(Με το σημείωμα αυτό θεώρησε, αναγνώστη, ότι κλείνει ο κύκλος της τελευταίας περιόδου των παρεμβάσεών μου στον δημόσιο διάλογο για την ελληνική κρίση. Κλείνοντας θα επιχειρήσω να απαντήσω σε ένα θεμελιώδες, κατά την γνώμη μου, ζήτημα, που αφορά στην Νέα Μεταπολίτευση, με όρους κοινωνίας, εθνικής οικονομίας, αγοράς και πολιτικού συστήματος.)
Ήδη είναι σαφές για τον αναγνώστη των σημειωμάτων μου πως έχω διαφοροποιηθεί όχι μόνον ως προς την κυρίαρχη πολιτική αφήγηση των εκλογών, αλλά και προς εκείνη της αντιπολίτευσης. Δεν συμφωνώ πως οι ευρωεκλογές είναι πρόκριμα για εθνικές εκλογές, δεν συμφωνώ πως αυτές αποτελούν μορφή επίσημης δημοσκόπησης ή δημοψηφίσματος. Αντίθετα δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω πως οι ευρωεκλογές είναι ένα καθοριστικό σημείο καμπής για την μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος και μία μεγάλη ευκαιρία για τον ελληνικό λαό να συνδέσει το σύγχρονο ευρωπαϊκό διακύβευμα με εκείνο το εθνικό – ελληνικό, που δομείται στην αντικειμενική βάση της κοινωνικοοικονομικής κρίσης στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα.
Αυτή η προσέγγιση συνδέει άρρηκτα τις ευρωεκλογές με τις εθνικές εκλογές – οι οποίες θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να προηγηθούν, αν η πολιτική και οικονομική ελίτ της Ελλάδας και οι διεθνείς πάτρωνες της χώρας, με την μορφή των παραγόντων της τρόικας, επιθυμούσαν η οικονομική κρίση να αντιμετωπιστεί με δημοκρατικούς πολιτικούς όρους – και οδηγεί αναπόδραστα στο ερώτημα: Τι συνδέει έως ταυτίσεως τις ευρωεκλογές με τις εθνικές εκλογές;
Αυτό που τις συνδέει και τις ταυτίζει ως μορφή πολιτικής αφήγησης είναι το Κοινωνικό Ζήτημα. Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται διεθνώς social question και αντιμετωπίζεται με έναν αρμονικό μηχανισμό που συνδέει δύο πράγματα: τον Εθνικό Σχεδιασμό με τον Ευρωπαϊκό Σχεδιασμό ως προς το κοινωνικό μοντέλο, την παραγωγική διάρθρωση και την μορφή οικονομικής ανάπτυξης. Αποτελεί μεγάλη απάτη για τον ελληνικό λαό εάν εγκλωβιστεί στην χυδαιότητα των διλημμάτων των κυβερνητικών κομμάτων, που συνειδητά πτώχευσαν την Ελλάδα και φτωχοποιούν την ελληνική κοινωνία, ή επιχειρήσει να διαφύγει από αυτά με υπερβατικά της πραγματικότητας διλήμματα που αρθρώνονται από διάφορες πλευρές της αντιπολίτευσης. Κακό θα ήταν επίσης να τεμαχίσουμε το Κοινωνικό Ζήτημα, δίνοντάς του μία εθνικιστικού χαρακτήρα πολιτική όψη, ή μία χρηματοπιστωτικού τύπου πολιτική όψη, όπως με δραματικές αντιφάσεις επιχειρούν να κάνουν Σαμαράς και Βενιζέλος.
