του Δημήτρη Παντελακάκη

«Υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες που κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου, […] έτη που μοιάζουν σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία, φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μία νέα ζωή.»1 
Με αυτές τις προτάσεις περιέγραφε ο Γκράμσι την ακατανίκητη δύναμη της ιστορικής μάζας την οποία συγκεντρώνουν συγκεκριμένα στιγμιότυπα, που αναδρώντας εκρηκτικά με το προτσές στο οποίο βλάστησαν, εμφανίζουν εκ των υστέρων την εποχή τους στους ιστορικούς παρατηρητές ως φωτεινή ιστορικοκοινωνική σούπερ νόβα που εκτινάσσει βίαια όλη την περιπλοκότητα των αντιθέσεων που συμπίεζε στο εσωτερικό της. Είναι αμφίβολο, κατά πόσο ο ίδιος είχε υπόψη του, ότι τη στιγμή που έγραφε αυτές τις προτάσεις, στις αρχές του 1916, ένα τέτοιο, γιγάντιο κόκκινο αστέρι ετοιμαζόταν να απελευθερώσει δυναμικά τους εκατομμύρια γιγατόνους ιστορικής ενέργειας είχε συσσωρεύσει, επιταχύνοντας ανεπανάληπτα τον ιστορικό χρόνο, δημιουργώντας νέα συστήματα και νέες αφηγήσεις προς σκιαγράφηση του μέλλοντος, μα και προς ανάλυση του παρόντος ενός κόσμου που ποτέ ξανά δε θα ήταν ίδιος με εκείνον που σάρωσε στην έκρηξή του.
Από τις αρχές του 1917 η κοινωνική επανάσταση συνταράσσει την καθυστερημένη αυτοκρατορική Ρωσία που βρίσκεται, επί τρία σχεδόν χρόνια, σε πόλεμο μέχρις εσχάτων με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Καθώς τα αιτήματα των εξεγερμένων δε βρίσκουν διαύλους για να αναδυθούν σε υλική πραγματικότητα μέσα από τους θεσμούς του υπό διαμόρφωση αστικοδημοκρατικού κράτους, νέα κοινωνικά υποκείμενα επιχειρούν να πάρουν την σκυτάλη και να περάσουν στην εμπροσθοφυλακή της επανάστασης. Τα υποκείμενα αυτά που αφορούν το νεαρό και μικρό αριθμητικά προλεταριάτο των πόλεων, τη φτωχή αγροτιά που σταδιακά συντάσσεται μαζί του και τους στρατιώτες, βρίσκουν την οργανωτική τους έκφραση μέσα από τις δομές των εργατικών, στρατιωτικών και αγροτικών συμβουλίων – σοβιέτ. Μέσα από αυτές αναδείχθηκε σε ηγεμονικό κοινωνικά λόγο το οραματικό κοινωνικό πρόταγμα των μπολσεβίκων: κόμματος προλεταριακού και επαναστατικού που στις 25 Οκτωβρίου 1917 κατέλαβε, με τη στήριξη των σοβιέτ των μεγάλων πόλεων, την πολιτική εξουσία, επισφραγίζοντας στο εξής τον προλεταριακό χαρακτήρα της ρωσικής επανάστασης και τη σοσιαλιστική της κατεύθυνση.
