Όπως όλα δείχνουν, τόσο σε επίπεδο ευρωεκλογών, όσο και σε εκείνο το πολύ πιθανό της επίσπευσης των εθνικών εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να προηγείται των άλλων κομμάτων. Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι να πρωτεύσει τόσο στις ευρωεκλογές, όσο και στις γενικές εκλογές, στο βαθμό που οι τελευταίες πραγματοποιηθούν υπό σχετικά ομαλές συνθήκες και στο πλαίσιο των ήδη γνωστών διλημμάτων, παραμυθιών και εκβιάσεων από την κυρίαρχη πολιτικοοικονομική ελίτ της Ελλάδας και των παραγόντων της τρόικας.
Αυτή, ωστόσο, είναι η μία όψη του νομίσματος που αφορά ασφαλώς στον κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό στην Ελλάδα, ο οποίος ξεκίνησε με την πτώχευση και φτωχοποίηση δια της διαδικασίας «σοκ και δέος», που αποτέλεσε την στρατηγική αναπροσαρμογής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, την ΕΕ και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό την επιτροπεία της τρόικας. Η άλλη όψη είναι ίσως πολιτικά πιο ουσιαστική και αφορά στην εμφανή πλέον κάμψη της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ. Το μικρό κόμμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, που χρησιμοποιώντας την φρέσκια παρουσία ενός ικανότατου νέου πολιτικού, του Αλέξη Τσίπρα, πέτυχε μέσα στην ελληνική κρίση να εκτιναχτεί και να κερδίσει τόσο μεγάλο ποσοστό εκλογικής προτίμησης, σκαρφαλώνοντας πλέον στην κορυφή των δημοσκοπήσεων εκτίμησης της εκλογικής συμπεριφοράς σε συνέχεια της μεγάλης επιτυχίας του στις προηγούμενες εκλογές, δείχνει πλέον σαφή σημάδια κόπωσης. Πού οφείλονται άραγε αυτά, τα οποία διαπιστώνουν και κάποια απαλλαγμένα από την φοβική, συνωμοτική, αριστερίστικη κουλτούρα, στελέχη του;
Το ζήτημα, κατά την άποψή μου, έχει δύο όψεις: μία επικοινωνιακή – υφολογική και μία καθαρά πολιτική. Καμία από τις δύο δεν πρέπει να υποτιμάται. Τα αριστερά κόμματα σε αντίθεση με τα δεξιά, δεν είναι μόνο ύφος, αλλά το όποιο ύφος τους οφείλει να συνδέεται με την ουσία της πολιτικής, που είναι η πολιτική διαδικασία και η αντίληψη των πολιτικών σχέσεων που διακρίνει την ηγεσία, τα στελέχη του και τον γενικότερο μηχανισμό που υποστηρίζει την αναφερόμενη κοινωνικοπολιτική του ταυτότητα και την εσωτερική του λειτουργία. Ο βαθμός εναρμονισμού ύφους και περιεχομένου είναι το μέτρο συνοχής και αξιοπιστίας του κάθε αριστερού κόμματος στην κοινωνία. Και στο θέμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κακές επιδόσεις, αν και θα απαιτείτο για την μεγέθυνση της δυναμικής του στην κοινωνία, ακόμη ταχύτερος ρυθμός βελτίωσης. Προφανώς, μιλώντας για ύφος, φαντάζομαι ότι καταλαβαίνετε ότι δεν αναφέρομαι στο επικοινωνιακό στιλάκι της ηγεσίας και στελεχών του κόμματος αυτού, αλλά στην γενική μορφή της πολιτικής αφήγησής του, στοιχείο του οποίου είναι και το στιλάκι.
