Νομιμοποιεί την εξαγορά των πολιτικών προσώπων και δυνάμεων από τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομοσχέδιο για το πολιτικό χρήμα.
Του Γιώργου Πετρόπουλου
Πλήρη απελευθέρωση των οικονομικών δοσοληψιών ανάμεσα στα κόμματα και στο ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά και την αντιμετώπιση των κομμάτων -τουλάχιστον στο σκέλος του ελέγχου των οικονομικών τους- με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις Ανώνυμες Εταιρείες, προωθεί το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή αναφορικά με τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος.
Στο όνομα της εμπέδωσης της διαφάνειας στη δημόσια ζωή της χώρας, το νομοσχέδιο νομιμοποιεί τη χρηματοδότηση των κομμάτων από τις επιχειρήσεις που έχουν έδρα τους την Ελλάδα -ανεξαρτήτως του μεγέθους τους και των δοσοληψιών που αυτές έχουν με το κράτος και το κρατικό χρήμα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την παροχή όλων των δυνατοτήτων ώστε σκάνδαλα σαν αυτό της Siemens να επαναληφθούν με τον μανδύα της νομιμότητας, μόνο που αυτήν τη φορά η όποια εταιρεία επιχειρήσει να προωθήσει κατ’ αυτό τον τρόπο τα συμφέροντά της θα πρέπει να φροντίσει -μέσω της νόμιμης πια χρηματοδότησης πολιτικών φορέων- να εξαγοράσει όχι μόνο τη συγκατάθεση της κυβέρνησης και των υπουργών της, αλλά και τη σιωπή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ή τουλάχιστον των ισχυρότερων από αυτά.
Το χειρότερο, μάλιστα, είναι πως όχι μόνο νομιμοποιείται η εξαγορά της πολιτικής χάριν των ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά και το ότι το κράτος θα έρχεται να επιβραβεύσει τα ιδιωτικά συμφέροντα γι’ αυτή την πρακτική τους.
Στην τελευταία παράγραφο του πρώτου άρθρου του νομοσχεδίου αναφέρεται ρητά πως «το ποσόν της ιδιωτικής χρηματοδότησης που δίδεται στους δικαιούχους χρηματοδότησης εκπίπτει ολόκληρο από το φορολογητέο εισόδημα του χρηματοδότη». Δηλαδή, ο χορηγός-επιχειρηματίας θα απαλλάσσεται πλήρως από φόρους για το ποσό της «ενίσχυσης» που θα ξοδεύει.
Οι ισχυρισμοί κυβερνητικών παραγόντων, ότι το νομοσχέδιο έχει ασφαλιστικές δικλίδες ώστε να μη συμβούν τέτοιες εξαγορές, γιατί προβλέπει όριο, ανά έτος, ηχεί μάλλον ως αστείο. Κατ’ αρχάς το νομοσχέδιο δεν αποσαφηνίζει αν το όριο αυτό (20.000 ευρώ ανά έτος) αφορά την ιδιωτική χρηματοδότηση από φυσικά, μόνο, πρόσωπα (ιδιώτες) ή φυσικά και νομικά πρόσωπα, δηλαδή ιδιώτες και εταιρείες.
Επιπλέον, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως αυτά τα όρια λειτουργούν μόνο ως φύλλο συκής και ποτέ δεν τηρούνται, καθώς οι εταιρείες, και μάλιστα οι ισχυρές, έχουν πληθώρα τρόπων να παραβαίνουν τα όρια με απολύτως νομότυπο τρόπο.
Συνομιλητής μας μάς επισήμανε: «Η νομιμοποίηση της χρηματοδότησης των κομμάτων από ιδιωτικές εταιρείες έρχεται σε μια χρονική στιγμή που μειώνεται δραματικά το ποσό της κρατικής χρηματοδότησης.
