Αποτελεί μορφή πολιτικής ανωμαλίας όταν αναζητεί να βρει ειδήσεις ο ίδιος ο άνθρωπος της διανόησης, ή ο ακαδημαϊκός, ή ακόμη ο εξειδικευμένος αναλυτής, ή ο αυθεντικός καλλιτέχνης, αντί να τρέφεται από τις ειδήσεις που παράγει ο δημοσιογράφος.
Όταν ο δημοσιογράφος παύει να παράγει ειδήσεις, ικανές να σχηματίζουν νέες τάξεις πραγμάτων, ειδήσεις δηλαδή ικανές να αναγάγουν απλά συμβάντα σε γεγονότα, είναι νεκρός και απολύτως άχρηστος για μια κοινωνία. Και αυτό δεν σημαίνει απλώς κρίση στον Τύπο και στην Δημοσιογραφία, αλλά δομική κρίση στο δημοκρατικό-αστικό φαινόμενο.
Πιστεύω ότι υπάρχει μία διαλεκτική σχέση που συνδέει αυτές τις δύο μορφές κρίσεων, αλλά αυτό το ζήτημα είναι πολύ ευρύτερο από το στενό πλαίσιο της σημερινής μας επικοινωνίας, αναγνώστη μου, η οποία δομείται στην βάση μιας αναντιστοιχίας: την πρωτογενή γνώση που αποκτώ αυτές τις μέρες, κυρίως μέσω «πηγών» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την γερμανική καγκελαρία, οι οποίες αναφέρονται σε επίπεδο αποφάσεων στο Ελληνικό Ζήτημα, σε σχέση με την διαμόρφωση της ειδησεογραφίας στα ελληνικά ΜΜΕ και κυρίως στον Τύπο. Με αυτήν την έννοια θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον σημερινό ελληνικό Τύπο ως νεκροταφείο των ειδήσεων. Δείτε, για παράδειγμα, τον σαββατοκυριακάτικο Τύπο. Σε ό, τι αφορά στα αμιγώς πολιτικά και κρίσιμα για την ελληνική κοινωνία ζητήματα, παρατηρούμε να υπάρχει μόνον κουτσομπολιό, παραπολιτική εστίαση και φήμες επί φημών. Με όλα αυτά επιχειρείται να υποκατασταθεί η έλλειψη πολιτικών ειδήσεων - οι οποίες για να είναι πολιτικές θα πρέπει ως σημαίνον να έχουν το διεθνές και ευρωπαϊκό Ελληνικό Ζήτημα και ως σημαινόμενο το παραχθέν και εξελισσόμενο Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα - με περιπτωσιολογία, ενίοτε με σκανδαλιστικό χρώμα, μυστήριο και μυστικισμό και με εικασίες που εκφράζουν ευσεβείς πόθους για την ικανοποίηση συγκεκριμένων πολιτικοεπιχειρηματικών συμφερόντων.
Πού οφείλεται αυτό το με δημοκρατικούς όρους, παράδοξο, το οποίο θα μπορούσα να χαρακτηρίσω κυριολεκτικώς δυστύχημα για την σημερινή Ελλάδα, η οποία βιώνει μία κρίση μέσω της οποίας δρομολογείται η μετάβασή της σε νέους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς, με έναν απολύτως αντικειμενικό τρόπο; Το ερώτημα είναι δύσκολο και τόσο πολυσύνθετο που ακόμη και τριακόσιες σελίδες να είχα μπροστά μου για να γεμίσω, είναι βέβαιο ότι δεν θα κάλυπτα όλες τις πτυχές του, πέραν του ότι δεν θα ήμουν ικανός να τις καλύψω γνωσιολογικά. Ωστόσο, στο πλαίσιο του σημερινού σημειώματος, θα μπορούσα γενικά να πω ότι βασική αιτία είναι η ρευστοποίηση του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα, με την τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής οικονομίας και την δογματική ιδεολογικοποίηση της σημειολογίας της καθημερινότητας, είτε με όρους αγοράς, είτε με όρους άρνησης της αγοράς. Όπως και η αδυναμία των πολιτικών κομμάτων και των ενημερωτικών φορέων των ΜΜΕ να ξεφύγουν από παλαιοκομματικούς τακτικισμούς, γκεμπελισμούς και ολοκληρωτικές ή διασκεδαστικές της πραγματικότητας στρατηγικές επικοινωνίας. Αυτό ασφαλώς εκχυδαΐζει την σχέση πομπού – αποδέκτη και έτσι η χρησιμότητα των ΜΜΕ για τον πολίτη παύει να είναι ενημερωτική με την πολιτική έννοια και μετατρέπεται σε καθαρά ψυχαγωγική με την ρηχή έννοια της καθομιλουμένης.
