Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Τέσσερεις στάσεις ζωής ή, αν προτιμάς, τέσσερεις λογικές αναμετρώνται σε αυτές τις ευρωεκλογές στην Ελλάδα. Η πρώτη πρεσβεύει πως «όλα είναι οικονομία» και εκφράζεται κυρίως από τους συντηρητικούς, τους φιλελευθέρους και τους σοσιαλδημοκράτες δίχως σοσιαλ-δημοκρατία. Η δεύτερη θεωρεί πως «όλα είναι ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής», με εκφραστές λενινιστές/μαρξιστές. Η τρίτη πως «όλα είναι κοινωνία» με εκφραστές σοσιαλιστές, ριζοσπάστες δημοκράτες, βιο-οικολόγους και αυθεντικούς σοσιαλ-δημοκράτες. Ενώ η τέταρτη, πως «όλα είναι εκδίκηση εναντίον του κατεστημένου, εθνοκάθαρση και ξενοφοβικός εθνικισμός», που εκφράζεται πρωταρχικώς από ακροδεξιούς λαϊκιστές και φασίστες.
Υπάρχει και μια πέμπτη, η οποία «μεταπίπτει» εκλογικά στην τρίτη (κοινωνική θεώρηση) και έτσι θεωρώ πως εντάσσεται συγκυριακά σε αυτήν. Την μνημονεύω ξεχωριστά, καθώς αποτελεί μια υποκατηγορία με την οποία ταυτίζομαι προσωπικά. Πρόκειται για τους κοινωνικούς-πραγματιστές που αποφεύγουν την ολιστική προσέγγιση (απουσιάζει το «όλα») και υποστηρίζουν τον «αγωνιστικό κοινωνικό-πολιτικό πλουραλισμό» για την ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας.
Αυτές οι τέσσερεις στάσεις ζωής και εκφράσεις λογικής χαρακτηρίζουν τις γενικές κατηγορίες που αναμετρώνται και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, στο πλαίσιο των ευρωεκλογών με διαφορετική σύνθεση στην κομματική βεντάλια, και διαφορετική συνείδηση ασφαλώς, η οποία εξαρτάται από την ιστορική εξέλιξη της κάθε χώρας και της κάθε ιδιαίτερης ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Η ελληνική κρίση με χαρακτηριστικά συντεταγμένης πτώχευσης του κράτους και του τραπεζικού συστήματος και μεγάλης εσωτερικής υποτίμησης, έρχεται με έναν αντικειμενικό τρόπο να δείξει τι σημαίνει το «όλα είναι οικονομία». Αν «όλα είναι οικονομία», οι κοινωνικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης (χρηματοπιστωτικής, δημοσιονομικής, παραγωγικής και εσωτερικής ζήτησης) ανάγονται σε ζήτημα της αγοράς και όχι της κοινωνίας και έτσι επιχειρείται να αντιμετωπισθούν με την ορθολογικοποίηση της αγοράς. Αν ωστόσο εστιάσεις στην ορθολογικοποίηση της ελληνικής αγοράς υπό τις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες δραματικής οικονομικής οπισθοδρόμησης και υποβάθμισης, οξύνεις το Κοινωνικό Ζήτημα και απορρυθμίζεις την ζωή των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων σε σημείο επικίνδυνο για την κοινωνική συνοχή και την πολιτικοοικονομική σταθερότητα. Γίνεσαι εσύ ο βασικός παράγοντας αστάθειας για την χώρα σου, προπαγανδίζοντας παραδόξως την «σταθερότητα» δια του «υποτιμητικού» οικονομικού μηχανισμού, μέσω του οποίου επιχειρείς να επαναπροσδιορίσεις και να μεταρρυθμίσεις τις κοινωνικές σχέσεις, έτσι ώστε αυτές να εναρμονιστούν με την ορθολογικοποίηση της αγοράς στο επίπεδο μιας υπο-ανάπτυξη χώρας, από αναπτυγμένη που ήταν μέχρι χθες.