Ο απόηχός του συγκλονιστικού αυτού γεγονότος, πυροδότησε με την απελευθερωτική δυναμική του, μία σειρά κινηματικών κύκλων που σε χώρες όπου η ισχύουσα δομική κατάσταση ευνοούσε την εμφάνιση καινοφανών ροών σμίλευσης συλλογικών ταυτοτήτων και το προλεταριάτο ήταν σε θέση να αφουγκραστεί συλλογικά το περιεχόμενο των ευκαιριών που δημιουργούσε η νέα κατάσταση, πήραν το χαρακτήρα κοινωνικής επανάστασης. Από τα πολλά παραδείγματα επαναστατικών εκρήξεων της εποχής, ξεχωρίζει σαφώς η γερμανική επανάσταση, που με την τραγική της κατάληξη επισφράγισε τη διάρκεια στη διάσπαση του εργατικού κινήματος οικουμενικά, την απομόνωση των σοβιετικών Δημοκρατιών της πρώην αυτοκρατορικής Ρωσίας και τη δυνατότητα αυταρχικής άσκησης της εξουσίας από μεριάς του αστικού μπλοκ στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Αν και η διάσπαση του εργατικού κινήματος της Γερμανίας είχε ολοκληρωθεί οργανωτικά κατά τα προηγούμενα χρόνια με τη δημιουργία του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) και της «Λίγκας Σπάρτακος» στα αριστερά του SPD να διεξάγουν πασιφιστική προπαγάνδα κατά της συμμετοχής της Γερμανίας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο παράλληλα με την προώθηση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, η τομή αυτή αποτυπώθηκε υλικά μόνο έπειτα από την εξέγερση του ναυτικού στο Κίελο. Η εξέγερση αυτή ξεκίνησε με αφορμή την παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις των εργατών που ξεκίνησαν με αίτημα τον τερματισμό του πολέμου, τον επισιτισμό τους και την απελευθέρωση των συλληφθέντων ναυτών και αφού εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα πήραν τη μορφή ανοιχτής αμφισβήτησης των της αστικής εξουσίας: τη δημιουργία αντιπαραθετικών θεσμών λαϊκής αυτοοργάνωσης και εντέλει τη συγκρότηση επαναστατικής κυβέρνησης στο Μόναχο στις 7 – 8 Νοεμβρίου. Η δυναμική της εξέγερσης ήταν τέτοια που τα γεγονότα οδήγησαν σε άμεση παραίτηση του αυτοκράτορα και ουσιαστική αποδοχή της ήττας από μεριάς των εκπροσώπων του παλαιού καθεστώτος.
Στο ρευστό έδαφος της νέας κατάστασης οι ηγέτες του SPD, κατάφεραν με διάφορα τεχνάσματα να αποσπάσουν την πλειοψηφία2 στις θέσεις της νέας κυβέρνησης την οποία ήλεγχαν μαζί με το USPD τουλάχιστον μέχρι τις 28 Δεκέμβρη, οπότε οι εκπρόσωποι του τελευταίου αποφασίζουν να αποχωρήσουν, υπό την πίεση του κλιμακούμενου λαϊκού κινήματος και των ίδιων των μελών τους. Η άκρα Αριστερά αρνείται εξ αρχής να συμμετέχει στην κυβέρνηση θεωρώντας πως ο μόνος δρόμος που υπήρχε για την εφαρμογή του προγράμματός της περνούσε μέσα από την ανατροπή της και την επιβολή μίας Δημοκρατίας των συμβουλίων των εργατών3. Προωθεί έτσι αδιάκοπα την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, προπαγανδίζοντας «μπολσεβίκικες» και «αριστερίστικες» θέσεις. Εντωμεταξύ, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων, όπως αναφερόταν η προσωρινή κυβέρνηση, ανακοινώνει στις 12 Νοεμβρίου την κατοχύρωση μίας σειράς πολιτικών ελευθεριών, την καθιέρωση του οκταώρου, την επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης κλπ, με απώτερο σκοπό «την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού». Ωστόσο σύντομα θα γίνει φανερό ότι η ηγεσία του SPD δεν ενδιαφερόταν για την εξυπηρέτηση των προωθημένων στόχων του εργατικού κινήματος.