Το Κοινωνικό Ζήτημα προσεγγίζεται αυθεντικά με την απάντηση στο ερώτημα: Πώς αντιμετωπίζεις τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές συνέπειες μίας (συγκεκριμένης) καπιταλιστικής κρίσης; Και συγκεκριμένα για την ελληνική υπόθεση: Πώς αντιμετωπίζεις τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές συνέπειες που επέφερε και επιφέρει ο σχεδιασμός της τρόικας για την διαχείριση μίας οικονομικής ευρωπαϊκής κρίσης, την οποία οι διευθυντικοί παράγοντές της σε συνεργασία με την ελληνική πολιτική ελίτ και την αμέριστη βοήθεια της διαπλοκής, πέτυχαν να μετουσιώσουν – απολύτως αφηγηματικά και σε μεγάλο βαθμό οικονομικά – σε αμιγώς ελληνική κοινωνικοοικονομική κρίση, πρωτόγνωρη για τα μεταπολεμικά δυτικοευρωπαϊκά δεδομένα;
Αυτό, σεβαστέ μου αναγνώστη, είναι το μέγα ζήτημα για την Ελλάδα της εποχής και ένα κεφαλαιώδες ζήτημα που αφορά στην ΕΕ και σε κρίσιμο βαθμό προσδιορίζει τις πιθανότητες που αφορούν είτε στην μελλοντική της εξέλιξη, είτε στην μελλοντική της διάλυση.Αυτό ακριβώς συνδέει άρρηκτα τις ευρωεκλογές με τις εθνικές εκλογές στην Ελλάδα. Και αυτό προϋποθέτει την προσέγγιση σε ένα αμείλικτο ερώτημα, που δυστυχώς κανείς άλλος εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τολμά ή δεν ενδιαφέρεται, μια και δεν τον συμφέρει κομματικά, να επιχειρήσει: Τι είδους Ευρωπαϊκός Σχεδιασμός απαιτείται, που θα εναρμονίζεται με και θα ενισχύει έναν Ελληνικό-Εθνικό Σχεδιασμό, ο οποίος δεν μπορεί παρά αντικειμενικά να κινηθεί σε τρεις άξονες (: παραγωγική ανασυγκρότηση με ενίσχυση των κλάδων του δευτερογενούς και πρωτογενούς τομέα και όχι του τριτογενούς, ουσιαστικός εκδημοκρατισμός των θεσμών και πρόνοια για σημαντικά μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις, δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος και αντιστροφή της υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίου, που ευνοούν η Τράπεζα της Ελλάδας και οι σημερινοί κυβερνώντες);
Δυστυχώς, επαναλαμβάνω, μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ δοκίμασε προεκλογικά να προσεγγίσει αυτό το θεμελιώδες ζήτημα και όχι να το διασκεδάσει με ιδεολογικά, εθνικιστικά, ή αγοραία και θεολογικά μέσα. Αν με ρωτήσετε αν με ικανοποιεί ο τρόπος που το έκανε και συνεχίζει να το πράττει, θα απαντήσω έντιμα: Όχι… Και αυτό αφορά στην αντίφαση μεταξύ του αριστερού, μεταρρυθμιστικού-πραγματιστικού του λόγου και προγράμματος με ένα άκρως προβληματικό ύφος, που όταν δεν παραπέμπει στον αριστερισμό και τον ΠΑΣΟΚικό λαϊκισμό, αναπαριστά την ψευδο-επαναστατική αριστερά των αρχών της δεκαετίας του ’70. Για να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυθεντικά στο Κοινωνικό Ζήτημα πρέπει να επιλύσει πάρα πολύ σύντομα αυτή την αντίφαση. Θα πρέπει, δηλαδή, πραγματοποιώντας ένα «θαύμα» με ιστορικούς όρους, να προσαρμόσει το ύφος του στον άξονα στόχος – στρατηγική – πρόγραμμα, όπου στόχος δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η αντιμετώπιση του Κοινωνικού (ελληνικού) Ζητήματος στο πλαίσιο μίας σαφούς κοινωνικής θεωρίας για τον ευρωπαϊσμό. Και αυτό προϋποθέτει ταυτόχρονα ένα ώριμο και αποφασιστικό, καλοδομημένο ύφος που θα ορίζει εξ υπ’ αρχής και στο μετανεωτερικό πλαίσιο της σημερινής Ευρώπης, εκείνο το μπανάλ καλό που απεχθάνεται και πολεμά ο νεοφιλελευθερισμός και κάθε ολοκληρωτισμός και ηγετισμός, που εμπνέονται από τις γραφειοκρατικές πολιτικές ισχύος: την γνήσια σοσιάλ-δημοκρατία, η οποία ουδεμία σχέση έχει πλέον με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει να αρθρώσει σε αυτό το πλαίσιο τον προεκλογικό του λόγο, προφανώς φταίει το ύφος και όχι το σαφέστατα σοσιαλ-δημοκρατικό του πρόγραμμα και η στρατηγική του – που σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζεται από θολότητα.
