Συζητώ, ενδιαφέρομαι, προβληματίζομαι, αντιπαρατίθεμαι και αγωνίζομαι για κάτι σημαίνει πως ταυτίζομαι συγκυριακά, έστω, και στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης αντίληψης της ύπαρξης και του συμφέροντός μου, με κάτι που το περιβάλλει ή το περιέχει. Στην πολιτική αυτό αποκαλείται πραγματισμός και εκφράζεται μέσω μίας προγραμματικής συμφωνίας με σαφή ή ασαφή ιδεαλιστικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Η αντιπαράθεση στην Ευρώπη για την Ευρώπη και για την κάθε πολιτική κοινότητα (:εθνικό κράτος) που περιέχεται στην ΕΕ, αφορά - την φετινή χρονιά - στην κρίση της ίδιας της αρχιτεκτονικής της ΕΕ. Στην πραγματικότητα η κρίση αυτή είναι πολυσύνθετη και αφορά τόσο στην θεσμική συγκρότηση της ΕΕ και στην ύπαρξη και λειτουργία της ευρωζώνης, όσο και στο μοντέλο των επιμέρους εθνικών κρατών – μελών που συναπαρτίζουν το διακυβερνητικό καθεστώς στην περιοχή αυτή. Με την έννοια αυτή ποτέ άλλοτε οι εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο δεν ήταν τόσο εθνικές και ποτέ άλλοτε οι εθνικές εκλογές δεν ήταν τόσο ευρωπαϊκές.
Το debate την φετινή Πρωτομαγιά, εμφορούμενο από τους συμβολισμούς των αγώνων για ανθρώπινα, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, θα έπρεπε να εστιάζει στο πολιτικό διακύβευμα της Ευρώπης, στον βαθμό που ταυτιζόμαστε με τον Ευρωπαίο Πολίτη. Στον βαθμό, δηλαδή, που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως Ευρωπαίο Πολίτη και την πατρίδα μας και την κοινωνία μας αναπόσπαστο, οργανικό τμήμα μιας υπό διαμόρφωση Ενωμένης Ευρώπης. Δίχως υπερβολή θα θεωρούσα ότι αυτό το debate, υπό τις σημερινές συνθήκες που αφορούν στην αρχιτεκτονική της ΕΕ, είναι περισσότερο εθνικό και λιγότερο ευρωπαϊκό, με την έννοια πως ποτέ δεν ήταν τόσο κρίσιμο όσο σήμερα, να ξεκαθαρίσουμε σε εθνικό πλαίσιο την μορφή ταύτισής μας με την μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Η συνθήκη αυτή, που πρέπει να απαντάται με ένα σαφή προγραμματικό λόγο, αφορά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ευρωπαϊκό λαό, εμάς τους έλληνες. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που βιώνει τα δεινά μίας δραματικής εσωτερικής υποτίμησης και απορρύθμισης, ως παράδοξη επιχείρηση εναρμονισμού της στην λειτουργία της ευρωζώνης.
Η αντιπαράθεση, λοιπόν, σήμερα στην Ελλάδα για την συγκρότηση κυρίως του νέου εθνικού κοινοβουλίου και δευτερευόντως του νέου κοινοβουλευτικού σώματος της ΕΕ, θα έπρεπε να αφορά στο ζήτημα που ανέδειξε η ευρωπαϊκή κρίση με εμφατικό παράδειγμα διαχείρισής της την Ελλάδα. Και ποιο είναι αυτό το ζήτημα; Θέλουμε μία αγοραία Ευρώπη, ή μια κοινωνική Ευρώπη; Ταυτιζόμαστε με ένα αγοραίο ευρωπαϊκό καθεστώς, ή οραματιζόμαστε τον εαυτό μας ως τμήμα ενός δημοκρατικού, κοινωνικού καθεστώτος ευημερίας, που θα μπορούσε να αναπτυχθεί στον πολιτικό χώρο που ορίζει σήμερα η ΕΕ και θα επεκτείνεται αύριο στις χώρες και περιοχές της μελλοντικής της διεύρυνσης; Ή μήπως δεν ταυτιζόμαστε καθόλου με την Ευρώπη και εννοούμε τον ευρωπαϊσμό ως μία νέα έκφραση του ιμπεριαλισμού ή του νεογερμανισμού και τίποτα περισσότερο; Μήπως τελικά η κρίση μας οδηγεί σε μία κορφή αποταύτισης αναφορικά με την Ενωμένη Ευρώπη και τον ευρωπαϊσμό;
Όπως αντιλαμβάνεσαι, αναγνώστη μου, τα ερωτήματα αυτά ξεφεύγουν από την αφηρημένη και επικίνδυνα απλουστευτική διχοτόμηση Ευρωπαϊστές – Ευρωσκεπτικιστές. Όποιος συνεχίζει να εγκλωβίζεται σε αυτήν την διάκριση προφανώς επιχειρεί να παραπλανήσει τον αντίπαλό του σε αυτό το debate, εμφανιζόμενος ο ίδιος να παρατηρεί και να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο του πίσω από ένα πυκνό πέπλο άγνοιας. Η άγνοια είναι αυτή που βολεύει τόσο τους εμφανιζόμενους ως Ευρωπαϊστές, όσο και τους εμφανιζόμενους ως Ευρωσκεπτικιστές. Και αυτή η μορφή πολιτικής ταυτότητας που οχυρώνεται πίσω από ένα «πέπλο άγνοιας», είναι η χυδαιότερη μορφή ύπαρξης και λειτουργίας μιας προσωπικότητας, ενός κοινωνικού, διοικητικού ή πολιτικού θεσμού στο σημερινό μετανεωτερικό και μεταβιομηχανικό καθεστώς που ορίζει την ΕΕ ως έναν διακριτό πόλο ηγεμονίας εντός των διεθνών πολιτικών.
