ΘΕΜΑ: «Υποβολή φακέλου ενεργηθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως».
∆ια της υπ’ αριθµ. 1868 /5-9-1974 παραγγελίας υµών έλαβον την εντολήν όπως ενεργήσω προκαταρκτικήν εξέτασιν προς διακρίβωσιν τυχόν τελέσεως αξιοποίνων πράξεων εξ αφορµής των περί το Πολυτεχνείον γνωστών αιµατηρών εκδηλώσεων του Νοεµβρίου 1973.
Επιληφθείς ούτω της ερεύνης εξήτασα πλήθος µαρτύρων, συνέλεξα εγγραφα, ενήργησα αυτοψίας και άλλας έρευνας, ήκουσα µαγνητοταινίας και παρηκολούθησα την προβολήν κινηµατογραφικών
ταινιών, ληφθεισών κατά τας ερευνωµένας εκδηλώσεις. Υποβάλλων ήδη υµίν τον σχηµατισθέντα ογκώδη φάκελλον αναφέρω τα ακόλουθα επί των εκ της ερεύνης ταύτης διαπιστωθέντων:
ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Α) ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ
Την 20ην Νοεµβρίου 1972 είχον διεξαχθή αρχαιρεσίαι εις άπαντας τους φοιτητικούς Συλλόγους των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων προς ανάδειξιν νοµίµων εκπροσωπήσεων. Αποτέλεσµα όµως των αρχαιρεσιών τούτο ήτο η εις τας περισσοτέρους Σχολάς, πλήν των τοιούτων Τοπογράφων και Χηµικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, ανάδειξις εκπροσώπων ασχέτων και ξένων προς την αληθή βούλησιν των εκπροσωπουµένων. ∆ι’ ο και σταθερόν, αµετάθετον και θερµόν ήτο το σύνθηµα µεταξύ του σπουδαστικού κόσµου δια γνήσιας και αδιάβλητους αρχαιρεσίας.
Το ειλικρινές και δίκαιον τούτο αίτηµα απετέλεσε την απαρχήν των κατά Νοέµβριον 1973 γνωστών αιµατηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου.
Από των αρχών ήδη του µηνός Νοεµβρίου, συµπληρουµένου του κατά νόµον ετησίου κύκλου των φοιτητικών εκπροσωπήσεων, το αίτηµα τίθεται, καθίσταται γενικόν και εµφανίζεται σταθερόν, εµπνέον τους σπουδαστάς εις αποφασιστικήν, προς ικανοποίησιν του, αγωνιστικότητα.
Το έναυσµα του αγώνος δίδεται δια της υπο των Συλλόγων Τοπογράφων και Χηµικών του ΕΜΠ δηµοσιεύσεως δια του τύπου του από 8-11-1973 ψηφίσµατος αναφεροµένου εις σπουδαστικά µόνον ζητήµατα και αιτήµατα. Την 13ην Νοεµβρίου 1973 επισκέπτεται το Πολυτεχνείον ο τότε Υπουργός Παιδείας και Κυβερνήσεως Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη Παναγιώτης Σιφναίος, όστις εις µάτην προσπαθεί να κατευνάση τα πνεύµατα, να πείση περί των αγαθών του προθέσεων και να αναβάλη προς καιρόν τας αρχαιρεσίας, ελπίζων προφανώς εις την δια των ενεργηθησοµένων βουλευτικών εκλογών εκτόνωσιν της καταστάσεως.
Απέρχεται του Πολυτεχνείου άπρακτος και ανήσυχος, µη δυνηθείς να εφοδιάση τον πρύτανιν δια του όπερ είχεν υποσχεθή διατάγµατος περί αναβολής των αρχαιρεσιών, ίνα δυνηθή να αρνηθή την υπο των σπουδαστών αιτηθείσαν ήδη, εν τω πλαισίω του νόµου, άδειαν συγκλήσεως των συνελεύσεων, διότι το διάταγµα τούτο –κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν του τότε Υπουργού- «περιεπλανάτο εισέτι µεταξύ Αγαθαγγέλου και Παρασκευά Ιωαννίδη, καίτοι υπογραφέν υπ΄αυτού από δεκαηµέρου και πλέον».
Β) ΤΕΤΑΡΤΗ,
14- 11- 1973
Kαι την 14- 11- 1973 αι επίφοβοι Γενικοί Συνελεύσεις των σπουδαστών πραγµατοποιούνται νοµίµως. Από 14.00 µέχρι 17.30 ώρας περίπου 3.000 σπουδασταί του Πολυτεχνείου συνέρχονται εις τα κτίρια των Σχολών των και πραγµατοποιούνται Συνελεύσεις των Συλλόγων: Αρχιτεκτόνων, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων- Ηλεκτρολόγων και Χηµικών Μηχανικών. Εις απάσας τας Συνελεύσεις ταύτας συνεζητήθησαν σπουδαστικά µόνον θέµατα και απεφασίσθη η αποχή εκ
των µαθηµάτων µέχρι και της ∆ευτέρας 19- 11- 1973. Το προηγούµενον όµως των περί την Νοµικήν, ιδία, Σχολήν, γεγονότων του Φεβρουαρίου 1973 και των εξ αυτών δυσµενών εξελίξεων, σοβαρός µεν προεκάλει εις τους τότε κρατούντος ανησυχίας, προάγγελος όµως ήτο ελπίδων πολλών δια τας νεανικάς καρδίας των σπουδαστών. Και το αντίθετον τούτο, δι’ έκαστον των διισταµένων συναίσθηµα σοβαρώς επετείνετο, τεχνιέντως εκατέρωθεν υπο ανησυχιών και ελπίδων τροφοδοτούµενον.
Τας απογευµατινάς ώρας της ιδίας ηµέρας, Τετάρτης 14- 11- 1973, ρίπτεται υπο τινων σπουδαστών η ιδέα της παραµονής και διανυκτερεύσεώς των εντός του Πολυτεχνείου και συνενούνται µετά
των αυτόθι παραµενόντων. Η τοιαύτη περί παραµονής απόφασις υπήρξεν αυθόρµητος και ήτο ξένη- αρχικώς τουλάχιστον- προς πάσαν ιδέαν πολιτικής εκµεταλλεύσεως των εκδηλώσεων. Περί την 18.00 ώραν πραγµατοποιείται εκτός του Πολυτεχνείου και επι των οδών Πατησίων και Στουρνάρα συνάντησις του Πρυτάνεως του Πολυτεχνείου µετά του τότε Αστυνοµικού ∆ιευθυντού Αθηνών, παρισταµένου εκπροσώπου της Εισαγγελικής Αρχής και ζητείται άδεια του πρυτάνεως, δια την εντός του ιδρύµατος είσοδον των αστυνοµικών προς εκδίωξιν των σπουδαστών. Ο πρύτανις όµως αρνείται κατηγορηµατικώς, διερµηνεύων εν τούτω και την οµόφωνον και οµόρρυθµον γνώµην της τε Συγκλήτου και του Συλλόγου των καθηγητών του Πολυτεχνείου.
Η τοιαύτη υπεύθυνος θέσις των καθηγητών του Πολυτεχνείου εξεφράσθη και επισήµως δια της από 15- 11- 1973 αποφάσεως της Συγκλήτου, δι’ ης κατηγορηµατικώς απεκρούετο πάσα ιδέα επεµβάσεως διότι θα κατελύετο δι’ αυτής το ακαδηµαϊκόν άσυλον και σοβαρός υφίστατο κίνδυνος, αιµατοχυσίας. Εξεφράζετο δε εν ταυτώ η ελπίς της υπο των ιδίων των καθηγητών, ως και κατά το παρελθόν, ειρηνικής αντιµετωπίσεως των γεγονότων. Νέα πρασπάθεια της Αστυνοµίας δι’ απ’ ευθείας συνεννοήσεως µετ’ εκπροσώπων των σπουδαστών προς ειρηνικήν αποχώρησίν των εκ του Πολυτεχνείου αποτυγχάνει. Οριστικοποιείται ούτω η απόφασις της αυτόθι παραµονής των σπουδαστών και από 22.00 ώρας λαµβάνονται τα πρώτα του εκ των έσω αποκλεισµού των.
Ουδέν όµως εκ των έξω η Αστυνοµία πραγµατοποιεί. Αποσύρεται και απρακτεί, οιονεί απαθώς θεωµένη των γιγνοµένων, παρά τον σαφώς διαφαινόµενον κίνδυνον διεισδύσεως στοιχείων ξένων και επιρροών επιβλαβών ασχετων προς τα σπουδαστικά αιτήµατα, µεταξύ του φοιτητικού κόσµου, κίνδυνον, ον αντελήφθησαν ή θα έδει να αντιληφθούν πολυπλεύρως και ουχί µονοµερώς αι υπηρεσίαι πληροφοριών της Αστυνοµίας. (Οράτε σχετικήν αναφοράν αρµοδίας υπηρεσίας). Και ούτω δεν επιχειρείται ευθύς εξ υπαρχής το λογικώτερον και απλούστερο, ο αποκλεισµός δηλονότι του τετραγώνου του κτιριακού συγκροτήµατος του Πολυτεχνείου και η απαγόρευσις ή ο έλεγχος, έστω, των εις το Πολυτεχνείον εισερχοµένων και εξερχοµένων αυτού. Ούτω και το πανεπιστηµιακόν άσυλον θα διετηρείτο και τα επακολουθήσαντα έκτροπα θα προελαµβάνοντο. Και το αποτέλεσµα
υπήρξεν αληθώς τραγικόν. Στοιχεία ξένα, άσχετα και εχθρικά προς τους σπουδαστάς εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον, ο ιερός χώρος του οποίου µεταβάλλεται εις αιµατοβαφή στίβον ενός απηνούς αγώνος φανατικών πολιτικών αντιθέσεων.
Εκπρόσωποι των ποικίλων αποχρώσεων της αριστεράς διασταυρούνται µετά πρακτόρων της ΚΥΠ και ανυποψίαστοι αγνοί σπουδασταί συνεργάζονται µετά πρακτόρων µυστικών υπηρεσιών. Και πάντες ούτοι ιδίας έχουν επιδιώξεις, οι οποίοι συµπορεύονται εις την προς ίδιον όφελος αδίστακτον εκµετάλλευσιν του αγνού ιδεαλισµού των νέων (κατάθεσις υπ’ αρ. 176 και µαγνητοταινία). Από του απογεύµατος της Τετάρτης 14- 11- 1973, το καθαρών σπουδαστικών αιτηµάτων φοιτητικόν κίνηµα, µεταλλάσσεται εις πολιτικόν και εκφράζεται ως αντίθεσις προς την κρατούσαν τότε δικτατορίαν.
Τα ριπτόµενα δε αρχικά συνθήµατα δηλοποιούν την ενότητα εις αυτήν την αντίθεσιν « ψωµί- παιδεία- ελευθερία – δηµοκρατία. Λαϊκή Κυριαρχία, έξω το ΝΑΤΟ, ∆ηµοκρατική παιδεία, κάτω η Χούντα, όχι στον εµπαιγµό του τρελού » κ.α. Η τοιαύτη προς τον πολιτικόν χώρον µετατόπισις του αγώνος σωρευτικά προκαλεί γεγονότα και ραγδαίας συνεπάγεται εξελίξεις. Η βαρεία πολιτική ατµόσφαιρα της εποχής και η επι έτη συµπιεζοµένη πολιτική βούλησις εύρον άνοιγµα εκτονώσεως
έντονον εις τα δια των εκδηλώσεων προκαλούµενα ρήγµατα εις τον δικτατορικόν µονολιθισµόν, ενώ ο κατά την ιδίαν εσπέραν τεθείς εις λειτουργίαν πρόχειρος ραδιοφωνικός σταθµός του Πολυτεχνείου
µεταβάλλει εις κήρυγµα εύγλωττον.
Ισχυρών συγκινησιακών δονήσεων, γενεσιουργόν, την κραυγήν: «Εδώ Πολυτεχνείον, εδώ Πολυτεχνείον, εδώ ο ραδιοφωνικός σταθµός των ελεύθερων αγωνιζοµένων Ελλήνων »! Η στιγµή ήτο κρίσιµος, διότι η εκδήλωσις ήτο αυτόχρηµα επαναστατική – και το έτι σπουδαιότερων -
εις χώρον ελευθερίας πνευµατικής και κατέκλυζε τας ψυχάς αµετανοήτων ιδεολόγων όλων των εποχών, των νέων! Απητείτο γνώσις του αναφυοµένου ήδη προβλήµατος και εχρειάζετο σύνεσις,
αντικειµενικότης, διορατικότης και ψύχραιµος αποφασιστικότης δια την αντιµετώπισιν και επίλυσιν τούτου. Και ως προς µεν την γνώσιν σοβαρώς εδοκιµάσθη, διότι ουδείς των αναλαβόντων την ευθύνην των γεγονότων εκ των τότε κρατούντων εδείχθη ότι κατενόει σοβαρώς τα σπουδαστικά αιτήµατα και την ιδιότυπον και ιδιόµορφον ψυχολογίαν των νέων, οι οποίοι εις τας προοδευτικάς και ανακαινιστικάς τάσεις των εµφανίζονται ανέκαθεν ως αντιφρονούντες, αντικυβερνητικοί και ουχί σπανίως επαναστατικοί. Ως προς δε την σύνεσιν, την ψυχραιµίαν και διορατικότητα τραγική επηκολούθησεν η εκ των εξελίξεων διάψευσις αυτής της ελπίδος.
Γ) ΠΕΜΠΤΗ
15- 11- 1973
Την Πέµπτην, 15- 11- 1973, η συγκέντρωσις λαµβάνει αµιγώς πολιτικόν χαρακτήρα.
Πλήθη λαού κατέρχονται προς το Πολυτεχνείον, αι εκτός αυτού συγκεντρώσεις ογκούνται και αυξάνονται γεωµετρικώς οι εντός αυτού εισερχόµενοι σπουδασταί, αλλά και εργάται. Μαχητικά, αναρχικά και αριστερά στοιχεία επηρεάζουν προς στιγµήν το δια του Ρ / Σ και τω µεγαφώνων ριπτόµενα συνθήµατα, ενώ πράκτορες της Κ Υ Π, της Ε Σ Α και άλλων µυστικών υπηρεσιών νοθεύουν την καθαρότητα των φοιτητικών συνθηµάτων δια της διαδόσεος αναρχικών και
ανατρεπτικών τοιούτων όπως Κ Κ Ε – Κάτω το Κράτος, Λαοκρατία, ζήτω η σεξουαλική επανάστασις κ.α – (κακότεχνος προβοκάτσια κατά Σιφναίον και ∆ασκαλόπουλον ) και προσπαθούν να εξωθήσουν και παρασύρουν τους σπουδαστάς εις παντοίας πράξεις βίας και δολιοφθορών. ( Καταθέσεις υπ’ αρ. 33, 61, 75, 130, 155, 159, 187, 202, και 213 ).
Και οι σπουδασταί αµύνονται προς πάσαν κατεύθυνσιν. Επαναφέρουν τον Ρ / Σ εις την ορθήν αντιδικτατορικήν θέσιν του, απαλοίφουν αναρχικά και εξτρεµιστικά συνθήµατα, αποκαλύπτουν και εκδιώκουν εκ του Πολυτεχνείου τους πράκτορας, τοποθετούν φρουράς εις άπαντα τα εργαστήρια και χώρους οργάνων προς διαφύλαξιν των έναντι πάσης φθοράς ή ζηµίας, οργανώνουν επιµελώς την αυτόθι παραµονήν των δια του ορισµού ειδικών επιτροπών κατά τοµείς, επιµελούµενοι και αυτής
της καθαριότητος, καταστρέφουν όµως από συµφώνου οι ίδιοι το γραφείον του Κυβερνητικού Επιτρόπου και καλούν τον λαόν εις συµπαράστασιν και εξέγερσιν. ( Οράτε καταθέσεις απάντων των
καθηγητών του Πολυτεχνείου και του επιµελητού Ιατρίδη) .
Εκτός του Πολυτεχνείου η κατάστασις εµφανίζεται περισσότερον έκρυθµος, διότι η ευρύτης των χώρων και η εντεύθεν ελευθερία κινήσεων διευκολύνει τας µαζικάς συγκεντρώσεις και µαχητικάς
εκδηλώσεις εις διάφορα σηµεία του κέντρου της πόλεως. Κινήσεις διαδηλωτών, συγκεντρώσεις, µικροσυµπλοκαί µε αστυνοµικούς, διανοµή προκηρύξεων, επικόλλησις ή αναγραφή συνθηµάτων εις
αυτοκίνητα κ. λ. π. µεταφοραί τροφίµων και φαρµάκων εις τους εντός του Πολυτεχνείου, µεµονωµένα περιστατικά προπηλακισµού εις βάρος αστυνοµικών και στρατιωτικών και διακοπή της έµπροσθεν του Πολυτεχνείου κυκλοφορίας κατά τας εσπερινάς ώρας είναι τα κυρια χαρακτηριστικά της ηµέρας ταύτης.
Από πλευράς υπευθύνων συνεχίζετο περιέργως η απραξία και εφεκτικότης. Πραγµατοποιείται συνάντησις του Υπουργού Παιδείας µετά του Πρωθυπουργού και αµφοτέρων, ακολούθως µετά του τότε Προέδρου της ∆ηµοκρατίας παρισταµένου και του Υπουργού ∆ηµοσίας Τάξεως. Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας – καθ’ α υπο του Παν. Σιφναίου κατατίθεται – εξεδηλώθη αντίθετος προς πάσαν επέµβασιν εις το Πολυτεχνείον, συµφωνών εν τούτω µε την απόφασιν της Συγκλήτου.
Και εις την γενοµένην προς αυτόν παρατήρησιν περί κινδύνου προκλήσεως µεγάλων καταστροφών απήντησεν: « Ας τα σπάσουν. Ας κάψουν και το Πολυτεχνείον. Έχοµε λεπτά δια να τα ξαναφτιάξωµεν. Ας κατεβούν και στους δρόµους. Ας σπάσουν τις βιτρίνες ».Επεδίωκε προφανώς -
επιλέγει ο αυτός πάντοτε τότε Υπουργός Παιδείας – πολιτικά οφέλη.
Ποία και πώς όµως. Ιδού το ερώτηµα!
∆) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ,
16 – 11 – 1973
Το δράµα των γεγονότων του Πολυτεχνείου οδηγείται εις την τραγικήν του κορύφωσιν και την αιµατηράν του κατάληξιν. Εντός µεν του Πολυτεχνείου η θέσις των ως είρηται, ποικιλώνυµων φατριών και πολιτικών τάσεων σκληρύνεται, ενώ τα δια του Ρ / Σ εκπεµπόµενα συνθήµατα συγκινούν, προκαλούν, διεγειρουν και κινητοποιούν µάζας λαού εις οµαδικάς συγκεντρώσεις. Κατά τας µεσηµβρινάς ώρας πραγµατοποιούνται αι πρώται µεγάλαι πορείαι προς Οµόνοιαν και Πολυτεχνείον δια των µεγάλων αρτηριών : Αιόλου, Σταδίου, Πανεπιστηµίου, Πατησίων και Αλεξάνδρας. Την 18.00 ώραν µέγα πλήθος διαδηλωτών πορεύεται προς το Σύνταγµα.
Ανακόπτεται όµως υπό αστυνοµικών δυνάµεων η πορεία του και εις την συµβολήν των οδών Σταδίου – ∆ραγατσανίου και Κοραή επιχειρείται η βιαία διάλυσις του. Κατά την επανακολουθήσασαν συµπλοκήν ρέει το πρώτον αίµα, διότι υπήρξαν εκατέρωθεν τραυµατίαι. Κατά τινας µάλιστα µαρτυρίας , µη πλήρως εξελεγχθείσας, ετραυµατίσθησαν θανασίµως νεαρά διαδηλώτρια και διαδηλωτής και επυροβολήθη δις Υπαστυνόµος ανεπιτυχώς ( καταθέσεις υπ’ αριθµ. 215, 216 και 217 ). Στοιχεία ύποπτα και ανεύθυνα, οµαδικώς ή και ατοµικώς ενεργούντα, προβαίνουν εις πράξεις βιαιοπραγίας κατά πολιτών και εις καταστροφάς περιουσιών (Θραύσεις βιτρινών και προθηκώνω καταστηµάτων – κατάθεσις 239 ). Οµάς διαδηλωτών επέτυχε και εισήλθε εις το επι της οδού Αιόλου αρ. 104 Μέγαρο της Νοµαρχίας Αττικής και µετά κόπου
εξεβλήθη υπο των αστυνοµικών.
Η κατάστασις συνεχώς εκτραχύνεται και καθίσταται επικίνδυνος. Την 19.30 ώραν ζητείται υπο της Αστυνοµίας η επικουρία της Χωροφυλακής, ήτις και αναλαµβάνει την φρούρησιν διαφόρων δηµοσίων καταστηµάτων, ( έγγραφον της υπ’ αρ. Ε. 34356 Φ 0025 / 16-11-1973 ). Περί ώραν 20.30 αρχίζουν αι πρώτοι συγκεντρώσεις και επιθέσεις των διαδηλωτών κατά του επι της συµβολής των οδών Γ. Σεπτεµβρίου και Μάρνη κτιρίου του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως, αίτινες και κατά τρεις διαδοχικάς φάσεις συνεχίζονται µέχρι της 22.30 ώρας. Επιτυγχάνεται αρχικώς η απόκρουσις και διάλυσις των διαδηλωτών δι’ απλών απωθήσεων και χρήσεως αστυνοµικών ράβδων, ως και δακρυγόνων αερίων. Κατά τας τελικάς όµως φάσεις των επιθέσεων τούτων χρήσις πυροβόλων όπλων, τη εντολή του ∆ιοικητού του µικτού Επιτελείου του Υπουργείου Στρατηγού Βαρνάβα. Ως προς τον χαρακτήρα της τοιαύτης χρήσεως των όπλων τα υπο των αρµοδίων υποστηριζόµενα σοβαρώς προς την πραγµατικότητα αντιτίθεται.
Οµιλούν ούτω περί πυροβολισµών εις τον αέρα προς εκφοβισµόν ενώ οι δύο (2) πρώτοι νεκροί εκ του καταλόγου των γνωστών θυµάτων έπεσαν εις τον γύρωθεν χώρον και ακόµη υπήρξαν πολλοί τραυµατίαι.
Εν τη ερεύνη ακολούθως της νοµιµότητος της ούτω γενοµένης χρήσεως των όπλων σοβαρά διαπιστούται αντίθεσις απόψεων των τότε υπευθύνων υπηρεσιακών παραγόντων, των µεν υποστηριζόντων ότι νοµίµως εγένετο η χρήσις των όπλων ( κατάθεσις υπ’ αρ. 151 ), των δε
τουναντίον ότι µεταξύ των νοµίµων µέσων δεν ήτο και η χρήσις των όπλων κατά του πλήθους ( κατάθεσις υπ’ αρ. 180 ). Η κατά του πλήθους όµως χρήσις των όπλων διαπιστούται ως ετονίσθη ήδη, κατά τρόπον αναµφισβήτητον. Πέραν των συγκεκριµένων και επωνύµων θυµάτων, τα επι των κατέναντι τοίχων και των αυτόθι επι των οδών εσταθµευµένων αυτοκινήτων. διαπιστωθέντα και εισέτι υπάρχοντα ίχνη εκ προσκρούσεως βληµάτων πυροβόλων όπλων, εις µακρόν µάλιστα από του εδάφους ύψος καταδεικνύουν το έωλον του περί εκφοβιστικών βολών ισχυρισµού.
