Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Με την τηλεόραση σπανίως ασχολούμαι αμέσως, αναγνώστη μου, όπως σπανίως σημειολογώ σε ζητήματα διεθνών διενέξεων, αν και τα δύο κατά έναν αλληλένδετο τρόπο αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της καθοριστικής εμπειρίας μου για την διαμόρφωση της συνολικής προσωπικότητάς μου.
Ίσως να πάσχω από κάποιο είδος «προτεσταντισμού»! Δεν μιλάω για την εμπειρία μου αυτή καθ’ εαυτή , αφήνω την ίδια να μιλήσει για την πολιτική, την οικονομία και πτυχές των σύγχρονων πολιτικών στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας, μεταβιομηχανικής και μετανεωτερικής παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό διαπράττω συνειδητά μια ακόμη παραδοξότητα σύμφωνα με την κυρίαρχη, μοντέρνα δημοσιογραφική έκφραση: όχι μόνον δεν υποτάσσω την γραφή μου σε οποιαδήποτε «ξύλινη» πολιτική αφήγηση της νεωτερικότητας, αλλά επιπροσθέτως προβάλω - κάποιες φορές μάλιστα εις βάρος της αναλυτικής προσέγγισης - την πολιτική μεθοδολογία επί της οποίας κτίζω και παρουσιάζω την άποψή μου.
Αυτό «εκνευρίζει» (: απορρυθμίζει το γνωστικό σύμπαν σε) κάμποσους αναγνώστες, οι οποίοι έρχονται να το παρεξηγήσουν και να το θεωρήσουν υπερφίαλη επίδειξη γνώσεων. Το ζήτημα, μάλιστα, μού έθεσε τις προάλλες φίλος, πολύπειρος έλληνας δημοσιογράφος, δοκιμάζοντας να ερμηνεύσει τις πολύ μεγάλες διακυμάνσεις που εμφανίζει η αναγνωσιμότητα σημειωμάτων μου στο δικό του ιστολόγιο. Η παρατήρησή του είναι μάλλον σωστή: εκεί όπου η γνώση δομεί άποψη χωρίς ο συγγραφέας του σημειώματος να ταλαιπωρεί τον αναγνώστη με έμμεσες συνήθως, αλλά και άμεσες παραπομπές/αναφορές στην αρχαιολογία και γενεαλογία αυτής της ίδιας της γνώσης του, φαίνεται να εκδηλώνεται από τον δεύτερο μεγαλύτερο ενδιαφέρον και να δομείται ίσως ευνοϊκότερο πεδίο αποδοχής της γνώμης. Έτσι άλλωστε πράττουν όλοι οι καλοί δημοσιογράφοι και αρθογράφοι...
Μόνον που εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει να επικοινωνώ – στο πλαίσιο της διαδικτυακής μας αλληλεπίδρασης, αναγνώστη μου – ως «καλός δημοσιογράφος» ή ως «καλός αρθογράφος», ή ως «ειδικός», αλλά αποκλειστικά κάτι σαν «βιοποιητής» που παρακολουθεί την πεταλούδα να κινεί τα φτερά της στον Αμαζόνιο και αναρωτιέται: θα βρέξει ή δεν θα βρέξει στη Κίνα; Σημειολογώ πολιτικά στη βάση της μετάβασης από την μια εποχή στην άλλη, εστιάζοντας στην ευαισθησία της εξάρτησης ενός συστήματος από τις αρχικές συνθήκες. Αυτό αποκαλώ κοινωνικό πραγματισμό, που θεωρώ πως πρέπει να δομείται αφηγηματικά ως ΥΠΕΡΟΛΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ. Δηλαδή, σύμφωνα με την αντίληψη πως η εμφανιζόμενη ή αναφερόμενη ως ενιαία πραγματικότητα κινείται ταυτόχρονα προς διαφορετικές και συνυπαρκτές κατευθύνσεις – τις οποίες η μαρξιστική διαλεκτική αντιμετωπίζει ως αντιθέσεις – στο πλαίσιο μιας ακατάπαυστης, χαοτικής αλληλόδρασης μεταξύ μικροσυστημάτων, όπου μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των πληροφοριών (: συμβάντων) στο ένα μικροσύστημα οδηγεί την εξέλιξη (: μετασχηματισμό) της ιστορίας του γενικού μακρο-συστήματος σε δραματικά διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή στο μικροσύστημα. Αυτό προδηλώνει την μετάβαση σε μια νέα εποχή και ορίζει μια νέα τάξη πραγμάτων.
