Ολόκληρη η αφήγησή μου, ο τρόπος που διαπραγματεύομαι συμβάντα για να αναχθούν σε γεγονότα, οι προτάσεις και οι επιμέρους προσεγγίσεις μου στηρίζονται σε μια συγκεκριμένη αντίληψη που εμπεριέχει τον κοινωνικό, τον πολιτικό και τον οικονομικό χώρο ως αλληλένδετες αναπαραστάσεις και ως κατασκευαστές του πραγματικού, όπου όμως η ισχύς αναφέρεται στον παράγοντα και όχι στην δομή. Ξεκινώ από τη δομή και τις ταξικές αποκρυσταλλώσεις, τις οποίες όμως βλέπω να αναπαράγονται και μεταβάλλονται δια του παράγοντα της πολιτικής δράσης (κόμμα, κοινωνία των πολιτών, πολίτης, ΜΜΕ, ακόμη και μεγάλες επιχειρήσεις), που τείνει στην αυτοσυντήρησή του με την μορφή της αειφόρου ανάπτυξής του. Αυτό θεωρώ ως αντιδραστική συνθήκη που ορίζει τον παράγοντα της δράσης και σε αυτό διαφοροποιούμαι από τον μαρξισμό, εντασσόμενος σε κρίσιμο βαθμό στην θεωρητική παράδοση του Πιέρ Μπουρντιέ (Pierre Bourdieu).
Συμφωνώ μαζί του στην έννοια και στην αλληλεπίδραση των τριών κεφαλαίων (οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό), για τον προσδιορισμό των σχέσεων εξουσίας (: ηγεμονία) και των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά δεν ικανοποιούμαι από την έννοια του «habitus» (έξη), ως σύστημα σταθερών αλλά μεταθέσιμων διαθέσεων που λειτουργούν ως διαρθρωτικές δομές, δηλαδή ως αρχές γέννησης και διάρθρωσης των πρακτικών. Στο σημείο αυτό το διανοητικό μου «κενό» έρχεται να καλύψει ο μηχανισμός σχηματισμού «τάξεων πραγμάτων» από τονMichel Foucault. Έτσι, αντικαθιστώντας, κατά κάποιον τρόπο το «habitus», με την αρχαιολογία και γενεαλογία παραγωγής της γνώσης για δράση, σε ένα εξατομικευμένο όμως πλαίσιο που ορίζει το Είμαι του παράγοντα, δίνω έμφαση στον παράγοντα που χαρακτηρίζει την πολιτικότητα σε όλα τα επιμέρους κεφάλαια (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό) και όχι στο πολιτισμικό κεφάλαιο με μια γενική έννοια, όπως πράττει ο Bourdieu. Το αποτέλεσμα αποκαλώ «κονστρουκτιβιστικό πραγματισμό», συνεχίζοντας ωστόσο να θεωρώ την δική μου αντιληπτική δομή πλησιέστερη σε εκείνη του Bourdieu, παρά εκείνη του Foucault.
Αφού διευκρίνισα αυτό, το οποίο απασχόλησε φίλο αναγνώστη των διαδικτυακών μου παρεμβάσεων, έρχομαι να ορίσω τί είναι προοδευτικό [: η τάση, έξη να σχεδιάζεις το μέλλον αποδεχόμενος τον ηγεμονικό θάνατό σου. Έτσι σχεδιάζεις στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής ηγεμονίας που δεν βασίζεται και δεν προϋποθέτει την αυτοσυντήρησή σου ως παράγοντα. Ωθείς τα πράγματα προς τα εμπρός με την έννοια της κοινωνικής προόδου (σύγκρουση ισότητας και ελευθερίας σε ένα υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης του πολιτικού αγωνισμού), γνωρίζοντας πως έτσι αυτοκαταστρέφεσαι εσύ ο ίδιος ως παράγοντας ισχύος] και να αποσαφηνίσω πως τον νεοφιλελευθερισμό δεν τον βλέπω όπως οι νεοφιλελεύθεροι, οι μαρξιστές και άλλοι, αλλά ως ενιαίο κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό σύστημα, το οποίο κατατείνει στη διάρθρωση μιας ολοκληρωτικής δομής. Τον βλέπω ως μια αποκρουστική μορφή αυταρχισμού που δομεί έναν νεο-ηγεμονισμό (καπιταλιστικό οικονομισμό βασισμένο στην λιτότητα) σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος για πρώτη φορά στην ιστορία ολοκληρώνει τον καπιταλισμό ως πολιτισμικό σύστημα – και όχι απλώς ως κοινωνικοοικονομική δομή.