Η ύπαρξις τέλος ελευθέρων σκοπευτών, ελευθέρως εις τον χώρον του Υπουργείου κινουµένων, καθιστά ύποπτον πάσαν αντίθετον θέσιν. ∆ιότι υπήρξεν αληθώς τραγική εν τη ενεργηθείση ερεύνη η ακόλουθος αποκάλυψις. Άτοµον εν πολιτική περιβολή, φέρον κόµην µακράν και γενειάδα, εκράτει µακρύκανον πυροβόλον όπλον και ου µόνον ελευθέρως και ανεµποδίστως ως εις οικείον και γνώριµον χώρον, εκινείτο µεταξύ των οργάνων του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως, αλλά και επυροβόλει δια του όπερ έφερε φονικού όπλου εκ διαφόρων σηµείων σηµείων του κτιρίου και από της ταράτσας, αλλά και εκτός αυτού, κατά του πλήθους ή και µεµονωµένων διαδηλωτών προς το
Πολυτεχνείον και την οδό Αβέρωφ. Τα στοιχεία ταυτότητος και η κακούργος συµπεριφορά του αδιστάκτου τούτου φονέως βεβαιούνται εκ των συλλεγεισών αποδείξεων ( οράτε καταθέσεις υπ’ αρ. 25, 151, 181, και 251 ).
Από της 20.00 ώρας περίπου ήρχισεν η εντός και εκτός του Πολυτεχνείου ρίψις βοµβίδων δακρυγόνων υπο της Αστυνοµίας, ενώ η ψυχραιµία και η υπευθυνότης είχον εγκαταλείψει πολλά από τα κατώτερα ιδία, όργανα της. Ου µόνον εκτύπων ανηλεών και βαναύσως τους διαδηλωτάς, σοβαράς προκαλούντες εις τούτους κακώσεις, αλλά και επυροβόλουν δια των όπλων των ( καταθέσεις υπ’ αρ. 209, 227, 228, και 258 ). Και είναι εύκολον να κρίνη τις και να παρακολουθήση
την κατεύθυνσιν των υπο την δόνησιν παροµοίων ψυχικών εκρήξεων εξαπολυοµένων βολίδων! Εις έτερα σηµεία των οδών Πατησίων και Αλεξάνδρας πυραί ηνάπτοντο, οχήµατα µετακινούντο και ανετρέποντο, οδοφράγµατα ανεγείροντο, φθοραί και καταστροφαί περιουσιών προεκαλούντο. Και µέσα εις τον ορυµαγδόν αυτόν της καταστροφής και του ελλοχεύοντος θανάτου έπιπτον οι πρώτοι νεκροί και τραυµατίαι.
Είναι έργον δικαιοσύνης δε εξ υπαρχής να τονισθή ότι η τραγωδία δεν υπήρξεν µονόπλευρος και δεν εβάρυνεν µόνον το άοπλον πλήθος και τους νέους διαδηλωτάς, διότι υπήρξαν και περιπτώσεις τραυµατισµού αστυνοµικών.
Κατά δεκάδας οι τραυµατίαι διακοµίζονται εις τον πρόχειρον υγειονοµικόν σταθµόν του Πολυτεχνείου και εκείθεν προς τον Σ Α Β και το Ρυθµιστικόν Κέντρον Αθηνών. Πολλοί δε εξ αυτών εισήρχοντο εις τας γύρωθεν κατοικίας όπου ευγενείς συνάνθρωποι τους περιέθαλπον και προσέφεραν τας υπηρεσίας των. Είχεν αρχίσει ήδη η κίνησις των ασθενοφόρων. ∆εν υπήρξεν όµως αναµενοµένη, ούτε ανάλογος προς το µέγεθος της καταστροφής. ∆ισταγµός, επιφυλακτικότης, φόβος;
Ίσως, διότι και ασθενοφόρα εβλήθησαν και παρηµποδίσθησαν υπο οµάδων πολιτών και της Αστυνοµίας να εκτελέσουν το έργον των ( καταθέσεις υπ’ αρ. 68 και 227 )
Άγνωστον τι ακριβώς επηρέασεν την βούλησιν υγειονοµικώς υπευθύνων. Υπήρξαν όµως και ενθαρρυντικοί εξαιρέσεις διακακριµένων πράξεων φιλαλληλίας και ανθρωπισµού. Ιατροί των γύρω περιοχών προσέτρεξαν εις το Πολυτεχνείον, υπείκοντες εις την φωνήν του ανθρωπιστικού και ιατρικού των καθήκοντος, άγνωστοι και ανώνυµοι ιδιώται κινητοποιούνται, αδελφοί νοσοκόµοι δια να προσφέρουν τας υπηρεσίας των και παραλάβουν τραυµατίας.
Οτε όµως ήρχισεν η διακοµιδή των πρώτων τραυµατιών, εις το Ρυθµιστικόν Κέντρο Αθηνών η ανθρώπινη βαρβαρότης έδειξε το αληθές προσωπείον της, ηµαύρωσε και διάσυρε πάσαν έννοιαν φιλαλληλίας και ανθρωπισµού. Οι τραυµατίαι δεν απετέλουν εκεί αντικείµενον περιθάλψεως και µερίµνης, αλλά στόχον κανιβαλλικών εκδηλώσεων εκ µέρους ευάρυθµων, εκ των αυτόθι υπηρεσιακώς ευρισκοµένων , αστυνοµικών υπαλλήλων, υπο τας ευλογίας και παροτρύνσεις του τότε
διοικητικού ∆ιευθυντού του Νοσοκοµείου, όστις κραδαίνων παρανόµως περίστροφον, υβρίζων και απειλών και βλασφηµών, περιεφέρετο εις τους χώρους του Νοσοκοµείου ενσπείρων τον τρόµον ( οράτε και κατάθεσιν του ιδίου ).
Υβρίζοντο αναιδώς και εκακοποιούντο βαναύσως ου µόνον οι τραυµατίαι αλλά και οι συνοδοί των. Και υπήρξαν πολλοί περιπτώσεις βαρυτάτων τραυµατισµών, υπο των «γενναίων» αυτών αστυνοµικών προκληθέντων. Το ανήκουστον όµως και φοβερόν είναι ότι εδολοφονήθη άνθρωπος εν ψυχρώ εκ της κακουργίας των ταύτης:
«Γύρω στα µεσάνυχτα της Παρασκευής – κατατίθεται υπο υπαλλήλου του Ρυθµιστικού (κατάθεσις υπ αρ. 78) – ένας νέος άνθρωπος ήλθε στο Ρυθµιστικό, ζητώντας πληροφορίες για τους δικούς του. Πέσανε επάνω του τρεις αστυφύλακες που ήσαν στο Ρυθµιστικό και τον κοµµάτιασαν κυριολεκτικώς στο ξύλο µε αποτέλεσµα να πεθάνη. Τον µετέφεραν εν συνεχεία, στον νεκροθάλαµον».
Του τραγικού περιστατικού υπήρξαν και άλλοι αυτόπται, οι οποίοι καταθέτουν οµοίως και αποκαλύπτουν µερικούς εκ των δολοφόνων (καταθέσεις υπ’ αρ. 69, 70, 77, 79, 86 και 94 ). Ιατρός χειρουργός Ρυθµιστικού καταθέτει ότι υπέκυψεν εις τας χείρας του τραυµατίας δια πυροβόλου όπλου, συνεπεία βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως εκ ξυλοδαρµού (κατάθεσις υπ’ αρ. 86). Και υπάλληλος του ιδίου Νοσοκοµείου τονίζει ότι το « το θέαµα ήταν φοβερό και µας έκανε να
ντρεπόµαστε για την κατάντια µας » ( κατάθεσις υπ’ αρ. 79 ). Εν όψει της θλιβερός ταύτης πραγµατικότητας οι µεν ιατροί εφυγάδευσαν τους τραυµατίας ή κατεσκεύασαν ψευδώς τα στοιχεία της ταυτότητός των, .ίνα αποφύγουν ούτοι τας εν συνεχεία βεβαίας κακοποιήσεις των, οι δε τραυµατίαι απέφευγαν να µεταβούν εις Νοσοκοµεία ή Κλινικάς. Και ούτω την εντροπήν, περί ης η ανωτέρω κατάθεσις, διεδέχθη ο φόβος των ασθενών και η εκ των Ναών της Υγείας αποµάκρυνσίς των!
∆είγµα και τούτο της πολιτιστικής εξελίξεως µιας εποχής. Ποία όµως ήτο η εξέλιξις των γεγονότων κατά την ηµέραν ταύτην υπο άποψιν υπευθύνου αντιµετωπίσεώς των. Περί ώραν 11.00 πραγµατοποιείται σύσκεψις εις το γραφείον του Πρωθυπουργού, παρισταµένων των Αντιπροέδρων της ∆ηµοκρατίας της Κυβερνήσεως, των Υπουργών Παιδείας και ∆ηµοσίας Τάξεως, του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και του Αρχηγού της Αστυνοµίας.
Μετά 10λεπτον προσέρχεται εις την σύσκεψιν και ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Και κατά την σύσκεψιν ταύτην αποφασίζεται καθ’ α υπευθύνως υπο τότε Κυβερνητικών παραγόντων υποστηρίζεται και κατατίθεται, ότι επ’ ουδενί λόγω θα εχρησιµοποιούντο όπλα, αν πρεβάλλετο αντίδρασις και µόνον εν εσχάτη ανάγκη θα επετρέπετο η χρήσις δακρυγόνων, απαγορευµένης όµως της ρίψεως τούτων εντός του Πολυτεχνείου. Η δια των γεγονότων όµως αναφανείσα ακολούθως
πραγµατικότης παρουσιάζεται άντικρυς αντίθετος των εκτεθέντων θεωρητικών εξορκισµών, διότι ισχυροί στρατιωτικοί δυνάµεις εκλήθησαν, χρήσις όπλων εγένετο και αληθής βοµβαρδισµός δια
δακρυγόνων των εντός του Πολυτεχνείου έλαβε χώραν. Και εις το ανάκυπταν εύλογον, εκ των ανωτέρω ερώτηµα δίδεται η ακόλουθος – υπο του τότε Αρχηγού της Αστυνοµίας – απάντησις: « Αι υπάρχουσαι αστυνοµικοί δυνάµεις,, παρά την ενίσχυσιν της Χωροφυλακής, δεν
ηδύνατο να ανταποκριθούν δια την αποκατάστασιν της Τάξεως.
Ενηµερώθη σχετικώς το γραφείον του Προέδρου ∆ηµοκρατίας ( ταξίαρχος Παρασκευάς Ιωαννίδης ), όστις µετ’ ολίγον και περί ώραν 23.15 µοι ανεκοίνωσε τηλεφωνικώς ότι απεφασίσθη υπο του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας η ενίσχυσις των αστυνοµικών δυνάµεων υπο των Ενόπλων ∆υνάµεων, ήτοι δια τριών ή τεσσάρων αρµάτων µάχης, άτινα δια της εντυπωσιακής εµφανίσεως των και µόνον εις τον χώρον του Πολυτεχνείου, θα εξηνάγκαζον ψυχολογικώς τους εντός ευρισκοµένους να εγκαταλείψουν τας αίθουσας και το προαύλιον του Ε Μ Π » (οράτε κατάθεσιν ανωτέρω). Και ούτω η εις αδυναµίαν ευρισκοµένη Αστυνοµία δεν συνειδητοποιεί η ιδία την ανάγκην της
ενισχύσεως της, αλλά της εµπνέεται άνωθεν και διατάσσεται να διαβιβάση το έγγραφον ίνα πληρωθή ο τύπος του νόµου, διότι – ως επιλέγει εις την κατάθεσίν του ο τότε ∆ιευθυντής της Αστυνοµίας – «είχεν απεφασισθή προ πολλού η επέµβασις του Στρατού και τα άρµατα, ότε εγώ υπέγραφα ήσαν έτοιµα, ή και εκινούντο» (οράτε κατάθεσιν) και προς την άποψιν ταύτην πλήρως στοιχείται και η υπο του τότε Αρχηγού Ενόπλων ∆υνάµεων λαµβανοµένη θέσις έναντι των γεγονότων (οράτε κατάθεσιν).
Εύγλωττοι και αληθώς αποκαλυπτικοί δια την έρευναν αι προεκτεθείσαι λογικοί και πραγµατικοί αντιθέσεις! Yποβάλλει πράγµατι, κατά διαταγήν του Αρχηγού, ο ∆ιευθυντής της Αστυνοµίας την 23.30 ώραν το υπ’ αριθµόν Β 34258 Φ0025 / 16 -11 – 1973 έγγραφον του προς την Α Σ ∆ Ε Ν προς παροχήν αναλόγου ενισχύσεως, συµφώνως τω υπ’ αριθ. 341 κανονισµώ «περί της εν πόλεσι και φρουρίοις υπηρεσίας των στρατευµάτων (Β. ∆. απο 4-9-1949)».
Και η προς ψυχολογικόν εκφοβισµόν αποβλέπουσα ανάλογος αύτη ενίσχυσις το µεν διέτρεξαν όλα τα από του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας µέχρι του Σ ∆ Α ιεραρχικώς ανώτερα στρατιωτικά κλιµάκια, το δε περιελάµβανε τας ακολούθους στρατιωτικάς δυνάµεις: α) Μίαν διλοχίαν του 28ου συντάγµατος, εδρεύοντος εν Χαϊδαρίω µε 10-12 τεθωρακισµένα οχήµατα µεταφοράς προσωπικού του Κ Ε Β Ο Π.Ηκίνησις των µονάδων τούτων προς τα στρατόπεδα: Αυξεντίου, Σταθµού Λαρίσης και 951 Λόχου Ε Σ Α διετάχθη την 21.30 – 22.00 ώραν.
(Ο τοιούτος χρόνος κινήσεως επιβεβαιοί το ανωτέρω κατατεθέν υπο του τότε Αστυνοµικού ∆ιευθυντού Αθηνών ), β) ∆υνάµεις καταδροµών και δη την ∆ιοίκησιν του συντάγµατος Αλεξιπτωτιστών, 1ην και 2αν µοίραν Αλεξιπτωτιστών, τµήµα της Σχολής Αλεξιπτωτιστών µετά
τεθωρακισµένων οµοίως οχηµάτων µεταφοράς προσωπικού. Η κίνησις των τµηµάτων τούτων διετάχθη περί την 23.00 ώραν και γ) Ουλαµούς αρµάτων µάχης του Κ Ε Τ Ο,ανήκοντος πιθανώς εις την 30ην Ε Μ Α. Ο συντονισµός κινήσεως των δυνάµεων τούτων ανήκεν εις τον ∆ιοικητήν της
Α Σ ∆ Ε Ν, όστις και ώρισε Συνταγµατάρχην ως επικεφαλής δια την επι τόπου εφαρµογήν των διαταγών του. Αποστολή του, ως αύτη προσδιορίζεται υπο του τότε Αρχηγού Ενόπλων ∆υνάµεων, ήτο η εν συνεργασία µετά του ∆ιευθυντού της Αστυνοµίας αποκατάστασις της τάξεως και η εκκένωσις του Πολυτεχνείου.
Ο τρόπος εκτελέσεως της αποστολής ταύτης εναπέκειτο εις την διακριτικήν του ευχέρειαν κατ’ ορθήν εκτίµησιν της ην αντιµετώπιζε καταστάσεως, εντός των πλαισίων πάντοτε του κυρίως επιδιωκοµένου ψυχολογικού επηρεασµού και της µη χρήσεως όπλων. Εβεβαιώθησαν πλήρως υπο της ενεργηθείσης ερεύνης τα στοιχεία ταυτότητητος απάντων των επικεφαλής των ανωτέρω στρατιωτικών τµηµάτων Αξιωµατικών, ως και του υπό του ∆ιοικητού της Α Σ ∆ Ε Ν ορισθέντος
Συνταγµατάρχου ως συνδέσµου, µεταξύ αυτού και της Αστυνοµικής ∆ιευθύνσεως Αθηνών (περί των στοιχείων τούτων και πάντων των εκτεθέντων οράτε καταθέσεις υπ’ αρίθ. 105, 110, 133 και 164 έως και 72, 76, 116 και 159).
Ε ) ΣΑΒΒΑΤΟΝ,
17 – 11 - 1973
Οδηγούµεθα ήδη ραγδαίως εις την λύσιν του δράµατος. Περί το µεσονύκτιον της Παρασκευής, 16-11-73, αι µεν αστυνοµικοί δυνάµεις έχουν αποκλείσει το οικοδοµικό τετράγωνον τουΠολυτεχνείου. Το τριήµερον των συνεχών συγκρούσεων και ο κάµατος έχουν υπερφορτίσει µέχρις εκρηκτικότητας την ψυχολογίαν των συµµετεχόντων εις την επιχείρησιν αστυνοµικών υπαλλήλων.
Περί την 01.30 ώραν του Σαββάτου, 17-11-73, τα εκ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας κατερχόµενα άρµατα εστάθµευσαν εις την πλατείαν Αιγύπτου, ενώ όγκος διαδηλωτών ευρίσκετο εις το ύψος των προ του Ο Τ Ε κτισµάτων και καθ’ όλον το πλάτος της Λεωφόρου Πατησίων. Νεαρός Αξιωµατικός αγνώστου ταυτότητος, κατελθών ενός των αρµάτων µετά του οπλοπολυβόλου του, τοποθετείται εις το µέσον της Πατησίων και υβρίζων πυροβολεί προς την κατεύθυνσιν των διαδηλωτών ( οράτε κατάθεσιν υπ’ αριθµ. 49 ). Και καθ’ όλην όµως την εντός της πόλεως διαδροµήν των αρµάτων ρίπτονται πυροβολισµοί εξ αυτών. «∆ιεπίστωσα µετ’ εκπλήξεως – καταθέτει ο τότε ∆ιευθυντής της
Αστυνοµίας – ότι τα άρµατα ήσαν ουχί 2 αλλά ευάριθµα.
Μερικά τούτων εκινήθησαν επι των πέριξ του Πολυτεχνείου οδών, έρριπτον δε ριπάς πολυβόλων. Τελικώς παρετάχθησαν προ του Πολυτεχνείου µε ανηµµένους τους προβολείς και τα πολυβόλα εστραµµένα προς το Πολυτεχνείον. Ερρίπτοντο παρ’ αυτών εκφοβιστικαί βολαί. Επλησίασα Αξιωµατικόν και του είπον ότι ο πυροβολισµός είναι επικίνδυνος δια τους εις τας παρυφάς του
Λυκαβηττού και του λόφου Στρέφη κατοικούντας. Μου απάντησε: «Μην ανησυχείς είναι άσφαιρα». Ο ίδιος όµως ακολούθως επείσθη εκ της αποκοπής ηλεκτροφόρων συρµάτων των τρόλεϊ, ότι ήσαν
ένσφαιρα! (οράτε κατάθεσίν του υπ’ αριθ. 84).
Την 01.45 ώραν τα άρµατα ενούνται εις τον προ του Πολυτεχνείου χώρον και αι µονάδες καταδροµών τοποθετούνται καταλλήλως. Οι ισχυροί προβολείς των αρµάτων καταυγάζουν ολόκληρον την περιοχήν του Πολυτεχνείου και οι εντός αυτού εγκλεισµένοι αναρτώνται επι των
κιγκλιδωµάτων και χειροκροτούν τους στρατιώτας ρίπτοντες διάφορα συνθήµατα, όπως «αδέλφια µας φαντάροι, είµαστε άοπλοι, µη µας χτυπάτε, κ.ά.». Και άρχονται οι αγωνιώδεις διαπραγµατεύσεις.
Εκπρόσωποι των σπουδαστών, µέλη της Συντονιστικής Επιτροπής αυτών, προέρχονται περί ώραν 02.30 εις την κεντρικήν πύλην του Πολυτεχνείου. ∆ηλούν ότι αποδέχονται την άµεσον και ειρηνικήν εκκένωσιν, υπο την εγγύησιν όµως και παρουσία εκπροσώπων της Εκκλησίας, της ∆ικαιοσύνης, των καθηγητών των, του ∆ιεθνούς Ερυθρού Σταυρού και του τύπου. Προσπαθούν να αποφύγουν την µετά βεβαιότητας αναµενοµένην κακοποίησιν και επιζητούν να σωθούν. Οι όροι των όµως
απορρίπτονται και ακολουθεί ηµίωρον περίπου εκνευρισµού, απειλών, αγωνίας, φόβου και απογοητεύσεων. Κατά τον ίδιον χρόνον εις τον προ του Πολυτεχνείου χώρον, έµπροσθεν του ξενοδοχείου ΑΚΡΟΠΟΛ, ευρίσκοντο ο Υποστράτηγος ∆ιοικητής της Σ∆Α, ο Γενικός Γραµµατεύς
του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως και ο Αστυνοµικός ∆ιευθυντής Αθηνών. Ουδείς όµως εκπρόσωπος της πνευµατικής ηγεσίας του τόπου είναι παρών. Και οι εγκλεισµένοι, ατακτήσαντες έστω, νέοι αισθάνονται ανασφαλείς, διότι πάντας τους εκτεθέντας θεωρούν διώκτας και αντιπάλους των.
Ήτο ανάγκη εποµένως οίκοθεν να ληφθή παν µέτρον διασφαλίσεως της ειρηνικής και αναίµακτου εξόδου. Πέραν όµως και ανεξαρτήτως οιασδήποτε πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής δεοντολογίας ως εκ της φύσεως των εκδηλώσεων και της συµµετοχής νέων εις ταύτας, επεβάλλετο να τηρηθούν απαρεγκλίτως τα νόµιµα. Και ήσαν ταύτα τα υπό του Ν. ∆. 794 / 1971 και του Β. ∆. 269 /1972 προσδιοριζόµενα : διάλυσις της παρανόµου ή εξελθούσης του σκοπού της δηµοσίας συναθροίσεως υπο της Αστυνοµίας δια της χρήσεως όλων των -κατ’ εκτίµησιν της καταστάσεως- προσφορών προς τον σκοπόν τούτον µέσων, παρουσία όµωςκαι µετά γνώµην των εκπροσώπων της ∆ιοικητικής και ∆ικαστικής Αρχής ήτοι του Νοµάρχου και Εισαγγελέως Πρωτοδικών. Και τα νόµιµα ταύτα δεν ετηρήθησαν. ∆ι’ ο και και επί του σηµείου τούτου εζητήθησαν σαφείς διευκρινίσεις από τον έχοντα την κατά νόµον ευθύνην της αντιµετωπίσεως των γεγονότων τότε, Αστυνοµικόν ∆ιευθυντήν Αθηνών, όστις και κατέθεσεν τα ακόλουθα: «Επικειµένης της ενεργείας µας προς εκκένωσιν του Πολυτεχνείου, ητησάµην δια του ασυρµάτου την αποστολήν επιτόπου του Εισαγγελέως και του Νοµάρχου. Έλαβα µετ’ ολίγον την απάντησιν του Κου Αρχηγού, ότι ούτοι δεν ανευρίσκονται και ότι οφείλω να ενεργήσω άνευ της παρουσίας αυτών. Τούτο ανέφερα και εις τον παριστάµενον Γενικόν
Γραµµατέα του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως κ. Χαράλαµπον Παπαδόπουλον, ο οποίος προφορικώς µου έδωσε την εντολήν να ενεργήσω “ανευ της παρουσίας των ειρηµένων”.
Πλήρως όµως εβεβαιώθη ότι ο Εισαγγελεύς από ενωρίς ευρίσκετο εις ους τόπους των επεισοδίων και εις την Αστυνοµικήν ∆ιεύθυνσιν και ειδικώς ερωτηθείς υπήρξεν ανενδοιάστως και απεριφράστως αντίθετος προς πάσαν σκέψιν παραβιάσεως του Πανεπιστηµιακού ασύλου (οράτε συµπληρωµατικήν κατάθεσιν ∆ασκαλοπούλου). Αι εντεύθεν προκύπτουσαι διαπιστώσεις και η κατά την αντιµετώπισιν των διαδηλωτών εν τω Υπουργείω ∆ηµοσίας Τάξεως εφαρµοσθείσα τακτική, ως ανωτέρω αύτη λεπτοµερώς εξετέθη, καταδεικνύουν σαφώς τας πολλαπλάς παραβιάσεις του Νόµου και το κατά την αντιµετώπισιν των γεγονότων κρατήσαν πνεύµα αυτοσχεδιασµού και αυθαιρεσίας.
