...Μπήκα στο σπίτι -ο Θεός να το κάνει σπίτι-. Ακόμα και εγώ που νόμιζα πως ήμουν συνηθισμένος να βλέπω φτώχεια σοκαρίστηκα....
Της το είχα υποσχεθεί από μέρες. Κάθε φορά που ερχόταν να με δει μου το ξανάλεγε. " έλα στο σπίτι. Θέλω να δεις γιατί τότε θα καταλάβεις. Να μη νομίζεις κιόλας πως σε κοροϊδεύω".
Τι να με κοροϊδέψει δηλαδή! Καλύτερα κάποιος να με γελάσει και να πάρει λίγα μακαρόνια και ζάχαρη παραπανίσια, παρά να αφήσω κάποιον νηστικό.Γύρω στα εξήντα αλλά έδειχνε ογδόντα. Με έναν άντρα άρρωστο και παιδιά άνεργα με διαλυμένες πια ζωές. Μαζεύτηκαν γύρω της σαν κλωσόπουλα εγγόνια και παιδιά και πάλευε με νύχια και με δόντια να τα κρατήσει όρθια και να διορθώσει τα λάθη μιας ζωής που πήγε στράφι. Και ποιός είμαι εγώ δηλαδή να την κρίνω? Παπάς η μήπως δικαστής? Όταν κάποιος σου ζητάει ψωμί δεν του προσφέρεις κήρυγμα.
Ήξερα ότι της τελείωσε η μπουκάλα του γκαζιού και δεν είχε να μαγειρέψει. Κουβαλώντας μία,άφησα το αυτοκίνητο και ανηφόρισα όπως μου είχε εξηγήσει στα βράχια πίσω από το γήπεδο του Κερατσινίου αγκομαχώντας. Έμεινα να κοιτάω έκπληκτος μια ολόκληρη γειτονιά εκτός σχεδίου. Σαν να είχε γυρίσει ο χρόνος στο 1961 και βρισκόμουν στα γυρίσματα στη "συνοικία το όνειρο" του Αλεξανδράκη.
Βγήκε να με προϋπαντήσει. Ένα πλίθινο σπίτι μισοκαμμένο και επιδιορθωμένο όπως όπως χωρίς ρεύμα και με νερό που έφτανε για λίγο με λάστιχο από τους γείτονες, -πάντα οι άνθρωποι του μεροκάματου ξέρουν να βοηθάνε-.
Μπήκα στο σπίτι -ο Θεός να το κάνει σπίτι-. Ακόμα και εγώ που νόμιζα πως ήμουν συνηθισμένος να βλέπω φτώχεια σοκαρίστηκα. Γύρω μου ένα τσούρμο πιτσιρίκια το πιο μεγάλο στα δεκατρία και το πιο μικρό στα τρία με χάζευαν με χαμόγελο. Ντράπηκα όπως τους κοίταζα. Ειλικρινά ντράπηκα. Όσοι δουλεύουμε στην πρόνοια όπως εγώ αντί να ζητάμε χαρτιά και βεβαιώσεις για να δώσουμε ένα πιάτο φαγητό, θα έπρεπε να ακούμε τους ανθρώπους. Και να τους κοιτάμε. Σκέφτηκα για μια στιγμή πως όσες φορές καταδέχτηκα να σκύψω το βλέμμα και να δω σκονισμένα και στραπατσαρισμένα παπούτσια ήξερα πριν μου δώσουν τα "χαρτιά"
Βγήκα έξω και έκατσα σε έναν τσιμεντόλιθο κοιτώντας στο βάθος την Ακρόπολη. Ήρθε και έκατσε δίπλα μου. "Τώρα με πιστεύεις;" μου είπε. "Εμάς τους πολύ φτωχούς κανείς δεν μας ακούει".
Άναψα τσιγάρο. Σκέφτηκα πως υποψήφιος πια για την ευρωβουλή τέτοιες μέρες θα έπρεπε κανονικά να βγάζω ωραίες φωτογραφίες να ετοιμάζω φυλλάδια, να έχω πάρει το σοβαρό ύφος, να μιλάω για την Ευρώπη. Και αντί για αυτά εγώ να ξεκινάω την προεκλογική μου εκστρατεία από μια παράγκα κάπου στο Κερατσίνι.
Χαμογέλασα. Να μια καλή ιδέα! Αυτό το μήνα να μιλήσω όσο και όπου μπορώ περισσότερο για τους ανθρώπους που αδικούνται, που η ζωή τους μοιάζει να είναι παράπλευρη απώλεια.
"Και όμως θα σε ακούσουν" της απάντησα.
Το πόσο δυνατά εσείς θα το αποφασίσετε...
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.