Εδώ και – παραδόξως – όχι τόσο στο περιεχόμενο, όπως θέλουν να εμφανίσουν οι αντίπαλοί του από δεξιά και αριστερά, εντοπίζω την σημαντική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως να είμαι υπερβολικά αυστηρός, παρατηρώντας πως υφολογικά ο ΣΥΡΙΖΑ περνά ταχύτατα από την εφηβεία στα γηρατειά! Εννοώ ότι απουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό στον πολιτικό του λόγο και στην παρουσία εκείνα τα πλουραλιστικά χαρακτηριστικά που τονίζουν την ωριμότητα ενός αριστερού φορέα που υπερασπίζεται την αριστερή μεταρρύθμιση, δίχως να χάνεται η φρεσκάδα ιδεών και διάθεσης για αγώνα υπέρ της ισότητας και της ελευθερίας, ο οποίος προδήλως θα βελτίωνε την κοινωνική θέση των σημερινών δύο τρίτων της ελληνικής κοινωνίας, μειώνοντας παράλληλα την αυξανόμενη μέσα στην κρίση διαφορά με το υπόλοιπο ένα τρίτο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προχωρά πλέον με αργά, γερασμένα βήματα προς τις κάλπες, καθώς δεν συνδυάζει σε υψηλό επίπεδο την ωριμότητα με το νεανικό σφρίγος. Όπου και όταν εμφανίζεται το πρώτο, μοιάζει να εξαφανίζεται το δεύτερο και αντίστροφα… Και έτσι - με την συνδρομή των ΜΜΕ της Διαπλοκής - νοθεύεται υφολογικά το περιεχόμενο του πολιτικού του λόγου, ενώ υπερτονίζεται είτε ο ξεπερασμένος ιστορικά αριστερισμός κάποιων στελεχών του, είτε πραγματικές ή φαινομενικές αντιφάσεις στην υποστήριξη των θέσεών του από προβεβλημένα στελέχη. Σημασία έχει πως μετά την μοναδική για αριστερό ελληνικό κόμμα – και οποιοδήποτε άλλο ελληνικό κόμμα – επιτυχία της ηγεσίας του να συνδεθεί με μία εναλλακτική μορφή του ευρωπαϊσμού σε αντίθεση με τον νέο-ηγεμονισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, στο άρμα των οποίων σύρονται σήμερα τόσο τα συντηρητικά όσο και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να παράγει ειδήσεις. Και αυτό είναι ζήτημα ύφους κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως περιεχομένου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον σύρεται προεκλογικά και ακολουθεί την ατζέντα που διαμορφώνουν ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και οι κεντροδεξιές και κεντροαριστερές παραφυάδες τους με ενορχηστρωτή την Διαπλοκή. Υφολογικά ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την εντύπωση ενός συντηρητικού φορέα με ασφαλώς προοδευτικό περιεχόμενο. Αυτό είναι κρίσιμη αντίφαση που «φρενάρει» τόσο την κοινωνική διείσδυση του κόμματος αυτού, όσο και την αίσθηση θετικής προοπτικής σε αυτούς που, διστακτικά έστω, το εμπιστεύονται σήμερα. Κατά κάποιο τρόπο έτσι ξεφουσκώνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο μυαλό και την συνείδηση όσων, σε ό, τι αφορά στο περιεχόμενο της πολιτικής που υπερασπίζεται, θα είχαν κάθε λόγο να τον εμπιστευτούν.
Δίχως καλά-καλά να το καταλάβουν, τα προβεβλημένα στα ΜΜΕ στελέχη του έχουν φτάσει να μιλούν με την ίδια γλώσσα των βασικών αντιπάλων τους, επιχειρώντας να πουν, ασφαλώς, εντελώς διαφορετικά πράγματα. Έτσι, ενώ το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπει ή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραπέμπει σε μια νέα μορφή δημοκρατικής και κοινωνικά προοδευτικής διακυβέρνησης, στο πλαίσιο ενός αυθεντικού σοσιαλ-δημοκρατικού προγράμματος, το ύφος εγκλωβίζει το κόμμα αυτό στην «διαμαρτυρία». Είναι ένα ύφος που αποτελεί σαφή οπισθοδρόμηση για την εξέλιξη του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, τον γυρίζει πίσω στο «5%», την στιγμή που το κόμμα μοιάζει να ξεπερνά το 30% - 32% στην προτίμηση του εκλογικού σώματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη να καλλιεργήσει και να δείξει ένα ώριμο και κατασταλαγμένο ύφος που θα παράγει διαρκώς ειδήσεις συναφείς με το περιεχόμενο του πολιτικού του προγράμματος. Αυτή την στιγμή κάνει το αντίθετο, ασκώντας κριτική σε ειδήσεις κάθε μορφής (από κοινοβουλευτικά γεγονότα και επικοινωνιακού χαρακτήρα χρηματοπιστωτικές πρωτοβουλίες, μέχρι την διασύνδεση κυβέρνησης – ακροδεξιάς και φήμες) που παράγονται εσκεμμένα από την κυρίαρχη ελληνική πολιτικοοικονομική ελίτ και τους συμμάχους της στο εξωτερικό, για να διαστρέψουν και να ωραιοποιήσουν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και την πολιτική προοπτική τους, ή αποτελούν σκανδαλιστικές αποκαλύψεις και «ατυχήματα» μίας διεφθαρμένης και διαπλεκόμενης διακυβέρνησης. Θα μου πεις, ίσως, δεν θα πρέπει να το κάνει; Σε αυτή την φάση μόνον με μέτρο και μόνον στον βαθμό που όλα αυτά θα μπορούσαν να ενταχθούν αρμονικά σε μία δική του, αυθεντική αφήγηση που αφορά σε μια διαφορετική μορφή κοινωνικού μετασχηματισμού από αυτή που ήδη έχει δρομολογηθεί και σαφώς μεγεθύνει την ανισότητα στην χώρα, περιθωριοποιώντας τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα, ζημιώνοντας παράλληλα την υπόθεση της παραγωγικής αναδιοργάνωσης της χώρας με κοινωνικά και τεχνολογικά ασφαλώς, κριτήρια. Μόνον στον βαθμό που η κριτική από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ στις ειδήσεις που παράγουν οι κυβερνητικές δυνάμεις, θα αποτελούσε υποστήριξη του δικού του προγραμματικού περιεχομένου, αυτή θα ήταν πράγματι παραγωγική και υπέρ του. Έτσι όπως γίνεται σήμερα, δεν είναι και θέλω να είμαι απολύτως σαφής.