Αν κάπου μπορούμε να εντοπίσουμε με κρυστάλλινη διαύγεια τον ταξικό πρόσημο που έλαβε η κυβερνητική εξουσία αυτού του κόμματος, είναι στην έμμεση άρνησή της να αναγνωρίσει την εξουσία των μορφών έκφρασης της δυαδικής εξουσίας διά της απαξίωσής τους. Η κυβέρνηση όχι απλά δεν προώθησε το πέρασμα της εξουσίας στα συμβούλια που ήδη διαχειρίζονταν επιτυχώς μία μεγάλη γκάμα ζητημάτων της καθημερινής ζωής στις μεγάλες πόλεις, αλλά με την επιμονή του SPD, κάλεσε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους να παραμείνουν στις θέσεις τους. Σε αυτή τη βαθειά αντιδραστική – δεδομένης και της κατάστασης – πολιτική εντοπίζουμε δύο ανοιχτά αντεπαναστατικές απολήξεις: Πρώτον την πριμοδότηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης έναντι των εργατικών συμβουλίων και την μετατροπή των συνδικάτων σε όχημα εμβάθυνσης της κορπορατιστικής λειτουργίας του υπό διαμόρφωση κοινωνικού σχηματισμού. Μέσω της Κεντρικής Εργατικής Συμφωνίας (15 Νοέμβρη 1918), οι εργοδότες αναγνώριζαν τα συνδικάτα ως συλλογικούς διαπραγματευτές και αυτά με τη σειρά τους εγκατέλειπαν πρακτικά το στόχο της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών μέσων. Επιπλέον έχουμε την απόρριψη της ενίσχυσης της «δημοκρατίας στο στράτευμα», δηλαδή μη αναγνώριση των στρατιωτικών συμβουλίων και διατήρηση του παλιού στρατιωτικού μηχανισμού (πολιτική που ερχόταν σε σύγκρουση με τις θέσεις του ίδιου του SPD). Όπως θα δούμε η επιλογή αυτή, είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την επανάσταση, μιας και ο στρατός θα κινηθεί εναντίον της όταν αυτή λάβει και πάλι χαρακτήρα εξέγερσης το Γενάρη του επόμενου χρόνου.

Στα μέσα του Δεκέμβρη και ενώ οι εργατικές κινητοποιήσεις καταστέλλονται με χρήση κλιμακούμενης κατασταλτικής βίας, συγκαλείται το πρώτο Εθνικό Συνέδριο Εργατικών και Στρατιωτικών Συμβουλίων της Γερμανίας. Στα πλαίσια του Συνεδρίου γίνεται σαφής η πόλωση των εκπροσώπων του USPD προς την επαναστατική κατεύθυνση, καθώς η πλειοψηφία τους συμμαχεί στις ψηφοφορίες με το μπλοκ των αριστερών δυνάμεων (σπαρτακιστές και ενωμένοι κομμουνιστές). Ωστόσο η γενική σύνθεση του συνεδρίου δεν επιτρέπει τη λήψη ριζοσπαστικών αποφάσεων και το Συνέδριο, έπειτα από θυελλώδεις διαβουλεύσεις, καταλήγει στην υπερψήφιση των προτάσεων των εκπροσώπων των σοσιαλδημοκρατών και στην παραχώρηση της εξουσίας του στο Συμβούλιο των Επιτρόπων, το οποίο μετά την αποχώρηση των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών από αυτό, στις 28 -29 Δεκεμβρίου, ελέγχεται πλήρως από το SPD.