Είναι, λοιπόν, παράλογοι οι οπαδοί του «όλα είναι οικονομία», στον βαθμό που υποστηρίζουν πως είναι οι ίδιοι που αποτελούν την πολιτική λύση στο Κοινωνικό Ζήτημα που προκάλεσαν και το οποίο στην Ελλάδα είναι, αντικειμενικά επίσης, μη διαχειρίσιμο με τα εργαλεία της πολιτικής οικονομίας δίχως παράλληλα να υπάρξουν υπερεθνικές πρωτοβουλίες για την απομείωση του χρέους και ως προς τις επενδύσεις και ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, αυθεντικής σοσιαλ-δημοκρατικής υφής. Έτσι η επίκληση της «πολιτικής σταθερότητας» από τους φορείς του «όλα είναι οικονομία» αποτελεί κυριολεκτικώς κοινωνικό παραλογισμό, εάν στοχαστούμε με κοινωνικούς όρους. Άραγε θα μπορούσαμε να στοχαστούμε δίχως αυτούς; Ναι, υπό την προϋπόθεση επιβολής κάποιας μορφής δικτατορίας. Σε καμία άλλη περίπτωση. Οι «όλα είναι οικονομία» μόνον με την επιβολή μίας δικτατορίας θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον οικονομικό πειραματισμό τους επί της ελληνικής κοινωνίας, επιβάλλοντας μία μορφή σταθερότητας με την επίσημη θέσπιση ενός κράτους Έκτακτης Ανάγκης για κάμποσα ακόμη χρόνια.
Η «παράταξη» του «όλα είναι ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» αποτελεί μία λογική που έχει ήδη διαψευστεί ιστορικά. Η δικτατορία του προλεταριάτου σε καμία περίπτωση δεν οδήγησε σε μία σοσιαλιστική κοινωνία. Και επειδή ακριβώς δεν οδήγησε εκεί, τα καθεστώτα που στηρίχθηκαν σε αυτήν κατέρρευσαν ή μετατράπηκαν σε φασιστικού χαρακτήρα δικτατορίες. Ο έλεγχος των μέσων παραγωγής σε μία κοινωνία, ωστόσο, παραμένει ένα κορυφαίο κοινωνικό ζήτημα που δεν μπορεί να αγνοηθεί επειδή η δικτατορία του προλεταριάτου απέτυχε να μετεξελιχτεί σε σοσιαλισμό. Εάν ξεφεύγαμε από την γραφειοκρατική οικονομίστικη αντίληψη του μαρξισμού πολλά θα είχαμε να ωφεληθούμε από τον κοινωνικό οραματισμό του, που υπονοείται. Η σημερινή εμπειρία της επιστήμης και η τεχνολογική επανάσταση των τελευταίων δεκαετιών δίνουν μία εντελώς διαφορετική διάσταση στην έννοια του δημοσίου ελέγχου των μέσων παραγωγής, που καθιστά την υπόθεση της ιδιοκτησίας τους δευτερεύον ζήτημα. Και δημόσιος έλεγχος δεν σημαίνει γραφειοκρατικός, κρατικός σχεδιασμός της παραγωγής, αλλά ένταξη των μέσων και διαδικασιών της παραγωγής σε ένα Εθνικό Σχέδιο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης υπό θεσπισμένο, αυστηρό κοινωνικό έλεγχο από ανεξάρτητους από την εκτελεστική εξουσία, φορείς. Όπου κοινωνικός έλεγχος δεν θα μπορούσε να εννοηθεί η σύμπραξη της κοινωνίας των πολιτών με τους επενδυτές στην παραγωγική διαδικασία, δίχως την συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων στις επιχειρήσεις στις αποφάσεις των επιχειρήσεων. Αυτό θα το αποκαλούσαμε σοσιαλ-δημοκρατική κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη – και θα αποτελούσε ιστορική διαστροφή αν κάποιος, όπως ο κ. Δημήτρης Κουτσούμπας, θεωρούσε πως οδηγεί στον φασισμό!!! Το «όλα είναι ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» δεν αποτελεί στην σημερινή εποχή ένα κομμουνιστικό ιδανικό ή μια σοσιαλιστική ουτοπία, αλλά μία απατηλή υπέρβαση του καπιταλισμού δια της αφαίρεσης ή/και της ιδεολογικής παραμόρφωσης της ιστορικής εμπειρίας της ανθρωπότητας που αντλήθηκε τον περασμένο αιώνα.
