Οι υποθέσεις διεκδίκησης εκτάσεων στη Χαλκιδική με χρυσόβουλα από Μονές του Αγίου Όρους είναι παλιά ιστορία και δεν παύουν να εκπλήσσουν οι σκανδαλώδεις λεπτομέρειες κάθε φορά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

Οι διεκδικήσεις της Μονής Αγίου Διονυσίου στο Δήμο Πολυγύρου και συγκεκριμένα στη περιοχή της Μεταμόρφωσης, είναι αυτές τις ημέρες στην επικαιρότητα, καθώς η κοινότητα αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς μεγάλου τμήματος της κτηματικής της περιφέρειας. 
Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου Πολυγύρου και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ετοιμάζουν το σκεπτικό της αίτησης αναίρεσης που κατέθεσαν σε απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης που δικαίωσε εν μέρει τη Μονή.
 
Η δικαστική διαμάχη βέβαια δεν αρχίζει σήμερα αλλά ξεκινά από τη δεκαετία του ’60 σε μια περίοδο, ιδιαίτερα στα χρόνια της Χούντας, όπου η τουριστική «ανάπτυξη» και οι μπίζνες είχαν ξεκινήσει να μπαίνουν στην ατζέντα των Μονών του Αγίου Όρους. 
Έτσι χρυσόβουλα ανακαλύφθηκαν, οθωμανικά έγγραφα ήρθαν (;) στο φως και δικαστικές διαμάχες ξεκίνησαν μεταξύ των Μονών και του ελληνικού δημοσίου για εκτάσεις φιλέτα που σε πολλές περιπτώσεις, λίγο αργότερα εκχωρήθηκαν σε ιδιώτες χάριν της τουριστικής ανάπτυξης. Όπως και τότε έτσι και σήμερα σε καιρό μνημονίου χάριν της «ανάπτυξης» και της ανεξέλεγκτης ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γης αυτές οι υποθέσεις παίρνουν ξανά μπρος, μετά από πολλές αναβολές επί χρόνια, χάριν για ακόμη μία φορά της «υγιούς επιχειρηματικότητας». 
Και φυσικά μη ξεχνάμε και το νέο δασικό νόμο που χαρακτηρίστηκε από φωτογραφικές τροπολογίες, μία εκ των οποίων για την υπόθεση του δάσους στις Σκουριές της Χαλκιδικής και τις εργασίες της Ελληνικός Χρυσός και χωρίς να κρατά κανένα πρόσχημα όχι μόνο επιτρέπει να αποχαρακτηρίζεται άγνωστος αριθμός εκτάσεων που είχαν κηρυχθεί αναδασωτέες ή θα έπρεπε να κηρυχθούν αλλά επιπρόσθετα επιτρέπει κάθε χρήση δημόσια ή ιδιωτική μέσα σε δάση και δασικές εκτάσεις με αποτέλεσμα ανυπολόγιστες συνέπειες για το περιβάλλον και το φυσικό οικοσύστημα. 

Το ιστορικό 

Η υπόθεση βέβαια ξεκινά το 1924 όταν λόγω του μεγάλου κύματος προσφύγων, ο τότε Υπουργός Γεωργίας κηρύσσει απαλλοτριωτέο το μετόχι Βόζενα προς εγκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, γηγενών και προσφύγων. Λίγο αργότερα έρχεται και ο Αγροτικός Νόμος του 1926 που ορίζει με σαφήνεια τη δυνατότητα της απαλλοτρίωσης εκτάσεων μονών για την αποκατάσταση καλλιεργητών και ακτημόνων. Η απόφαση επιβεβαιώνεται το 1931 από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων του τότε Νομού Χαλκιδικής. Αξίζει να σημειωθεί πως σε εκείνη τη συνεδρίαση δεν παραστάθηκε η Μονή ενώ μέχρι τότε η Μονή Αγίου Διονυσίου δεν είχε καταθέσει οποιοδήποτε τίτλο για τη κυριότητα των εκτάσεων. 