Εκείνες τις μέρες, ως αντίδραση στο ξεπούλημα του Συνεδρίου, προκύπτουν έντονες αντιδράσεις (κυρίως από επαναστατημένες δυνάμεις του στρατού που αρνούνταν να επιστρέψουν στο προηγούμενο καθεστώς διοίκησης), οι οποίες αντιμετωπίζονται με τα όπλα. Η κατάσταση έχει ήδη οδηγηθεί στα άκρα και για την πλειοψηφία των επαναστατών η μόνη διέξοδος πλέον είναι να παίξουν το τελευταίο τους χαρτί με όσες δυνάμεις καταφέρνουν να συσπειρώσουν… Σε συνθήκες τρομερής πίεσης χρόνου, συγκροτείται λοιπόν υπό την παρότρυνση και την καθοδήγηση του μπολσεβίκου Καρλ Ράντεκ το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), όπως προέκυψε μέσα από την ένωση της «Λίγκας Σπάρτακος» και των «Διεθνών Κομμουνιστών». Το νεοσύστατο κόμμα, με πλειοψηφία 62 προς 85 θα αποφασίσει κατά την πρώτη συνάντηση των αντιπροσώπων του, την αποχή από τις ερχόμενες εκλογές και την άμεση προώθηση κομμουνιστικής εξέγερσης.4

Με αφορμή την καθαίρεση του νομάρχη του Βερολίνου Eichhorn (μέλος του USPD) στις 4 Ιανουαρίου 1919 και εν μέσω αυθόρμητου λαϊκού ξεσηκωμού ενάντια σε αυτή την κίνηση, οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες του Βερολίνου σε συνεννόηση με το KPD και την οργάνωση «ανθρώπων εμπιστοσύνης» συνυπογράφουν έκκληση με την οποία καλούν την εργατική τάξη του Βερολίνου σε εξέγερση. Τις επόμενες μέρες το Βερολίνο θα τυλιχτεί στις φλόγες της επανάστασης, ενώ ένα δυναμικό απεργιακό κύμα συμπαράστασης θα ξεσπάσει σε ολόκληρη τη Γερμανία. Μάλιστα η συνδιάσκεψη συμβουλίων εργατών και στρατιωτών Ρηνανίας – Βεστφαλίας θα θέσει σε εφαρμογή τη λειτουργία των παραγωγικών μονάδων υπό καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας. Όμως δίχως προετοιμασία και με ασταθή λαϊκή υποστήριξη, η εξέγερση δεν καταφέρνει να προκαλέσει επιπρόσθετα ρήγματα στο στρατό ή στο εσωτερικό άλλων κόμβων της κρατικής μηχανής ώστε να ανατρέψει τις σχέσεις κυριαρχίας στο εσωτερικό της και να αναλάβει το υποκείμενό της τα ινία της κατάστασης. Φαίνεται έτσι καταδικασμένη να αποτύχει.



Η κυβέρνηση θα κάνει έκκληση στους σπαρτακιστές να υποχωρήσουν και όταν εκείνοι αρνηθούν θα τους αντιμετωπίσει με εξαπόλυση τμημάτων του στρατού καθώς και εξοπλισμένων από αυτόν μονάδων των Freikorps, μίας μαζικής παραστρατιωτικής οργάνωσης με αντιδραστικό προσανατολισμό στην οποία δραστηριοποιήθηκαν πολλά από τα εξέχοντα μέλη του μετέπειτα Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Εργατών Γερμανίας (NSDAP). Στις 14 Γενάρη οι μάχες στο Βερολίνο λήγουν με νίκη των αντεπαναστατικών δυνάμεων και βαρύ φόρο αίματος για τους επαναστάτες. Οι σπαρτακιστές ηγέτες Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ δημοσιεύουν εκείνη τη μέρα τα τελευταία τους άρθρα δηλώνοντας με αποφασιστικότητα ότι το επαναστατικό πνεύμα του Σπάρτακου παραμένει ζωντανό παρά την ήττα και θα επιβιώσει μέχρι την τελική του νίκη κόντρα στην προδοσία των σοσιαλδημοκρατών.5 Την επομένη θα συλληφθούν από μέλη των Freikorps,θα βασανιστούν άγρια και θα εκτελεστούν δίχως δίκη…
Αυτή ήταν η τραγική κατάληξη της πρώτης φάσης του επαναστατικού κύκλου στη Γερμανία. Ήταν μία κατάληξη που άφησε βαριά σημάδια πάνω στη νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ήταν επίσης, μία κατάληξη που επισφράγισε την πραγματική φύση του ρήγματος που είχε προκύψει στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, αποτυπώνοντας υλικά τις απολήξεις του πάνω στο σώμα της Ιστορίας.