Αδυνατώντας το κράτος -λόγω της κρίσης- να χρηματοδοτήσει ένα αναγκαίο μέρος της λειτουργίας των κομμάτων, είναι σαν να τους λέει: Στραφείτε στις εταιρείες και στα επιχειρηματικά συμφέροντα για να βρείτε τα λεφτά που χρειάζεστε για να επιβιώσετε. Πιστεύει κανείς ότι με μερικά εικοσαχίλιαρα τον χρόνο θα εξασφαλίσουν τα κόμματα τις οικονομικές προϋποθέσεις επιβίωσής τους; Ολοι ξέρουν, από τώρα, και δεν χρειάζεται η πράξη για να το αντιληφθούν, ότι τα λεφτά που θα δοθούν θα είναι πολύ περισσότερα. Και θα βρεθούν οι τρόποι να δοθούν νόμιμα».
Ενα δεύτερο στοιχείο του νομοσχεδίου, που φανερώνει τον τρόπο που οι συντάκτες του αντιλαμβάνονται τα πολιτικά κόμματα, αφορά τη διάταξη που λέει: «Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων τηρούν στην έδρα τους λογιστικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας».
Τέτοια βιβλία, σήμερα, στην Ελλάδα κρατούν κυρίως οι ανώνυμες εταιρείες. Δηλαδή ο νομοθέτης αντιμετωπίζει τα κόμματα ως ανώνυμες εταιρείες, τουλάχιστον ως προς το σκέλος του ελέγχου των οικονομικών τους. Κι αυτό στο όνομα της διαφάνειας!
«Είναι τόσο διαφανείς οικονομικά οι ανώνυμες εταιρείες -αναρωτιόταν ο ίδιος συνομιλητής μας- ώστε το μοντέλο ελέγχου που εφαρμόζεται σ’ αυτές να θεωρείται πρότυπο διαφάνειας για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων;». Εύλογο το ερώτημα, αλλά πιο ενδιαφέρον θα ήταν να ακούσουμε μια απάντηση από κυβερνητικά χείλη.
"Εφημερίδα των Συντακτών"
Του Γιώργου Πετρόπουλου
Πλήρη απελευθέρωση των οικονομικών δοσοληψιών ανάμεσα στα κόμματα και στο ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά και την αντιμετώπιση των κομμάτων -τουλάχιστον στο σκέλος του ελέγχου των οικονομικών τους- με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις Ανώνυμες Εταιρείες, προωθεί το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή αναφορικά με τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος.
Στο όνομα της εμπέδωσης της διαφάνειας στη δημόσια ζωή της χώρας, το νομοσχέδιο νομιμοποιεί τη χρηματοδότηση των κομμάτων από τις επιχειρήσεις που έχουν έδρα τους την Ελλάδα -ανεξαρτήτως του μεγέθους τους και των δοσοληψιών που αυτές έχουν με το κράτος και το κρατικό χρήμα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την παροχή όλων των δυνατοτήτων ώστε σκάνδαλα σαν αυτό της Siemens να επαναληφθούν με τον μανδύα της νομιμότητας, μόνο που αυτήν τη φορά η όποια εταιρεία επιχειρήσει να προωθήσει κατ’ αυτό τον τρόπο τα συμφέροντά της θα πρέπει να φροντίσει -μέσω της νόμιμης πια χρηματοδότησης πολιτικών φορέων- να εξαγοράσει όχι μόνο τη συγκατάθεση της κυβέρνησης και των υπουργών της, αλλά και τη σιωπή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ή τουλάχιστον των ισχυρότερων από αυτά.
Εξαγορά και φοροαπαλλαγές
Το χειρότερο, μάλιστα, είναι πως όχι μόνο νομιμοποιείται η εξαγορά της πολιτικής χάριν των ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά και το ότι το κράτος θα έρχεται να επιβραβεύσει τα ιδιωτικά συμφέροντα γι’ αυτή την πρακτική τους.