∆ιότι ο νόµος είναι σαφής και η απαιτουµένη υπ’ αυτού παρουσία του Νοµάρχου και του Εισαγγελέως δεν είναι στοιχείον διακοσµητικόν, αλλ’ ενέχει σηµασίαν ουσιαστικήν, εφ’ όσον « µετά γνώµην αυτών » διατάσσεται η διάλυσις της συναθροίσεως. Και δεν δύναται να υποστηριχθή ότι συνέτρεχαν προϋποθέσεις της παρ. γ του αρθρ. µόνου Β. ∆. 269 /72, ήτοι ότι επρόκειτο περί περιστάσεως κατεπειγούσης και παρίστατο άµεσος κίνδυνος διασαλεύσεως της τάξεως, καθ’ ας
επιτρέπεται η εν απουσία των ανωτέρω εκπροσώπων της ∆ιοικήσεως και της ∆ικαιοσύνης ενέργεια. ∆ιότι το τριήµερον των γεγονότων αφαιρεί εξ αυτών πάσαν έννοιαν κατεπείγοντος, τούθ’ όπερ και
κατενοήθη υπο των υπευθύνων, δι’ ο και εκλήθη αρχικώς ο Εισαγγελεύς και ήτο δεδοµένη, γνωστή σε τοις πάσιν, η κατά την διαδροµήν ταύτην παρουσία Εισαγγελέως. Αποδεικνύεται τούτο εκ των εκτεθέντων και πιστοποιείται εκ των ανταλλαγέντων σηµάτων µετά του κέντρου αµέσου δράσεως της Αστυνοµικής ∆ιευθύνσεως Αθηνών, καθ’ α περί ώραν 02.30 της 17-11-73 ευρίσκετο εις τι σηµείον του γύρωθεν χώρου Αντιεισαγγελεύς Πρωτοδικών ως εκπρόσωπος του Εισαγγελέως. Εις τα εκτεθέντα προσθετέον εισέτι ότι η δοθείσα εντολή προς τον ∆ιευθυντήν της Αστυνοµίας παρά του Αρχηγού της Αστυνοµίας Πόλεων και του Γενικού Γραµµατέως του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως είναι παράνοµος και εντεύθεν δεν καλύπτει αυτόν, διότι κατά την ρητήν επιταγήν της παρ. δ΄ της ως είρηται διατάξεως η µετά χρήσεως των όπλων, έστω και προς εκφοβισµόν, διάλυσις συναθροίσεων επικινδύνων δια την ζωήν και σωµατικήν ακεραιότητα των συµµετεχόντων εις ταύτας, επιχειρείται πάντοτε και µόνον παρουσία και µετά γνώµην του Νοµάρχου και του Εισαγγελέως, µη παρεχοµένης ενταύθα της ευχέρειας ως κατά την παρ. γ΄ της άνευ αυτών ενεργείας!
Ταύτα, όµως πάντα προϋπέθετον ειλικρίνειαν προθέσεων, µετά συνέσεως, ψυχραιµίας και υπευθυνότητας εκδηλουµένων. Και δυστυχώς δεν συνέτρεξαν αι στοιχειώδεις αύται προϋποθέσεις αλλά το όλον πρόβληµα αντιµετωπίσθη υπο µορφήν στρατιωτικής επιχειρήσεως, αι κρισιµώτεραι φάσεις της οποίας εκτυλίσσονται εν απουσία, ως µη έδει, των εκπροσώπων της ∆ιοικήσεως και της ∆ικαιοσύνης και βεβαίως ου µόνον άνευ γνώµης αυτών, αλλά και παρά την ρητώς εκφρασθείσαν
αντίθετον γνώµη του Εισαγγελέως δια τον σεβασµόν του πανεπιστηµιακού ασύλου. Ο επικεφαλής των στρατιωτικών τµηµάτων Αξιωµατικός, αντί να προσφέρη την βοήθειάν του εις τον έχοντα την ευθύνην της όλης ενεργείας ∆ιευθυντήν της Αστυνοµίας Αθηνών, τον καταργεί και ενεργεί αυτοβούλως.
Έκτοτε η Αστυνοµία δεν έχει την πρωτοβουλίαν των κινήσεων, αλλ’ ακολουθεί και αι προβλέπουσαι και ρυθµίζουσαι το πρόβληµα της συνεργασίας στρατιωτικών και αστυνοµικών δυνάµεων διατάξεις της κειµένης νοµοθεσίας αγνοούνται και παραβιάζονται. ∆ιότι κατά τας παρ. 121 και 128 του Κανονισµού της εν πόλεσιν Υπηρεσίας των Στρατευµάτων, τα µεν στρατεύµατα τίθενται υπο τας διαταγάς ή εις την διάθεσιν του προϊσταµένου της ∆ηµοσίας Ασφαλείας ή του ∆ιοικητού Χωροφυλακής, έχοντος πλήρη της ευθύνην απέναντι της ∆ιοικητικής Αρχής δια την λήψιν πάντων των ενδεικνυοµένων µέτρων προς τήρησιν της τάξεως και πρόληψιν των ταραχών, η εκτίµησις δε της ανάγκης προσφυγής εις την χρήσιν των όπλων παρά των προς τήρησιν της δηµοσίας τάξεως προσεπικαλουµένων στρατευµάτων και η πρωτοβουλία της τοιαύτης ενόπλου επεµβάσεως, ανήκει εις την ∆ιοικητικήν Αρχήν, αντιπρόσωπος της οποίας µεταβαίνει εις τον τόπον της συγκεντρώσεως.
Και αποτέλεσµα της αυθαιρεσίας ταύτης υπήρξεν η αναστάτωσις, η σύγχυσις, η ανωµαλία και η εµφανής παρανοµία, ως το σοβαρώς υπο της ερεύνης πιθανολογηθέν ότι Συνταγµατάρχης του Στρατού εξετέλεσε εν ψυχρώ νέον ηλικίας 17 ετών έµπροσθεν του Πολυτεχνείου (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθ. 99 και 242 ένθα και τα στοιχεία ταυτότητος του Συνταγµατάρχου αυτού).
Την 02.43 ώραν τάσσεται µικρά, ίσως 15λεπτος προθεσµία εις τους σπουδαστάς δια να εξέλθουν. Μερικοί εκ των εγκλείστων ήρχισαν να απασφαλίζουν την είσοδον και τελικώς το επέτυχαν. Εδυσχεραίνετο όµως η έξοδος διότι όπισθεν της πύλης είχεν τοποθετηθή και ευρίσκετο αυτοκίνητον Μερσεντές. Και ενώ η µεν πρόθεσις των εγκλείστων προς έξοδον είχε καταστή εµφανής, προσπάθεια δε, κατεβάλλετο δια την αποµάκρυνσιν του φράσσοντας την πύλην αυτοκινήτου, ανυπόµονος
Ίλαρχος, αυτόθι ιστάµενος απώλεσε την ψυχραιµίαν του και εν οργή ανεφώνησεν : «Τσογλάνια ρεζιλεύετε το στράτευµα….» και αµέσως έδωσε την διαταγήν της εισόδου (οράτε κατάθεσιν του τότε ∆ιευθυντού της Αστυνοµίας - υπ’ αριθ. 84).
Ο τρόπος εκτελέσεως της αποστολής ταύτης εναπέκειτο εις την διακριτικήν του ευχέρειαν κατ’ ορθήν εκτίµησιν της ην αντιµετώπιζε καταστάσεως, εντός των πλαισίων πάντοτε του κυρίως επιδιωκοµένου ψυχολογικού επηρεασµού και της µη χρήσεως όπλων. Εβεβαιώθησαν πλήρως υπο της ενεργηθείσης ερεύνης τα στοιχεία ταυτότητητος απάντων των επικεφαλής των ανωτέρω στρατιωτικών τµηµάτων Αξιωµατικών, ως και του υπό του ∆ιοικητού της Α Σ ∆ Ε Ν ορισθέντος
Συνταγµατάρχου ως συνδέσµου, µεταξύ αυτού και της Αστυνοµικής ∆ιευθύνσεως Αθηνών (περί των στοιχείων τούτων και πάντων των εκτεθέντων οράτε καταθέσεις υπ’ αρίθ. 105, 110, 133 και 164 έως και 72, 76, 116 και 159).
Ε ) ΣΑΒΒΑΤΟΝ,
17 – 11 - 1973
Οδηγούµεθα ήδη ραγδαίως εις την λύσιν του δράµατος. Περί το µεσονύκτιον της Παρασκευής, 16-11-73, αι µεν αστυνοµικοί δυνάµεις έχουν αποκλείσει το οικοδοµικό τετράγωνον τουΠολυτεχνείου. Το τριήµερον των συνεχών συγκρούσεων και ο κάµατος έχουν υπερφορτίσει µέχρις εκρηκτικότητας την ψυχολογίαν των συµµετεχόντων εις την επιχείρησιν αστυνοµικών υπαλλήλων.
Περί την 01.30 ώραν του Σαββάτου, 17-11-73, τα εκ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας κατερχόµενα άρµατα εστάθµευσαν εις την πλατείαν Αιγύπτου, ενώ όγκος διαδηλωτών ευρίσκετο εις το ύψος των προ του Ο Τ Ε κτισµάτων και καθ’ όλον το πλάτος της Λεωφόρου Πατησίων. Νεαρός Αξιωµατικός αγνώστου ταυτότητος, κατελθών ενός των αρµάτων µετά του οπλοπολυβόλου του, τοποθετείται εις το µέσον της Πατησίων και υβρίζων πυροβολεί προς την κατεύθυνσιν των διαδηλωτών ( οράτε κατάθεσιν υπ’ αριθµ. 49 ). Και καθ’ όλην όµως την εντός της πόλεως διαδροµήν των αρµάτων ρίπτονται πυροβολισµοί εξ αυτών. «∆ιεπίστωσα µετ’ εκπλήξεως – καταθέτει ο τότε ∆ιευθυντής της
Αστυνοµίας – ότι τα άρµατα ήσαν ουχί 2 αλλά ευάριθµα.
Μερικά τούτων εκινήθησαν επι των πέριξ του Πολυτεχνείου οδών, έρριπτον δε ριπάς πολυβόλων. Τελικώς παρετάχθησαν προ του Πολυτεχνείου µε ανηµµένους τους προβολείς και τα πολυβόλα εστραµµένα προς το Πολυτεχνείον. Ερρίπτοντο παρ’ αυτών εκφοβιστικαί βολαί. Επλησίασα Αξιωµατικόν και του είπον ότι ο πυροβολισµός είναι επικίνδυνος δια τους εις τας παρυφάς του
Λυκαβηττού και του λόφου Στρέφη κατοικούντας. Μου απάντησε: «Μην ανησυχείς είναι άσφαιρα». Ο ίδιος όµως ακολούθως επείσθη εκ της αποκοπής ηλεκτροφόρων συρµάτων των τρόλεϊ, ότι ήσαν
ένσφαιρα! (οράτε κατάθεσίν του υπ’ αριθ. 84).
Την 01.45 ώραν τα άρµατα ενούνται εις τον προ του Πολυτεχνείου χώρον και αι µονάδες καταδροµών τοποθετούνται καταλλήλως. Οι ισχυροί προβολείς των αρµάτων καταυγάζουν ολόκληρον την περιοχήν του Πολυτεχνείου και οι εντός αυτού εγκλεισµένοι αναρτώνται επι των
κιγκλιδωµάτων και χειροκροτούν τους στρατιώτας ρίπτοντες διάφορα συνθήµατα, όπως «αδέλφια µας φαντάροι, είµαστε άοπλοι, µη µας χτυπάτε, κ.ά.». Και άρχονται οι αγωνιώδεις διαπραγµατεύσεις.
Εκπρόσωποι των σπουδαστών, µέλη της Συντονιστικής Επιτροπής αυτών, προέρχονται περί ώραν 02.30 εις την κεντρικήν πύλην του Πολυτεχνείου. ∆ηλούν ότι αποδέχονται την άµεσον και ειρηνικήν εκκένωσιν, υπο την εγγύησιν όµως και παρουσία εκπροσώπων της Εκκλησίας, της ∆ικαιοσύνης, των καθηγητών των, του ∆ιεθνούς Ερυθρού Σταυρού και του τύπου. Προσπαθούν να αποφύγουν την µετά βεβαιότητας αναµενοµένην κακοποίησιν και επιζητούν να σωθούν. Οι όροι των όµως
απορρίπτονται και ακολουθεί ηµίωρον περίπου εκνευρισµού, απειλών, αγωνίας, φόβου και απογοητεύσεων. Κατά τον ίδιον χρόνον εις τον προ του Πολυτεχνείου χώρον, έµπροσθεν του ξενοδοχείου ΑΚΡΟΠΟΛ, ευρίσκοντο ο Υποστράτηγος ∆ιοικητής της Σ∆Α, ο Γενικός Γραµµατεύς
του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως και ο Αστυνοµικός ∆ιευθυντής Αθηνών. Ουδείς όµως εκπρόσωπος της πνευµατικής ηγεσίας του τόπου είναι παρών. Και οι εγκλεισµένοι, ατακτήσαντες έστω, νέοι αισθάνονται ανασφαλείς, διότι πάντας τους εκτεθέντας θεωρούν διώκτας και αντιπάλους των.
Ήτο ανάγκη εποµένως οίκοθεν να ληφθή παν µέτρον διασφαλίσεως της ειρηνικής και αναίµακτου εξόδου. Πέραν όµως και ανεξαρτήτως οιασδήποτε πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής δεοντολογίας ως εκ της φύσεως των εκδηλώσεων και της συµµετοχής νέων εις ταύτας, επεβάλλετο να τηρηθούν απαρεγκλίτως τα νόµιµα. Και ήσαν ταύτα τα υπό του Ν. ∆. 794 / 1971 και του Β. ∆. 269 /1972 προσδιοριζόµενα : διάλυσις της παρανόµου ή εξελθούσης του σκοπού της δηµοσίας συναθροίσεως υπο της Αστυνοµίας δια της χρήσεως όλων των -κατ’ εκτίµησιν της καταστάσεως- προσφορών προς τον σκοπόν τούτον µέσων, παρουσία όµωςκαι µετά γνώµην των εκπροσώπων της ∆ιοικητικής και ∆ικαστικής Αρχής ήτοι του Νοµάρχου και Εισαγγελέως Πρωτοδικών. Και τα νόµιµα ταύτα δεν ετηρήθησαν. ∆ι’ ο και και επί του σηµείου τούτου εζητήθησαν σαφείς διευκρινίσεις από τον έχοντα την κατά νόµον ευθύνην της αντιµετωπίσεως των γεγονότων τότε, Αστυνοµικόν ∆ιευθυντήν Αθηνών, όστις και κατέθεσεν τα ακόλουθα: «Επικειµένης της ενεργείας µας προς εκκένωσιν του Πολυτεχνείου, ητησάµην δια του ασυρµάτου την αποστολήν επιτόπου του Εισαγγελέως και του Νοµάρχου. Έλαβα µετ’ ολίγον την απάντησιν του Κου Αρχηγού, ότι ούτοι δεν ανευρίσκονται και ότι οφείλω να ενεργήσω άνευ της παρουσίας αυτών. Τούτο ανέφερα και εις τον παριστάµενον Γενικόν
Γραµµατέα του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως κ. Χαράλαµπον Παπαδόπουλον, ο οποίος προφορικώς µου έδωσε την εντολήν να ενεργήσω “ανευ της παρουσίας των ειρηµένων”.
Πλήρως όµως εβεβαιώθη ότι ο Εισαγγελεύς από ενωρίς ευρίσκετο εις ους τόπους των επεισοδίων και εις την Αστυνοµικήν ∆ιεύθυνσιν και ειδικώς ερωτηθείς υπήρξεν ανενδοιάστως και απεριφράστως αντίθετος προς πάσαν σκέψιν παραβιάσεως του Πανεπιστηµιακού ασύλου (οράτε συµπληρωµατικήν κατάθεσιν ∆ασκαλοπούλου). Αι εντεύθεν προκύπτουσαι διαπιστώσεις και η κατά την αντιµετώπισιν των διαδηλωτών εν τω Υπουργείω ∆ηµοσίας Τάξεως εφαρµοσθείσα τακτική, ως ανωτέρω αύτη λεπτοµερώς εξετέθη, καταδεικνύουν σαφώς τας πολλαπλάς παραβιάσεις του Νόµου και το κατά την αντιµετώπισιν των γεγονότων κρατήσαν πνεύµα αυτοσχεδιασµού και αυθαιρεσίας.
∆ιότι ο νόµος είναι σαφής και η απαιτουµένη υπ’ αυτού παρουσία του Νοµάρχου και του Εισαγγελέως δεν είναι στοιχείον διακοσµητικόν, αλλ’ ενέχει σηµασίαν ουσιαστικήν, εφ’ όσον « µετά γνώµην αυτών » διατάσσεται η διάλυσις της συναθροίσεως. Και δεν δύναται να υποστηριχθή ότι συνέτρεχαν προϋποθέσεις της παρ. γ του αρθρ. µόνου Β. ∆. 269 /72, ήτοι ότι επρόκειτο περί περιστάσεως κατεπειγούσης και παρίστατο άµεσος κίνδυνος διασαλεύσεως της τάξεως, καθ’ ας
επιτρέπεται η εν απουσία των ανωτέρω εκπροσώπων της ∆ιοικήσεως και της ∆ικαιοσύνης ενέργεια. ∆ιότι το τριήµερον των γεγονότων αφαιρεί εξ αυτών πάσαν έννοιαν κατεπείγοντος, τούθ’ όπερ και
κατενοήθη υπο των υπευθύνων, δι’ ο και εκλήθη αρχικώς ο Εισαγγελεύς και ήτο δεδοµένη, γνωστή σε τοις πάσιν, η κατά την διαδροµήν ταύτην παρουσία Εισαγγελέως. Αποδεικνύεται τούτο εκ των εκτεθέντων και πιστοποιείται εκ των ανταλλαγέντων σηµάτων µετά του κέντρου αµέσου δράσεως της Αστυνοµικής ∆ιευθύνσεως Αθηνών, καθ’ α περί ώραν 02.30 της 17-11-73 ευρίσκετο εις τι σηµείον του γύρωθεν χώρου Αντιεισαγγελεύς Πρωτοδικών ως εκπρόσωπος του Εισαγγελέως. Εις τα εκτεθέντα προσθετέον εισέτι ότι η δοθείσα εντολή προς τον ∆ιευθυντήν της Αστυνοµίας παρά του Αρχηγού της Αστυνοµίας Πόλεων και του Γενικού Γραµµατέως του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως είναι παράνοµος και εντεύθεν δεν καλύπτει αυτόν, διότι κατά την ρητήν επιταγήν της παρ. δ΄ της ως είρηται διατάξεως η µετά χρήσεως των όπλων, έστω και προς εκφοβισµόν, διάλυσις συναθροίσεων επικινδύνων δια την ζωήν και σωµατικήν ακεραιότητα των συµµετεχόντων εις ταύτας, επιχειρείται πάντοτε και µόνον παρουσία και µετά γνώµην του Νοµάρχου και του Εισαγγελέως, µη παρεχοµένης ενταύθα της ευχέρειας ως κατά την παρ. γ΄ της άνευ αυτών ενεργείας!
Ταύτα, όµως πάντα προϋπέθετον ειλικρίνειαν προθέσεων, µετά συνέσεως, ψυχραιµίας και υπευθυνότητας εκδηλουµένων. Και δυστυχώς δεν συνέτρεξαν αι στοιχειώδεις αύται προϋποθέσεις αλλά το όλον πρόβληµα αντιµετωπίσθη υπο µορφήν στρατιωτικής επιχειρήσεως, αι κρισιµώτεραι φάσεις της οποίας εκτυλίσσονται εν απουσία, ως µη έδει, των εκπροσώπων της ∆ιοικήσεως και της ∆ικαιοσύνης και βεβαίως ου µόνον άνευ γνώµης αυτών, αλλά και παρά την ρητώς εκφρασθείσαν
αντίθετον γνώµη του Εισαγγελέως δια τον σεβασµόν του πανεπιστηµιακού ασύλου. Ο επικεφαλής των στρατιωτικών τµηµάτων Αξιωµατικός, αντί να προσφέρη την βοήθειάν του εις τον έχοντα την ευθύνην της όλης ενεργείας ∆ιευθυντήν της Αστυνοµίας Αθηνών, τον καταργεί και ενεργεί αυτοβούλως.
Έκτοτε η Αστυνοµία δεν έχει την πρωτοβουλίαν των κινήσεων, αλλ’ ακολουθεί και αι προβλέπουσαι και ρυθµίζουσαι το πρόβληµα της συνεργασίας στρατιωτικών και αστυνοµικών δυνάµεων διατάξεις της κειµένης νοµοθεσίας αγνοούνται και παραβιάζονται. ∆ιότι κατά τας παρ. 121 και 128 του Κανονισµού της εν πόλεσιν Υπηρεσίας των Στρατευµάτων, τα µεν στρατεύµατα τίθενται υπο τας διαταγάς ή εις την διάθεσιν του προϊσταµένου της ∆ηµοσίας Ασφαλείας ή του ∆ιοικητού Χωροφυλακής, έχοντος πλήρη της ευθύνην απέναντι της ∆ιοικητικής Αρχής δια την λήψιν πάντων των ενδεικνυοµένων µέτρων προς τήρησιν της τάξεως και πρόληψιν των ταραχών, η εκτίµησις δε της ανάγκης προσφυγής εις την χρήσιν των όπλων παρά των προς τήρησιν της δηµοσίας τάξεως προσεπικαλουµένων στρατευµάτων και η πρωτοβουλία της τοιαύτης ενόπλου επεµβάσεως, ανήκει εις την ∆ιοικητικήν Αρχήν, αντιπρόσωπος της οποίας µεταβαίνει εις τον τόπον της συγκεντρώσεως.
Και αποτέλεσµα της αυθαιρεσίας ταύτης υπήρξεν η αναστάτωσις, η σύγχυσις, η ανωµαλία και η εµφανής παρανοµία, ως το σοβαρώς υπο της ερεύνης πιθανολογηθέν ότι Συνταγµατάρχης του Στρατού εξετέλεσε εν ψυχρώ νέον ηλικίας 17 ετών έµπροσθεν του Πολυτεχνείου (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθ. 99 και 242 ένθα και τα στοιχεία ταυτότητος του Συνταγµατάρχου αυτού).
Την 02.43 ώραν τάσσεται µικρά, ίσως 15λεπτος προθεσµία εις τους σπουδαστάς δια να εξέλθουν. Μερικοί εκ των εγκλείστων ήρχισαν να απασφαλίζουν την είσοδον και τελικώς το επέτυχαν. Εδυσχεραίνετο όµως η έξοδος διότι όπισθεν της πύλης είχεν τοποθετηθή και ευρίσκετο αυτοκίνητον Μερσεντές. Και ενώ η µεν πρόθεσις των εγκλείστων προς έξοδον είχε καταστή εµφανής, προσπάθεια δε, κατεβάλλετο δια την αποµάκρυνσιν του φράσσοντας την πύλην αυτοκινήτου, ανυπόµονος
Ίλαρχος, αυτόθι ιστάµενος απώλεσε την ψυχραιµίαν του και εν οργή ανεφώνησεν : «Τσογλάνια ρεζιλεύετε το στράτευµα….» και αµέσως έδωσε την διαταγήν της εισόδου (οράτε κατάθεσιν του τότε ∆ιευθυντού της Αστυνοµίας - υπ’ αριθ. 84).