Η «παράταξη» του «όλα είναι εκδίκηση εναντίον του κατεστημένου, εθνοκάθαρση και ξενοφοβικός εθνικισμός» αποτελεί την πλέον χυδαία έκφραση του Κοινωνικού Ζητήματος στην Ελλάδα και του αποκλεισμού. Συντίθεται από την αντίδραση πολιτών που βλέπουν τους εαυτούς τους να συνθλίβονται μεταξύ θεσμών που εισάγονται αυθαίρετα και από πάνω, από ομάδες συμφερόντων και παραδοσιακά κόμματα, καθώς και από το κύμα μεταναστών που εγκλωβίζεται στην χώρας μας. Πρόκειται γι’ αυτούς που αισθάνονται να καταπιέζονται από θεσμοθετημένες και άτυπες ελίτ, οι οποίες θεωρούν ότι τους στερούν το δικαίωμα να αποφασίζουν οι ίδιοι ως πατριώτες έλληνες, για το μέλλον της χώρας τους. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν την κύρια δεξαμενή του φασισμού και εθνικοσοσιαλιστικών μορφωμάτων. Η μορφή της ατομιστικής ελληνικής κοινωνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες της κοινωνικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με αυτή καθεαυτή την διάσταση της διαχείρισης της κρίσης από το κατεστημένο, υπό την επιτροπεία της τρόικας, ενίσχυσαν νομιμοποιώντας πολιτικά, τον ακροδεξιό λαϊκισμό που χαρακτηρίζει την στάση ζωής αυτών των «αγανακτισμένων» συμπολιτών μας. Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να προσφέρουν λύση στο Κοινωνικό Ζήτημα, καθώς είναι οι ίδιοι τα πιο αντιπροσωπευτικά «προϊόντα» των κοινωνικών συνεπειών της «σύγκλησης στο κέντρο», που κατέληξε στην πτώχευση και φτωχοποίηση.
Η τρίτη κατηγορία, «όλα είναι κοινωνία», είναι η μοναδική που θα μπορούσε με λογικό τρόπο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της αντικειμενικής κατάρρευσης ενός καθεστώτος ηγεμονίας, το οποίο φάνηκε ανίκανο να αντιμετωπίσει εγκαίρως με δημοκρατικές διαδικασίες, πολιτική εντιμότητα και εμπιστοσύνη στον λαό, την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πολιτεία του και το φαινόμενο της διαπλοκής, που νόθευσε σοβαρά τον οικονομικό και κοινωνικό αγωνισμό στην πατρίδα μας, ενώ καθιστούσε το πολιτικό σύστημα όμηρο μιας χούφτας ολιγαρχών. Αν ήθελα να συνθηματολογήσω επ’ αυτού, θα έλεγα λοιπόν: Λογικό και εκλογικά σοφό στην παρούσα συγκυρία της ελληνικής κρίσης και της αναζήτησης μιας δημοκρατικής ένωσης στην Ευρώπη, είναι ό, τι είναι κοινωνικό. Η «παράταξη» αυτή απέναντι στον οικονομιστικό ορθολογισμό αντιτάσσει την ανάγκη δόμησης ενός Εθνικού Σχεδίου στην βάση του κοινωνικού και παραγωγικού ορθολογισμού, εκκινώντας από τα κοινωνικά αποτελέσματα της κρίσης. Αυτή η πολιτική προσέγγιση δεν κάνει άλμα στο μέλλον μέσω μιας διαδικασίας υπέρβασης του παρόντος, αλλά εστιάζει στην αντιμετώπιση του Κοινωνικού Ζητήματος, πράγμα και στον βαθμό που αντιμετωπιστεί με πολιτικά μέσα, θα ευνοήσει τόσο την κοινωνική συνοχή, όσο και την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Και αυτό διότι η οικονομική ανάπτυξη θεωρείται προϊόν της κοινωνικής ανάπτυξης ή κοινωνικής προόδου και όχι το αντίστροφο.