Η διαλεκτική αυτή αποτελεί ουσιαστικά προϊόν της κριτικής προς την μαρξιστική διαλεκτική. Ωστόσο δεν θα την αποκαλούσα μεταμαρξιστική προσέγγιση, καθώς δομήθηκε στο πλαίσιο παράλληλης μεθοδολογικής κριτικής προς την διαλεκτική των Στωικών (σαφής διάκριση μεταξύ σημαίνοντος-σημαινόμενου), όπως και προς την Πλατωνική, Νεοπλατωνική. Κατά τον «Υπερολισμό» η ιστορία κινείται από την αλληλόδραση των μικρών-αληθειών και όχι από τη δυναμική κάποιας μεγάλης αλήθειας, που εναρμονίζει τις μικρές με ένα συναινετικό τρόπο, ή που εξουδετερώνει την ανταγωνιστικότητά τους με την καταλυτική παρέμβαση κάποιας πρωτοπορίας. Έτσι κατά τον «Υπερολισμό» - δεν μου αρέσει προσωπικά η λέξη – η πραγματικότητα δομείται από τον πολιτικό αγωνισμό μικρών-αληθειών και έτσι η αντικειμενικότητα είναι πολυδιάστατη, ενώ γίνεται αντιληπτή ως αδιάκοπη αλληλεπίδραση των υλικών συνθηκών της ζωής με τις ιδέες που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα στο μυαλό του.
Στο σημείο αυτό φαντάζομαι, αναγνώστη μου, να αντιλαμβάνεσαι την στενή σχέση του κονστρουκτιβισμού – που αποτελεί την γενική παιδαγωγική φόρμα της γραφής μου για να κάνει αναδόμηση, δια της κοινωνικής διαδόμησης περισσότερο (Bourdieu, Derrida, Lacan, Žižek, Mouffe) παρά δια του κλασικού στρουκτουραλισμού – με τον «Υπερολισμό», όπως και την ανάγκη (μου) να προσφεύγω διαρκώς στην παρουσίαση του ακριβούς γνωστικού μοντέλου που χρησιμοποιώ για να προσεγγίσω ένα συμβάν. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι κουραστικό για τον αναγνώστη, αλλά οι μικρές-αλήθειες που διαπραγματεύομαι δεν υπακούουν στη μεθοδολογία των αυτονόητων, των μεγάλων-αληθειών (-ισμών) και απαιτούν διαρκή μεθοδολογική διασαφήνιση.
Ξόδεψα αρκετό χώρο για να αποσαφηνίσω την στάση μου, η οποία ορίζει ασφαλώς και την γενική λογική και δομή της πολιτικής μου παρέμβασης στη συγκυρία. Πρόκειται για την άποψη που έχω για την μετάβαση της Ελλάδας σε μια μετανεοφιλελεύθερη και μεταλαϊφσταλίστικη εποχή, με αιτιατό μηχανισμό και πολιτικώς νομιμοποιητικό παράγοντα αυτή καθ’ εαυτή τη γνωστική αποκρυστάλλωση της πτώχευσης και φτωχοποίησης από τα σοβαρά πληττόμενα από την κρίση, δύο-τρίτα του πληθυσμού.
Το (μετα-) σημαίνει διαμόρφωση ενός νέου γνωστικού μοντέλου, από τους έλληνες στην περίπτωσή μας, ως κριτική στο πολιτικό σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, σε κάθε έκφανση του πελατειακού κράτους και του κομματισμού, όπως και στο οικονομικοπολιτισμικό καθεστώς προώθησης του νεοφιλελευθερισμού και του νεοπλουτίστικου μικροαστισμού δια του lifestyle που δομήθηκε ως κεντρική αφήγηση με κύριο φορέα την ραδιοτηλεοπτική απορρύθμιση του τέλους του ’80 και των αρχών του ‘90 και ασφαλώς το επικοινωνιακό περιβάλλον που την υποστήριξε (περιοδικά, εφημερίδες, οπτικοακουστικές παραγωγές κάθε είδους, διαφημιστικά δημιουργικά κλπ).