Είναι χυδαιότητα η αντίληψη πως η Ευρώπη θα ολοκληρωθεί ως σύστημα ηγεμονίας υπό ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό καθεστώς και την ηγεσία της γερμανικής ελίτ, όπως πρεσβεύουν φιλελεύθεροι δεξιοί και οι λεγόμενοι κεντροδεξιοί.  Όπως είναι χυδαιότητα οποιασδήποτε μορφής εθνικιστική αφήγηση βασισμένη στον παραδοσιακό λόγο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο στην σημερινή συγκυρία παρά να επαναλαμβάνει ως φάρσα την διαλεκτική του φασισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε κατά τον μεσοπόλεμο. Λένε τα ίδια ακριβώς πράγματα, με τον ίδιο σιχαμερό τρόπο, που μέσα από μικρές διαφοροποιήσεις στις κατηγορίες που δομούν, εμφανίζονται να υπερασπίζονται με έναν υπερβατικό τρόπο την δημοκρατία στο όνομα μίας πατρίδας σωβινιστών ή γενικότερα ρατσιστών πολλών μορφών.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι σαφώς χειρότεροι και απείρως πιο επικίνδυνοι για την δημοκρατική εξέλιξη, την ειρήνη και την κοινωνική σύγκληση στην ΕΕ, που αυτοπροσδιορίζονται, μάλιστα, ως άκρως φιλελεύθεροι και εμφορούμενοι από σοσιαλιστικά ιδεώδη. Αυτοί, αγαπητοί φίλοι, κατοικοεδρεύουν στον χώρο της κεντροαριστεράς, ο οποίος στην Ελλάδα συμπεριλαμβάνει ένα τμήμα της ΔΗΜΑΡ, το ΠΑΣΟΚ και παραφυάδες του με την μορφή τυχοδιωκτικών «ποταμών», «ελιών», κλπ. Ο ευρύτερος αυτός πολιτικός χώρος, θα έλεγα δίχως δισταγμό ότι αποτελεί την πλέον χυδαία μορφή αντίληψης του πραγματικού, της πολιτικής οικονομίας, των διεθνών σχέσεων, της ειρήνης, του πολέμου, της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης και εν τέλει του ίδιου του Εαυτού. Πρόκειται για τις πλέον δυστυχισμένες οντότητες στον σημερινό πολιτικό κόσμο μας. Και ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που αλίευσα εντελώς πρόσφατα:
Λέει ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, έμπιστος του πρώην αρχηγού του κόμματος, Γιώργου Παπανδρέου της γνωστής οικογενείας, σχολιάζοντας την απουσία του Αλέξη Τσίπρα από το πρώτο τηλεοπτικό debate των υποψηφίων για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που διεξήχθη την Δευτέρα στο Μάαστριχτ. Παραθέτω ολόκληρη την δήλωση για να αντιληφθείς την ολοκληρωμένη αφήγηση μιας πολιτικής χυδαιότητας που καλύπτεται από ένα απαράδεκτο για έναν πρώην υπουργό «πέπλο άγνοιας» των συνθηκών και των πρωτοβουλιών, της ελεεινής κουλτούρας του καιροσκοπισμού και της φοβικής ανεντιμότητας προς τον ελληνικό λαό, που οδήγησαν τον κ. Παπανδρέου μέχρι την θεατρική παράσταση του «Καστελόριζου». Λέει λοιπόν ο κύριος Ραγκούσης: «Ο πραγματικός λόγος της άρνησης του κ. Τσίπρα είναι ένας και πράγματι πολύ σοβαρός. Είναι η πλήρης αδυναμία του να σταθεί πολιτικά απέναντι στο ακόλουθο αμείλικτο ερώτημα που με βεβαιότητα θα του ετίθετο. “κ. Τσίπρα, η πατρίδα σας για να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία δανείστηκε με προνομιακούς όρους δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που προέρχονται και από την φορολογία φτωχών ευρωπαίων εργαζομένων.