Και γιατί, άραγε, δυσκολεύεται να προσαρμόσει το ύφος του στην αντικειμενικότητα που ορίζει η σχέση στόχος – στρατηγική – πρόγραμμα; Διότι είναι δύσκολο σε κάθε περίπτωση και ιδιαίτερα προεκλογικά, για ένα αριστερό κόμμα να θέσει «κυνικά» τα δύο αφηγηματικά πλαίσια (:ηθικό, πραγματιστικό, αντίστοιχα) που ορίζουν το Κοινωνικό Ζήτημα. Να απαντήσει, δηλαδή, στο ερώτημα: Πώς – με τι είδους Εθνικό Σχεδιασμό σε ένα γενικότερο αναθεωρητικό πλαίσιο Ευρωπαϊκού Σχεδιασμού, μπορούν οι άνεργοι να βρουν δουλειά, οι μικροί επιχειρηματίες να επιβιώσουν και οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι να βοηθηθούν από την πολιτεία να ζήσουν αξιοπρεπώς με τα σημερινά δεδομένα κοινωνικής ανάπτυξης, δίχως να καταστραφούν κράτος και παραγωγή και το ζήτημα να καταλήξει στο ερώτημα: Δικτατορία του προλεταριάτου, εθνικοσοσιαλιστική χούντα, ή δικτατορία του υπερσυγκεντρωμένου κεφαλαίου; Όπως και στο ερώτημα: Πώς μπορείς να σταματήσεις τον σημερινό αναρχοκαπιταλισμό από την δημιουργία μιας διαρκώς διευρυνόμενης αγανακτισμένης, θυμωμένης φτωχοποιούμενης και μνησίκακης κατώτερης τάξης, που τείνει να συμπέσει με τα δύο τρίτα του ελληνικού πληθυσμού;
Εάν αυτά τα δύο ερωτήματα, που ολοκληρώνουν με πραγματιστικό τρόπο την προσέγγιση του Κοινωνικού Ζητήματος, απαντηθούν ευθέως και δίχως ιδεολογική θολότητα, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν από την παραδοσιακή αριστερά ως θέσεις που αφορούν στην διάσωση του καπιταλισμού. Να κατηγορηθεί, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ ως καπιταλιστικό κόμμα και έτσι να απολέσει την αριστερή του πολιτική ταυτότητα και νομιμοποίηση. Θεωρώ, ωστόσο, πως μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι πολιτική, αλλά καθαρά επαναστατική-λενινιστική, που τελικώς αντιμετωπίζει και την ίδια την αφήγηση του Μαρξ άκρως αφαιρετικά σε σημείο αντιδραστικότητας. Το Κοινωνικό Ζήτημα στην σημερινή Ελλάδα και σε αυτή την φάση της ευρωπαϊκής εξέλιξης και της παγκοσμιοποίησης δεν έχει καμία αντικειμενική επαφή με την επανάσταση, αλλά αποκλειστικά με την αριστερή μεταρρύθμιση που αποκαλείται σοσιαλ-δημοκρατία, ασχέτως αν μας αρέσει ή δεν μας αρέσει ο όρος και πόσο αυτός έχει διαστραφεί από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της ύστερης νεωτερικότητας.