Μονάδα αυτής της απορρύθμισης υπήρξε και ο εαυτός μου. Με αποτέλεσμα να βιώσω εμπειρικά αρκετές διαστάσεις (κάμποσες μικρές-αλήθειες) αυτού του οικονομικοπολιτισμικού καθεστώτος που κατέληξε στην χρεωκοπία, τον διεθνή διασυρμό και στην πρόκληση του μεγαλύτερου Κοινωνικού Ζητήματος μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Η προσωπική μικρή-αλήθεια μου είχε ήδη από το τέλος του ’90 καταλήξει πως το καθεστώς αυτό δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να μακροημερεύσει, διαβλέποντας, μάλιστα, τον κίνδυνο μίας απότομης κατάρρευσης την οποία τα όποια προοδευτικά κινήματα και ευρύτερα η κοινωνία των ελλήνων πολιτών δεν ήταν προετοιμασμένα/οι να αντιμετωπίσουν. Και αυτό επειδή οι περισσότεροι είχαν εγκλωβιστεί στην διαλεκτική των ΜΜΕ διαπλεκόμενων, κρατικοδίαιτων στην πλειονότητά τους επιχειρηματιών, ενώ οι υπόλοιποι αντιμετώπιζαν το ιδιαίτερο ελληνικό καθεστώς στο πλαίσιο της μεγάλης-αλήθειας της μαρξιστικής κριτικής προς τον καπιταλισμό, με τους περισσότερους, μάλιστα, εξ αυτών να μην μπορούν να ξεφύγουν από την λενινιστική προσέγγιση της ηγεμονίας.
Δυστυχώς, οι προοδευτικοί έλληνες, εμφανίζοντας σημαντική αδυναμία στην πραγματιστική προσέγγιση του ιδιαίτερου οικονομικοπολιτισμικού καθεστώτος της ύστερης μεταπολίτευσης του 1974, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν εγκαίρως την κατάρρευσή του, αλλά ούτε κι εγώ είχα πετύχει να προβλέψω την χρονική στιγμή και το μέγεθος της κατάρρευσης, η οποία ακόμη και σήμερα γίνεται τεράστια προσπάθεια από τους οικονομικούς μεγαλοπαράγοντες και το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της δεξιάς, κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, να διασκεδαστεί. Η πραγματικότητα είναι πως πρόκειται για μία γενικευμένη οικονομική και πολιτισμική κρίση που διαμορφώνει νέες, ταξικού χαρακτήρα αντιπαλότητες εντός της ελληνικής κοινωνίας και απολύτως νέα ζητούμενα από το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών ομάδων που συνθέτουν τον ελληνικό λαό. Η συντεταγμένη χρεοκοπία είναι πρόδηλο πλέον ότι προκαλεί για ανασύνταξη ολόκληρη την ελληνική κοινωνία: για την αποκρυστάλλωση νέων γνωστικών μοντέλων, νέων κοινωνικών σχέσεων και νέων μορφών ταξικού αγώνα.
Τα ζητούμενα αυτά παραπέμπουν ασφαλώς σε μία ριζική μεταρρύθμιση των ελληνικών ΜΜΕ και πρωταρχικώς σε μία μεταρρύθμιση στην Τηλεόραση, που θα την οδηγήσει να μεταβεί αναγκαστικά σε μία μετανεοφιλελεύθερη και μεταλαϊφσταλίστικη εποχή. Πιστεύω ότι οι τριβές και οι εξελίξεις στο MEGA – έτσι όπως παρουσιάζονται δειλά-δειλά από δημοσιογράφους του λεγόμενου τηλεοπτικού ρεπορτάζ – σχετίζονται απολύτως με την μετάβαση σε αυτήν τη νέα εποχή, η οποία θα αποτελέσει και το ορόσημο για το πέρασμα στην Τέταρτη Ελληνική Δημοκρατία. Ίσως η «πεταλούδα» που αποτελεί κομβικό στοιχείο της δικής μου προσέγγισης, να λέγεται MEGA. Ίσως… πιθανόν, αν οι ιδιοκτήτες του καναλιού αποφασίσουν πως δεν τους συμφέρει πλέον η άμεση εμπλοκή με το μέσο και δρομολογήσουν την παράδοση του καναλιού σε δημοσιογράφους και δημιουργούς που χαρακτηρίζονται από σαφή αντι-νεοφιλελεύθερη, αντι-λαϊκιστική και αντι-λαϊφσταλίστικη στάση και συμπεριφορά.