Στην πατρίδα σας, εσείς μεταξύ άλλων, προτείνετε αυτά τα χρήματα να μην επιστραφούν και το χρέος της Ελλάδας να 'κουρευτεί' με μονομερή σας απόφαση, κάτι που σημαίνει ότι φτωχοί ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα χάσουν τα χρήματά τους. Ενώπιον αυτών των φτωχών ευρωπαίων εργαζομένων που τώρα σας παρακολουθούν μπορείτε σας παρακαλώ να επαναλάβετε την άποψή σας αυτή; Ή μήπως αλλάξατε γνώμη, κάτι που πρέπει να μάθουν οι έλληνες φτωχοί εργαζόμενοι και άνεργοι που ταυτόχρονα σας παρακολουθούν;'… Εάν σε πανευρωπαϊκή τηλεμαχία ο κ. Τσίπρας απαντούσε σε μία τέτοια ερώτηση υποχρεωτικά είτε θα 'τελείωνε' ως έλληνας υποψήφιος πρωθυπουργός είτε θα 'τελείωνε' ως υποψήφιος πρόεδρος της συγκεκριμένης αριστεράς για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή», συμπεραίνει ο εκσυγχρονιστής κεντροαριστερός μας, δίχως να καταλαβαίνει ο δυστυχής ποιος και ποιοι τελειώνουν αρθρώνοντας αυτό το ερώτημα!
Με ποιον ακριβώς εμφανίζεται να ταυτίζεται αυτός ο κεντροαριστερός μας; Ασφαλώς με τον φτωχό ευρωπαίο εργαζόμενο! Μόνον που δεν νομίζω ότι υπάρχει φτωχός ευρωπαίος εργαζόμενος που να ταυτίζεται με την κυβέρνηση που πτώχευσε το ελληνικό κράτος και έθεσε τις διαδικασίες μίας πρωτοφανούς, για ειρηνική περίοδο, εσωτερικής υποτίμησης και διάλυσης θεσμών, που υπάρχουν ακριβώς για να υπηρετούν τα δικαιώματα των εργαζομένων που κατακτήθηκαν με αγώνες και αίμα την εποχή της νεωτερικότητας στην Ευρώπη. Εάν ετίθετο ένα τέτοιο ερώτημα στον κ. Τσίπρα, αυτός θα έπρεπε να δείξει με στοιχεία πού πραγματικά και γιατί πήγαν τα λεφτά «των φτωχών ευρωπαίων εργαζόμενων», για να καταλάβει όλος ο κόσμος ποιοι σώθηκαν, ποιοι καταστράφηκαν και ποιοι καταστρέφονται στην Ελλάδα, στο πλαίσιο μίας στρατηγικής που υπηρέτησαν και υπηρετούν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά με την σύμπραξη της, κατά κοινή ομολογία, άκρως διεφθαρμένης και διαπλεκόμενης ελληνικής πολιτικοοικονομικής ελίτ, υπό την απόλυτη καθοδήγηση και επιτροπεία των ευρωπαϊκών οικονομικών θεσμών, του ΔΝΤ, των εκπροσώπων του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και ασφαλώς της γερμανικής κυβέρνησης. Αυτό είναι ένα θαυμάσιο ερώτημα, που αν απαντηθεί στοιχειωδώς αντικειμενικά, αφαιρώντας το «πέπλο άγνοιας» που η κυβερνώσα ελληνική ελίτ σε συνεργασία με εκείνους που ορίζουν σήμερα την Ελλάδα ως μία Υποτελή Πολιτεία υπό συντεταγμένη χρεοκοπία, θα «τελειώσει» όλους εκείνους που επέλεξαν μία κοινωνικά καταστροφική διαδικασία για την Ελλάδα για να σώσουν την φούσκα του τραπεζικού τους συστήματος και την διακυβερνητική φούσκα της ΕΕ. Και ασφαλώς θα εξαφανίσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, μια και απλώς δεν θα έχουν καμία έννοια πια. Άραγε, ο κ. Παπανδρέου δεν εξήγησε ποτέ στον φίλο του κ. Ραγκούση, τι εννοούσε λέγοντας «δεν θέλουμε χρήματα, αλλά πολιτική υποστήριξη» και γιατί αντί για πολιτική υποστήριξη κατέληξε να παίρνει το χρήμα των «φτωχών ευρωπαίων εργαζόμενων» και να θριαμβολογεί κι από πάνω;
