτως λύση δεν συνέφερε υπό τις αντικειμενικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο Νησί τους ελληνοκυπρίους και την Τουρκία. Το πέμπτο και τελευταίο σχέδιο Ανάν, εκτός του ότι δεν συνέφερε την ελληνοκυπριακή ελίτ, δεν συνέφερε και την τουρκική ηγεσία, αν και ήταν μια καλή συμφωνία για τους ίδιους τους τουρκοκύπριους, παρότι δεν θα μπορούσε ποτέ μέσω αυτού η Κύπρος να λειτουργήσει με στοιχειώδη ομαλότητα και δίχως διεθνή επιδιαιτησία και επιτροπεία. Τους μόνους που συνέφερε, λοιπόν, αυτό το συγκεκριμένο καθεστώς «power-sharing» που όριζε το Σχέδιο Ανάν, ήταν μια φιλόδοξη νέα γενιά τουρκοκυπρίων επιχειρηματιών, πολιτικών και επαγγελματιών που επιθυμούσαν και επιθυμούν να απεγκλωβιστούν από τις πολιτικο-επιχειρηματικές ορίζουσες της τουρκικής ηγεσίας.
Μα, τότε γιατί η Τουρκία δεν επεδίωξε την καταψήφιση του Σχεδίου Ανάν, στα κατεχόμενα; Ίσως αναρωτηθείς. Μα, ασφαλώς, επειδή έκανε το δικό της «game of chicken» στο πλαίσιο μιας «game theory», με σημαδεμένα χαρτιά! Υπέθετε βάσιμα πως θα το απέρριπταν οι ελληνοκύπριοι και έτσι θα εμφανιζόταν η τουρκική ηγεσία ως το μετριοπαθές, ρεαλιστικό, και «συναινετικό» μέρος, που επιθυμεί πράγματι λύση στο Κυπριακό, βελτιώνοντας την εικόνα της (εισβολέας και κατακτητής) στην διεθνή κοινή γνώμη, στον ΟΗΕ και κυρίως στην ΕΕ, όπου υπήρχε το μεγάλο διακύβευμα της πορείας των διαπραγματεύσεων για την στενότερη συνεργασία με αυτήν. Η Τουρκία έτσι - και όχι οι τουρκοκύπριοι –πέτυχε μια διπλωματική νίκη. Την πρώτη ουσιαστικά μετά την εισβολή, ενώ οι ελληνοκύπριοι πέτυχαν να εντάξουν μέσω της παρελκυστικής διαδικασίας των πέντε σχεδίων Ανάν (2002-2004) την Κυπριακή Δημοκρατία στην ΕΕ. Μια σαφής πολιτικοοικονομική επιτυχία με τα μέτρα και σταθμά της ελληνοκυπριακής ελίτ.
Ποιος έχασε από αυτήν την διαδικασία; Σίγουρα οι παράγοντες (προσωπικότητες) της ΕΕ και του ΟΗΕ, που ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα στις διαπραγματεύσεις, με την έννοια της ανικανότητάς τους να επιβάλουν λύση μέσω της οικονομιστικής προσέγγισης του «problemsolving» στις διεθνείς σχέσεις, που μετά το 1990 άρχισε να κυριαρχεί ως θεωρία ,δια του νεοφιλελευθερισμού με την μορφή των «New institutional economics». Δεν έχασε, ωστόσο, ούτε ο ΟΗΕ, ούτε η ΕΕ, γενικότερα ως θεσμοί ασφάλειας και σταθερότητας. Θα έχαναν, παραδόξως, αν επιχειρείτο να εφαρμοστεί το Σχέδιο Ανάν! Και αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξω στο πλαίσιο μιας συνάντησης με κορυφαίους διαπραγματευτές, μετά από πρόσκληση ενός αγαπητού φίλου, μεγάλου δημοκράτη, έλληνα νομικού και διανοητή του δικαίου, που ενεπλάκη στην διαδικασία και τον οποίο, δυστυχώς για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα και τον ευρωπαϊσμό, χάσαμε πολύ πρόωρα. Στον Γιώργο Παπαδημητρίου αναφέρομαι, τον άνθρωπο που με οδήγησε να «σοβαρευτώ» και να εμβαθύνω στην μελέτη των συνταγματικών θεσμών και του διεθνούς δικαίου.