Στο στενό δημοσιογραφικό επίπεδο το αίτιο θα πρέπει να αναζητηθεί στην υποβάθμιση έως εξαφανίσεως του γνήσια Ερευνητή – Δημοσιογράφου των πολιτικών σχέσεων και συμπεριφορών στο επίπεδο της ελίτ που λαμβάνει τις αποφάσεις. Φτάσαμε σήμερα ο Ερευνητής – Δημοσιογράφος να έχει υποκατασταθεί από τον κουτσομπόλη των παραπολιτικών και από διάφορους περίεργους που έχουν μετατρέψει την πολιτική έρευνα σε μορφή lifestyle-ίστικου ρεπορτάζ!
Ως «αντίδραση» και μόνον σε αυτή την τραγική για την εξέλιξη της ελληνικής δημοκρατίας κατάσταση, που δυστυχώς δεν αφορά μόνον στον αστικό παραδοσιακό Τύπο, αλλά και στα παλαιά και νέα Μέσα της σύγχρονης υποτίθεται, αριστεράς, έρχομαι σήμερα να παρουσιάσω αυτό που εγώ θεωρώ ως πολιτική είδηση και το οποίο άρθρωσε έτσι ακριβώς σε επικοινωνία που είχαμε αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, σύμβουλος της καγκελαρίας, ο οποίος δεν είναι καθόλου άγνωστος στην κυβέρνηση, ενώ έχει δώσει και κάμποσες συνεντεύξεις σε ελληνικά ΜΜΕ, δίχως ποτέ να «διαψευστεί» από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ο άνθρωπος αυτός μου είπε: «Βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας φάσης. Από την σεκιουριτοποίηση της ευρωζώνης από την απειλή της Ελλάδας, περνάμε στην σεκιουριτοποίηση της Ελλάδας από την απειλή της ευρωζώνης». Τώρα είναι δηλαδή, σύμφωνα με τους διαχειριστές της ελληνικής κρίσης στο Βερολίνο και στις Βρυξέλες, που θα πρέπει ο «ατομικός μηχανισμός» για την Ελλάδα να αντικατασταθεί από ένα δεκαπενταετές σχέδιο ανάπτυξης διαδοχικών σταδίων, το οποίο ασφαλώς θα συμπεριλαμβάνει και την πρόνοια για την λεγόμενη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο σε σημαντικό βαθμό έχει ήδη ενσωματώσει και το ιδιωτικό.
Με άλλα λόγια, για πρώτη φορά διαπιστώνεται σοβαρή μεταβολή στην πολιτική αφήγηση των κέντρων των αποφάσεων σε ό, τι αφορά στην ελληνική κρίση και αναγνωρίζεται πως το Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα της κρίσης της ευρωζώνης και όχι αποκλειστικά μία εσωτερική υπόθεση που αφορά στο διαρθρωτικό πρόβλημα των δημοσιονομικών, του εμπορικού ισοζυγίου και του ανταγωνισμού. Αναγνωρίζεται αυτό το οποίο σημαντικοί αναλυτές της πολιτικής οικονομίας της ευρωζώνης είχαν επισημάνει από την αρχή της κρίσης και στο οποίο ασφαλώς εστίασα την δική μου προσέγγιση και τις προτάσεις και που σε μεγάλο βαθμό άρθρωσε προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας και η ευρωπαϊκή αριστερά.
Η είδηση αφορά ασφαλώς στην άμεση συσχέτιση ενός δεκαπενταετούς «Εθνικού Σχεδίου» ανασυγκρότησης, που θα συνιστά κυριολεκτικώς επανίδρυση του ελληνικού κράτους, με το ζήτημα της λεγόμενης βιωσιμότητας, δηλαδή αναπτυξιακής λειτουργικότητας του ελληνικού χρέους. Αποτελεί παραπλάνηση της ίδιας μορφής με εκείνη που επιχειρούσε να διασκεδάσει τις συζητήσεις για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, οι οποίες κατέληξαν στα περίφημα και άκρως προβληματικά με όρους εθνικής οικονομίας, ελληνικής κοινωνίας και διεθνούς χρηματαγοράς, PSI, η «είδηση» - φήμη που προσφέρουν σήμερα τα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ, πως δήθεν έχει ξεκινήσει μία συζήτηση για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στην βάση των αποτελεσμάτων του προγράμματος της τρόικας. Καμία σχέση!