Σε χειμερία νάρκη βρισκόταν άραγε ο κεντροδεξιός μας αυτός, μαζί με όλους εκείνους που διατείνονταν πως «όλοι μαζί τα φάγαμε» και δεν πήρε χαμπάρι τις συγκεκριμένες προτάσεις της ευρωπαϊκής αριστεράς και τις 150 σελίδες ολοκληρωμένης πρότασης του «Die Linke» για το πώς δεν θα καταλήγαμε για την διάσωση των τραπεζιτών, της ελληνικής ολιγαρχίας και της συνασπισμένης στην Ευρώπη κυβερνώσας κεντροδεξιάς – κεντροαριστεράς, να πληρώσουν οι «φτωχοί ευρωπαίοι εργαζόμενοι» και να καταστραφούν τα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας με δραματικές συνέπειες στο εθνικό εισόδημα και την παραγωγή στην Ελλάδα; Ναι, σου λέει, αλλά πλήρωσαν, γιατί θα πρέπει να κουρευτεί το ελληνικό χρέος και να χάσουν τα λεφτά τους; Εδώ πλέον θα έπρεπε να ντρέπεται ο Παπανδρέου και η διαπλοκή για το επίπεδο των οικονομικών γνώσεων του συγκεκριμένου πρώην υπουργού. Είναι σαν να μην έχει καμία γνώση των βασικών της εθνικής οικονομίας, όπως άσχετοι με αυτήν εμφανίζονται να είναι οι κεντροδεξιοί του αγοραίου ευρωπαϊσμού.
Μία συνολική ρύθμιση του χρέους των ευρωπαϊκών κρατών με παράλληλη ασφαλώς μεγάλη απομείωση του ελληνικού χρέους, στο πλαίσιο μιας σοσιαλ-δημοκρατικής αντίληψης του ευρωπαϊκού χώρου, προφανώς δεν θα επιβάρυνε τους «φτωχούς ευρωπαίους εργαζόμενους». Αυτό θα καταλάβαινε οποιοσδήποτε είχε διάθεση να μελετήσει τις προγραμματικές προσεγγίσεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αντίθετα, αυτό θα αναζωογονούσε την οικονομία σε ολόκληρη την Ευρώπη, μειώνοντας δραστικά την ανεργία, αλλά δυστυχώς για τους απολιτικούς της κεντροαριστεράς, όπως και για τους κεντροδεξιούς του αγοραίου ευρωπαϊσμού, αυτό θα είχε συνέπειες τόσο στην κερδοσκοπία των χρηματιστών και των τραπεζιτών, όσο και στην νεο-ηγεμονία της γερμανικής κυβέρνησης που στηρίζεται στην λιτότητα, στον αντιπληθωρισμό και στην πόλωση στα βορειοδυτικά, κεφαλαίου και τεχνολογίας.  

Ουσιαστικά αυτή την στιγμή στην Ευρώπη αντιπαρατίθενται δύο σαφή μοντέλα με καθοριστικές συνέπειες για την εξέλιξη του καπιταλισμού και της ηγεμονίας στην ήπειρό μας και ίσως για ολόκληρο τον κόσμο. Το ένα δομείται με τις αρχές του αγοραίου ευρωπαϊσμού με κύριους εκπροσώπους κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς, ενώ το άλλο στην βάση του προγραμματικού λόγου της Νέας, Μετανεωτερικής, Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Το πρώτο ταυτίζεται με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και αποδέχεται την ταύτιση του ατόμου – πολίτη με τον πελάτη εντός μίας καταναλωτικής αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, ενώ το δεύτερο ταυτίζεται με μία ομοσπονδιακή, δημοκρατική Ευρώπη, που όχημα της ανάπτυξης θα έχει την σύγκλιση των επιμέρους κοινωνιών και την αποκέντρωση της επένδυσης κεφαλαίων. Στην περίπτωση αυτή το άτομο – πολίτης ταυτίζεται με τον Ευρωπαίο Πολίτη, εννοώντας πως η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα είναι βασικές αρχές τόσο για την δική του πρόοδο, όσο και για την οικονομική ανάπτυξη στον πόλο – Ευρώπη. Η Ευρώπη των πρώτων είναι η Ευρώπη του πολέμου και της κυριαρχίας των αγοραίων σχέσεων, ενώ η Ευρώπη της σύγχρονης αριστεράς είναι η Ευρώπη της γνήσιας σοσιαλ-δημοκρατίας, του ανθρωπισμού και της ειρήνης. Θεωρώ πως αν εξαιρέσεις παρωχημένες πολιτικές αντιλήψεις και αφηρημένους ιδεολογισμούς ή οπισθοδρομικούς εθνικισμούς, αυτή η διχοτόμηση συνθέτει το δίλημμα τόσο για τις εθνικές, όσο και για τις λεγόμενες ευρωεκλογές.

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.