Είπα απλά πως το σχέδιο αποτελούσε μια πολιτικοθεσμική διαστροφή, μια αυθεντική ανωμαλία, που θα αύξανε αντί να μειώσει το συγκρουσιακό δυναμικό μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, ενώ η νομιμοποίηση της χρήσης βίας από τον ίδιο τον Ο.Η.Ε και η θεσμική εμπλοκή της ΕΕ, για την διευθέτηση προβλημάτων στα οποία δεν θα επιτύγχαναν συμφωνία οι δύο κοινότητες, θα προκαλούσε σοβαρή προσβολή της ίδιας της θεσμικής προσωπικότητας τόσο του ΟΗΕ, όσο και της ΕΕ. Η απόρριψη, δηλαδή, του Σχεδίου Ανάν από τους ελληνοκύπριους, έσωσε το θεσμικό κύρος τόσο της ΕΕ, όσο και του ΟΗΕ, παρότι τσαλάκωσε το κύρος των διαπραγματευτών και προσέδωσε «κακό όνομα» στην ελληνοκυπριακή ηγεσία, την οποία, από τότε, δε είναι λίγοι που την χαρακτηρίζουν «δόλια»! Ως προς την ελληνική πλευρά τίποτε το σπουδαίο: Ο Κώστας Σημίτης βοήθησε την ελληνοκυπριακή πλευρά να κάνει το παιχνίδι της, δίχως να εκτεθεί η κυβέρνησή του στους ευρωπαίους μεσολαβητές και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υποστήριξε ασφαλώς, αμέσως μετά και τελικά, το «ΝΑΙ», μια και δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, μετά την ουσιαστική εμπλοκή της στις διαπραγματεύσεις, ενώ ο Κώστας Καραμανλής κράτησε ουδέτερη στάση, βοηθώντας καί αυτός τις επιλογές της ελληνοκυπριακής ελίτ: το τελικό «ΟΧΙ», μετά από δημοψήφισμα.
Άρα, η ελληνική πλευρά μάλλον καλά-συντηρητικά έπαιξε καί αυτή στο διπλωματικό παιχνίδι, εργαζόμενη υπέρ της ελληνοκυπριακής ελίτ και των βραχυχρόνιων επιλογών της που ήταν ασφαλώς πολιτικοοικονομικού τύπου. Τώρα, αν σήμερα αυτές οι επιλογές φαίνεται να προκαλούν δράματα στην Κύπρο, σε οικονομικό, παραγωγικό και κοινωνικό επίπεδο, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα που αφορά στην ουσιαστική πολιτικοοικονομική παθολογία της ελληνοκυπριακής ελίτ. Έλα όμως που αυτό το «άλλο ζήτημα», παράλληλα με την γεωπολιτική και γεωοικονομική κινητικότητα στην περιοχή της Κύπρου (αναδιαμόρφωση καθεστώτων και ισορροπιών στην Εγγύς Ανατολή, υδρογονάνθρακες, εκμετάλλευση στο πλαίσιο του δικαίου της θάλασσας και μερικά ακόμη) και την αναγκαστική μεταβολή της παραγωγικής διάρθρωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά την πτώχευσή της και την κρίση στον τραπεζικό της τομέα, γίνεται κίνητρο για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού!
Είναι αλήθεια πως υπάρχουν νέα δεδομένα που συνθέτουν τη νέα απόπειρα  για την επίλυση του Κυπριακού. Μόνον που αυτή ήδη ξεκίνησε σε επίπεδο αρχών, που διατυπώνονται δια των επτά σημείων του «κοινού ανακοινωθέντος» των δύο ηγετών Ν. Αναστασιάδη και Ν. Έρογλου, οι οποίοι εξουσιοδότησαν ως διαπραγματευτές τους κυρίους Μαυρογιάννη και Οζερσάι - να αρχίσουν αμέσως τις διαπραγματεύσεις - δίχως καί αυτή τη φορά να ορίζεται με σαφήνεια το πρόβλημα που έρχονται να επιλύσουν!