Έτσι η επιτροπή όρισε και χώρισε το Μετόχι σε καλλιεργούμενη και καλλιεργήσιμη έκταση, σε δασώδη περιοχή, δάσος, κτίρια μετοχίου, προσφυγικό συνοικισμό, χώρο στη παραλία με ελαιοτριβείο, χώρο με οδούς και ρεύματα και εξαίρεσε από την απαλλοτρίωση το δάσος που βρίσκεται πάνω από τη τοποθεσία Μάννα προς τα όρια του Βατοπεδίου, Μεταγγιτσίου και Αγίου Νικολάου και τα κτίρια του Μετοχίου (κατοικίες μοναχών, εκκλησία, ελαιοτριβείο, αποθήκες κτλ). Με την ίδια απόφαση κήρυξε απαλλοτριωτέα όλη την υπόλοιπη έκταση και διατηρητέες τις οδικές και υδατικές σχέσεις ενώ χαρακτήρισε ως περιοχές κοινής χρήσης για όλους τους κατοίκους εκείνες των συνοικισμών, του σχολείου , της εκκλησίας, του νεκροταφείου. 

Από τη πλευρά της η Μονή Αγίου Διονυσίου ισχυρίζεται ότι η περιοχή έκτασης 20.377 τ.μ του μετοχίου «Βόζενα», βρίσκεται στη κατοχή της από τους Βυζαντινούς χρόνους μέχρι και το 1944. Συγκεκριμένα υποστηρίζει πως η έκταση είναι προσαρτημένη σε αυτή δυνάμει δωρεάς με χρυσόβουλα του Αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου το 1419 και το 1448. Αλλά και μετά τη περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως γνήσια βακούφια, με αφιερωτήριο από τους μοναχούς της και με απόφαση στο βιβλίο του Ιεροδικείου. Επιπλέον η Μονή ισχυρίζεται πως σύμφωνα με αντίγραφο ιεροσφράγιστου εγγράφου της Μονής από το 1570 όπου αναφέρεται ότι καθιερώθηκε αιώνιο μνημόσυνο υπέρ της κόρης του Ηγεμόνα της Βλαχίας Πέτρου, Ρωξάνδρας η οποία έδωσε στους μοναχούς 14.000 αργυρά νομίσματα με τα οποία οι μοναχοί αγόρασαν το μετόχι Βόζενα από το Σουλτάνο Σελήμ Β’ που το είχε δημεύσει το 1568. 

Οι δικαστικές διαμάχες 

Έτσι το 1964 η Μονή καταθέτει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ζητά να γίνει κύρια της εξαιρεθείσας από την απαλλοτρίωση έκτασης και μεταξύ άλλων διεκδικεί και τεμάχια της οριστικής διανομής ,βοσκήσιμες και για δενδροκομική καλλιέργεια εκτάσεις. Τα τεμάχια αυτά όμως με την οριστική διανομή από το ελληνικό κράτος το 1943 εμπίπτουν σαφώς μέσα στην διανεμηθείσα περιοχή και χορηγήθηκαν στους κατοίκους για κοινή και εξ αδιαιρέτου βοσκή. Η Μονή όμως υποστηρίζει ότι το δημόσιο, με το κτηματολογικό πίνακα που κατήρτισε και τις αποφάσεις του αμφισβήτει τη κυριότητά της. Το 1966 εκδίδεται η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής όπου δέχεται την αγωγή ως βάσιμη ως προς εκτάσεις συνολικού εμβαδού 8.080 τ.μ. και ως αβάσιμη ως προς τις υπόλοιπες εκτάσεις και διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για να εξακριβωθεί αν τα συγκεκριμένα τεμάχια εμπίπτουν μέσα στην αλλοτριωθείσα περιοχή ή έξω από αυτήν (δηλαδή μέσα στο δάσος). Η πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται ,υπέρ της Ιεράς Μονής, ότι τα τεμάχια αυτά εμπίπτουν μέσα στην εξαιρεθείσα από την απαλλοτρίωση περιοχή. Το γεγονός αυτό προκαλεί αντιδράσεις στους κατοίκους που γνωρίζουν τη περιοχή και τα αποτελέσματα μάλιστα χαρακτηρίζονται “ύποπτα” και προκαλούν ερωτήματα καθώς τεμάχια που βρίσκονται στη παραλία της Μεταμόρφωσης από τη πραγματογνωμοσύνη μεταφέρονται στο βουνό όπου βρίσκεται το εξαιρεθεν από την απαλλοτρίωση δάσος. Την απόφαση αυτή επικύρωσε και το Εφετείο Θεσσαλονίκης το 1968 ενώ η αίτηση αναίρεσης του δημοσίου απορρίπτεται το 1970 από τον Άρειο Πάγο. Ταυτόχρονα το 1996 με απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής ,μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ,αναγνωρίζει το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας Ιεράς Μονής ,συνολικής εκτάσεως 8.080 στρεμμάτων. Να σημειωθεί ότι η κοινότητα δεν έλαβε μέρος σε κανένα στάδιο της δίκης ,αφού ούτε αρχικός διάδικος ήτανε ,αλλά ούτε παρενέβη υπέρ κάποιου από τους αρχικούς διαδίκους. Μετά το πρώτο γύρο της δικαστικής διαμάχης η Μονή Αγίου Διονυσίου καθίσταται κύρια των τεμαχίων δυνάμει των χρυσόβουλων του Ιωάννη Παλαιολόγου και οθωμανικών τίτλων τα οποία όμως ποτέ δεν προσκομίστηκαν. 