Με αυτή την έννοια έγραψα κάποτε και ασφαλώς… παρεξηγήθηκα: «είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι, μας αρέσει δεν μας αρέσει, το θέλουμε δεν το θέλουμε, το μπορούμε δεν το μπορούμε». Δηλώνοντας πως ζούμε σε μια εποχή της ανθρωπότητας, σε μια ιστορική στιγμή του κόσμου μας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά απομαζικοποίησης και ολοκληρωτισμού όλων των μορφών αγοράς, που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό. Ο ολοκληρωτικός αυτός καπιταλισμός ευαγγελίζεται το τέλος της ιστορίας, δίχως καν να υποστηρίζεται από μια συνεκτική (επαναστατική) κοινωνική θεωρία, όπως σε αντίθεση κάνει ο μαρξισμός. Πρόκειται, αναγνώστη μου, για την κυριαρχία μιας μαφιόζικης κυριολεκτικώς διακυβέρνησης, όπου η πολιτική πρακτική διαχωρίζεται πλέον πλήρως από την διανόηση, την επιστήμη, την ηθική ή ακόμη και την συνταγματοποιημένη νομιμότητα και δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για το λεγόμενο «Conceptual Reflection», που μέχρι τώρα αποτελούσε τον πολιτικό μηχανισμό που δομούσε, δια του διαφορικού λογισμού και της αλληλόδρασης των επιμέρους παραγόντων, το νόημα και το κίνητρο για δράση στις επιμέρους κοινωνίες.
Κάπως έτσι, σήμερα, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα που βιώνει μια δραματική κρίση μετάβασης σε ένα ολοκληρωτικά νεοφιλελεύθερο, κορπορατικό καθεστώς μετανεωτερικού τύπου, από ένα προηγουμένως πελατειακό καθεστώς, δια της μεθοδολογίας «σοκ και δέος» της τρόικας, ανατέλλει ένας νέος διαχωρισμός μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Οι δεξιοί δεν αμφισβητούν το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού, ενώ οι αριστεροί δεν το αποδέχονται. Οι ακροδεξιοί με τον φυλετικό εθνικισμό τους (ρατσισμό τους) είναι μάλλον, για άλλη μια φορά στην ιστορία, οι πλέον παλαβές περιπτώσεις: Αυτοί αρνούνται τον νεοφιλελευθερισμό, ενώ παράλληλα αναπαράγουν το ύφος και ήθος του, διαχωρίζοντας απολύτως την διακυβέρνηση από την διανόηση και καλλιεργώντας μια «φοβική γλώσσα μίσους» εναντίον των πολιτικών, των διανοουμένων, των ξένων, των συνδικαλιστών κα. Ο νεοφιλελευθερισμός, έτσι, βρίσκει έναν ιδανικό αντίπαλο στη μορφή της ακροδεξιάς (λαϊκιστικής δεξιάς) και αυτό είναι ένας σοβαρός λόγος να εμφανίσει αυτήν και όχι την αριστερά ως αντίπαλο δέος, σπρώχνοντας εκεί και ένα κομμάτι της αριστεράς που ταυτίζεται ως εξωτερική αφήγηση (προπαγάνδα) αισθητικά με αυτήν. Το πρόβλημα του σημερινού νεοφιλελεύθερου είναι να ακυρώσει ως διακριτή (υφολογικά) αφήγηση την αριστερά. Προσπαθεί εναγωνίως να διαστρέψει το μήνυμά της και να το νοθεύσει υφολογικά, τοποθετώντας το σε μια εξτρεμιστική αφήγηση όπου αυτό συγχωνεύεται με εκείνο των ακροδεξιών. Από εκεί και έπειτα τα πράγματα είναι εύκολα. Η μαύρη τρύπα του νεοφιλελευθερισμού είναι πλέον ικανή να ρευστοποιήσει την αριστερά…