Το άρµα εκινήθη µετά δυνάµεως, συνεκλόνισε την πύλην, κατέστρεψε τους µαρµάρινους κίονας της εισόδου, συνέτριψε και κατέρριψε την εξώθυραν και ακολούθως κυριολεκτικώς ισοπέδωσεν το προεκτεθέν αυτοκίνητον, εισελθόν εις βάθος 10 περίπου µέτρων εντός του προαυλίου του Πολυτεχνείου. ∆ηµοσιογράφος, επί ενός των κιόνων ευρισκόµενος, κατεκρηµνίσθη µετ’ αυτού εις το έδαφος, τραυµατισθείς ελαφρώς (κατάθεσις υπ’ αριθ. 172), νεαρός σπουδαστής επί των κιγκλιδωµάτων της πύλης ιστάµενος εκτινάσσεται, άγνωστον που ενώ σιδηρούν αντικείµενον συνθλίβει τους πόδας νεαράς σπουδάστριας (κατάθεσις υπ’ αριθ. 83). Και εις το αγωνιώδες ερώτηµα περί του εάν συνεθλίβησαν ή ετραυµατίσθησαν άνθρωποι εκ της εισόδου του άρµατος διάφορα και αντίθετα προέκυψαν εκ της ερεύνης στοιχεία. Οι παριστάµενοι τότε επικεφαλής των δυνάµεων, στρατιωτικών και αστυνοµικών, αρνητικήν, µετά κατηγορηµατικότητος µάλιστα, δίδουν
εις το ερώτηµα τούτο απάντησιν (οράτε καταθέσεις), έτερος όµως αυτόπτης, δηµοσιογράφος αυτός, καταθέτει τα εξής: «Προσποιούµενος τον αδιάφορον ρώτησα έναν αστυνοµικόν: Τι έγινε; Πατήσαµε
πολλούς; Μου απάντησε: ∆εν βαριέσαι µόνον δυο – τρεις αλήτες».
Και εις έτερον σηµείον της καταθέσεως του προσθέτει: «Καθώς προχωρούσα σαστισµένος, λίγο έλειψε να σκοντάψω πάνω σε ένα σώµα που ήταν πεσµένο δίπλα από την Μερσεντές. ∆ύο µέτρα πιο πέρα ήταν πεσµένος άλλος ένας φοιτητής» (Κατάθεσις υπ’ αριθµ. 218 και 81 και 82). Αι τελευταίοι αύται καταθέσεις έχουν βεβαίως υπέρ αυτών την λογικότητα των πραγµάτων, όταν ληφθεί υπ’ όψιν, ότι το άρµα εκινήθη αιφβιδίως και µετά δυνάµεως, καθ’ ον χρόνον συνεχίζοντα αι διαπραγµατεύσεις και πλήθος σπουδαστών ευρίσκοντο επί των κιγλιδωµάτων ή όπισθεν αυτών και εν επαφή σχεδόν προς την πύλην. Παραµένει, όµως, µόνον λίαν πιθάνη και ανεπιβεβαίωτος.
Οµάς Αξιωµατικών και άνδρες της δυνάµεως καταδροµών, ακολουθούντες το άρµα εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον πυροβολούντες. Έντροµοι και εµβρόντητοι οι σπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβέραν αγωνίαν. Και άρχεται ακολούθως η έξοδος. Οι εγγύς της κατακρηµνησθείσης πύλης ευρισκόµενοι εξέρχονται πρώτοι. Οι περισσότεροι, όµως, πηδούν εκ των
παραθύρων και των κιγκλιδωµάτων. Υπό την πίσην πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τµήµα των προς την οδόν Στουρνάρα κιγλιδωµάτων. Και δια του δηµιουργηθέντος ανοίγµατος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά µάζας. Κατευθύνονται προς όλα τα σηµεία, αποµακρυνόµενοι. Νέον, όµως, δι’ αυτούς αρχίζει µαρτύριον. Ύβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόµενοι βαναύσως κακοποιούνται.
Πολλοί εκ των κατωτέρων Αστυνοµικών Υπαλλήλων, ως ετονίσθη ήδη, είχον απολέσει την ψυχραιµίαν των. Εις µάτην οι Αρχηγός και ∆ιευθυντής της Αστυνοµίας διατάσσουν να µην προβαίνουν εις βιαίας εκδηλώσεις κατά των εξερχόµενων. Πολλοί Αξιωµατικοί και στρατιώται
παρεµβαίνουν προς προστασίαν των φοιτητών. Και υπήρξε πηγαία και βαθεία η ευγνωµοσύνη πολλών εξ αυτών προς τους αγνώστους σωτήρας των, ως εις τας καταθέσεις των τους αποκαλούν µε
συγκίνησιν. Έµπροσθεν µε την πύλη του Πολυτεχνείου δηµιουργείται διάδροµος υπό των στρατιωτών µέσω του οποίου διέρχονται οι εξερχόµενοι, κατευθυνόµενοι προς την οδόν Τοσίτσα, εντός δε του Πολυτεχνείου βοηθούν, προστατεύουν και εις τους ώµους των πολλούς αδυνάτους κρατούν δια να δυνηθούν να υπερπηδήσουν το υψηλόν κιγκλίδωµα. Και επεισόδια µεταξύ στρατιωτικών και αστυνοµικών λαµβάνουν χώραν εν τη προσπάθεια των πρώτων να προστατεύσουν
τους φοιτητάς από το διωκτικόν µένος των άλλων. Αποµακρυνόµενοι, όµως, του Πολυτεχνείου αγωνιώδεις τους αναµένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους κτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουµπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τους κτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών (καταθέσεις υπ’ αριθµ. 84α και 225), ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πυροβόλον (κατάθεσις υπ’ αριθµ. 199).
Εις την συµβολήν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα άνδρες εν πολιτική περιβολή, κραδαίνοντες ρόπαλα, εξήλθον από οµάδα αυτόθι ευρισκοµένων αστυνοµικών και εκακοποίησαν σεβάσµιον καθηγητήν Πανεπιστηµίου, την σύζυγον του και νεαρόν σπουδαστήν διότι εξήρχοντο του Πολυτεχνείου, ένθα ο Καθηγητής – ιατρός και η σύζυγος του είχον µεταβή προς εκπλήρωσιν του ανθρωπιστικού και ιατρικού των καθήκοντος. Και οι ροπαλοφόροι ούτοι ήσαν άνδρες της ΕΣΑ εν
πολιτική περιβολή (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθµ. 30, αλλά και του τότε ∆ιευθυντού της Αστυνοµίας περί του ρόλου των ανδρών της ΕΣΑ γενικότερων κατά τα επισόδεια της επταετίας και ειδικότερον εις τον Πολυτεχνείον). Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισηµαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου ∆ιευθυντού της Αστυνοµίας να επιτελούν το φονικόν έργων των (στοιχείον προκύπτον έκτων µαγνητοταινιών και κατάθ. Υπ’ αριθµ. 31), ενώ οµάδες ανεύθυνων και ανωνύµων «τραµπούκων» και επικυνδύνων τρωκτικών της γαλήνης του τόπου εκδηλώνουν το εγκληµατικόν µένος των κατά των ατυχών σπουδαστών που κατά µάζας εξέρχονται του Πολυτεχνείου.
Και εις το πανδαιµόνιον τούτο της εξόδου των φωνών, των κραυγών, των οιµωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισµών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυµατιών των αιµατηρών αυτών γεγονότων. Ειδικώς δέον ενταύθα να σηµειωθή ότι πολλά εκ των ριφθέντων βληµάτων ήσαν της κατηγορίας των εκρηκτικών τοιούτων ντουµ – ντουµ (κατάθ. Υπα’ αριθµ. 122). Τη εντολή του Αρχηγού της Αστυνοµίας Πόλεων ενεργούνται ακολούθως συλλήψεις «των πρωταιτίων και υπευθύνων». Και επειδή ήτο αδύνατον να επισηµανθούν οι πρωταίυιοι και υπεύθυνοι ούτοι εις το πλήθος των εξερχόµενων συνελήφθησαν 866 άτοµα και µετήχθησαν αρµοδίως!
Τέλος η όλη επιχείρησις λήγει για της εν άσµασιν αποχωρήσεως (κατάθεσις υπ’ αριθµ. 224 και 227).
Μετά τινας ώρας κυρήσσεται ο στρατιωτικός νόµος και νέον ανοίγει κεφάλαιον δολοφονιών και αιµάτων. Αστυνοµικοί πυροβολούν εν ψυχρώ ανύποπτους διαβάτας, ενώ τα επί των κεντρικών αρτηρίων των Αθηνών κινούµενα άρµατα µάχης σκορπίζουν τον θάνατον. Οι επ’ αυτών πυροβοληταί ασκούνται εις την σκοποβολήν επί κινουµένων ανθρωπίνων στόχων. Πυροβολούντες κατά τρόπον σκληρόν και ανάγλητον. Οι επί του κτιρίου του ΟΤΕ, της οδού Πατησίων, εγκατεστηµένοι στρατιώται πυροβολούν, προς πάσαν κατεύθυνσιν και δύο (2) τουλάχιστον νεκροί συγκαταλέγονται µεταξύ των θυµάτων των (οράτε κατωτέρω ειδικόν κεφάλαιον).
Νεαρός Ανθυπίλαρχος, εις τα ανωτέρω περιπολίας των αρµάτων συµµετασχών, εκόµπαζε µεταξύ των συναδέλφων του Αξιωµατικών, δίοτι «πολλούς εγάζωσε και µια κοπέλα την έκοψε στη µέση»! τα στοιχεία τατότητος του Αξιωµατικού τούτου βεβαιούνται πλήρως υπό της παρούσης ερεύνης (κατάθ. Υπ’ αριθµ. 241 και 242). Και όµως οι υπεύθυνοι, τότε, ηγέται του στρατεύµατος ουδέν ήκουσαν και τεθέντες κατά την έρευναν προ της τραγικότητος των γεγονότων εξέφρασαν την έκπληξιν των και την οδύνην των. ∆είγµα µικρόν της κρατούσης κατά τας φοβέρας εκείνος στιγµάς καταστάσεως αυθαιρεσίας και ανευθυνότητος αντλείται εκ της καταθέσεως του Αστυνοµικού
∆ιευθυντού Αθηνών.
Υποστηρίζονται ούτω υπ’ αυτού, πλην άλλων και τα εξής: «Την 19ην ώραν της Κυριακής 18-11-1973 εκλήθην εις την ΑΣ∆ΕΝ, ίνα µετάσχω συσκέψεως. Με συνόδευσεν ο Αστυνοµικός ∆ιευθυντής Καραθανάσης. Συνεγκεντρώθηµεν περί τους 15 Αξιωµατικοί Αστυνοµίας και Στρατού.
Παρευρέθησαν και οι επικεφαλής στρατιωτικών µονάδων, εκ των διατεθέντων εις το Πολυτεχνείον. Της συσκέψεως προήδρευσεν ο Στρατηγός Μαυροειδής. Προ πάσης συζητήσεως ηγέρθην και
διεµαρτυρήθην εντόνως δια τους άσκοπους πυροβολισµούς, ειπών ότι είναι απαράδεκτον να πυροβολούν τα τανκς στο γάµο του Καραγκιόζη και να σκοτώνεται ο κόσµος. Ο Στρατηγός εθύµωσεν µε την διατύπωσιν µου και µε παρατήρησεν αυστηρά, προσθέσας ότι δεν είναι αληθής ο
ισχυρισµός µου και ότι έχει δώσει εντολήν και έχουν σταµατήσει οι άσκοποι πυροβολισµοί.
Την στιγµή εκείνην ηκούσθη ριπή πυροβόλου πλησίον µας εις την περιοχή Πλάκας. Τον ηρώτησα µε σχετικήν αυθάδειαν «αυτό τι είναι Στρατηγέ»;. Έγινε ωχρός και διέταξεν άµεσον έρευναν. ∆ιεπιστώθη ότι είχεν πυροβολήσει Ανθυπολοχαγός. Επείσθην ότι άλλα διέτασσεν ο Στρατηγός και άλλα εποίουν οι υπό τας διαταγάς του»!
Ως απίθανα εµφανίζονται και είναι τω όντι απίστευτα, αλλά κατά τρόπον αναµφισβήτητον βεβαιούνται και πλήρως αποδεικνύονται! Ήσαν πολλά οµοίως τα θύµατα του Σαββάτου, 17-11-1973 και της Κυριακής 18-11-1973. Το πλήθος των ληφθεισών µαρτυρικών καταθέσεων και τα συλλεγέντα έγγραφα στοιχεία παρέχουν την πλήρη επί του προκειµένου απόδειξιν. Τας αµέσως εποµένως ηµέρας συνελήφθησαν ο Πρύτανις του Πολυτεχνείου Κωνσταντίνος Κονοφάγος και οι καθηγηταί: Σκουληκίδης, Βέης, Κουµούτσος και Σακελλαρίδης, επί µακρόν στερηθέντες της ελευθερίας των εις τα κρατητήρια της ΕΣΑ και εις µαρτύρια υποβληθέντες.
Ανεξαρτήτως ήδη της εκτάσεως των συγκεκριµένων ζηµιογόνων αποτελεσµάτων εκ της εκτεθείσης συµπεριφοράς στρατιωτικών και αστυνοµικών, δέον ιδιαιτέρως εν τω σηµείω τούτω να τονισθή ότι ο
επιλεγείς και εφαρµοσθείς τρόπος ενεργείας εν τη εκτελέσει της εντολής ούτε ψυχολογικόν εκφοβισµόν συνιστά, ούτε θπακοήν εις δοθείσης, δήθεν, αυστηρός διαταγάς δια µη πυροβολισµούς υποδηλοί. Και ανά µέσον του πλήθους των αντιφάσεων, αντιθέσεων και παλινωδών περί την αντιµετώπισιν του προβλήµατος αγωνιώδες, αλλά και αµείλικτον ορθούται εις την ψυχήν παντός – όντος ανθρώπου – το ερώτηµα: Ποία, τέλος, πάντων, ήτο η θέσις των τότε κρατούντων έναντι της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου; ∆ιότι η πρόθεσις της ικανοποιήσεως των φοιτητικών αιτηµάτων, περί ης ωµίλουν, είναι αντίθετος προς την απαγόρευσιν των φοιτητικών αρχαιρεσιών ή τις επηκολουθήσασαν απηνή καταδίωξιν. Η απαγόρευσις παντός πυροβολισµού, ως θεωρητική εντολή,
εµυκτηρίσθη δεινώς από το όργιον των ριπτοµένων βολών. Ο σεβασµός του Πανεπιστηµιακού ασύλου, υπέρ ου οι πάντες εκόπτοντο, εξηυτελίσθη υπό τας ερπύστριας του παραβιάσαντος τας πύλας του Πολυτεχνείου άρµατος µάχης. Η περί κινήσεως τριών ή τεσσάρων µόνον αρµάτων δήθεν εντολή του τότε πανίσχυρου ∆ικτάτορας κατεπνίγη εις τον ορυµαγδόν του πλήθους των κατελθόντων εις το Πολυτεχνείον αρµάτων.
Ο επιδιωκόµενος δήθεν ψυχολογικός επηρεασµός µετεβλήθη εις οιονεί στρατιωτικήν επιχείρησιν εις βάρος άοπλων, η προστασία των εξερχόµενων του Πολυτεχνείου σπουδαστών δεν συµβιβάζεται µε τας καταξιώσεις, τους προπηλακισµούς, τους εξευτελισµούς, τας κακοποιήσεις και το όργιον των συλλήψεων. Ο σεβασµός της αυτοτέλειας των Ανωτάτων Πνευµατικών Ιδρυµάτων δια της συλληψεως και του βασανισµού Ακαδηµαικών ∆ιδασκάλων, η διατυµπανισθείσα, τέλος, µε πολλήν αυταρέσκειαν, αναίµακτος επιχείρησις κατεκλύσθη από το αίµα των αθώων θυµάτων της. ∆ιατί
λοιπόν πάντα ταύτα; ∆ιότι το τότε καθεστώς και αι όπισθεν αυτού κρυπτόµεναι τάσεις επεδίωκαν µόνον να διατηρήσουν, αντί πάσης θυσίας, την εξουσίασν οι µεν, ή να επιβούν ταύτης οι δε και εµφανώς ηδιαφόρουν δια την τύχην των φοιτητών! Και τις πταίει; Πάντες αι εξαπολύσαντες τας δυνάµεις αυτάς του ολέθρου και εµπνεύσαντες την όλην επιχείρησιν εµφανείς ή αφανείς δράσται, περί ων, όµως, κατωτέρω.
ΙΙ. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Α. ΝΕΚΡΟΙ:
Βαρύς υπήρξεν ο φόρος του αίµατος εις νεκρούς και τραυµατίας ο καταβληθείς δια την καταστολήν της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου. Και των µεν τραυµατιών τον αριθµόν, ήγγισε, µετά βεβαιότητας µάλλον, η έρευνα. Ανεξιχνίαστος, όµως, παραµένει εισέτι ο ακριβής αριθµός των νεκρών. Σύντοµοι κατεβλήθησαν προς την κατεύθυνσιν ταύτην προσπάθιαι και πέραν των αµέσως ή εµµέσως περιερχοµένων εις γνώσιν µου έκκλησις δια του Τύπου δηµοσία διετυπώθη, όπως καταγγελθώσιν ή αναφερθώσι περιπτώσεις θανάτων ή και εξαφανίσεων ατόµων συνεπεία των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Και είναι αληθές ότι ουδέν περιοτατικόν κατηγγέλθη. ∆εν αντλείται, όµως εντεύθεν
απόδειξις περίν ανυπαρξίας τοιούτων. ∆ιότι κατά τη διαδροµήν της ερεύνης εβεβαιώθησαν ή και απλώς επιθανολογήθησαν περιστατικά εδραιούντα παρ’ εµοί την πεποίθησιν ότι οι νεκροί εκ των γεγονότων του Πολυτεχνείου υπήρξαν περισσότεροι των επισήµως ανακοινωθέντων. ∆ι’ ο και κατανοώ τα ελατήρια της σιωπής των παθόντων.
Περί πάντων τούτων, όµως, αναλυκότερων, ως ακολούθως, αφού προηγουµένως τονισθεί ότι ουδείς απολύτως εκ των σπουδαστών του Πολυτεχνείου εφονεύθη κατά το ανωτέρο τριήµερον (οράτε υπ’ αριθµ. 33437/11.10.74 έγγραφον της Συγκλήτου του Πολυεχνείου προς υµάς).
α) Επισήµως ανακοινωθέντες νεκροί είναι οι ακόλουθοι:
1. ∆ιοµήδης Ιωάννου Κοµνηνος, ετών 17, µαθητής. Εφονεύθη εξώθι του Πολυτεχνείου περί ώρα 22.15΄ της 16.11.73. Βασίµως πιθανολογείται ότι δράστης του φόνου τούτου είναι ο προεκτεθείς
Συνταγµατάρχης.
2. Βασίλειος Παναγώτου Φαµέλλος, ετών 26. Εφονεύθη εγγύς του υπουργείου ∆ηµόσιας Τάξεως περί ώρα 22.30΄ της 16.11.1973, βληθείς προφανώς υπό τίνος των εκ του υπουργείου πυροβολούντων.
πολλούς; Μου απάντησε: ∆εν βαριέσαι µόνον δυο – τρεις αλήτες».
Και εις έτερον σηµείον της καταθέσεως του προσθέτει: «Καθώς προχωρούσα σαστισµένος, λίγο έλειψε να σκοντάψω πάνω σε ένα σώµα που ήταν πεσµένο δίπλα από την Μερσεντές. ∆ύο µέτρα πιο πέρα ήταν πεσµένος άλλος ένας φοιτητής» (Κατάθεσις υπ’ αριθµ. 218 και 81 και 82). Αι τελευταίοι αύται καταθέσεις έχουν βεβαίως υπέρ αυτών την λογικότητα των πραγµάτων, όταν ληφθεί υπ’ όψιν, ότι το άρµα εκινήθη αιφβιδίως και µετά δυνάµεως, καθ’ ον χρόνον συνεχίζοντα αι διαπραγµατεύσεις και πλήθος σπουδαστών ευρίσκοντο επί των κιγλιδωµάτων ή όπισθεν αυτών και εν επαφή σχεδόν προς την πύλην. Παραµένει, όµως, µόνον λίαν πιθάνη και ανεπιβεβαίωτος.
Οµάς Αξιωµατικών και άνδρες της δυνάµεως καταδροµών, ακολουθούντες το άρµα εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον πυροβολούντες. Έντροµοι και εµβρόντητοι οι σπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβέραν αγωνίαν. Και άρχεται ακολούθως η έξοδος. Οι εγγύς της κατακρηµνησθείσης πύλης ευρισκόµενοι εξέρχονται πρώτοι. Οι περισσότεροι, όµως, πηδούν εκ των
παραθύρων και των κιγκλιδωµάτων. Υπό την πίσην πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τµήµα των προς την οδόν Στουρνάρα κιγλιδωµάτων. Και δια του δηµιουργηθέντος ανοίγµατος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά µάζας. Κατευθύνονται προς όλα τα σηµεία, αποµακρυνόµενοι. Νέον, όµως, δι’ αυτούς αρχίζει µαρτύριον. Ύβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόµενοι βαναύσως κακοποιούνται.
Πολλοί εκ των κατωτέρων Αστυνοµικών Υπαλλήλων, ως ετονίσθη ήδη, είχον απολέσει την ψυχραιµίαν των. Εις µάτην οι Αρχηγός και ∆ιευθυντής της Αστυνοµίας διατάσσουν να µην προβαίνουν εις βιαίας εκδηλώσεις κατά των εξερχόµενων. Πολλοί Αξιωµατικοί και στρατιώται
παρεµβαίνουν προς προστασίαν των φοιτητών. Και υπήρξε πηγαία και βαθεία η ευγνωµοσύνη πολλών εξ αυτών προς τους αγνώστους σωτήρας των, ως εις τας καταθέσεις των τους αποκαλούν µε
συγκίνησιν. Έµπροσθεν µε την πύλη του Πολυτεχνείου δηµιουργείται διάδροµος υπό των στρατιωτών µέσω του οποίου διέρχονται οι εξερχόµενοι, κατευθυνόµενοι προς την οδόν Τοσίτσα, εντός δε του Πολυτεχνείου βοηθούν, προστατεύουν και εις τους ώµους των πολλούς αδυνάτους κρατούν δια να δυνηθούν να υπερπηδήσουν το υψηλόν κιγκλίδωµα. Και επεισόδια µεταξύ στρατιωτικών και αστυνοµικών λαµβάνουν χώραν εν τη προσπάθεια των πρώτων να προστατεύσουν
τους φοιτητάς από το διωκτικόν µένος των άλλων. Αποµακρυνόµενοι, όµως, του Πολυτεχνείου αγωνιώδεις τους αναµένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους κτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουµπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τους κτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών (καταθέσεις υπ’ αριθµ. 84α και 225), ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πυροβόλον (κατάθεσις υπ’ αριθµ. 199).