Σύγχρονοι σοσιαλδημοκράτες ιστορικοί έχουν επιχειρήσει μία αριστερή κριτική απέναντι στη στάση του SPD6. Δηλώνοντας πως το SPD θα μπορούσε να ελέγξει αντί να καταστείλει το εργατικό κίνημα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πραγματική τραγωδία του 1918 – 1919 δεν ήταν η αποτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που άλλωστε θα απαιτούσε βαρύ φόρο αίματος για να αποδώσει αμφίβολα αποτελέσματα, μα η αδυναμία του μαζικότερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να προχωρήσει σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις, που θα ικανοποιούσαν τα λαϊκά αιτήματα δίχως να φτάνουν στο να βαυκαλίζουν το λαό με ανέφικτες ουτοπίες... Θα μπορούσε έτσι να στηθεί ένα καθεστώς, που αν δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε σοσιαλιστικό, θα ήταν πάντως συμμετοχικό ως προς τη μορφή του και πραγματικά δημοκρατικό ως προς το περιεχόμενο, το οποίο θα πρόσφερε επίσης εκτεταμένες παραχωρήσεις στα λαϊκά στρώματα σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος: το πρώτο κοινωνικό κράτος. Το κράτος αυτό μάλιστα θα στόχευε προς το σοσιαλισμό και θα παρείχε στην εργατική τάξη τις θεσμικές δικλείδες για να εξασφαλίζει την μη παρέκκλιση από μία τέτοια κατεύθυνση.


Είναι πραγματικά γοητευτική η αφέλεια μίας τέτοιας θέσης, η οποία προϋποθέτει ότι μία κοινοβουλευτική κυβέρνηση θα υλοποιούσε με την ησυχία της ένα πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων αλλά και βαθύτατων θεσμικών αναδιαρθρώσεων σε καθεστώς οικονομικής κρίσης, επαναστατικού αναβρασμού και στρατιωτικής πανωλεθρίας σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Πως η αστική τάξη της χώρας της θα καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, να κοιτά, δίχως πολλές αντιδράσεις, την κοινωνικοποίηση του πλούτου της, ή έστω μέρους του πλούτου της και γιατί όχι, το πέρασμα του στρατού και της αστυνομίας από τους έμπιστους φρουρούς της εξουσίας της σε δημοκρατικά εκλεγμένους και ελεγχόμενους κόκκινους εκπροσώπους. Τέλος, πως οι όποιες αντιδράσεις της θα αντιμετωπίζονταν με ψυχραιμία και διάθεση συναίνεσης από την πλειοψηφία των εργατικών συμβουλίων και των ένοπλων απεργιακών φρουρών τους…
Ας είμαστε σοβαροί: Το SPD έμεινε στην εξουσία κατά τη διάρκεια της επανάστασης ακριβώς επειδή ήταν το μόνο κόμμα που μπορούσε να εγγυηθεί τη συνέχεια της αστικής κυριαρχίας, μέσα σε κοινοβουλευτικό καθεστώς, με μικρό σχετικά κόστος σε χρήμα και σε αίμα. Αν όμως έβλεπε τα κουτσουρεμένα της κεφάλαια να κινδυνεύουν να κοινωνικοποιηθούν, η γερμανική αστική τάξη δε θα δίσταζε ούτε στιγμή να ανατρέψει την κυβέρνηση και να αντικαταστήσει το χρηματικό κόστος με φόρο αίματος – είχε αποδείξει με ποια σειρά ιεραρχούσε τέτοια ζητήματα πολύ πρόσφατα. Ταυτόχρονα όμως, ίσως μάλιστα προτού μία βοναπαρτιστική κίνηση φώτιζε τον επαναστατικό μονόδρομο για τα λαϊκά στρώματα, αυτά τα ίδια θα έβρισκαν την ευκαιρία, μέσα από τις πολιτικές ευκαιρίες που θα ανοίγονταν από τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, να διεκδικήσουν, ή και να αρπάξουν πολύ περισσότερα απ’ ότι η κυβερνητική εξουσία θα μπορούσε να προβλέψει. Σε γενικές γραμμές, το συμπέρασμα είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία κράτησε τη στάση που κράτησε γιατί δε θα μπορούσε να κρατήσει καμία άλλη. Μέσα στις εκρηκτικές συνθήκες της επαναστατικής κατάστασης και με το ιμπεριαλιστικό θηρίο να επιστρέφει βρυχώμενο, πληγωμένο και πεινασμένο στο παλιό του λημέρι, κάθε πολιτική δύναμη κλήθηκε να πάρει θέση και ουδέτερο έδαφος δεν υπήρχε: «Τα λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έλαμψαν με γράμματα φωτιάς: Σοσιαλισμός ή πτώση στη βαρβαρότητα».7 Το SPD δε διάλεξε το δρόμο του σοσιαλισμού…
Η κριτική στην προδοτική στάση του SPD απέναντι στις εργατικές μάζες, που ως ανάλυση ήρθε να επιβεβαιώσει τις αναλύσεις του Λένιν για το φύση της σοσιαλδημοκρατίας,8 έχει μεγάλη αξία για την πρακτική σημασία των οριοθετήσεων ανάμεσα σε επαναστατικό και μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό σε συνθήκες ταξικής πόλωσης. Συνοψίζοντας όμως το συμπερασματικό κομμάτι του άρθρου μας, θα αποφύγουμε να μακρηγορήσουμε άλλο σχετικά με αυτό το θέμα και θα επιχειρήσουμε μία κριτική σε όψεις της τακτικής των επαναστατικών δυνάμεων.

Εν πολλοίς οφείλουμε καταρχήν να αναγνωρίσουμε ότι η στρατιωτική ήττα των επαναστατικών πολιτικών εκπροσωπήσεων του προλεταριάτου ήταν αναπόφευκτη, στο βαθμό που δεν είχαν καταφέρει μία ουσιαστική και οργανωτικά παγιωμένη γείωση με τις μάζες τις τάξης. Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του πιο προωθημένου μορφώματος της επαναστατικής πρωτοπορίας, των σπαρτακιστών, η επανάσταση δε θα μπορούσε να πετύχει παρά μόνο μέσα από έναν αιματηρό, παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον «κύριο εχθρό που είναι μέσα στη Γερμανία».9 Επίσης η επανάσταση δε θα μπορούσε να φτάσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού παρά μόνο διεκδικώντας με αυτόν τον τρόπο το μάξιμουμ των αιτημάτων της: την κατάργηση των τάξεων, και της μισθωτής εργασίας.10 Είναι αμφίβολο κατά πόσο η πλαισίωση ενός τόσο μαξιμαλιστικού ρεπερτορίου με τόσο απαιτητικές εκκλήσεις θα μπορούσε σε οποιαδήποτε συγκυρία να καταστεί πλειοψηφική πρόταση.

Παρόλα αυτά, υπήρχε σαφέστατη και ξεκάθαρη διατύπωση της θέσης ότι η προλεταριακή επανάσταση δεν θα μπορούσε να είναι μία υπόθεση της πρωτοπορίας αλλά μίας πράξη των λαϊκών μαζών.11 Και όμως οι σπαρτακιστές, αν και ηγήθηκαν ενός μαζικού κινήματος, σε καμία περίπτωση δεν εξέφρασαν την πλειοψηφία του λαού ή έστω της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα δεν κατάφερε κάτι τέτοιο ούτε το σύνολο των δυνάμεων που στήριξαν την επανάσταση. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν λίγες μέρες μετά την ήττα της εξέγερσης του Βερολίνου, αυτές οι δυνάμεις δεν κατάφεραν να καταγράψουν ούτε το ένα δέκατο των ψήφων, ενώ το SPD ήρθε πρώτο με 37,9%. Δίχως να υπονοούμε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα εκφράζουν απόλυτα τους ταξικούς συσχετισμούς, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι αντανακλούν με έναν τρόπο πραγματικές κοινωνικές δυναμικές. Περισσότερο και από τις εκλογές, το επίπεδο γείωσης των πολιτικών δυνάμεων με την κρίσιμη κοινωνική μάζα μπορούμε να το αντιληφθούμε από την αναλογία της εκπροσώπησής τους μέσα στα ίδια τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών, η οποία ήταν αρνητική για τους επαναστάτες.