Αυτό το βρώμικο παιχνίδι παίζεται αυτή την περίοδο στην Ελλάδα από μια ομάδα προσώπων που ρυθμίζεται από τον μηχανισμό των νταβάδων και την επικοινωνιακή μικροδομή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μην τους υποτιμάτε, επειδή τους βλέπετε να συμπεριφέρονται σαν χαζούληδες, ακαλλιέργητοι, επιστημονικά αστοιχείωτοι, προκλητικά διαστρεβλωτές του λόγου του άλλου και σαν χούλιγκαν με αντίπαλο, αλλά δίχως δική τους ομάδα! Είναι οι σύγχρονοι τραμπούκοι εναντίον της πολιτικής αφήγησης. Ζουν με την λάσπη και την χρησιμοποιούν για να συνδέσουν με αυτήν τα δομικά στοιχεία του μαφιόζικου καθεστώτος του νεοφιλελευθερισμού. Είναι τα παιδιά μιας εποχής που εξαγνίζει και αποθεώνει το αντιδραστικό, το συμπλεγματικό, το απολιτικό, το πλέον ψυχωτικό και άμορφο. Στο πεδίο αυτό νεοφιλελεύθεροι και ακροδεξιοί συναντώνται και επικοινωνούν. Είναι τα παιδιά που υπάρχουν για να κάνουν ζημιές, δίχως την ικανότητα να χτίσουν κάτι, παρότι διαρκώς μιλούν για επιχειρηματικότητα! Είναι η χαμένη γενιά μιας εποχής που αντικατέστησε την κοινωνική πραγματικότητα με την εικονική πραγματικότητα και τον μαζικό πολιτισμό με τον πολιτισμό της άμορφης μάζας, ατομικών καταναλωτών. Είναι, ωστόσο, τα δικά μας παιδιά! Τα πλέον συμμορφωμένα παιδιά της εποχής που ορίζει κι εμάς ως πολιτικές οντότητες. Όλους εμάς, δίχως καμία εξαίρεση, που ζούμε στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, όντες «ο νεοφιλελεύθερος άνθρωπος».
Απαιτείται συνειδητός πολιτικός αγώνας και - επίτρεψέ μου – κονστρουκτιβιστικός πραγματισμός για να ξεπεράσουμε προοδευτικά τον «νεοφιλελεύθερο άνθρωπο» που ορίζει την ύπαρξή μας. Δεν είναι εύκολο και γίνεται αδύνατον στο βαθμό που δεν καταλάβουμε πως όλοι μας είμαστε νεοφιλελεύθεροι ως μέλη μιας κοινωνίας που δομείται κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά από τους κανόνες, τις αρχές, τις ιεραρχήσεις, την λειτουργία και κυρίως το ύφος του νεοφιλελευθερισμού, με την έννοια της αισθητικής (ευρεία έννοια) του Eliot.
Πώς θα μπορούσες να τεστάρεις το πολιτικό σύστημα, αλλά και τον κάθε πολίτη ξεχωριστά ως προς τον βαθμό προσαρμογής του στον νεοφιλελευθερισμό; Εδώ έχω αναπτύξει ένα προσωπικό μοντέλο στη βάση μιας κλίμακας που αναπαριστά την ηγεμονική μορφή: ιδεολόγος-ηγέτης , οραματιστής, διανοούμενος, ηγέτης που κινείται μεταξύ δυνατοτήτων και παραγωγικών αντικειμενικοτήτων της κοινωνίας, πολιτικός της σύνθεσης, κομματάνθρωπος, ενθουσιώδης, αμφιλεγόμενος, ευρωπαϊστής, απόμακρος-σοφός, «άνθρωπος του ρίσκου», «υποκριτής-καταφερτζής», δόλιος, κυνικός, διαπλεκόμενος, χαρισματικός παίχτης, τεχνοκράτης, αποφασιστικός, δεσποτικός, μάνατζερ-διαχειριστής, «γάτα με αυταρχική πυγμή», «πρακτικό μυαλό της αγοράς», «ηγέτης που δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος». Ο νεοφιλελεύθερος ορίζει την πολιτική και τους πολιτικούς κινούμενος από αριστερά προς τα δεξιά της πιο πάνω κλίμακας με το χειρότερο να βρίσκεται στο αριστερό άκρο (ιδεολόγος-ηγέτης) και το λιγότερο κακό, αν όχι ιδανικό (ηγέτης που δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος) στο δεξιό άκρο αυτής.