Εις την συµβολήν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα άνδρες εν πολιτική περιβολή, κραδαίνοντες ρόπαλα, εξήλθον από οµάδα αυτόθι ευρισκοµένων αστυνοµικών και εκακοποίησαν σεβάσµιον καθηγητήν Πανεπιστηµίου, την σύζυγον του και νεαρόν σπουδαστήν διότι εξήρχοντο του Πολυτεχνείου, ένθα ο Καθηγητής – ιατρός και η σύζυγος του είχον µεταβή προς εκπλήρωσιν του ανθρωπιστικού και ιατρικού των καθήκοντος. Και οι ροπαλοφόροι ούτοι ήσαν άνδρες της ΕΣΑ εν
πολιτική περιβολή (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθµ. 30, αλλά και του τότε ∆ιευθυντού της Αστυνοµίας περί του ρόλου των ανδρών της ΕΣΑ γενικότερων κατά τα επισόδεια της επταετίας και ειδικότερον εις τον Πολυτεχνείον). Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισηµαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου ∆ιευθυντού της Αστυνοµίας να επιτελούν το φονικόν έργων των (στοιχείον προκύπτον έκτων µαγνητοταινιών και κατάθ. Υπ’ αριθµ. 31), ενώ οµάδες ανεύθυνων και ανωνύµων «τραµπούκων» και επικυνδύνων τρωκτικών της γαλήνης του τόπου εκδηλώνουν το εγκληµατικόν µένος των κατά των ατυχών σπουδαστών που κατά µάζας εξέρχονται του Πολυτεχνείου.
Και εις το πανδαιµόνιον τούτο της εξόδου των φωνών, των κραυγών, των οιµωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισµών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυµατιών των αιµατηρών αυτών γεγονότων. Ειδικώς δέον ενταύθα να σηµειωθή ότι πολλά εκ των ριφθέντων βληµάτων ήσαν της κατηγορίας των εκρηκτικών τοιούτων ντουµ – ντουµ (κατάθ. Υπα’ αριθµ. 122). Τη εντολή του Αρχηγού της Αστυνοµίας Πόλεων ενεργούνται ακολούθως συλλήψεις «των πρωταιτίων και υπευθύνων». Και επειδή ήτο αδύνατον να επισηµανθούν οι πρωταίυιοι και υπεύθυνοι ούτοι εις το πλήθος των εξερχόµενων συνελήφθησαν 866 άτοµα και µετήχθησαν αρµοδίως!
Τέλος η όλη επιχείρησις λήγει για της εν άσµασιν αποχωρήσεως (κατάθεσις υπ’ αριθµ. 224 και 227).
Μετά τινας ώρας κυρήσσεται ο στρατιωτικός νόµος και νέον ανοίγει κεφάλαιον δολοφονιών και αιµάτων. Αστυνοµικοί πυροβολούν εν ψυχρώ ανύποπτους διαβάτας, ενώ τα επί των κεντρικών αρτηρίων των Αθηνών κινούµενα άρµατα µάχης σκορπίζουν τον θάνατον. Οι επ’ αυτών πυροβοληταί ασκούνται εις την σκοποβολήν επί κινουµένων ανθρωπίνων στόχων. Πυροβολούντες κατά τρόπον σκληρόν και ανάγλητον. Οι επί του κτιρίου του ΟΤΕ, της οδού Πατησίων, εγκατεστηµένοι στρατιώται πυροβολούν, προς πάσαν κατεύθυνσιν και δύο (2) τουλάχιστον νεκροί συγκαταλέγονται µεταξύ των θυµάτων των (οράτε κατωτέρω ειδικόν κεφάλαιον).
Νεαρός Ανθυπίλαρχος, εις τα ανωτέρω περιπολίας των αρµάτων συµµετασχών, εκόµπαζε µεταξύ των συναδέλφων του Αξιωµατικών, δίοτι «πολλούς εγάζωσε και µια κοπέλα την έκοψε στη µέση»! τα στοιχεία τατότητος του Αξιωµατικού τούτου βεβαιούνται πλήρως υπό της παρούσης ερεύνης (κατάθ. Υπ’ αριθµ. 241 και 242). Και όµως οι υπεύθυνοι, τότε, ηγέται του στρατεύµατος ουδέν ήκουσαν και τεθέντες κατά την έρευναν προ της τραγικότητος των γεγονότων εξέφρασαν την έκπληξιν των και την οδύνην των. ∆είγµα µικρόν της κρατούσης κατά τας φοβέρας εκείνος στιγµάς καταστάσεως αυθαιρεσίας και ανευθυνότητος αντλείται εκ της καταθέσεως του Αστυνοµικού
∆ιευθυντού Αθηνών.
Υποστηρίζονται ούτω υπ’ αυτού, πλην άλλων και τα εξής: «Την 19ην ώραν της Κυριακής 18-11-1973 εκλήθην εις την ΑΣ∆ΕΝ, ίνα µετάσχω συσκέψεως. Με συνόδευσεν ο Αστυνοµικός ∆ιευθυντής Καραθανάσης. Συνεγκεντρώθηµεν περί τους 15 Αξιωµατικοί Αστυνοµίας και Στρατού.
Παρευρέθησαν και οι επικεφαλής στρατιωτικών µονάδων, εκ των διατεθέντων εις το Πολυτεχνείον. Της συσκέψεως προήδρευσεν ο Στρατηγός Μαυροειδής. Προ πάσης συζητήσεως ηγέρθην και
διεµαρτυρήθην εντόνως δια τους άσκοπους πυροβολισµούς, ειπών ότι είναι απαράδεκτον να πυροβολούν τα τανκς στο γάµο του Καραγκιόζη και να σκοτώνεται ο κόσµος. Ο Στρατηγός εθύµωσεν µε την διατύπωσιν µου και µε παρατήρησεν αυστηρά, προσθέσας ότι δεν είναι αληθής ο
ισχυρισµός µου και ότι έχει δώσει εντολήν και έχουν σταµατήσει οι άσκοποι πυροβολισµοί.
Την στιγµή εκείνην ηκούσθη ριπή πυροβόλου πλησίον µας εις την περιοχή Πλάκας. Τον ηρώτησα µε σχετικήν αυθάδειαν «αυτό τι είναι Στρατηγέ»;. Έγινε ωχρός και διέταξεν άµεσον έρευναν. ∆ιεπιστώθη ότι είχεν πυροβολήσει Ανθυπολοχαγός. Επείσθην ότι άλλα διέτασσεν ο Στρατηγός και άλλα εποίουν οι υπό τας διαταγάς του»!
Ως απίθανα εµφανίζονται και είναι τω όντι απίστευτα, αλλά κατά τρόπον αναµφισβήτητον βεβαιούνται και πλήρως αποδεικνύονται! Ήσαν πολλά οµοίως τα θύµατα του Σαββάτου, 17-11-1973 και της Κυριακής 18-11-1973. Το πλήθος των ληφθεισών µαρτυρικών καταθέσεων και τα συλλεγέντα έγγραφα στοιχεία παρέχουν την πλήρη επί του προκειµένου απόδειξιν. Τας αµέσως εποµένως ηµέρας συνελήφθησαν ο Πρύτανις του Πολυτεχνείου Κωνσταντίνος Κονοφάγος και οι καθηγηταί: Σκουληκίδης, Βέης, Κουµούτσος και Σακελλαρίδης, επί µακρόν στερηθέντες της ελευθερίας των εις τα κρατητήρια της ΕΣΑ και εις µαρτύρια υποβληθέντες.
Ανεξαρτήτως ήδη της εκτάσεως των συγκεκριµένων ζηµιογόνων αποτελεσµάτων εκ της εκτεθείσης συµπεριφοράς στρατιωτικών και αστυνοµικών, δέον ιδιαιτέρως εν τω σηµείω τούτω να τονισθή ότι ο
επιλεγείς και εφαρµοσθείς τρόπος ενεργείας εν τη εκτελέσει της εντολής ούτε ψυχολογικόν εκφοβισµόν συνιστά, ούτε θπακοήν εις δοθείσης, δήθεν, αυστηρός διαταγάς δια µη πυροβολισµούς υποδηλοί. Και ανά µέσον του πλήθους των αντιφάσεων, αντιθέσεων και παλινωδών περί την αντιµετώπισιν του προβλήµατος αγωνιώδες, αλλά και αµείλικτον ορθούται εις την ψυχήν παντός – όντος ανθρώπου – το ερώτηµα: Ποία, τέλος, πάντων, ήτο η θέσις των τότε κρατούντων έναντι της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου; ∆ιότι η πρόθεσις της ικανοποιήσεως των φοιτητικών αιτηµάτων, περί ης ωµίλουν, είναι αντίθετος προς την απαγόρευσιν των φοιτητικών αρχαιρεσιών ή τις επηκολουθήσασαν απηνή καταδίωξιν. Η απαγόρευσις παντός πυροβολισµού, ως θεωρητική εντολή,
εµυκτηρίσθη δεινώς από το όργιον των ριπτοµένων βολών. Ο σεβασµός του Πανεπιστηµιακού ασύλου, υπέρ ου οι πάντες εκόπτοντο, εξηυτελίσθη υπό τας ερπύστριας του παραβιάσαντος τας πύλας του Πολυτεχνείου άρµατος µάχης. Η περί κινήσεως τριών ή τεσσάρων µόνον αρµάτων δήθεν εντολή του τότε πανίσχυρου ∆ικτάτορας κατεπνίγη εις τον ορυµαγδόν του πλήθους των κατελθόντων εις το Πολυτεχνείον αρµάτων.
Ο επιδιωκόµενος δήθεν ψυχολογικός επηρεασµός µετεβλήθη εις οιονεί στρατιωτικήν επιχείρησιν εις βάρος άοπλων, η προστασία των εξερχόµενων του Πολυτεχνείου σπουδαστών δεν συµβιβάζεται µε τας καταξιώσεις, τους προπηλακισµούς, τους εξευτελισµούς, τας κακοποιήσεις και το όργιον των συλλήψεων. Ο σεβασµός της αυτοτέλειας των Ανωτάτων Πνευµατικών Ιδρυµάτων δια της συλληψεως και του βασανισµού Ακαδηµαικών ∆ιδασκάλων, η διατυµπανισθείσα, τέλος, µε πολλήν αυταρέσκειαν, αναίµακτος επιχείρησις κατεκλύσθη από το αίµα των αθώων θυµάτων της. ∆ιατί
λοιπόν πάντα ταύτα; ∆ιότι το τότε καθεστώς και αι όπισθεν αυτού κρυπτόµεναι τάσεις επεδίωκαν µόνον να διατηρήσουν, αντί πάσης θυσίας, την εξουσίασν οι µεν, ή να επιβούν ταύτης οι δε και εµφανώς ηδιαφόρουν δια την τύχην των φοιτητών! Και τις πταίει; Πάντες αι εξαπολύσαντες τας δυνάµεις αυτάς του ολέθρου και εµπνεύσαντες την όλην επιχείρησιν εµφανείς ή αφανείς δράσται, περί ων, όµως, κατωτέρω.
ΙΙ. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Α. ΝΕΚΡΟΙ:
Βαρύς υπήρξεν ο φόρος του αίµατος εις νεκρούς και τραυµατίας ο καταβληθείς δια την καταστολήν της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου. Και των µεν τραυµατιών τον αριθµόν, ήγγισε, µετά βεβαιότητας µάλλον, η έρευνα. Ανεξιχνίαστος, όµως, παραµένει εισέτι ο ακριβής αριθµός των νεκρών. Σύντοµοι κατεβλήθησαν προς την κατεύθυνσιν ταύτην προσπάθιαι και πέραν των αµέσως ή εµµέσως περιερχοµένων εις γνώσιν µου έκκλησις δια του Τύπου δηµοσία διετυπώθη, όπως καταγγελθώσιν ή αναφερθώσι περιπτώσεις θανάτων ή και εξαφανίσεων ατόµων συνεπεία των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Και είναι αληθές ότι ουδέν περιοτατικόν κατηγγέλθη. ∆εν αντλείται, όµως εντεύθεν
απόδειξις περίν ανυπαρξίας τοιούτων. ∆ιότι κατά τη διαδροµήν της ερεύνης εβεβαιώθησαν ή και απλώς επιθανολογήθησαν περιστατικά εδραιούντα παρ’ εµοί την πεποίθησιν ότι οι νεκροί εκ των γεγονότων του Πολυτεχνείου υπήρξαν περισσότεροι των επισήµως ανακοινωθέντων. ∆ι’ ο και κατανοώ τα ελατήρια της σιωπής των παθόντων.
Περί πάντων τούτων, όµως, αναλυκότερων, ως ακολούθως, αφού προηγουµένως τονισθεί ότι ουδείς απολύτως εκ των σπουδαστών του Πολυτεχνείου εφονεύθη κατά το ανωτέρο τριήµερον (οράτε υπ’ αριθµ. 33437/11.10.74 έγγραφον της Συγκλήτου του Πολυεχνείου προς υµάς).
α) Επισήµως ανακοινωθέντες νεκροί είναι οι ακόλουθοι:
1. ∆ιοµήδης Ιωάννου Κοµνηνος, ετών 17, µαθητής. Εφονεύθη εξώθι του Πολυτεχνείου περί ώρα 22.15΄ της 16.11.73. Βασίµως πιθανολογείται ότι δράστης του φόνου τούτου είναι ο προεκτεθείς
Συνταγµατάρχης.
2. Βασίλειος Παναγώτου Φαµέλλος, ετών 26. Εφονεύθη εγγύς του υπουργείου ∆ηµόσιας Τάξεως περί ώρα 22.30΄ της 16.11.1973, βληθείς προφανώς υπό τίνος των εκ του υπουργείου πυροβολούντων.
3. Toril Engelend, σπουδάστρια, Νορβηγίς. Εφονεύθη εις την πλατείαν Αιγύπτου περί ώρα 23.30΄ της 16.11.1973 παρ’ αγνώστου δράστου.
4. Γεώργιος Ανδρέου Σαµούρης, σπουδαστής, ετών 22. Εφονεύθη υπ’ αγνώστου εις άγνωστον σηµείον εξ επαφής περί το µεσονύκτιον της 16.11 1973 και το πτώµα του µετεφέρθη και απερρίφθη εις την διασταύρωσιν των οδών Καλλοδροµίου και Ζωσιµάδων (Κατάθεσις υπ’ αριθµ. 173).
5. Αλέξανδρος Ευστρατίου Σπαρτίδης, ετών 16, µαθητής. Εφονεύθη επί της οδού Κότσικα (παρόδου Πατησίων) την 10.20 ώραν της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
6. Μάρκος ∆ηµητρίου Καραµάνης, ετών 23. Εφονεύθη ευρισκόµενος εις την επί της οδού Πατησίων και Αιγύπτου 1 πολυκατοικίαν την 10.30 ώραν της 17.11.1973, βληθείς οµοίως υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
7. Βασίλειος Καράκας, Τούρκος υπήκοος, ετών 43. Εφονεύθη εις την Αιγύπτου περί ώραν 13.00΄ της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιώτου ευρισκοµένου έµπροσθεν του Ναού του Αγίου Θεράποντος.
8. ∆ηµήτριος Θεοφ. Θεοδώρας, ετων 6. Εφονεύθη επί της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας Ζωγράφου περί ώραν 13.30 της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιώτου ευρισκοµένου έµπροσθεν του Ναού του Αγίου
Θεράποντος.
9. Βασιλική Φωτίου Μπεκιάρη, ετών 17. Εφονεύθη ευρισκοµένη εις την ταράτσα της επί της οδού Μεταγένους 8 – Νέος Κόσµος οικίας της περί ώραν 12.30΄ της 17.11.1973, δεχθείσα εις την κεφαλήν της βλήµα αδέσποτον άρµατος.
10.Γεώργιος Αλεξάνδρου Γεριτσίδης, ετών 48, εφοριακός υπάλληλος. Εφονεύθη ευρισκόµενος εν Ν. Λιοσίοις προς εκτέλεσιν υπηρεσίας περί ώραν 12.15΄ της 17.11.1973 δεχθείς οµοίως βλήµα αδέσποτον άρµατος µάχης εις την κεφαλήν.
11. Νικόλαος Πέτρου Μαρκούλης, ετών 25. Εφονεύθη παρά την πλατείαν Βάθης περί ώραν 11.00΄ της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου άρµατος µάχης.
12. Στυλιανός Αγαµ. Καραγεώργης, ετών 19, εργάτης. Ετραυµατίσθη
θανασίµως επί της οδού Πατησίων, έµπροσθεν του κινηµατογράφου ΕΛΛΗΝΙΣ, περί ώρα 10.00΄ της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου άρµατος και απεβίωσεν εις το ΚΑΤ την 30.11.1973.
13. Ανδρέας Στεργίου Κουµπος, ετών 63. Ετραυµατίσθη σοβαρώς διερχόµενος την οδό Καποδιστρίου περί ώρα 14.00΄ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου άρµατος και απεβίωσε εις την 30.1.1974.
14. Μιχαήλ ∆ηµητρίου Μυρογιάννης, ετών 20. Εφονεύθη εις την διασταύρωσιν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα περί ώραν 13.30΄ της 18.11.73, βληθείς δια περιστρόφου εις την κεφαλήν και
15. Κυριάκος ∆ηµητρίου Παντελάκης, ετών 45, δικηγόρος. Ετρυµατίσθη σοβαρώς επί της οδού Γλάδστωνος περί ώραν 12.40΄ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου επι της οδού Πατησίων άρµατος και απεβίωσεν την 18.12.1973.
β) Νεκροί πλήρως βεβαιωθέντες:
1. Σπύρος Κοντοµάρης, δικηγόρος. Απεβίωσεν τας απογευµατινός ώρας της 16.11.73 ευρισκόµενος επί της οδού Γεωργίου Σταύρου, συνέπεια θανατηφόρου επενέργειας των ριπτοµένων της Αστυνοµίας αερίων (κατάθ. υπ’ αριθµ. 93).
2. Αικατερίνη Αργυροπούλου, ετών 75. Ετραυµατίσθη σοβαρώς ενώ ευρίσκετο εις την Αγ. Αναργύροις οικίαν της περί ώραν 11.00΄ της 17.11.1973, δεχθείσα αδέσποτον βλήµα άρµατος και απεβίωσεν κατά µήνα Μάιον 1974 και
3. ∆ηµήτριος Παπαιωάννου, ετών 60, ιδιωτικός υπάλληλος. Απεβίωσεν την µεσηµβρίαν της 17.11.1973 εκ προσφάτου εµφράγµατος του µυοκαρδίου κατά την ιατροδικαστικήν έκθεσιν σοβαρώς όµως, υπό της συζύγου του αµφισβητούµενης και υποστηρίζουσας ότι ο σύζυγος της
απεβίωσεν είτε βληθείς δι’ όπλου, είτε υποστάστάς συγκοπήν εκ των ριπτοµένων αερίων, καταθεσάσης δε ότι µόνον εις το Νεκροταφείον της επετράπη να πλησιάσει απλώς και να ατενίσει το πρόσωπον του νεκρού συζύγου της.
γ) Νεκροί βασίµως προκύπτοντες:
1. Ο ιατρός – χειρούργος Γεώργιος Γρηγοριάδης, µετά λόγου γνώσεως καταθέτει ότι ο ίδιος προσωπικώς αντελήφθη και διεπίστωσεν ιατρικώς τον θάνατον (2) δύο αγνώστων νέων, πληγέντων: Του µεν ενός εις την πλατείαν Βικτωρίας περί ώραν 11.00΄ της 17.11.1973 δια βλήµατος περιστρόφου υπό Ανθυπασπιστού της Χωροφυλακής ριφθέντος, του δε ετέρου εις την οδόν Γ’ Σεπτεµβρίου περί ώραν 12.00΄ της 18.11.1973 δια βλήµατος διερχοµένου άρµατος (κατάθ. υπ’ αριθµ. 25).
2. Η µάρτυς Παναγ. Παπακυριακού καταθέτει περί θανάσιµου τραυµατισµού µικράς κορασίδος ηλικίας 9 περίπου ερών, εις την γωνίαν των οδών Πατησίων και Κλωναρίδου περί ώραν 14.00΄ της 17.11.1973 εκ βληµάτων διερχοµένου άρµατος, εξ ων και η ιδία ετραυµατίσθη βαρύτατα (κατάθ. θπ’ αριθµ. 168).
3. Ο φοιτητής Λεωνίδας Ανωµερίτης, καταθέτει περί θανάσιµου τραυµατισµού νεαράς µαθήτριας, εντός του χώρου του Πολυτεχνείου ευρισκόµενης, περί ώρα 11.45΄ της 16.11.1973, δια βλήµατος
ριφθέντος εκ του εκτός του Πολυτεχνείου χώρου (κατάθ. υπ’ αριθµ. 32).
4. Ο Φαρµακοποιός Αλέξανδρος Παναγόπουλος καταθέτει ότι, ότε προ του µεσονυχτίου της Παρασκευής 16.11.1973, επεσκέφθη µετά της συζύγου του το Πολυτεχνείον προς παροχήν υπηρεσιών εις τους τραυµατίας και εισήλθεν εις το αυτόθι υπάρχον πρόχειρον ιατρείον, ιδίοις όµµασιν αντελήφθη την ύπαρξιν (3) τριών εκρών και µιας γυναικός θανασίµως τραυµατισθείσης, τα τραύµατα των οποίων σαφώς περιγράφει. Προσθέτει δε ότι εκ µελών της Συντονιστικής Επιτροπής
Φοιτητών έλαβε την πληροφορίαν ότι είχαν και οκτώ (8) εισέτι νεκρούς, τα πτώµατα των οποίων είχαν τοποθετηθεί και εφυλάσσοντο εις παρακείµενον χώρον ίνα µη υποπέσουν εις αντίληψιν των
σπουδαστών και προκλήθη πανικός (κατάθ. υπ’ αριθµ. 245).
5. Περί των ανωτέρω νεκρών σαφώς καταθέτουν και σπουδασταί, µέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, οι οποίοι και περιγράφουν µε ενέργειαν τα τραύµατα τα οποία έκαστος των νεκρών συναδέλφων των έφερεν (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθµ. 41, 45 και 217). Και ναι µεν ο εις εκ των
ανωτέρω µαρτύρων (217) καταθέτει και περί τα είκοσι δύο (22) πτωµάτων, άτινα ο ίδιος ούτως προσωπικός αντελήφθη, περιστατικόν όπερ δεν επεβεβαιώθη, πλην σοβαροί των κατατιθεµένων προκύπτουν ενδείξεις εκ της προεκτεθείσης καταθέσεως Αλεξ. Παναγόπουλου, όστις
και αναφέρει ότι αντελήφθη θάλαµον υπό του περιβόητου Πίµπα – πράκτορας της ΚΥΠ (κατάθ. υπ’ αριθµ. 29 και 176 µετά µαγνητοταινίας) – φρουρούµενον, εις ον υπήρχον άνθρωποι δήθεν κοιµώµενοι, ων, όµως, η στάσις και η όλη εµφάνισις εις πολλάς τον ανωτέρω µάρτυρα ανέλαβεν υποψίας (οράτε κατάθεσιν).
Ανακύπτει βεβαίως το ερώτηµα τι εγένοντο οι νεκροί αυτοί και σοβαρά δια τους αντιλέγοντας αντλούνται εντεύθεν επιχειρήµατα. Όµως προσφέρουν ίσως απάντησιν τα υπό των φυλακών του νεκροθαλάµου του Ρυθµιστικού Κέντρου Αθηνών κατατιθέµενα. Ο µεν Νικ. Νίκας καταθέτει ότι κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του µέχρι της 23.00΄ ώρας της 16.11.1973 παρέλαβε και ετοποθέτησε εις τον νεκροθάλαµον επτά (7) πτωµάτων νέων ανδρών, ηλικίας 22-25 ετών, τα οποία δεν συνωδεύοντο από πιστοποιητικόν θανάτου και παράλαβων ακολούθως υπηρεσίαν Ιωάννης Μάρας, καταθέτει ότι από της 23.00΄ ώρας της 16.11.1973 µέχρι 7.00΄ της 17.11.1973 παρέλαβεν και ετοποθέτησεν εις τον νεκροθάλαµον (7) πτώµατα, νέων οµοίως ανδρών , ηλικίας 20-35 ετών, εκ των οποίων τα τέσσερα (4) ήταν αγνώστου ταυτότητας (κατάθ. υπ’ αριθµ. 89).