Επειδή, λοιπόν, «social question is planning» και αν « planning» δεν σημαίνει δημοκρατικό Κράτος Δικαίου και Πολιτεία Ευημερίας (:Welfare State), σημαίνει γραφειοκρατικός σοσιαλισμός σε κάποια μορφή λενινιστικής δικτατορίας, ή δικτατορίας φασιστικού ή εθνικο-σοσιαλιστικού (ναζιστικού) τύπου, το Κοινωνικό Ζήτημα για την Ελλάδα μπορεί να απαντηθεί στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού διλήμματος: Σκοπεύει ή όχι η ΕΕ να αναθεωρήσει ριζικά την αρχιτεκτονική και λειτουργία της, ώστε να καταστεί δυνατός ένας Ευρωπαϊκός Σχεδιασμός που θα επιτρέπει την ανάπτυξη της αυθεντικής σοσιαλ-δημοκρατίας, ενός σοσιαλ-δημοκρατικού Εθνικού Σχεδίου σε κάποιες χώρες – ξεκινώντας, ασφαλώς, από την φλέγουσα περίπτωση της Ελλάδας – όπως η αντικειμενικότητα της σχέσης παραγωγής – κοινωνίας – κουλτούρας επιτάσσει; Ή δεν θα το επιτρέψει, επιμένοντας στην μέχρι τώρα στρατηγική της τρόικας και οδηγώντας στο φάσμα της εξέγερσης, που μια και δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε μια μορφή λενινιστικής επανάστασης, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγε είτε σε μία μετανεωτερική χούντα, είτε σε μία φασιστο-ναζιστική δικτατορία του παλιού καιρού;
Το Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα θέτει ένα αμείλικτο ερώτημα στην ιδεολογική, πολιτική, οικονομική και διοικητική συγκρότηση της ΕΕ. Θα επιτρέψουν δια ενός Ευρωπαϊκού Σχεδιασμού εναλλακτικής ηγεμονίας, την ύπαρξη της σοσιαλ-δημοκρατίας, ή, παραβλέποντας το ζήτημα, θα οδηγήσουν σε επιμέρους εθνικές χούντες, στον βαθμό που δεν επιδιώξουν την αιφνίδια σύσταση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος σε ολόκληρη την ΕΕ, αρχής γενομένης από την ευρωζώνη, με αποτέλεσμα να ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου στην ήπειρό μας;
Θέλω να κλείσω αυτόν τον διαδικτυακό κύκλο της επικοινωνίας μας, αναγνώστη, με το ερώτημα που θεωρώ πως απαντά με τον καλύτερο τρόπο στο δίλημμα του Κοινωνικού Ζητήματος, όπως το έθεσα. Δεν είναι δικό μου, ούτε καινούριο. Είναι, ωστόσο, παρότι ξεχασμένο, διαχρονικό και αφάνταστα επίκαιρο για την μετανεωτερική Ευρώπη μας. Το διατύπωσε και το απάντησε με όρους που χαρακτήρισαν τον φιλελεύθερο σοσιαλισμό της μετα-βικτωριανής εποχής, ο WilliamBeveridge: «Welfare State or Warfare State»; Ας επιλέξουμε, τουλάχιστον εμείς οι έλληνες, τόσο στις ευρωεκλογές, όσο και στις εθνικές, έχοντας υπόψιν ότι το ελληνικό Κοινωνικό Ζήτημα είναι εκείνο που τις καθιστά τις δύο όψεις ενός νομίσματος που κάποιος θα πρέπει να πληρώσει: ή η κοινωνία, ή τα μονοπώλια της πολιτικοοικονομικής εξουσίας.
Σας ευχαριστώ για την τιμή να προσέξετε τον στοχασμό μου.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.