Μέσω αυτής της κλίμακας θα μπορούσε να δει κανείς τον πραγματικό του εαυτό και να αξιολογήσει πολιτικώς πρόσωπα και κόμματα. Ποιο νομίζεις πως είναι το χειρότερο χαρακτηριστικό από τα αυτά που παραθέτω για μια/έναν πολιτικό και πώς εσύ θα έφτιαχνες την προσωπική σου αξιολογική κλίμακα με αυτές τις κατηγορίες; Εδώ σε θέλω, δίχως δεύτερη σκέψη και με ειλικρίνεια! Επίσης πώς βλέπεις το κράτος; Σαν οικογένεια, σαν κόμμα, σαν γενική συνέλευση, σαν πατρίδα των ελλήνων για τους έλληνες, σαν φυλακή, σαν μηχανισμό ασφαλείας, σαν μηχανισμό εκμετάλλευσης και καταπίεσης, σαν μηχανισμό αποκόμισης κερδών, ή σαν επιχείρηση; Ταιριάζει η δική σου «κλίμακα» με την αντίληψή σου περί κράτους; Αν δεν ταιριάζει, υπάρχει έλλειψη συνοχής στην δόμηση της πραγματικότητάς σου. Είσαι μάλλον παιδαριωδώς αντιδραστικός. Αν ταιριάζει, θα ανακαλύψεις ίσως και εσύ πως με την γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού στοχαζόμαστε ακόμη και αν είμαστε οι πλέον ασυμβίβαστοι πολέμιοι του καπιταλισμού.
Είναι μάταιο να αναζητήσεις άλλη γλώσσα. Η πολιτική δομή του νεοφιλελευθερισμού που συγκροτεί ως σύστημα τα τρία κεφάλαια (οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό) είναι αυτή που παράγει γλώσσα. Η ξύλινη κομματική γλώσσα είναι απλώς ένα ιδίωμα που περιθωριοποιεί, ενώ σεκιουριτοποιεί τον στενό κύκλο των insiders. Αντίθετα η γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού μας δίνει την ψευδαίσθηση πως είμαστε όλοι insiders, αρκεί να μιλάμε την γλώσσα της αγοράς, να ορίζουμε δηλαδή τον αποκλεισμό με τα κριτήρια της αγοράς και τον εαυτό μας στο πλαίσιο της ζήτησης και της προσφοράς. Αυτό μόνον η αλλαγή του ηγεμονικού μοντέλου θα μπορούσε να μεταβάλλει. Ένα διαφορετικό ηγεμονικό μοντέλο θα δομούσε μια διαφορετική γλώσσα, που θα αναπαριστούσε μια εντελώς διαφορετική «κλίμακα» από αυτή που παρουσίασα πιο πάνω, όχι απλώς στο ζήτημα της ιεράρχησης των χαρακτηριστικών της ηγεμονικής μορφής, αλλά και σε ό, τι αφορά τα χαρακτηριστικά αυτά καθ’ εαυτά.
Έχοντας αυτά υπόψιν ο «κονστρουκτιβιστικός πραγματισμός» αδιαφορεί για τις λέξεις και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στις αφηγήσεις. Μέσω αυτών ζωντανεύουν οι λέξεις και αποκτούν πολιτικό περιεχόμενο. Αλλιώς είναι εικόνες: ευχάριστες ή δυσάρεστες, μαύρες ή πολύχρωμες και φανταχτερές που αποδίδουν απλώς το νεοφιλελεύθερο περιβάλλον. Με την εναλλακτική μορφή ηγεμονίας παράγεις έναν ηγέτη που συνδυάζει δύο προσωπικότητες: τον διανοούμενο με τον πραγματιστή και μια κοινωνία στην οποία αντί να μιλούν τα πράγματα εκ μέρους των ανθρώπων, θα μιλούν οι άνθρωποι για τα πράγματα. Έτσι θα ανασυσταθούν οι κοινωνικές σχέσεις και η νεοφιλελεύθερη αφήγηση θα αποκτήσει μια υφολογικά ξεπερασμένη διάσταση. Θα γίνει ο νεοφιλελευθερισμός δηλαδή ντεμοντέ. Από εκεί κι έπειτα η δομή του θα εξασθενίσει και οι τάξεις που έχουν ήδη διαμορφωθεί εντός αυτού θα έρθουν σε σύγκρουση για την τιμή των όπλων. Στην πραγματικότητα η σύγκρουση αυτή θα υποδηλώνει την αποκρυστάλλωση νέων τάξεων, που θα δίνουν έμφαση στην πολιτισμική τους διαφοροποίηση, στη θέση της οικονομικής τους διαφοροποίησης. Με την έννοια πως μέσω της πολιτισμικής επαναπροσέγγισης του κοινωνικού θα ανατραπούν οι δομές του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. * Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.