Συγκεκριμένα από τους 489 εκπροσώπους του Α’ Συνεδρίου των Συμβουλίων Εργατών και Στρατιωτών (405 από τα εργατικά συμβούλια και 84 από τα στρατιωτικά) οι 288 ήταν σοσιαλδημοκράτες, 90 ήταν ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, 50 ανεξάρτητοι, 25 δημοκράτες, 25 μέλη της «φράξιας στρατιωτών», 11 μέλη της πλατφόρμας «ενωμένοι επαναστάτες» και μόλις 10 σπαρτακιστές.12 Η σύνθεση αυτή ίσως να φαντάζει λιγότερο αποκαρδιωτική εάν αναλογιστούμε ότι πολλοί από τους ρεφορμιστές εκπροσώπους των εργατικών συμβουλίων δεν ήταν εργάτες οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα οι εργάτες και οι υπάλληλοι αποτελούσαν κάτι λιγότερο από το μισό των εκπροσώπων. Επίσης θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμη και στη Ρωσία, λίγους μήνες πριν την Οκτωβριανή εξέγερση, οι συσχετισμοί δεν ήταν πολύ καλύτεροι: Το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ είχε αναδείξει μόλις 105 μπολσεβίκους σε σύνολο 1090 εκπροσώπων και όχι πολύ περισσότερους σοσιαλεπαναστάτες.13 Όμως εκεί το αποτέλεσμα αυτό κρίθηκε με σύνεση, από ένα κόμμα με εμπειρία άνω της μίας δεκαετίας και αφού έγινε οργανωμένη και στοχευμένη δουλειά στους κρίσιμους χώρους, επιχειρήθηκε την κατάλληλη στιγμή ένα αποφασιστικό χτύπημα, που δημιούργησε τετελεσμένα απέναντι στον ταξικό εχθρό και κάλεσε τους εργάτες και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση ενώπιον της κατάστασης αυτής.
Στην περίπτωση της Γερμανίας όμως είχαμε ένα νεοσύστατο κόμμα, δίχως προηγούμενη επαναστατική πείρα, που στην προσπάθειά του να διαχωρίσει τη θέση του από την προδοτική δεξιά σοσιαλδημοκρατία του SPD και την μετριοπαθή, ατελέσφορη στάση της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας του USPD, ακύρωσε κάθε φωνή που πρότεινε την τιθάσευση των εξεγερσιακών διαθέσεων του επαναστατημένου πλήθους σε μία γραμμή προοδευτικής ζύμωσης της σοσιαλιστικής κατεύθυνσης της επανάστασης μέσα από μαζικά όργανα εκπροσώπησης, ενδεχομένως και συμμετοχής στις εκλογές για συντακτική συνέλευση (θέση που όπως είδαμε μειοψήφησε στην πρώτη συνδιάσκεψη αντιπροσώπων του KPD και την οποία παρεμπιπτόντως είχαν στηρίξει οι Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ) ώστε να κερδηθεί χρόνος: πρώτον για προπαγάνδα των θέσεων των επαναστατών αντιπαραθετικά με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων και του Συνεδρίου των Συμβουλίων Εργατών και Στρατιωτών – τα οποία ήλεγχε το SPD λαμβάνοντας αποφάσεις που κινούνταν έξω από τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων, ακόμη και έξω από τις επιταγές του δικού του προγράμματος,– και δεύτερον για την πραγματική συγκρότησή των επαναστατικών δυνάμεων σε κόμμα με ουσιαστικές, λειτουργικές δομές, κοινωνική γείωση και θεωρητική επάρκεια. Δεν είναι ανάγκη να τονίσουμε και εδώ πως η ακραία συμπίεση του ιστορικού χρόνου που έφερνε η επαναστατική κατάσταση θα επιτάχυνε αυτές τις διαδικασίες.