Μετά την έκδοση και της απόφασης του Αρείου Πάγου το 1970 το Δημόσιο, άρχισε να ερευνά την υπόθεση και απέστειλε αρχικά τον Προϊστάμενο του 128ου Τοπογραφικού Συνεργείου της Διεύθυνσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής οικονομίας Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος μετά από ενδελεχή και επισταμένη έρευνα ανακάλυψε όλες τις παραλείψεις και παρατυπίες , τις οποίες και περιέλαβε σε υπηρεσιακό του σημείωμα με ημερομηνία αποστολής την 8η Μαρτίου του 1972 προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας . Παράλληλα συγκροτήθηκε από την Διεύθυνση Γεωργίας Νομαρχίας Χαλκιδικής Επιτροπή Γεωπόνων, η οποία με έκθεση της επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις του Πλαστήρα. 

Ο δεύτερος γύρος της δικαστικής διαμάχης ξεκινά το 2006 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η Μονή Αγίου Διονυσίου καταθέτει το 2006 αγωγή η οποία εκδικάζεται το 2010 στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής και ζητά να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία έννομης σχέσης κυριότητας και νομής του Δήμου επί 48 ακινήτων και να ακυρωθεί η μεταγραφή τους το 1968 στη τότε κοινότητα, τέως Δήμο Ορμύλιας και νυν Δήμο Πολυγύρου. 

Με απόφασή του το πολυμελές πρωτοδικείο Χαλκιδικής το 2010 απορρίπτει την αγωγή της Μονής με το σκεπτικό ότι οι εκτάσεις αποτελούσαν γαίες που χρησιμοποιούνταν ως κοινόχρηστοι χώροι ανέκαθεν με παραχώρηση από τις οθωμανικές αρχές. Επιπλέον το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται πως οι εκτάσεις χρησιμοποιούνταν από τη Μονή ως κύρια ούτε ότι ήταν προσαρτημένες στη Μονή επί οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά με τη προσάρτηση της Χαλκιδικής στο ελληνικό κράτος η κυριότητά τους περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού κράτους. Το δικαστήριο ταυτόχρονα απορρίπτει τα έγγραφα επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας που προσκόμισε η Μονή, όπως την εξαγορά των εκτάσεων μέσω δωρεάς από το 1570 κρίνοντας ότι αφενός το έγγραφο δεν κάνει σαφή αναφορά ότι περιλαμβάνονται τα εν λόγω επίδικα και αφετέρου ότι η σύνταξη και κατοχή του εγγράφου στερείται έννομης συνέπειας καθώς είναι μια γενικόλογη επιστολή. Επιπλέον το δικαστήριο κρίνει ότι η εξαίρεση εκτάσεων από την απαλλοτρίωση και τη διανομή του 1931 δεν προσδίδει ούτε μεταβιβάζει στη Μονή τη κυριότητά τους. 