Το πρόγραμμα της τρόικας σε συνδυασμό με τα PSI, είχαν ως στόχο την σεκιουριτοποίηση της ευρωζώνης και του διεθνούς τραπεζικού συστήματος από την απειλή της Ελλάδας. Αυτό θεωρείται πλέον μη-ζήτημα. Δηλαδή, δεν θεωρείται πλέον πως η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα διαταραχής στο equilibrium της ευρωζώνης. Έτσι η πραγματικότητα δεν είναι πως η Ελλάδα σταθεροποιήθηκε, αλλά πως, έστω και προσωρινά, η ευρωζώνη σταθεροποιήθηκε ενώπιον του κινδύνου αποσταθεροποίησης της Ελλάδας. Με μια κουβέντα, η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον απειλή σε καμία περίπτωση για την ευρωζώνη. Αντίθετα αναγνωρίζεται πως η πλήρης επανένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, δίχως την ύπαρξη ενός Εθνικού Σχεδίου, που θα αντιμετώπιζε σε βάθος χρόνου το ζήτημα της ανάπτυξης στην χώρα με όρους παραγωγικής διάρθρωσης και ανταγωνισμού, ασφαλώς, θα προκαλούσε δραματικές ανισορροπίες στην ελληνική εθνική οικονομία, με διεύρυνση των κοινωνικών συνεπειών που προκάλεσε η στρατηγική προσαρμογής με την μεθοδολογία «σοκ και δέος». Για να μην γίνει η ευρωζώνη εκ νέου παράγοντας πολιτικής αποσταθεροποίησης της Ελλάδας στο άμεσο μέλλον, αναπτύσσεται για πρώτη φορά σοβαρά η πολιτική αφήγηση που συνδέει ένα Εθνικό – Ελληνικό Σχέδιο Ανάπτυξης με μία διαδικασία αποτελεσματικής ελάφρυνσης από την επιβάρυνση που προκαλεί η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους.
Αυτό είναι το θέμα που θα προσδώσει την πραγματική πολιτική διάσταση του Ελληνικού Ζητήματος μέχρι τις εθνικές εκλογές, οι οποίες θα ήταν πολύ καλό για την ελληνική κοινωνία να κριθούν επ’ αυτού του πραγματιστικού επιπέδου. Με ποιο Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης, που θα αντιστοιχεί σε ποια μορφή διευθέτησης της κρίσης χρέους, θα μπορούσε καλύτερα η Ελλάδα να αντιμετωπίσει το Κοινωνικό της Ζήτημα, το οποίο είναι ασφαλώς συνέπεια του διαρθρωτικού προβλήματος που χαρακτήρισε την προηγούμενη περίοδο ανάπτυξής της και σε κρίσιμο βαθμό συνέπεια της κρίσης του πολιτικο-οικονομικού μοντέλου της ευρωζώνης;
Απαντώντας αυτό το ερώτημα, θα μπορούσαν να διαμορφωθούν προγραμματικές πολιτικές συγκλίσεις και νέοι συσχετισμοί που θα οδηγούσαν σε αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της Ελλάδας σε μία πραγματιστική βάση. Όσοι αποφύγουν να αντιμετωπίσουν ολοκληρωμένα αυτό το ερώτημα, θα τοποθετηθούν αυτομάτως στο περιθώριο της νέας εποχής για την Ελλάδα, που ούτως ή άλλως θα χαράξει μετά τις εθνικές εκλογές, που πλέον δεν νομίζω πως κανείς αμφιβάλλει ότι έχουν δρομολογηθεί. Σε αυτές τις εκλογές και για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της μεταπολίτευσης του 1974, η οποία … κατεβάζει αυλαία, θα πρέπει να αντιπαρατεθούν, αγωνιστικά, προγράμματα ανάπτυξης που θα συμπεριλαμβάνουν την σχέση Σχέδιο Ανάπτυξης – Δημόσιο Χρέος. Και αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση υπόθεση «τεχνικών», ούτε υπόθεση κάποιου είδους ορθολογισμού, αλλά μία υπόθεση καθαρά πολιτικού οραματισμού για την επόμενη περίοδο του ελληνικού κράτους, η οποία αν δεν λειτουργήσει με αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης που θα καθιστά ηττημένους τους προνομιούχους της προηγούμενης περιόδου, είναι πολύ πιθανόν να καταλήξει στην θεσμοποίηση της πολιτικής ανωμαλίας.
Η Ελλάδα σε αντίθεση με την πολιτική αφήγηση των κυβερνώντων και της διαπλοκής, δεν έχει σταθεροποιηθεί. Θα σταθεροποιηθεί μόνον στον βαθμό που αποκατασταθεί ως Κράτος Δικαίου και social welfare state… Και για πρώτη φορά βλέπω αυτό να γίνεται κατανοητό και να αναγνωρίζεται από αποφασιστικούς παράγοντες της τρόικας και όχι από τους «χαμένους στην μετάφραση» των μνημονίων κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς. Αν συνεχίσουν έτσι, είναι βέβαιον ότι σε πολύ λίγο καιρό θα πάψουν οι ίδιοι να αποτελούν είδηση για την ελληνική κοινωνία.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.