Δυστυχώς, ούτε αυτή τη φορά διαφαίνεται προοπτική για επίλυση έξω από την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες διαμόρφωσαν τις πραγματικότητες του 1912, 1922, 1955, 1974 και σε κάποιο βαθμό το αποτέλεσμα του 2004. Θεωρώ, αναγνώστη μου, πως το Κυπριακό θα το λύσει η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και όχι η νέα επιχείρηση διαπραγματεύσεων, δίχως επιδιαιτησία, δίχως την μορφή διεθνούς ή πολυμερούς διάσκεψης, αλλά υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και πάντα στη βάση των αποφάσεων και εντολών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τα επτά σημεία του «κοινού ανακοινωθέντος» έχουν κρίσιμες αντιφάσεις, ενώ το κάθε ένα από αυτά μοιάζει να τοποθετεί την «υπόθεση εργασίας» σε μια διαφορική προβληματική. «Τεχνικά», θα έλεγα πως, αποτελούν μια στρατηγική έναρξης «διαπραγματεύσεων για τις διαπραγματεύσεις» και όχι για την επίλυση του ζητήματος στη γενική βάση που το τοποθετούν οι δύο ηγεσίες.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νέα απόπειρα της «στριμωγμένης» ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας και της απολύτως ανασφαλούς πλέον τουρκοκυπριακής ηγεσίας να διασφαλίσουν την ενεργό εμπλοκή της ΕΕ, έτσι ώστε, με το δέλεαρ της πιθανότητας επίτευξης μιας κοινά συμφωνημένης λύσης στο Κυπριακό, να πετύχουν στην συγκυρία οικονομική υποστήριξη και να σπάσουν την υφιστάμενη σχετική περιθωριοποίηση. Και οι δύο έχουν την προσοχή τους στραμμένη κυρίως προς την Γερμανία και επιδιώκουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον της κεντροευρωπαϊκής ελίτ. Αλλά η «Γερμανία» έχει στραμμένη την προσοχή της στην Ελλάδα και στην Τουρκία, για διαφορετικούς λόγους, ενώ δεν σκοπεύει να μετατρέψει το Κυπριακό σε ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα της ΕΕ. Αντίθετα η διοίκηση Ομπάμα, σε αυτή την φάση, θα ευθυμούσε να δει το Κυπριακό να μεταβάλλεται σε ζωτικό Ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Σε κάθε περίπτωση, θα θεωρήσω επιτυχία της ελληνοκυπριακής ηγεσίας αν πετύχει να καταστήσει το Κυπριακό στην σημερινή συγκυρία ζωτικό πρόβλημα της ΕΕ και εάν πετύχει παράλληλα να καταστήσει την Τουρκία ως κατοχική δύναμη υπόλογη για τις όποιες προτάσεις θα καταθέτουν οι τουρκοκύπριοι. Είναι ένα έξυπνο παιχνίδι από την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά καθόλου πλέον πρωτότυπο! Λυπάμαι, δεν υπάρχει πολιτική έμπνευση! Με παλιά κόλπα δεν πετυχαίνεις νέες προσεγγίσεις του διεθνούς παράγοντα, αν πράγματι επιθυμείς λύση. Η λύση στο Κυπριακό θα δοθεί μόνον μέσω της επίλυσης του προβληματικού καθεστώτος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μόνον τότε ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να ορίσουν από κοινού ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της θεσμικής διάρθρωσης της διακυβέρνησης στην (κοινή) πατρίδα τους. Μόνον τότε το «power-sharing» μεταξύ της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής ελίτ, θα μπορούσε να λάβει βιώσιμα χαρακτηριστικά, εάν τελικά δεν αποφασιζόταν ο επίσημος διαμελισμός του Νησιού - πράγμα αδύνατον υπό τις παρούσες διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες.

Ασφαλώς αυτό που σήμερα είναι αδύνατον, αύριο θα μπορούσε να είναι δυνατόν! Μόνον που έτσι δεν θα μπορούσε ποτέ να πολιτευτεί ανοιχτά, υπό τις σημερινές διεθνείς πολιτικές συνθήκες, ένας έξυπνος πολιτικός! Το Κυπριακό ζήτημα είναι υπόθεση πολιτικής διπλωματικότητας… α λα Ισμέτ Ινονού! Δεν αστειεύομαι, θεωρώ πως πλέον η ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να παζαρέψει το Κυπριακό, μελετώντας διεξοδικά την στρατηγική σκέψη και διπλωματική κουλτούρα του Ισμέτ Ινονού. Τους βάζεις όλους στο παιχνίδι, αλλά μετά βγαίνεις εσύ, αφήνοντας τους άλλους να τα βρουν για την περίπτωσή σου. Αν δεν τα βρουν, επανέρχεσαι ως κυρίαρχος παίκτης να υποβάλεις τη λύση που θα συμφιλιώνει τους άλλους. Είναι σίγουρα υπέρ σου!  Αν πλησιάζουν να τα βρουν, παραβαίνεις αποπροσανατολιστικά και διαλυτικά και τους χαλάς το παιχνίδι, κερδίζοντας χρόνο και νέες ευκαιρίες υπέρ των συμφερόντων σου. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει πριν από την δρομολόγηση μιας νέας σχέσης συνεργασίας που θα φέρει την Ελλάδα κοντά στην Τουρκία, και την Τουρκία κοντά στην Ελλάδα, χωρίς να υφίσταται ζήτημα για ενεργό διένεξη μεταξύ τους. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε η νέα φάση διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να θεωρείται …  business as usual!       

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.