Ως προς το περιεχόμενο, θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά δεν είναι της ώρας και ξεφεύγουν από τον σκοπό του συγκεκριμένου σημειώματός μου. Εδώ θα ήθελα απλώς να σταθώ στο ότι κανένα, μα κανένα πρόγραμμα αριστερής μεταρρύθμισης δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει αν δεν περιέχει μία διπλή κριτική. Κριτική στην μέχρι σήμερα εφαρμοσμένη πολιτική οικονομία του μαρξισμού και κριτική στις ήδη γνωστές από την πολιτική πρακτική σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, εφαρμογές του κεϋνσιανισμού. Η κριτική αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε μία διάσταση του πολιτικού χώρου που υπερβαίνει το εθνικό κράτος Ελλάδα, εάν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και αν μιλούμε για αριστερή μεταρρύθμιση εφικτών λύσεων με βάθος. Ο πολιτικός αυτός χώρος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ολόκληρη η Ευρώπη, η οποία σε μεγάλο βαθμό σήμερα είναι ενταγμένη στην ΕΕ.
Και ως προς αυτό θεωρώ ότι τουλάχιστον ο Αλέξης Τσίπρας καλώς τοποθετεί το ζήτημα. Εάν δεν το τοποθετήσεις έτσι, μιλώντας για μία μορφή αριστερού ή κοινωνικού ευρωπαϊσμού – όπως εγώ το θέτω εδώ και αρκετά χρόνια πλέον – αναγκαστικά θα πρέπει να επιστρέψεις είτε στο 1930 για να μιλήσεις για αριστερή πολιτική δίχως επανάσταση, ή στις νέο- και μετα-μαρξιστικές συζητήσεις στην δυτική Ευρώπη του ’60 – ’70, ή ακόμα στις μετα-μαρξιστικές αναζητήσεις στην Πολωνία και σε άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες μεταξύ 1987 – 1995. Αυτό, όμως, συνιστά οπισθοδρόμηση. Ο 21οςαιώνας δεν είναι ο αιώνας της κριτικής προς τον καπιταλισμό, ή/και της κριτικής στον σοσιαλισμό, αλλά μιας φρέσκιας κριτικής στο φαινόμενο της ηγεμονίας υπό το πρίσμα της βιο-οικονομίας και της βιο-πολιτικής. Τις ιδέες αυτές τις έχω προσεγγίσει, δείχνοντας πως δεν θα μπορούσε ποτέ κάποιος να τις αναπτύξει σοβαρά στο πλαίσιο εθνικών κρατών. Αντίθετα η Ευρώπη, ως πόλος εναλλακτικής ηγεμονίας, δημοκρατίας και ήπιων πολιτικών, θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή βάση ως πολιτικός χώρος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως τμήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αυτά τα πράγματα με εντιμότητα πριν αναλάβει κυβερνητική ευθύνη. Η σύγχρονη αριστερά δεν είναι συνέχεια ούτε της γαλλικής επανάστασης, ούτε εκείνης του Λένιν. Θα πρέπει να είναι κάτι εντελώς καινούριο, φυσιολογικό προϊόν της ώριμης, απροκατάληπτης πλέον κριτικής στις δύο προηγούμενες, όπως ακριβώς και στην ολοκληρωτική μορφή της σημερινής παγκοσμιοποίησης, για να προκαλέσει με την δράση της την επόμενη επανάσταση . Και αυτό δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με ένα εντελώς διαφορετικό ύφος από εκείνο που αποκρυστάλλωσε και συντήρησε με θρησκευτική ευλάβεια η αριστερά, σχεδόν μέχρι τις μέρες μας και που για άλλη μια φορά μιμούνται φασίστες κάθε μορφής για να αναπτύξουν το δικό τους παιχνίδι.
Η αριστερά, υφολογικώς, ούτε στον παλαιοκομματισμό μπορεί πλέον να μοιάζει, ούτε στον αριστερισμό, ούτε ασφαλώς στους «ουάου» του νεοφιλελευθερισμού και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εγκλωβίζεται σε αφηγήσεις της μιζέριας και της θυματοποίησης. Αντίθετα, με ωριμότητα θα πρέπει να εμπνέει προς μία φρέσκια, αδογμάτιστη, με θετικό πνεύμα κονστρουκτιβιστική, πλουραλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας, η οποία, εάν δεν τοποθετηθεί στον ευρωπαϊκό κοινωνικό χώρο, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μία νέα μορφή ουτοπίας, κόντρα στην τραγική κοινωνικώς ουτοπία της ηγεμονίας των ολοκληρωμένων αγορών, που διδάσκει και διακηρύσσει ένα υπό διάλυση καθεστώς στην Ελλάδα με σωσίβιο την τρόικα.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.