Η Μονή προσφεύγει στην πρωτόδικη απόφαση και το Εφετείο Θεσσαλονίκης το 2012 δέχεται μερικώς την αγωγή και αναγνωρίζει τη κυριότητα της Μονής επί 14 εκ των 48 ακινήτων. Έτσι φτάνουμε στο 2014 όπου Δήμος Πολυγύρου και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας καταθέτουν εκ νέου αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Εφετείου προσφεύγοντας στον Άρειο Πάγο. 

Οι κάτοικοι σε απόγνωση 

Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου το 1970 επικράτησε αναταραχή στους κατοίκους της περιοχής που είχαν εγκατασταθεί από το 1931. Οι κάτοικοι βρέθηκαν σε απόγνωση καθώς καθόλο το διάστημα της αντιδικίας χρησιμοποιούσαν τα ακίνητα ως βοσκότοπους, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, δρόμους, πάρκα, νεκροταφείο, σχολείο χωρίς η Μονή ποτέ να ασκήσει πράξη νομής. Έτσι η κοινότητα ζήτησε από το δημόσιο την εξαγορά των τεμαχίων και την παραχώρησή τους σε αυτή. Υπήρξε ανταλλαγή αλληλογραφίας της Μονής και του Υπουργείου Γεωργίας το 1973 και 1975 από την οποία προκύπτει ότι εκκρεμούσε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ο κανονισμός του τιμήματος. Μάλιστα εξαμελής επιτροπή που συγκροτήθηκε με ΚΥΑ των Υπ. Οικονομίας και Γεωργίας σε έκθεσή της το Μαϊο του 1974 ανέφερε ότι η αξία της ανέρχεται σε 37.000.000 δρχ και πρότεινε ή να καταβληθούν τα χρήματα ή να παραχωρηθούν αντ'αυτού δικά του αστικά ακίνητα. Η συμφωνία όμως δεν επιτεύχθηκε καθώς η Μονή αντιλαμβανόμενη ότι οι εκτάσεις ήταν ζωτικής σημασίας για τη κοινότητα και τους κατοίκους ζήτησε υπέρογκο τίμημα, ύψους 72.000.000 δραχμών, μέσα σε έξι μήνες από την υποβολή της αίτησης. 

Το 1983 το ελληνικό δημόσιο ενημερώνει με έγγραφο του τη κοινότητα ότι η προσπάθεια απέτυχε. Από τότε μέχρι και σήμερα οι κάτοικοι βρίσκονται σε απόγνωση και κινητοποιήσεις ζητώντας να επιλυθεί το θέμα. Μάλιστα από το 2006 όπου και ξεκίνησε ο δεύτερος γύρος δικαστικών διενέξεων προχώρησαν σε σειρά κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων καθώς στις εν λόγω εκτάσεις βρίσκονται κοινόχρηστοι χώροι όπως γήπεδο ποδοσφαίρου, μπάσκετ, κτίρια αποδυτηρίων, δημοτικό πάρκινγκ, κλπ που εξυπηρετούν κοινωφελείς και δημόσιους σκοπούς. 

Ιερές μπίζνες σε βάρος των κατοίκων 

Ακολουθώντας τη πεπατημένη μετά τη «δικαίωσή» της το 1970 η Μονή Αγίου Διονυσίου ξεκίνησε τις προσπάθειες να πωλήσει κομμάτια των εκτάσεων και μάλιστα ένα εκ των οποίων είναι “φιλέτο” καθώς βρίσκεται σε εξαιρετικά προνομιούχα θέση στη θάλασσα. Στην αρχή έλαβε αρνητική απάντηση από το Δασαρχείο Πολυγύρου καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη οι διαβουλεύσεις για συμβιβαστική λύση. Όταν όμως αυτές ναυάγησαν η εν λόγω έκταση πωλήθηκε χωρίς πολλές αντιδράσεις από πλευράς δημοσίου γεγονός που αποδεικνύουν και έγγραφα της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων νομού Χαλκιδικής και της Τριμελούς Επιτροπής του νομικού Συμβουλίου του Κράτους του 1994 που επικυρώνουν την πώληση. - 

Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.