Προφανώς δεν λύνεται έτσι το μέγα ζήτημα της επί ενός τετάρτου του αιώνα απορρύθμισης των οπτικοακουστικών μέσων. Εδώ απαιτείται μία ριζική και μεγάλου εύρους (πολιτική) μεταρρύθμιση, με κανόνα την δημοκρατικοποίηση του χώρου, την διαφάνεια στο καθεστώς ιδιοκτησίας με παράλληλη περιθωριοποίηση της διαπλοκής, καθώς και θεσμική ενίσχυση της ελευθερίας του δημοσιογράφου και κυρίως του ερευνητή δημοσιογράφου. Όχι, δεν πιστεύω πως η μετανεοφιλελεύθερη και μεταλαϊφσταλίστικη εποχή περιμένει τις εξελίξεις στο MEGA, αλλά πως οι εξελίξεις στο MEGA ίσως αποτελέσουν κάτι παραπάνω από ενδείξεις για την μετάβαση σε μία νέα εποχή, που θα δομείται ακριβώς επί της κριτικής για την μορφή και το περιεχόμενο του MEGA που διαμορφώθηκε τα τελευταία 25 χρόνια ως κεντρικό μήνυμα προς την ελληνική κοινωνία [το μέσον είναι μήνυμα].
Πιστεύω πως απαραίτητο στοιχείο αυτής της μετάβασης του MEGA, που θα συμπαρέσυρε αυτομάτως και τα υπόλοιπα κανάλια, θα πρέπει να είναι η απο-αμερικανοποίηση και απο-ανατολικοποίηση τόσο των ενημερωτικών εκπομπών, όσο και των λεγόμενων ψυχαγωγικών – αν και αυτή η διάκριση, εκτός από κοινωνιολογικώς εσφαλμένη, είναι και θεσμικώς άκρως προβληματική. Η τηλεοπτική δημοσιογραφία πρέπει να επιστρέψει με αυστηρότητα στις διεθνώς κοινά αποδεκτές αρχές της απροκατάληπτης δημοσιογραφίας, ενώ η «ψυχαγωγία» θα πρέπει να αποκτήσει περισσότερο πνεύμα και ποιότητα και λιγότερο μπούτι, στήθος, κλειδαρότρυπα και θεατρινίστικη προστριβή μεταξύ απίθανων «ουάου» προσωπικοτήτων.
Μεταξύ δημοσιογραφίας και ψυχαγωγίας, ωστόσο, βρίσκεται ο πλέον ενδιαφέρων χώρος για την νοηματοδότηση της μετανεοφιλελεύθερης και μεταλαϊφσταλίστικης εποχής για την Ελλάδα. Είναι η περιοχή όπου με τηλεοπτικώς ερευνητικό τρόπο και με «Υπερολιστική» γενική προσέγγιση θα μπορούσε να δομηθεί ένα διαφορετικό γνωστικό μοντέλο ως μήνυμα προς την ελληνική κοινωνία, που θα αφορά στην σημειολογία της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα.
Πρόκειται, αγαπητέ αναγνώστη, γι’ αυτό που θα αποκαλούσα «βιεννέζικο τύπο» τηλεοπτικών εκπομπών, στο πνεύμα του Karl Kraus, ο οποίος στην αρχή του προηγούμενου αιώνα αγωνίστηκε να δείξει ότι ο καθρέφτης των ελαττωμάτων και στρεβλώσεων μιας κοινωνίας και της πολιτικής και της οικονομίας της είναι η διαφθορά της γλώσσας. Εναντίον αυτής της διαφθοράς της γλώσσας στην Ελλάδα θα μπορούσε να αρθρωθεί το πλέον αποτελεσματικό νέο τηλεοπτικό ιδίωμα προς την μετανεοφιλελεύθερη και μεταλαϊφσταλίστικη εποχή. Και αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει ως MEGA-εγχείρημα.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.