Και ούτω κατά την τραγικήν εκείνην νύχτα των γεγονότων, 16 προς 17 Νοεµβρίου 1973, ένδεκα (11) πτώµατα αγνώστων νέων διακοµίζονται εις το Ρυθµιστικόν Κέντρον Αθηνών, άτινα, όµως, πλην ενός (κατά τα επίσηµα στοιχεία του Νοσοκοµείου) ουδαµού εµφανίζονται, ούτε καταχωρίζονται! Και η ανυπαρξία επισήµων στοιχείων εν τω Νοσοκοµείω δεν αποδεικνύει βεβαίως την ανυπαρξία πτωµάτων, διότι αι καταθέσεις είναι κατηγορηµατικοί και σαφείς και πλήρως εκ της ερεύνης εβεβαιώθη ότι ουδεµία εγένετο επισήµος εγγραφή του πλήθους των εισαγοµένων τότε τραυµατιών εις το Γενικόν βιβλίον της πύλης. Μόνον οι αυτόθι ευρισκόµενοι αστυνοµικοί εµερίµνων δια τα καθ’
εαυτούς περί τούτου και τα υπ’ αυτών συλλεγέντα στοιχεία, κατά το µάλλον ακριβή, µετά των εν συνεχεία εις τα βιβλία των κλινικών του Νοσοκοµείου εγγραφών, προσέφεραν ηµίν αποδείξεις περί του αριθµού των διακοµισθέντων εις τον Ρυθµιστικόν τραυµατιών!
Θα ήτο µάταιον εποµένως να ευρεθή περαιτέρω, µολονότι επεχειρήθη, τι εγένοντο οι νεκροί ούτοι! Επισηµαίνοµεν µόνον το πρόβληµα και τονίζοµεν ότι τα υπό των ανωτέρω κατατιθέµενα πλήρως
εναρµονίζονται προς τα υπό των σπουδαστών υποστηριζόµενα ως προς τον αριθµόν των δέκα (10) περίπου νεκρών.
6. Πλήρως εκ των εκτεθέντων εβεβαιώθη η εν ψυχρώ δολοφονία νέου ανδρός εις το Ρυθµιστικόν Κέντρον Αθηνών υπό των αυτόθι υπηρετούντων, κατά την τραγικήν αυτήν νύκτα, αστυνοµικών
(καταθέσεις υπ’ αριθµ. 69, 70, 77, 86 και 94), αλλά και ∆ευτέρα τοιαύτη θανατώσεως τραυµατίου συνεπεία ξυλοδαρµού, εις χείρας του ιατρού χειρουργού Λέων. Παπασταµατίου (κατάθ. υπ’ αριθµ. 86) αποβιώσαντος.
Τι εγένοντο οι δύο (2) ούτοι νεκροί; ∆ιότι είναι πλήρως βεβαιωµένον ότι ουδείς εξ αυτών ευρίσκεται εις τον κατάλογον των έξι (6) επισήµων νεκρών του Ρυθµιστικού, εξ ων µάλιστα µόνον εις (ο άγνωστος αρχικώς και γνωστός ακολούθως Βας. Φάµέλλος) διεκοµίσθη κατά τον επίµαχον χρόνον της νυκτός της 16ης προς 17ην Νοεµβρίου 1973. Επίτασις της αγωνίας εκ του τιθεµένου προβλήµατος! ∆ι’ ο και ο προεκτεθείς ιατρός – χειρουργός, προσωπικώς παρακολουθήσας, συµµετασχών ειδικώς περί του αριθµού των εν τω Ρυθµιστικοί νεκρών εκ των γεγονότων του
Πολυτεχνείου ερωτηθείς, καταθέτει ότι πρέπει ν’ ανέρχωνται εις είκοσι (20) ή είκοσι πέντε (25) και αιτιολογεί διατί (οράτε κατάθεσιν οµοίως και τας 47 και 98).
Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι εις τους καταλόγους των επισήµως ανακοινωθέντων δέκα πέντε (15) νεκρών και υπό της ερεύνης βεβαιωθέντων τριών (3) τοιουτων δέον να προστεθούν και
έτεροι δέκα έξι (16) τουλάχιστον βασίµως προκύπτοντες, οίτινες, τονιστέον και πάλι, ουδεµίαν έχουν, ως προς την ταυτότητα, σχέσιν µε τους επισήµως ανακοινωθέντος. Παραµένει βεβαίως πάντοτε το ερωτήµα: Τι εγένοντο τα πτώµατα των νεκρών τούτων και διατί οι οικείοι των εξακολουθητικώς σιωπούν; ∆εν είναι εύκολος η απάντησις εις τον χαράσσοντα τας γραµµάς ταύτας. Είναι υποχρέωσις, όµως, η έναντι του προβήµατος θέσις και η κατανόησις των αωερµήνευτων ή
αδυνάτων. (οράτε σχετικώς καταθεσιν ∆ηµ. Πίµπα, υπ’ αριθµ. 71).
δ) Νεκροί εκ διαδόσεων πιθανολογούµενοι:
Πολλά τω όντι περί µεγάλου αριθµού νεκρών διαδίδονται και θρυλούνται. ∆ιάφοροι κατάλογοι περί τούτων κυκλοφορούν, δύο των οποίων αναφερόντες ονόµατα νεκρών 46 και 59, αντιστοίχως,
περιήλθαν εις χείρας µου και απετέλεσαν αντικείµενον ειδικής, επισταµένης και αγωνιώδους ερεύνης. Αµφότεροι εκυκλοφόρησαν το πρώτον εις την αλλοδαπήν και ο εις εξ αυτών επιµέλεια πολλών γνωστών Ελλήνων, εις το εξωτερικόν κατά την εποχήν της ∆ικτατορίας ευρισκοµένων. Είναι αµφότεροι ελλιπείς κατά τα στοιχεία των και η επ' αυτών έρευνα εις ουδέν το συγκεκριµένον απέληξε. Βεβαίως ο πρώτος αυτών κατετέθη παρά προσώπου λίαν αξιόπιστου, βεβαιώσαντος περί
της σοβαρότητος της ερεύνης και της εγκυρότητος των πορισµάτων αυτής εν τη αναγραφή των ονοµάτων του καταλόγου. Εξ ουδενός, όµως, ετέρου στοιχείου ενισχύθη η άποψις αυτή και των
αναγραφοµένων ονοµάτων η συµπλήρωσις δεν επετεύχθη, ίνα διευκλυνθή ακολούθως η έρευνα εν τη αναζητήσει της αληθείας. Ο έτερος των καταλόγων κατά πολύ ελλιπέστερος εµφανίζεται κατά το
περιεχόµενόν του και ουδέν ουδαµόθεν προσφέρεται προς επιβεβαίωσίν του. Ο υιοθετήσας τούτον µάρτυς επί της υποθέσεως και µηνυτής Γρηγόριος Παπαδάτος, ειδικώς εφ' ηµών κληθείς όπως προσκόµιση ή κατονοµάση έστω στοιχεία ενισχυτικά των απόψεων του, ουδέν περί
του αντικειµένου τούτου κατέθεσεν. Σοβαρώς εξ ετέρου εκ της ερεύνης ηµών επιθανολογήθη ότι εξ (6) εκ των αυτώ αναφεροµένων ονοµάτων αφορούν τους τραυµατίας των γεγονότων, ενώ πλήρως εβεβαιώθη ότι όνοµα αναµφισβητήτως νεκρού, του Αλεξ. Σπαρτίδη, δεν αναφέρεται εν αυτών (οράτε το από 20.7.74 ενηµερωτικόν σηµείωµα Γεν. Ασφαλείας και της υπ' αριθµ. 51075 Φ. 680 /15 /14.10.74 αναφοράν της προς υµάς). Ουδείς βεβαίως δύναται να αποκλείση το ενδεχόµενον µήνυµα
αληθείας εκ των καταλόγων τούτων να εκπορεύεται και πολλοί ή και άπαντες οι προαναφερθέντες, αριθµητικώς µόνον ως βασίµως προκύπτοντες, νεκροί να αποτελούν µέλη των εν αυτοίς
αναγραφοµένων οµάδων ή και να αναφέρονται εις αυτούς αι υπό ετέρων µαρτύρων κατατιθέµενοι, ανεπιβεβαίωτοι όµως παραµένουσαι περιπτώσεις πιθανών νεκρών (οράτε καταθέσεις υπ' αριθµ. 183, 209, 218, 255, 50 και 55). Τα ενδεχόµενα όµως ταύτα πόρρω αφίστανται του ασφαλούς και βέβαιου, όπερ και µόνον δύναται να αποτελέση στοιχείον αποδεικτικόν. Οίκοθεν νοείται ότι η αυτή προσήκει απάντησις και υπεύθυνος θέσις και έναντι των περί υπάρξεως οµαδικών τάφων διαθρυλουµένων, µολονότι σκληρά δια τον γράφοντα υπήρξε δοκιµασία η λήψις της καταθέσεως ατόµου, στρατιώτου όντος κατά την ερευνωµένην περίοδον, όστις, δια των κατατεθέντων του και της όλης του τραγικής - αληθώς - εµφανίσεως, πολλάς και συγκλονιστικός µοι προεκάλεσεν ανησυχίας και απορίας (κατάθεσις υπ' αριθµ. 190).
Β. ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ:
Είναι αληθώς µέγας ο αριθµός των τραυµατιών. Κατά τα υπό της ερεύνης ηµών συλλεγέντα στοιχεία και δη τας υπό των Νοσοκοµείων, Κλινικών και Ιατρών υποβληθείσας καταστάσεις, οι επισήµως
γνωσθέντες τραυµατίαι του από 16ης µέχρι και 19ης Νοεµβρίου 1973 αιµατηρού τριηµέρου ανέρχονται εις χίλιους εκατόν τρεις (1.103) πολίτας και 61 αστυνοµικούς. Εις τούτους δέον να προστεθούν και ανεξακρίβωτον πλήθος ετέρων πολιτών οίτινες ή εφυγαδεύοντο υπό των ιατρών ή ενοσηλεύοντο οίκοι, ή και ουδαµού προς νοσηλείαν κατέφευγαν, φοβούµενοι προφανώς δυσάρεστους δι' αυτούς ή τας οικογενείας των εξελίξεις. Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητος των τραυµατιών τούτων απολύτως βεβαιούνται εκ των υποβληθεισών τη ερεύνη και συνηµµένων τη παρούση σχετικών καταστάσεων. Ελαχίστων εκ των τραυµατιών τούτων ελήφθησαν καταθέσεις, καθ' όσον η εξέτασις απάντων θα απήτει χρόνον µακρόν, η διάθεσις του οποίου κείται εκτός των πλαισίων της υπ' εµού ενεργηθείσης προκαταρκτικής ερεύνης.
Γ. ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΑΙ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑΙ:
Θλιβερός και προς την κατεύθυνσιν ταύτην υπήρξεν των ερευνωµένων γεγονότων ο απολογισµός εντός και εκτός του Πολυτεχνείου. Και δια τας µεν εντός του Πολυτεχνείου καταστροφάς και φθοράς συνετάγη η από 18.11.73 έκθεσις των συναδέλφων Εισαγγελέων Πρωτοδικών Ιωάννου Κυριαζή και Βασιλείου Παπά, ήτις και εµπεριέχει συγκεκριµένος, κατά περιγραφήν, όµως µόνον και ουχί κατ' εκτίµησιν, διαπιστώσεις, ως προς δε τας εκτός του Πολυτεχνείου τοιαύτας προέβησαν εις απολογισµόν τα κατά περιφερείας αρµόδια Αστυνοµικά Τµήµατα, αι διαπιστώσεις των οποίων εµπεριέχονται εις το παράρτηµα Α' της υπ' αριθµ. 18148 Φ. 650.10/21.11.73 αναφοράς της
Αστυνοµικής ∆ιευθύνσεως Αθηνών προς το υπουργείον ∆ηµοσίας Τάξεως (οράτε τα στοιχεία ταύτα). Αναγκαίον ήδη καθίσταται όπως εις τα πλαίσια της παρούσης ερεύνης και επί τω τέλει της και επί του παρόντος αντικειµένου διακριβώσεως αξιοποίνων πράξεων, µη
εµπιπτουσών εις την δια του Π.∆. 519/74 αµνηστίαν, ως και της επισηµάνσεως δραστών, ύπαρξη συγκεκριµένη και υπεύθυνος θέσις, ίνα ακολούθως ενεργηθούν τα περαιτέρω νόµιµα. Εντονίσθη ανωτέρω και είναι πεποίθησις του γράφοντος εκ της εκτιµήσεως των ανά χείρας στοιχείων απορρέουσα ότι πλήθος εξωφοιτητικών στοιχείων και πράκτορες µυστικών και άλλων υπηρεσιών ευρίσκοντο µεταξύ των σπουδαστών εντός και εκτός του Πολυτεχνείου κατά το περί ου
πρόκειται αιµατηρόν προσιδιάζουσα, αλλ' ηρωική αληθώς η προσπάθεια των σπουδαστών να διαφυλάξουν, προστατεύσουν να περιφρουρήσουν το ίδρυµα και τα περιουσιακά του στοιχεία. Είναι οµόθυµος, συγκινητική και λίαν αποκαλυπτική η επί του θέµατος τούτου θέσις απάντων των εξετασθέντων καθηγητών του Πολυτεχνείου. Προσωπικώς πολλοί εξ αυτών διεπίστωσαν την ανησυχίαν και αληθή αγωνίαν των σπουδαστών να προστατεύσουν το ίδρυµα, αίτινες και υλοποιήθησαν εις λήψιν συγκεκριµένων υπ' αυτών µέτρων. Ειδικοί πινακίδες εφιλοτεχνήθησαν και ανηρτήθησαν εις τας θύρας εργαστηρίων διάτων φράσεων: «Συνάδελφοι προσοχή» και «απαγορεύεται η είσοδος» και σκοποί ειδικώς προ αυτών ετοποθετήθησαν. «Προσωπικώς - γνωρίζω - καταθέτει ο καθηγητής Θεόδωρος Σκουλικίδης - ότι οι σπουδασταί εφρούρουν οι ίδιοι τα εργαστήρια, έναντι ξένων στοιχείων που επεχείρησαν να εισδύσουν εντός αυτών και µέχρι της 4ης
απογευµατινής της 16.11.73 ουδεµία απολύτως ζηµία ή φθορά είχε προκληθή εις αυτά. Πεποίθησις µου είναι ότι αι εµφανισθείσαι εις το ίδρυµα ζηµίαι και διατυµπανισθείσαι, αφ' ενός δεν ήσαν όσαι
ανεκοινώθησαν, ως επισήµως εβεβαιώθη υπό ειδικής επιτροπής εκ καθηγητών, αφ' ετέρου δε προεκλήθησαν υπό στοιχείων ξένων προς τους οπουδαστάς. Επί του σηµείου τούτου είµαι κατηγορηµατικός, διότι γνωρίζω την ανωτερότητα, την ωριµότητα και τον σεβασµόν των σπουδαστών προς το ίδρυµα» (κατάθεσις υπ' αριθµ. 10). Υπό το αυτό πνεύµα και µετά κατηγορηµατικότητος καταθέτουν ο πρύτανις Κων. Κονοφάγος και οι καθηγηταί: Περ. Θεοχάρης, Παν. Λαδόπουλος, Γεώργιος Βέης, Νικόλαος Κουµούτσος, Παύλος Σακελλαρίδης, Θεοχ. Πολυχρονόπουλος και ο Επιµελητής Βασίλειος Ιατρίδης. Ο τελευταίος µάλιστα ούτος, προσωπικώς µοχθήσας και µετά των σπουδαστών συνεργασθείς δια την προστασίαν του ιδρύµατος και την περιφρούρησιν των περιουσιακών του στοιχείων, αναλυτικώς εις ειδικόν υπόµνηµα εξιστορεί την ηρωικήν ταύτην προσπάθειαν και επιλέγει ότι «εγκατέλειψα το Πολυτεχνείον περί ώραν 22.15' αφήνοντας τα πάντα εις την αυτήν κατάστασιν εις ην τα εύρον την Πέµπτην το πρωί» (οράτε
καταθέσεις, υπ' αριθµ. 10, 11, 12, 16, 22, 37, 39, 132 και 175). Και περί πάντων τούτων καταθέτουν διακεκριµένοι ακαδηµαϊκοί διδάσκαλοι και η µαρτυρία των προς την αλήθειαν αναµφισβητήτως στοιχείται. ∆ι' ο και είναι εύλογον, στοιχειώδους, καλής πίστεως επακόλουθον, να σκεφθή τις περαιτέρω ότι εάν τοιούτον πνεύµα ανωτερότητας και πολιτισµού εχαρακτήριζε τας εκδηλώσεις των σπουδαστών µέχρι της ως είρηται ώρας, θα ήτο ψυχολογικώς αδιανόητον και πραγµατικώς
αδύνατον το ούτω πως εκδηλώθεν υψηλόν αγωνιστικόν ήθος να µεταβληθή την υστάτην στιγµήν, ότε ο φόβος πλέον συνείχε τα πάντα, εις βάρβαρον ηροστράτειον µένος. Αλλά και δια τον παραµένοντα τυχόν δύσπιστον και µεµψίµοιρον υφίσταται και ετέρα, καταλυτική πάσης αµφιβολίας απάντησις. Προέρχεται εκ της καταθέσεως του καθηγητού Θεοχ. Πολυχρονοπούλου η εξής: Την πρωίαν του Σαββάτου 17.11.73, ότε οι «βάνδαλοι» είχον εκδιωχθή του Πολυτεχνείου, επεσκέφθη το γραφείον του και µε πολλήν ικανοποίησιν και ανακούφισν διεπίστωσεν ότι «δεν είχεν υποστή ζηµίας εκ των γεγονότων και τα προσωπικά του αντικείµενα ευρίσκοντο εις τας θέσεις των». Ότε όµως µετά µίαν εβδοµάδα µετά την υπό των Αρχών Παράδοσιν του Πολυτεχνείου εις την Σύγκλητον, επεσκέφθη και πάλιν το γραφείον του ευρέθη προ καταστάσεως εντελώς διαφόρου και αντιθέτου της προηγουµένης. Πολλά προσωπικά του αντικείµενα και υπηρεσιακά τοιαύτα, όπως εις προβολεύς διαφανειών, είχον εξαφανισθή και «ενώπιον του παρουσιάσθη εικών γραφείου λεηλατηµένου»! Ποιοι άραγε είναι οι δράσται του βανδαλισµού τούτου; Όχι βεβαίως οι οπουδασταί, οίτινες εις την γενικότητα, των τότε λεκτικών διανθισµάτων και δια το αντικείµενο τούτου, ατυχώς, εδέχθησαν ρύπους και έσυρον της αποδοκιµασίας την κατακραυγήν! Και το συµπέρασµα είναι ότι κλοπαί διεπράχθησαν και φθοραί διακεκριµένοι εις βάρος της περιουσίας του Πολυτεχνείου
προεκλήθησαν, υπό προσώπων µη συνδεοµένων προς τον σπουδαστικόν κόσµον. Ως προς το ύψος ήδη της ούτω προξενηθείσης εις βάρος του Πολυτεχνείου ζηµίας βεβαιούται ότι ανέρχεται εις το
ποσόν του 1.268.153 (οράτε τα υπ' αρθ. Ε.Π. 804 / 74 έγγραφον του Πρυτάνεως µετά τηςσυνηµµένης αυτώ επισήµου εκθέσεως εκτιµήσεως).
III. ΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ∆ΙΑΠΙΣΤΩΘΕΝΤΩΝ
Α' ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ:
Τα εκτεθέντα πραγµατικά περιστατικά, αναγόµενα ήδη εις την του προσήκοντος κανόνος δικαίου εφαρµογήν, στοιχειοθετούν, κατά τη γνώµην ηµών, τας ακολούθως αξιοποίνους πράξεις:
4. Γεώργιος Ανδρέου Σαµούρης, σπουδαστής, ετών 22. Εφονεύθη υπ’ αγνώστου εις άγνωστον σηµείον εξ επαφής περί το µεσονύκτιον της 16.11 1973 και το πτώµα του µετεφέρθη και απερρίφθη εις την διασταύρωσιν των οδών Καλλοδροµίου και Ζωσιµάδων (Κατάθεσις υπ’ αριθµ. 173).
5. Αλέξανδρος Ευστρατίου Σπαρτίδης, ετών 16, µαθητής. Εφονεύθη επί της οδού Κότσικα (παρόδου Πατησίων) την 10.20 ώραν της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
6. Μάρκος ∆ηµητρίου Καραµάνης, ετών 23. Εφονεύθη ευρισκόµενος εις την επί της οδού Πατησίων και Αιγύπτου 1 πολυκατοικίαν την 10.30 ώραν της 17.11.1973, βληθείς οµοίως υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
7. Βασίλειος Καράκας, Τούρκος υπήκοος, ετών 43. Εφονεύθη εις την Αιγύπτου περί ώραν 13.00΄ της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιώτου ευρισκοµένου έµπροσθεν του Ναού του Αγίου Θεράποντος.
8. ∆ηµήτριος Θεοφ. Θεοδώρας, ετων 6. Εφονεύθη επί της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας Ζωγράφου περί ώραν 13.30 της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιώτου ευρισκοµένου έµπροσθεν του Ναού του Αγίου
Θεράποντος.
9. Βασιλική Φωτίου Μπεκιάρη, ετών 17. Εφονεύθη ευρισκοµένη εις την ταράτσα της επί της οδού Μεταγένους 8 – Νέος Κόσµος οικίας της περί ώραν 12.30΄ της 17.11.1973, δεχθείσα εις την κεφαλήν της βλήµα αδέσποτον άρµατος.
10.Γεώργιος Αλεξάνδρου Γεριτσίδης, ετών 48, εφοριακός υπάλληλος. Εφονεύθη ευρισκόµενος εν Ν. Λιοσίοις προς εκτέλεσιν υπηρεσίας περί ώραν 12.15΄ της 17.11.1973 δεχθείς οµοίως βλήµα αδέσποτον άρµατος µάχης εις την κεφαλήν.
11. Νικόλαος Πέτρου Μαρκούλης, ετών 25. Εφονεύθη παρά την πλατείαν Βάθης περί ώραν 11.00΄ της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου άρµατος µάχης.
12. Στυλιανός Αγαµ. Καραγεώργης, ετών 19, εργάτης. Ετραυµατίσθη
θανασίµως επί της οδού Πατησίων, έµπροσθεν του κινηµατογράφου ΕΛΛΗΝΙΣ, περί ώρα 10.00΄ της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου άρµατος και απεβίωσεν εις το ΚΑΤ την 30.11.1973.
13. Ανδρέας Στεργίου Κουµπος, ετών 63. Ετραυµατίσθη σοβαρώς διερχόµενος την οδό Καποδιστρίου περί ώρα 14.00΄ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου άρµατος και απεβίωσε εις την 30.1.1974.
14. Μιχαήλ ∆ηµητρίου Μυρογιάννης, ετών 20. Εφονεύθη εις την διασταύρωσιν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα περί ώραν 13.30΄ της 18.11.73, βληθείς δια περιστρόφου εις την κεφαλήν και
15. Κυριάκος ∆ηµητρίου Παντελάκης, ετών 45, δικηγόρος. Ετρυµατίσθη σοβαρώς επί της οδού Γλάδστωνος περί ώραν 12.40΄ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχοµένου επι της οδού Πατησίων άρµατος και απεβίωσεν την 18.12.1973.