Σήμερα, έναν σχεδόν αιώνα μετά την «εξέγερση των σπαρτακιστών», το ηρωικό αυτό κορύφωμα της εξόδου του γερμανικού προλεταριάτου στην Ιστορία, η απόσταση που μας χωρίζει, η επιπόλαια ανάγνωσή της και κάποτε η συνειδητή παραχάραξη, δεν αποτελούν συνθήκες ικανές για να μας αποτρέψουν από το να σταχυολογήσουμε δυο – τρία συμπεράσματα, που εισάγοντάς τα ως προβληματικές στη σύγχρονη συζήτηση για το ρόλο της Αριστεράς να τιμήσουμε τη μνήμη των εκατοντάδων νεκρών αγωνιστών της γερμανικής επανάστασης (ανάμεσά τους και των Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ ). Δεν έχω την πρόθεση να τα κωδικοποιήσω εδώ, αυτή είναι μία δουλειά που βαραίνει τα συλλογικά πολιτικά υποκείμενα του σύγχρονου κινήματος. Νομίζω όμως ότι το άρθρο αυτό περιγράφει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει καθένας μας να τα αναζητά όταν κοιτάζει με δέος το βουνό της 15ης του Γενάρη, που κόντρα στη σιωπή της ιστορίας των νικητών σαλπίζει ακόμη:
«Ήμουν, Είμαι και θα Είμαι»14



1 Antonio Gramsci, “Sotto la Mole”, Avanti!, 1 Ιανουαρίου 1916
2 Αρχικά στην κυβέρνηση εκπροσωπούνταν ισότημα το SPD και το USPD, ωστόσο όταν ξεκίνησαν οι διαδικασίες για ανάδειξη νέας κυβέρνησηςστο Σέρκους Μπους, η Εκτελεστική Επιτροπή του Εργατικού και του Στρατιωτικού Συμβουλίου του Βερολίνου διάλεξε 12 δήθεν ανεξάρτητους αντιπροσώπους των στρατιωτών για τους οποίους η αρχή της ισότητας των οργανώσεων παραβλέφθηκε. Ελέγχοντας τη φρουρά του Βερολίνου το SPD κατάφερε να προσεταιριστεί την πλειοψηφία ελέγχοντας τα 2/3 της Επιτροπής. Επιπλέον σε υπουργικές θέσεις διατηρήθηκαν παλιοί αντιδραστικοί υπουργοί που αν και ελέγχονταν θεωρητικά και από τα δύο κόμματα, στην πραγματικότητα λογοδοτούσαν στο SPD. Βλ. Heinrich August Winkler, German, the Long Road West (1789 – 1933), vol. II, Oxford University Press, 2006 & Prudhommeaux Andre, Σπάρτακος – Η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1981
3 Βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
4 Prudhommeaux Andre, Σπάρτακος – Η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1981
5 Αναφορά στα άρθρα “Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο” και “Και όμως!”
6 βλ. Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη Δημοκρατία, τόμος Α', εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2010
7 Η φράση στα εισαγωγικά από το άρθρο της Ρόζας Λούξεμπουργκ “Τι ζητάει ο Σπάρτακος”, βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
8 βλ. ενδεικτικά Ι.Β. Λένιν, Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987
9 Karl Liebknecht,Selected Speeches and Essays, Berlin 1952, transcription by Einde O’Callaghan for Marxists' Internet Archive, available at http://www.marxists.org/archive/liebknecht-k/works/1915/05/main-enemy-ho...
10 Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
11 Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
12 Prudhommeaux Andre, Σπάρτακος – Η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1981
13 Bettelheim Charles, Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ – 1η περίοδος 1917 – 1923, εκδ. Κουκίδα, Αθήνα, 2010
14 Από το τελευταίο άρθρο της Ρόζας Λούξεμπουργκ “Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο”.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.