Αυτή την λογική, που είναι η μόνη προσγειωμένη λογική, ασπάζομαι κι εγώ και επ’ αυτής προπαγάνδισα, πιστεύοντας πως η διανοητική προσωπική αποκρυστάλλωση θα πρέπει να εκφράζεται αμέσως πολιτικά και να καθίσταται μέρος του πολιτικού διαλόγου, παρά την αναπόδραστη συνέπεια να «ευνουχιστεί» σε σημαντικό βαθμό ο συνολικός στοχασμός. Αυτό θα αποκαλούσα με μια φράση που δεν μου αρέσει: κοινωνική ευθύνη. Αυτήν ακριβώς την «λογική» ήρθε να συμπληρώσει η γραφή μου, διατυπώνοντας σαφώς και στο ελληνικό πλαίσιο τον «αγωνιστικό», δημοκρατικό πλουραλισμό. Σε αντίθεση με τις άλλες «κατηγορίες» που προανέφερα, επιχείρησα να δείξω πως ο ασφαλέστερος δρόμος εξόδου από την κρίση είναι η άρθρωση μιας δημοκρατικής πολιτικής, που Δεν θα στηρίζεται στην εξάλειψη των «παθών» από την δημόσια σφαίρα και στην ιδιωτικοποίηση του δημοσίου, με σκοπό κάποια δήθεν ορθολογική συναίνεση και κάποια δήθεν ορθολογική οικονομία της αγοράς, αλλά με την κινητοποίηση και «ορθολογικοποίηση» των «παθών» αυτών για την εξυπηρέτηση του εκδημοκρατισμού και της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Στην ουσία και με δυο λόγια, επιχείρησα έμμεσα να μετασχηματίσω τον ανταγωνισμό στην πολιτική αφήγηση σε αγωνισμό, προσδίδοντας μία σαφώς μη-ολοκληρωτική (ή καλύτερα αντι-ολοκληρωτική) διάσταση στην πολιτική διαδικασία. Και αυτό επειδή ο ανταγωνισμός αναπαριστά μία διαπάλη μεταξύ εχθρών, ενώ ο αγωνισμός μία διαπάλη μεταξύ αντιπάλων. Και αυτό, αναγνώστη, προσδίδει μία εντελώς διαφορετική ηθική στην πολιτική διαδικασία και ασφαλώς στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Επίσης με εντιμότητα απέφυγα να υπερβώ την ελληνική πραγματικότητα μέσω επαναστατισμού ή αντιεξουσιασμού, προτείνοντας μία εναλλακτική ηγεμονία για την Ελλάδα και την ένωση των ευρωπαϊκών λαών – δύο συνθήκες που αντιμετωπίζω ως αλληλένδετες και πολιτικά αδιαχώριστες. Κοιτάξτε, είναι ορθό πως όσο πιο δημοκρατική είναι μία κοινωνία, τόσο μικρότερος είναι ο ρόλος που παίζει η εξουσία στην διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Μόνον που οι σχέσεις εξουσίας σε μια χώρα δεν αποτελούν εξωτερικό στοιχείο της κοινωνίας, αλλά εσωτερικό και καταλύτη του κοινωνικού. Αναγνωρίζοντας αυτό, δεν παραπλανώ αφηγούμενος ιδέες για το πώς θα εξαλείψουμε την εξουσία και το σύστημα στην Ελλάδα, αλλά πώς θα διαμορφώσουμε μία εναλλακτική μορφή εξουσίας, δηλαδή ηγεμονίας, στην Ελλάδα και στην Ένωση, που θα υπηρετεί τον στόχο της συγκρότησης εναλλακτικών, κοινωνικών μορφών εξουσίας που θα εναρμονίζονται καλύτερα με τις αξίες της προσωπικής ελευθερίας και της ισότητας. Αυτό προϋποθέτει την ένταξη της οικονομικής ελευθερίας σε έναν Εθνικό Σχεδιασμό, όπου το δημόσιο συμφέρον θα ορίζεται κοινωνικά και όχι με την οικονομία της αγοράς.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.