Στην τελευταία παράγραφο του πρώτου άρθρου του νομοσχεδίου αναφέρεται ρητά πως «το ποσόν της ιδιωτικής χρηματοδότησης που δίδεται στους δικαιούχους χρηματοδότησης εκπίπτει ολόκληρο από το φορολογητέο εισόδημα του χρηματοδότη». Δηλαδή, ο χορηγός-επιχειρηματίας θα απαλλάσσεται πλήρως από φόρους για το ποσό της «ενίσχυσης» που θα ξοδεύει.
Οι ισχυρισμοί κυβερνητικών παραγόντων, ότι το νομοσχέδιο έχει ασφαλιστικές δικλίδες ώστε να μη συμβούν τέτοιες εξαγορές, γιατί προβλέπει όριο, ανά έτος, ηχεί μάλλον ως αστείο. Κατ’ αρχάς το νομοσχέδιο δεν αποσαφηνίζει αν το όριο αυτό (20.000 ευρώ ανά έτος) αφορά την ιδιωτική χρηματοδότηση από φυσικά, μόνο, πρόσωπα (ιδιώτες) ή φυσικά και νομικά πρόσωπα, δηλαδή ιδιώτες και εταιρείες.
Επιπλέον, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως αυτά τα όρια λειτουργούν μόνο ως φύλλο συκής και ποτέ δεν τηρούνται, καθώς οι εταιρείες, και μάλιστα οι ισχυρές, έχουν πληθώρα τρόπων να παραβαίνουν τα όρια με απολύτως νομότυπο τρόπο.
Συνομιλητής μας μάς επισήμανε: «Η νομιμοποίηση της χρηματοδότησης των κομμάτων από ιδιωτικές εταιρείες έρχεται σε μια χρονική στιγμή που μειώνεται δραματικά το ποσό της κρατικής χρηματοδότησης.
Αδυνατώντας το κράτος -λόγω της κρίσης- να χρηματοδοτήσει ένα αναγκαίο μέρος της λειτουργίας των κομμάτων, είναι σαν να τους λέει: Στραφείτε στις εταιρείες και στα επιχειρηματικά συμφέροντα για να βρείτε τα λεφτά που χρειάζεστε για να επιβιώσετε. Πιστεύει κανείς ότι με μερικά εικοσαχίλιαρα τον χρόνο θα εξασφαλίσουν τα κόμματα τις οικονομικές προϋποθέσεις επιβίωσής τους; Ολοι ξέρουν, από τώρα, και δεν χρειάζεται η πράξη για να το αντιληφθούν, ότι τα λεφτά που θα δοθούν θα είναι πολύ περισσότερα. Και θα βρεθούν οι τρόποι να δοθούν νόμιμα».
Κόμματα Α.Ε.
Ενα δεύτερο στοιχείο του νομοσχεδίου, που φανερώνει τον τρόπο που οι συντάκτες του αντιλαμβάνονται τα πολιτικά κόμματα, αφορά τη διάταξη που λέει: «Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων τηρούν στην έδρα τους λογιστικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας».
Τέτοια βιβλία, σήμερα, στην Ελλάδα κρατούν κυρίως οι ανώνυμες εταιρείες. Δηλαδή ο νομοθέτης αντιμετωπίζει τα κόμματα ως ανώνυμες εταιρείες, τουλάχιστον ως προς το σκέλος του ελέγχου των οικονομικών τους. Κι αυτό στο όνομα της διαφάνειας!
«Είναι τόσο διαφανείς οικονομικά οι ανώνυμες εταιρείες -αναρωτιόταν ο ίδιος συνομιλητής μας- ώστε το μοντέλο ελέγχου που εφαρμόζεται σ’ αυτές να θεωρείται πρότυπο διαφάνειας για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων;». Εύλογο το ερώτημα, αλλά πιο ενδιαφέρον θα ήταν να ακούσουμε μια απάντηση από κυβερνητικά χείλη.
"Εφημερίδα των Συντακτών"
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.