β) Νεκροί πλήρως βεβαιωθέντες:
1. Σπύρος Κοντοµάρης, δικηγόρος. Απεβίωσεν τας απογευµατινός ώρας της 16.11.73 ευρισκόµενος επί της οδού Γεωργίου Σταύρου, συνέπεια θανατηφόρου επενέργειας των ριπτοµένων της Αστυνοµίας αερίων (κατάθ. υπ’ αριθµ. 93).
2. Αικατερίνη Αργυροπούλου, ετών 75. Ετραυµατίσθη σοβαρώς ενώ ευρίσκετο εις την Αγ. Αναργύροις οικίαν της περί ώραν 11.00΄ της 17.11.1973, δεχθείσα αδέσποτον βλήµα άρµατος και απεβίωσεν κατά µήνα Μάιον 1974 και
3. ∆ηµήτριος Παπαιωάννου, ετών 60, ιδιωτικός υπάλληλος. Απεβίωσεν την µεσηµβρίαν της 17.11.1973 εκ προσφάτου εµφράγµατος του µυοκαρδίου κατά την ιατροδικαστικήν έκθεσιν σοβαρώς όµως, υπό της συζύγου του αµφισβητούµενης και υποστηρίζουσας ότι ο σύζυγος της
απεβίωσεν είτε βληθείς δι’ όπλου, είτε υποστάστάς συγκοπήν εκ των ριπτοµένων αερίων, καταθεσάσης δε ότι µόνον εις το Νεκροταφείον της επετράπη να πλησιάσει απλώς και να ατενίσει το πρόσωπον του νεκρού συζύγου της.
γ) Νεκροί βασίµως προκύπτοντες:
1. Ο ιατρός – χειρούργος Γεώργιος Γρηγοριάδης, µετά λόγου γνώσεως καταθέτει ότι ο ίδιος προσωπικώς αντελήφθη και διεπίστωσεν ιατρικώς τον θάνατον (2) δύο αγνώστων νέων, πληγέντων: Του µεν ενός εις την πλατείαν Βικτωρίας περί ώραν 11.00΄ της 17.11.1973 δια βλήµατος περιστρόφου υπό Ανθυπασπιστού της Χωροφυλακής ριφθέντος, του δε ετέρου εις την οδόν Γ’ Σεπτεµβρίου περί ώραν 12.00΄ της 18.11.1973 δια βλήµατος διερχοµένου άρµατος (κατάθ. υπ’ αριθµ. 25).
2. Η µάρτυς Παναγ. Παπακυριακού καταθέτει περί θανάσιµου τραυµατισµού µικράς κορασίδος ηλικίας 9 περίπου ερών, εις την γωνίαν των οδών Πατησίων και Κλωναρίδου περί ώραν 14.00΄ της 17.11.1973 εκ βληµάτων διερχοµένου άρµατος, εξ ων και η ιδία ετραυµατίσθη βαρύτατα (κατάθ. θπ’ αριθµ. 168).
3. Ο φοιτητής Λεωνίδας Ανωµερίτης, καταθέτει περί θανάσιµου τραυµατισµού νεαράς µαθήτριας, εντός του χώρου του Πολυτεχνείου ευρισκόµενης, περί ώρα 11.45΄ της 16.11.1973, δια βλήµατος
ριφθέντος εκ του εκτός του Πολυτεχνείου χώρου (κατάθ. υπ’ αριθµ. 32).
4. Ο Φαρµακοποιός Αλέξανδρος Παναγόπουλος καταθέτει ότι, ότε προ του µεσονυχτίου της Παρασκευής 16.11.1973, επεσκέφθη µετά της συζύγου του το Πολυτεχνείον προς παροχήν υπηρεσιών εις τους τραυµατίας και εισήλθεν εις το αυτόθι υπάρχον πρόχειρον ιατρείον, ιδίοις όµµασιν αντελήφθη την ύπαρξιν (3) τριών εκρών και µιας γυναικός θανασίµως τραυµατισθείσης, τα τραύµατα των οποίων σαφώς περιγράφει. Προσθέτει δε ότι εκ µελών της Συντονιστικής Επιτροπής
Φοιτητών έλαβε την πληροφορίαν ότι είχαν και οκτώ (8) εισέτι νεκρούς, τα πτώµατα των οποίων είχαν τοποθετηθεί και εφυλάσσοντο εις παρακείµενον χώρον ίνα µη υποπέσουν εις αντίληψιν των
σπουδαστών και προκλήθη πανικός (κατάθ. υπ’ αριθµ. 245).
5. Περί των ανωτέρω νεκρών σαφώς καταθέτουν και σπουδασταί, µέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, οι οποίοι και περιγράφουν µε ενέργειαν τα τραύµατα τα οποία έκαστος των νεκρών συναδέλφων των έφερεν (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθµ. 41, 45 και 217). Και ναι µεν ο εις εκ των
ανωτέρω µαρτύρων (217) καταθέτει και περί τα είκοσι δύο (22) πτωµάτων, άτινα ο ίδιος ούτως προσωπικός αντελήφθη, περιστατικόν όπερ δεν επεβεβαιώθη, πλην σοβαροί των κατατιθεµένων προκύπτουν ενδείξεις εκ της προεκτεθείσης καταθέσεως Αλεξ. Παναγόπουλου, όστις
και αναφέρει ότι αντελήφθη θάλαµον υπό του περιβόητου Πίµπα – πράκτορας της ΚΥΠ (κατάθ. υπ’ αριθµ. 29 και 176 µετά µαγνητοταινίας) – φρουρούµενον, εις ον υπήρχον άνθρωποι δήθεν κοιµώµενοι, ων, όµως, η στάσις και η όλη εµφάνισις εις πολλάς τον ανωτέρω µάρτυρα ανέλαβεν υποψίας (οράτε κατάθεσιν).
Ανακύπτει βεβαίως το ερώτηµα τι εγένοντο οι νεκροί αυτοί και σοβαρά δια τους αντιλέγοντας αντλούνται εντεύθεν επιχειρήµατα. Όµως προσφέρουν ίσως απάντησιν τα υπό των φυλακών του νεκροθαλάµου του Ρυθµιστικού Κέντρου Αθηνών κατατιθέµενα. Ο µεν Νικ. Νίκας καταθέτει ότι κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του µέχρι της 23.00΄ ώρας της 16.11.1973 παρέλαβε και ετοποθέτησε εις τον νεκροθάλαµον επτά (7) πτωµάτων νέων ανδρών, ηλικίας 22-25 ετών, τα οποία δεν συνωδεύοντο από πιστοποιητικόν θανάτου και παράλαβων ακολούθως υπηρεσίαν Ιωάννης Μάρας, καταθέτει ότι από της 23.00΄ ώρας της 16.11.1973 µέχρι 7.00΄ της 17.11.1973 παρέλαβεν και ετοποθέτησεν εις τον νεκροθάλαµον (7) πτώµατα, νέων οµοίως ανδρών , ηλικίας 20-35 ετών, εκ των οποίων τα τέσσερα (4) ήταν αγνώστου ταυτότητας (κατάθ. υπ’ αριθµ. 89).
Και ούτω κατά την τραγικήν εκείνην νύχτα των γεγονότων, 16 προς 17 Νοεµβρίου 1973, ένδεκα (11) πτώµατα αγνώστων νέων διακοµίζονται εις το Ρυθµιστικόν Κέντρον Αθηνών, άτινα, όµως, πλην ενός (κατά τα επίσηµα στοιχεία του Νοσοκοµείου) ουδαµού εµφανίζονται, ούτε καταχωρίζονται! Και η ανυπαρξία επισήµων στοιχείων εν τω Νοσοκοµείω δεν αποδεικνύει βεβαίως την ανυπαρξία πτωµάτων, διότι αι καταθέσεις είναι κατηγορηµατικοί και σαφείς και πλήρως εκ της ερεύνης εβεβαιώθη ότι ουδεµία εγένετο επισήµος εγγραφή του πλήθους των εισαγοµένων τότε τραυµατιών εις το Γενικόν βιβλίον της πύλης. Μόνον οι αυτόθι ευρισκόµενοι αστυνοµικοί εµερίµνων δια τα καθ’
εαυτούς περί τούτου και τα υπ’ αυτών συλλεγέντα στοιχεία, κατά το µάλλον ακριβή, µετά των εν συνεχεία εις τα βιβλία των κλινικών του Νοσοκοµείου εγγραφών, προσέφεραν ηµίν αποδείξεις περί του αριθµού των διακοµισθέντων εις τον Ρυθµιστικόν τραυµατιών!
Θα ήτο µάταιον εποµένως να ευρεθή περαιτέρω, µολονότι επεχειρήθη, τι εγένοντο οι νεκροί ούτοι! Επισηµαίνοµεν µόνον το πρόβληµα και τονίζοµεν ότι τα υπό των ανωτέρω κατατιθέµενα πλήρως
εναρµονίζονται προς τα υπό των σπουδαστών υποστηριζόµενα ως προς τον αριθµόν των δέκα (10) περίπου νεκρών.
6. Πλήρως εκ των εκτεθέντων εβεβαιώθη η εν ψυχρώ δολοφονία νέου ανδρός εις το Ρυθµιστικόν Κέντρον Αθηνών υπό των αυτόθι υπηρετούντων, κατά την τραγικήν αυτήν νύκτα, αστυνοµικών
(καταθέσεις υπ’ αριθµ. 69, 70, 77, 86 και 94), αλλά και ∆ευτέρα τοιαύτη θανατώσεως τραυµατίου συνεπεία ξυλοδαρµού, εις χείρας του ιατρού χειρουργού Λέων. Παπασταµατίου (κατάθ. υπ’ αριθµ. 86) αποβιώσαντος.
Τι εγένοντο οι δύο (2) ούτοι νεκροί; ∆ιότι είναι πλήρως βεβαιωµένον ότι ουδείς εξ αυτών ευρίσκεται εις τον κατάλογον των έξι (6) επισήµων νεκρών του Ρυθµιστικού, εξ ων µάλιστα µόνον εις (ο άγνωστος αρχικώς και γνωστός ακολούθως Βας. Φάµέλλος) διεκοµίσθη κατά τον επίµαχον χρόνον της νυκτός της 16ης προς 17ην Νοεµβρίου 1973. Επίτασις της αγωνίας εκ του τιθεµένου προβλήµατος! ∆ι’ ο και ο προεκτεθείς ιατρός – χειρουργός, προσωπικώς παρακολουθήσας, συµµετασχών ειδικώς περί του αριθµού των εν τω Ρυθµιστικοί νεκρών εκ των γεγονότων του
Πολυτεχνείου ερωτηθείς, καταθέτει ότι πρέπει ν’ ανέρχωνται εις είκοσι (20) ή είκοσι πέντε (25) και αιτιολογεί διατί (οράτε κατάθεσιν οµοίως και τας 47 και 98).
Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι εις τους καταλόγους των επισήµως ανακοινωθέντων δέκα πέντε (15) νεκρών και υπό της ερεύνης βεβαιωθέντων τριών (3) τοιουτων δέον να προστεθούν και
έτεροι δέκα έξι (16) τουλάχιστον βασίµως προκύπτοντες, οίτινες, τονιστέον και πάλι, ουδεµίαν έχουν, ως προς την ταυτότητα, σχέσιν µε τους επισήµως ανακοινωθέντος. Παραµένει βεβαίως πάντοτε το ερωτήµα: Τι εγένοντο τα πτώµατα των νεκρών τούτων και διατί οι οικείοι των εξακολουθητικώς σιωπούν; ∆εν είναι εύκολος η απάντησις εις τον χαράσσοντα τας γραµµάς ταύτας. Είναι υποχρέωσις, όµως, η έναντι του προβήµατος θέσις και η κατανόησις των αωερµήνευτων ή
αδυνάτων. (οράτε σχετικώς καταθεσιν ∆ηµ. Πίµπα, υπ’ αριθµ. 71).
δ) Νεκροί εκ διαδόσεων πιθανολογούµενοι:
Πολλά τω όντι περί µεγάλου αριθµού νεκρών διαδίδονται και θρυλούνται. ∆ιάφοροι κατάλογοι περί τούτων κυκλοφορούν, δύο των οποίων αναφερόντες ονόµατα νεκρών 46 και 59, αντιστοίχως,
περιήλθαν εις χείρας µου και απετέλεσαν αντικείµενον ειδικής, επισταµένης και αγωνιώδους ερεύνης. Αµφότεροι εκυκλοφόρησαν το πρώτον εις την αλλοδαπήν και ο εις εξ αυτών επιµέλεια πολλών γνωστών Ελλήνων, εις το εξωτερικόν κατά την εποχήν της ∆ικτατορίας ευρισκοµένων. Είναι αµφότεροι ελλιπείς κατά τα στοιχεία των και η επ' αυτών έρευνα εις ουδέν το συγκεκριµένον απέληξε. Βεβαίως ο πρώτος αυτών κατετέθη παρά προσώπου λίαν αξιόπιστου, βεβαιώσαντος περί
της σοβαρότητος της ερεύνης και της εγκυρότητος των πορισµάτων αυτής εν τη αναγραφή των ονοµάτων του καταλόγου. Εξ ουδενός, όµως, ετέρου στοιχείου ενισχύθη η άποψις αυτή και των
αναγραφοµένων ονοµάτων η συµπλήρωσις δεν επετεύχθη, ίνα διευκλυνθή ακολούθως η έρευνα εν τη αναζητήσει της αληθείας. Ο έτερος των καταλόγων κατά πολύ ελλιπέστερος εµφανίζεται κατά το
περιεχόµενόν του και ουδέν ουδαµόθεν προσφέρεται προς επιβεβαίωσίν του. Ο υιοθετήσας τούτον µάρτυς επί της υποθέσεως και µηνυτής Γρηγόριος Παπαδάτος, ειδικώς εφ' ηµών κληθείς όπως προσκόµιση ή κατονοµάση έστω στοιχεία ενισχυτικά των απόψεων του, ουδέν περί
του αντικειµένου τούτου κατέθεσεν. Σοβαρώς εξ ετέρου εκ της ερεύνης ηµών επιθανολογήθη ότι εξ (6) εκ των αυτώ αναφεροµένων ονοµάτων αφορούν τους τραυµατίας των γεγονότων, ενώ πλήρως εβεβαιώθη ότι όνοµα αναµφισβητήτως νεκρού, του Αλεξ. Σπαρτίδη, δεν αναφέρεται εν αυτών (οράτε το από 20.7.74 ενηµερωτικόν σηµείωµα Γεν. Ασφαλείας και της υπ' αριθµ. 51075 Φ. 680 /15 /14.10.74 αναφοράν της προς υµάς). Ουδείς βεβαίως δύναται να αποκλείση το ενδεχόµενον µήνυµα
αληθείας εκ των καταλόγων τούτων να εκπορεύεται και πολλοί ή και άπαντες οι προαναφερθέντες, αριθµητικώς µόνον ως βασίµως προκύπτοντες, νεκροί να αποτελούν µέλη των εν αυτοίς
αναγραφοµένων οµάδων ή και να αναφέρονται εις αυτούς αι υπό ετέρων µαρτύρων κατατιθέµενοι, ανεπιβεβαίωτοι όµως παραµένουσαι περιπτώσεις πιθανών νεκρών (οράτε καταθέσεις υπ' αριθµ. 183, 209, 218, 255, 50 και 55). Τα ενδεχόµενα όµως ταύτα πόρρω αφίστανται του ασφαλούς και βέβαιου, όπερ και µόνον δύναται να αποτελέση στοιχείον αποδεικτικόν. Οίκοθεν νοείται ότι η αυτή προσήκει απάντησις και υπεύθυνος θέσις και έναντι των περί υπάρξεως οµαδικών τάφων διαθρυλουµένων, µολονότι σκληρά δια τον γράφοντα υπήρξε δοκιµασία η λήψις της καταθέσεως ατόµου, στρατιώτου όντος κατά την ερευνωµένην περίοδον, όστις, δια των κατατεθέντων του και της όλης του τραγικής - αληθώς - εµφανίσεως, πολλάς και συγκλονιστικός µοι προεκάλεσεν ανησυχίας και απορίας (κατάθεσις υπ' αριθµ. 190).
Β. ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ:
Είναι αληθώς µέγας ο αριθµός των τραυµατιών. Κατά τα υπό της ερεύνης ηµών συλλεγέντα στοιχεία και δη τας υπό των Νοσοκοµείων, Κλινικών και Ιατρών υποβληθείσας καταστάσεις, οι επισήµως
γνωσθέντες τραυµατίαι του από 16ης µέχρι και 19ης Νοεµβρίου 1973 αιµατηρού τριηµέρου ανέρχονται εις χίλιους εκατόν τρεις (1.103) πολίτας και 61 αστυνοµικούς. Εις τούτους δέον να προστεθούν και ανεξακρίβωτον πλήθος ετέρων πολιτών οίτινες ή εφυγαδεύοντο υπό των ιατρών ή ενοσηλεύοντο οίκοι, ή και ουδαµού προς νοσηλείαν κατέφευγαν, φοβούµενοι προφανώς δυσάρεστους δι' αυτούς ή τας οικογενείας των εξελίξεις. Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητος των τραυµατιών τούτων απολύτως βεβαιούνται εκ των υποβληθεισών τη ερεύνη και συνηµµένων τη παρούση σχετικών καταστάσεων. Ελαχίστων εκ των τραυµατιών τούτων ελήφθησαν καταθέσεις, καθ' όσον η εξέτασις απάντων θα απήτει χρόνον µακρόν, η διάθεσις του οποίου κείται εκτός των πλαισίων της υπ' εµού ενεργηθείσης προκαταρκτικής ερεύνης.
Γ. ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΑΙ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑΙ:
Θλιβερός και προς την κατεύθυνσιν ταύτην υπήρξεν των ερευνωµένων γεγονότων ο απολογισµός εντός και εκτός του Πολυτεχνείου. Και δια τας µεν εντός του Πολυτεχνείου καταστροφάς και φθοράς συνετάγη η από 18.11.73 έκθεσις των συναδέλφων Εισαγγελέων Πρωτοδικών Ιωάννου Κυριαζή και Βασιλείου Παπά, ήτις και εµπεριέχει συγκεκριµένος, κατά περιγραφήν, όµως µόνον και ουχί κατ' εκτίµησιν, διαπιστώσεις, ως προς δε τας εκτός του Πολυτεχνείου τοιαύτας προέβησαν εις απολογισµόν τα κατά περιφερείας αρµόδια Αστυνοµικά Τµήµατα, αι διαπιστώσεις των οποίων εµπεριέχονται εις το παράρτηµα Α' της υπ' αριθµ. 18148 Φ. 650.10/21.11.73 αναφοράς της
Αστυνοµικής ∆ιευθύνσεως Αθηνών προς το υπουργείον ∆ηµοσίας Τάξεως (οράτε τα στοιχεία ταύτα). Αναγκαίον ήδη καθίσταται όπως εις τα πλαίσια της παρούσης ερεύνης και επί τω τέλει της και επί του παρόντος αντικειµένου διακριβώσεως αξιοποίνων πράξεων, µη
εµπιπτουσών εις την δια του Π.∆. 519/74 αµνηστίαν, ως και της επισηµάνσεως δραστών, ύπαρξη συγκεκριµένη και υπεύθυνος θέσις, ίνα ακολούθως ενεργηθούν τα περαιτέρω νόµιµα. Εντονίσθη ανωτέρω και είναι πεποίθησις του γράφοντος εκ της εκτιµήσεως των ανά χείρας στοιχείων απορρέουσα ότι πλήθος εξωφοιτητικών στοιχείων και πράκτορες µυστικών και άλλων υπηρεσιών ευρίσκοντο µεταξύ των σπουδαστών εντός και εκτός του Πολυτεχνείου κατά το περί ου
πρόκειται αιµατηρόν προσιδιάζουσα, αλλ' ηρωική αληθώς η προσπάθεια των σπουδαστών να διαφυλάξουν, προστατεύσουν να περιφρουρήσουν το ίδρυµα και τα περιουσιακά του στοιχεία. Είναι οµόθυµος, συγκινητική και λίαν αποκαλυπτική η επί του θέµατος τούτου θέσις απάντων των εξετασθέντων καθηγητών του Πολυτεχνείου. Προσωπικώς πολλοί εξ αυτών διεπίστωσαν την ανησυχίαν και αληθή αγωνίαν των σπουδαστών να προστατεύσουν το ίδρυµα, αίτινες και υλοποιήθησαν εις λήψιν συγκεκριµένων υπ' αυτών µέτρων. Ειδικοί πινακίδες εφιλοτεχνήθησαν και ανηρτήθησαν εις τας θύρας εργαστηρίων διάτων φράσεων: «Συνάδελφοι προσοχή» και «απαγορεύεται η είσοδος» και σκοποί ειδικώς προ αυτών ετοποθετήθησαν. «Προσωπικώς - γνωρίζω - καταθέτει ο καθηγητής Θεόδωρος Σκουλικίδης - ότι οι σπουδασταί εφρούρουν οι ίδιοι τα εργαστήρια, έναντι ξένων στοιχείων που επεχείρησαν να εισδύσουν εντός αυτών και µέχρι της 4ης
απογευµατινής της 16.11.73 ουδεµία απολύτως ζηµία ή φθορά είχε προκληθή εις αυτά. Πεποίθησις µου είναι ότι αι εµφανισθείσαι εις το ίδρυµα ζηµίαι και διατυµπανισθείσαι, αφ' ενός δεν ήσαν όσαι
ανεκοινώθησαν, ως επισήµως εβεβαιώθη υπό ειδικής επιτροπής εκ καθηγητών, αφ' ετέρου δε προεκλήθησαν υπό στοιχείων ξένων προς τους οπουδαστάς. Επί του σηµείου τούτου είµαι κατηγορηµατικός, διότι γνωρίζω την ανωτερότητα, την ωριµότητα και τον σεβασµόν των σπουδαστών προς το ίδρυµα» (κατάθεσις υπ' αριθµ. 10). Υπό το αυτό πνεύµα και µετά κατηγορηµατικότητος καταθέτουν ο πρύτανις Κων. Κονοφάγος και οι καθηγηταί: Περ. Θεοχάρης, Παν. Λαδόπουλος, Γεώργιος Βέης, Νικόλαος Κουµούτσος, Παύλος Σακελλαρίδης, Θεοχ. Πολυχρονόπουλος και ο Επιµελητής Βασίλειος Ιατρίδης. Ο τελευταίος µάλιστα ούτος, προσωπικώς µοχθήσας και µετά των σπουδαστών συνεργασθείς δια την προστασίαν του ιδρύµατος και την περιφρούρησιν των περιουσιακών του στοιχείων, αναλυτικώς εις ειδικόν υπόµνηµα εξιστορεί την ηρωικήν ταύτην προσπάθειαν και επιλέγει ότι «εγκατέλειψα το Πολυτεχνείον περί ώραν 22.15' αφήνοντας τα πάντα εις την αυτήν κατάστασιν εις ην τα εύρον την Πέµπτην το πρωί» (οράτε
καταθέσεις, υπ' αριθµ. 10, 11, 12, 16, 22, 37, 39, 132 και 175). Και περί πάντων τούτων καταθέτουν διακεκριµένοι ακαδηµαϊκοί διδάσκαλοι και η µαρτυρία των προς την αλήθειαν αναµφισβητήτως στοιχείται. ∆ι' ο και είναι εύλογον, στοιχειώδους, καλής πίστεως επακόλουθον, να σκεφθή τις περαιτέρω ότι εάν τοιούτον πνεύµα ανωτερότητας και πολιτισµού εχαρακτήριζε τας εκδηλώσεις των σπουδαστών µέχρι της ως είρηται ώρας, θα ήτο ψυχολογικώς αδιανόητον και πραγµατικώς
αδύνατον το ούτω πως εκδηλώθεν υψηλόν αγωνιστικόν ήθος να µεταβληθή την υστάτην στιγµήν, ότε ο φόβος πλέον συνείχε τα πάντα, εις βάρβαρον ηροστράτειον µένος. Αλλά και δια τον παραµένοντα τυχόν δύσπιστον και µεµψίµοιρον υφίσταται και ετέρα, καταλυτική πάσης αµφιβολίας απάντησις. Προέρχεται εκ της καταθέσεως του καθηγητού Θεοχ. Πολυχρονοπούλου η εξής: Την πρωίαν του Σαββάτου 17.11.73, ότε οι «βάνδαλοι» είχον εκδιωχθή του Πολυτεχνείου, επεσκέφθη το γραφείον του και µε πολλήν ικανοποίησιν και ανακούφισν διεπίστωσεν ότι «δεν είχεν υποστή ζηµίας εκ των γεγονότων και τα προσωπικά του αντικείµενα ευρίσκοντο εις τας θέσεις των». Ότε όµως µετά µίαν εβδοµάδα µετά την υπό των Αρχών Παράδοσιν του Πολυτεχνείου εις την Σύγκλητον, επεσκέφθη και πάλιν το γραφείον του ευρέθη προ καταστάσεως εντελώς διαφόρου και αντιθέτου της προηγουµένης. Πολλά προσωπικά του αντικείµενα και υπηρεσιακά τοιαύτα, όπως εις προβολεύς διαφανειών, είχον εξαφανισθή και «ενώπιον του παρουσιάσθη εικών γραφείου λεηλατηµένου»! Ποιοι άραγε είναι οι δράσται του βανδαλισµού τούτου; Όχι βεβαίως οι οπουδασταί, οίτινες εις την γενικότητα, των τότε λεκτικών διανθισµάτων και δια το αντικείµενο τούτου, ατυχώς, εδέχθησαν ρύπους και έσυρον της αποδοκιµασίας την κατακραυγήν! Και το συµπέρασµα είναι ότι κλοπαί διεπράχθησαν και φθοραί διακεκριµένοι εις βάρος της περιουσίας του Πολυτεχνείου
προεκλήθησαν, υπό προσώπων µη συνδεοµένων προς τον σπουδαστικόν κόσµον. Ως προς το ύψος ήδη της ούτω προξενηθείσης εις βάρος του Πολυτεχνείου ζηµίας βεβαιούται ότι ανέρχεται εις το
ποσόν του 1.268.153 (οράτε τα υπ' αρθ. Ε.Π. 804 / 74 έγγραφον του Πρυτάνεως µετά τηςσυνηµµένης αυτώ επισήµου εκθέσεως εκτιµήσεως).
III. ΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ∆ΙΑΠΙΣΤΩΘΕΝΤΩΝ
Α' ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ:
Τα εκτεθέντα πραγµατικά περιστατικά, αναγόµενα ήδη εις την του προσήκοντος κανόνος δικαίου εφαρµογήν, στοιχειοθετούν, κατά τη γνώµην ηµών, τας ακολούθως αξιοποίνους πράξεις:
1. Ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εν συρροή (αρ. 94 παρ. 1 και 299 παρ. 1 Π.Κ.).
2. Απόπειρας ανθρωποκτονιών κατά συρροήν (αρ. 42.94 παρ. 1 και 299 παρ. 1 Π.Κ.).
3. Επικίνδυνους σωµατικάς βλάβας κατά συρροήν (αρ. 94 παρ. 1, 308 και 309 Π.Κ.).
4. Παρανόµους κατακρατήσεις (αρ. 325 Π.Κ.).
5. Φθοράς πραγµάτων χρησιµευόντων εις κοινόν όφελος (αρ. 381 παρ. 1 και 382 εδ. α' Π.Κ.).
6. Πρόκλησιν εις τέλεσιν κακουργήµατος ή πληµµελήµατος (αρ. 186 Π.Κ.).
7. Συµµετοχή εις τας πράξεις ταύτας (ως ηθικής αυτουργίας ή συνεργείας - αρ. 46 και 47 Π.Κ.).
8. Παράνοµον οπλοφορίαν (αρ. 1 και 6 παρ. παρ. 1 και 3 Ν.∆. 542 / 80).
9. Απειλάς (αρ. 333 Π.Κ.) και
10. Βλασφηµίας (αρ. 198 παρ. 1 Π.Κ.).
2. Απόπειρας ανθρωποκτονιών κατά συρροήν (αρ. 42.94 παρ. 1 και 299 παρ. 1 Π.Κ.).
3. Επικίνδυνους σωµατικάς βλάβας κατά συρροήν (αρ. 94 παρ. 1, 308 και 309 Π.Κ.).
4. Παρανόµους κατακρατήσεις (αρ. 325 Π.Κ.).
5. Φθοράς πραγµάτων χρησιµευόντων εις κοινόν όφελος (αρ. 381 παρ. 1 και 382 εδ. α' Π.Κ.).
6. Πρόκλησιν εις τέλεσιν κακουργήµατος ή πληµµελήµατος (αρ. 186 Π.Κ.).
7. Συµµετοχή εις τας πράξεις ταύτας (ως ηθικής αυτουργίας ή συνεργείας - αρ. 46 και 47 Π.Κ.).
8. Παράνοµον οπλοφορίαν (αρ. 1 και 6 παρ. παρ. 1 και 3 Ν.∆. 542 / 80).
9. Απειλάς (αρ. 333 Π.Κ.) και
10. Βλασφηµίας (αρ. 198 παρ. 1 Π.Κ.).
Β. ΑΜΝΗΣΤΙΑ εκ του Π.∆. 519 / 74 και αι ανωτέρω πράξεις:
Κατά την εν αρχή της παρούσης µνηµονευοµένην παραγγελίαν η ερευνά µου θα έδει να περιορισθή εις µονάς τας πράξεις, τας µη εµπίπτουσας εις την δια του ως είρηται Π.∆/τος χορηγηθείσαν αµνηστίαν. ο προσδιορισµός όµως των υπό της αµνηστίας καλυπτοµένων πράξεων και η χάραξις της ορθής περαιτέρω πορείας έρευνης, θέτει προ ηµών σοβαρόν ερµηνευτικόν πρόβληµα, η αντιµετώπισις του οποίου παρίσταται αναγκαία, επί τω τέλει διαµορφώσεως υπευθύνου γνώµης. Είναι αληθές ότι το γράµµα του ως είρηται νόµου παρέχει απόψεις ευχερείς υπέρ της παραδοχής της αµνηστεύσεως και δια τας ως είρηται πράξεις. Και ίδιου αύται:
1. Η διατύπωσις της διατάξεως είναι σαφής και ευρύτατον το χαραχθέν περίγραµµα των εις την αµνήστευσιν υπαγοµένων αδικηµάτων. Αµνηστεύονται ούτω «τα καθ' οιονδήποτε τρόπον τελεσθέντα µέχρι και της δηµοσιεύσεως του παρόντος εγκλήµατα, τα προβλεπόµενα και τιµωρούµενα υπό των διατάξεων του Π. Κωδικός ως και τα προς αυτά συναπτόµενα ή συναφή, εφ' όσον πάντα ταύτα έχουν σχέσιν προς την κατάστασιν την δηµιουργηθείσαν από της 21ης Απριλίου 1967». Είναι εµφανές ότι το προκύπτον εντεύθεν εννοιολογικόν πλαίσιον καλύπτει και τας περί ων πρόκειται, ανωτέρω δε προσδιορισθείσας, αξιοποίνους πράξεις (εγκλήµατα... τα προς αυτά συναπτόµενα η συναφή... σχέσιν έχοντα προς την δηµιουργηθείσαν από της 21ης Απριλίου 1967
κατάστασιν).
2. Η αντιπαραβολή και η σύγκρισις του παρόντος νοµοθετήµατος προς το αποτέλεσαν πρότυπον αυτού Ν.∆. 168/73 πρόσθεταν υπέρ της γνώµης ταύτης παρέχει επιχείρηµα. ∆ιότι ενώ το Ν.∆. 168 / 73 χαρακτηρίζει ως αµνηστευόµενα τα προεκτεθέντα αδικήµατα µόνον αν «έτειναν ή οπωσδήποτε απόλβεπον εις την ανατροπήν της καθεστηκυίας τάξεως» κατά τη διατύπωσιν του περί ου πρόκειται Π .∆. 519 / 74 απηλειωθη η τελευταία αυτή περικοπή. Και η απάλειψις δενδύναται να θεωρηθή συµπτωµατική και τυχαία, διαφυγούσα κατά την τεχνικήν διατύπωσιν του νοµοθετήµατος, καθ' όσον ευθύς αµέσως ολόκληρος χρησιµοποιείται κατά τον προσδιορισµόν των εις αµνήστευσιν υπαγοµένων και προ της 21 Απριλίου 1967 τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων, ως ακολούθως: «Οµοίως, αµνηστεύονται τα αυτά ως άνω εγκλήµατα τελεσθέντα προς της 21ης Απριλίου 1967 και τα προς αυτά συναπτόµενα ή συναφή εφ' όσον οπωσδήποτε απέβλεπαν προς την ανατροπήν της καθεστηκυίας τάξεως».
Και η ταύτη απάλειψις ολοκλήρου περικοπής, προσδιοριστικής της εννοίας και του είδους του αµνηστευοµένου εγκλήµατος δεν καθιστά τόσον πρόδηλον το υποστηριχθέν ότι «το περί ου πρόκειται Π.∆. αφορά περιοριστικώς και µόνον τας εναντίον του κρατούντος µέχρι του Ιουλίου 1974 καθεστώτος πράξεις». Αλλά περί των εγκληµάτων τούτων ουδέν τίθεται θέµα δι' ο και δεν απετέλεσαν αντικείµενον της παρούσης ερεύνης.
3. Το περιεχόµενον του υπ' αριθ. 106/73 Ν.∆/τος πλήρως προς το υπ' αριθ. 168 / 73εναρµονιζόµενον, καλύπτει δια της υπ' αυτού καθιερουµένης παραγραφής τας πράξεις των οργάνων της πολιτείας,
εφ' όσον αύται εξηρούντο της δια του Ν.∆. 168 / 73 χορηγούµενης αµνηστίας. Παρόµοιον όµως µέτρον δεν ηκολούθησε το Π.∆. 519 / 74.
Και ευλόγως ερωτάται: ∆ιατί; ∆ιότι η απάλειψις της εκτεθείσης περικοπής κατέστησε περιττήν την τοιαύτην πρόβλεψιν, ή διότι παρόµοιον µέτρον εκείτο εκτός της βουλήσεως του νοµοθέτου. Κατά το αρ. 52 παρ. 3 του δια της υπ' αριθ. 1 / 74 συντακτικής πράξεως επαναφερθέντες εν ισχύι Συντάγµατος του 1952 αµνησία χορηγείται µόνον επί πολιτικών εγκληµάτων.
Και ως τοιαύτα νοούνται µόνον αι κατά της πολιτείας απευθυνόµενοι και προσβάλλουσαι δικαιώµατα αυτής, εις ανατροπήν δε ή αλλοίωσιν της εν αυτή καθεστώσης κατά το ισχύον πολίτευµα πολιτικής τάξεως τείνουσαι πράξεις (Α.Π. 238 / 30, 648 /_46, 457 / 47, 237 και 311 / 50, εν Θεµ. ΜΑ' σελ. 607, ΝΣΤ σελ. 360, ΝΗ' σελ. 342, ΞΑ' σελ. 738 και 904 και 228 54 Π. Χρ. Ι∆' σελ. 410). ∆εν συγκαταλέγονται συνεπώς µεταξύ των εγκληµάτων τούτων και τα περί ων πρόκειται των κοινών
ανθρωποκτονιών, τετελεσµένων και εν απόπειρα, των σωµατικών βλαβών, των διακεκριµένων φθορών κ.λπ. Παραδοχήν της αντιθέτου απόψεως οδηγεί αναποτρέπτως εις ανεπίτρεπτον διεύρυνσιν της παραδεδεγµένης εννοίας του πολιτικού εγκλήµατος δια του χαρακτηρισµού ως τοιούτων και των κοινών δολοφονιών! Εν προκειµένω όµως τίθεται πρόσθεταν ερµηνευτικόν πρόβληµα: το εξής: Πολιτικά µόνον εγκλήµατα αµνηστεύονται. Και εδηλώθη ότι το Π.∆. 519 / 74 αφορά µόνον και περιοριστικώς τας εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος πράξεις. Τούτων δοθέντων ερωτάται: τι προσδιορίζουν εννοιολογικώς, ως προς το πολιτικόν πάντοτε έγκληµα, αι φράσεις του Π.∆. «και τα προς αυτά συναπτόµενα ή συναφή»; Αι πράξεις των οργάνων της πολιτείας κατά την εποχήν ταύτην, αι στρεφόµενοι κατά των πολιτικών δρώντων - εν τη εκτεθείση έννοια - ατόµων δεν είναι
συναφείς προς τα τοιαύτας των καθ' ων τα όργανα στρέφονται, εφ' όσον Εγκλήµατα συναφή θεωρούνται, κατ' άρθρον 129 ΚΠ∆ πλην άλλων και «όσα πράττονται υπό πολλών κατ' αλλήλων, είτε
συγχρόνως, είτε εις διαφόρους τόπους και χρόνους»; Και εξ ετέρου ποία η έννοια των εν προκειµένω µε τα βασικά πολιτικά εγκλήµατα «συναπτοµένων» τοιούτων; Η επί των ανωτέρω ερωτηµάτων γνώµη ηµών είναι η ακόλουθος: ∆έον να γίνη απαραιτήτως διάκρισις µεταξύ πολιτικών και κοινών εγκληµάτων. Και η διάκρισις αύτη συνάγεται εκ της φύσεως του προσβαλλόµενου δικαίου κατά την πραγµάτωσιν εκατέρου τούτων, εκ των ωθούντων τον δράστην και κατευθυνόντων την εγκληµατικήν βούλησίν του ελατηρίων και εκ του επιδιωκοµένου σκοπού. Υφίσταται βεβαίως έννοια συναφής εις τον χώρον του πολιτικού αδικήµατος, αλλά αύτη αναφέρεται εις το αδίκηµα το καθ' εαυτό µεν εις το κοινόν δίκαιον υπαγόµενον µετά τίνος όµως πολιτικού αδικήµατος συνδεόµενον. Και ως τοιαύτη σύνδεσις νοείται µόνον η χρησιµοποίησις των κοινών εγκληµάτων ως µέσου πραγµατώσεως καθαρώς πολιτικού αδικήµατος. Εκ των εκτεθέντων αβιάστως προκύπτει ότι, παρά την εκ πρώτης όψεως ευµενή γραµµατικήν ερµηνείαν του νόµου, τα περί ων πρόκειται εγκλήµατα των οργάνων της τότε κρατούσης πολιτειακής τάξεως δεν υπάγονται εις την δια του Π.∆. 519 / 74 χορηγηθείσαν αµνηοτίαν. Προσθετέον τέλος ότι τα εγκλήµατα ταύτα ούτε ως σύνθετα ή µικτά πολιτικά εγκλήµατα δύνανται να θεωρηθούν. Σύνθετον πολιτικόν έγκληµα υφίσταται όταν
δια της εγκληµατικής δράσεως προσβάλλεται ή τε Πολιτεία και ιδιωτικά δικαιώµατα και υφίσταται τοιαύτη προς άλληλα σχέσις, ώστε η επερχόµενη κατ' ιδιώτου προσβολή να έχη ως άµεσον αποτέλεσµα την προπαρασκευήν, την διευκόλυνσιν και την επιτυχίαν εγκλήµατος πολιτικού. Αλλά το τοιούτον υφίσταται µόνον εις τα πλαίσια της αυτής και ενιαίας εγκληµατικής δράσεως, ουχί δε και εις την αντίρροπον τοιαύτην. Ούτω τα κατά του τότε δικτατορικού καθεστώτος στρεφόµενα
εγκλήµατα των πολιτικώς δρώντων ατόµων προσέβαλλαν ου µόνον την τότε κρατούσαν πολιτειακήν τάξιν αλλά και ιδιωτικά δικαιώµατα (καταστροφαί περιουσιακών στοιχείων, κ.λπ.). Εν προκειµένω όµως πρόκειται περί πράξεων των οργάνων της πολιτείας. Και είναι λογικώς απαράδεκτον και νοµικώς αοτηρικτον να θεωρήσωµεν ότι είτε τα ελατήρια (υποκειµενική θεωρία), είτε η κατεύθυνσις της εγκληµατικής βουλήσεως (αντικειµενική θεωρία) των οργάνων τούτων - ενεργούντων, σηµειωθήτω, προς προάσπισιν και ουχί προς κατάλυσιν της καθεστηκυίας τάξεως - ήσαν πολιτικά! Ήσαν τουναντίον καθαρώς εγκληµατικά! Υφ' οιανδήποτε όθεν εκδοχήν τα περί ων πρόκειται και ερευνώµενα ώδε εγκλήµατα, δεν αµνηστεύονται. Θα ήτο και αδιανόητον άλλωστε το τοιούτον, εν όψει του είδους και της βαρύτητας των εγκληµάτων τούτων, των συνθηκών της θεσµοθετήσεως της αµνηστεύσεως, του αιτίου και του σκοπού του νοµοθετήµατος.
Γ. ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΠΡΟΣ ΚΟΛΑΣΜΟΝ
Α) Γενική ανάλυσις
Η εκ των εκτεθέντων πραγµατικών περιστατικών επισήµανσις των προς τα γεγονότα και τα τραγικά επακόλουθα τούτων συνδεοµένων υπευθύνων προσώπων δεν παρίσταται εύκολος. ∆ιότι, ως και εν αρχή της παρούσης ετονίσθη, πάντες πλην των φοιτητών εξεµεταλλεύθησαν το λεγόµενον σπουδαστικόν κίνηµα και ο χώρος του Πολυτεχνείου µετεβλήθη εις αιµατοβαφή στίβον ενός απηνούς και εξοντωτικού αγώνος φανατικών πολιτικών αντιθέσεων. Και ακόµη διότι ουδεµίαν προς τα τραγικά επακόλουθα των γεγονότων τούτων είχε σχέσιν το καθ' ύλην υπεύθυνον και αρµόδιον Υπουργείον Παιδείας και κατ' επέκτασιν η Κυβέρνησις Σ. Μαρκεζίνη. Επιβάλλεται όθεν η δια µέσου
του περιβάλλοντος την όλην υπόθεσιν ιδιόµορφου, περιέργου και εν πολλοίς σκοτεινού κλίµατος αναζήτησις των πράγµατι υπευθύνων και η εν συνεχεία κατονοµασία τούτων. Τονιστέον κατ' αρχήν ότι ουδεµία, καθ' ηµάς, βαρύνει ποινική ευθύνη µέλος της τότε πολιτικής Κυβερνήσεως, δια τους κάτωθι λόγους: Κατά το τότε ισχύον Σύνταγµα άπασαι αι εις τα Υπουργεία Εθνικής Αµύνης και Ασφαλείας αφορώσαι αρµοδιότητες ανήκον εις τον Πρόεδρον της ∆ηµοκρατίας. Εις τούτον οµοίως υπήγοντο και αι υπηρεσίαι πληροφοριών.
Με τον φοιτητικόν κόσµον και τα ζητήµατα των ησχολούντο πέντε (5) ειδικώτεραι υπηρεσίαι πληροφοριών, αι εξής: α) Η ∆ιεύθυνσις Νεότητοςτου Υπουργείου Προεδρίας, β) Το «Σπουδαστικόν Τµήµα» της Γενικής Ασφαλείας, γ) Η Γ∆ΕΑ (YEA), δ) Η ΚΥΠ και ε) Η ΕΣΑ δια του ειδικού Ανακριτικού Τµήµατος της. Άπασαι αι ανωτέρω Υπηρεσίαι, τελείως ασυντόνιστοι µεταξύ των, είχον σωρείαν πρακτόρων µεταξύ του φοιτητικού κόσµου. Και το µόνον Υπουργείον, όπερ εστερείτο
οιασδήποτε τυπικής αρµοδιότητος ήτο το Υπουργείον Παιδείας (Οράτε κατάθεσιν Παν. Σιφναίου). Απληροφόρητον εποµένως παρέµενε το µόνον αρµόδιον Υπουργείον και ουδέν ο τότε Υπουργός εγνώριζεν επί των τεκταινοµένων εις τον υπ' αυτού ελεγχόµενον χώρον κυβερνητικής δραστηριότητος. ∆ι' ο και εις την ενώπιον ηµών κατάθεσίν του τονίζει τα εξής: «Έντιµος υπάλληλος της ΚΥΠ µε εβεβαίωσεν ότι κατά την Πέµπτην και Παρασκευήν 15 και 16 Νοεµβρίου 1973, ευρίσκοντο εντός του Πολυτεχνείου στελέχη της ΚΥΠ και έτερον λίαν αξιόπιστον πρόσωπον µου είπεν ότι είδεν εντός του Πολυτεχνείου δεκάδας ανθρώπων... της ΕΣΑ (εξ επισήµων ούτω χειλέων επιβεβαιούνται τα υπό του πράκτορος της ΚΥΠ ∆ Πίµπα κατατιθέµενα). Πιστεύω ότι οι κινηθέντες τον Νοέµβριον ελάχιστοι φοιτηταί δεν είχον την παραµικράν συνείδησιν του τι ετεκταίνετο. Ουδέ και εγώ το εγνώριζον, αλλ' ενόµιζον µόνον ότι θα εµαταιούντο αι εκλογαί και η αποκατάστασις της
ελευθερίας υπέρ ης εκόπτοντο... Το συµπέρασµα µου είναι ότι η οργάνωσις µικροεπαναστάσεως της 16-11-1973 ήτο εξωφοιτητική, έφερε µάλιστα και κάποιον επιτελικήν σφραγίδα. Οι οργανωταί Έλληνες ή ξένοι ή και αµφότεροι εγνώριζον βεβαίως τας αντικαθεστωτικάς διαθέσεις των νέων, πιθανόν δε και εντέχνως να υπεκίνησαν ή να επέσπευσαν την εκδήλωσιν, δια να την χρησιµοποιήσουν ως κάλυµµα της ιδικής των προµελετηµένης εκδηλώσεως. Στόχος των άµεσος ήτο «η πρόληψις των δηλώσεων Μαρκεζίνη και η µαταίωσις των εκλογών» (οράτε κατάθεσιν). Προς την άποψιν ταύτην πλήρως στοιχείται και ο τότε Πρωθυπουργός, όστις και ειδικώτερον την πηγην της ανωµαλίας ταύτης προσδιορίζων µετά σαφήνειας τονίζει ότι αι τοιαύται απόψεις και σκέψεις του «δεν αναφέρονται βεβαίως εις τους ιδεολόγους ή θερµόαιµους νέους ή τας παρασυρόµενος µάζας».
Χαρακτηριστικόν της αγνοίας του τότε Πρωθυπουργού περί της κινήσεως των αρµάτων και του στρατού και της αναπτύξεως της όλης επιχειρήσεως είναι το ότι ούτος επληροφορήθη περί πάντων τούτων κατά την 1ην πρωινήν ώραντης 17-1-1973 παρά του παρ' αυτώ υφυπουργού, όστις τυχαίως οµοίως αντελήφθη την κίνησιν των αρµάτων, κατερχοµένων ήδη προς το Πολυτεχνείον. Ευλόγως δε, διότι ολίγας µόνον ώρας προηγουµένως, αλλά, ως και ανωτέρω ετονίσθη, είχον συµφωνηθή. Η κατά την 13.30 ώραντης 16.11.1973 τερµατισθείσα επίσηµος σύσκεψις των υπευθύνων κυβερνητικών παραγόντων, είχε χαράξει σαφώς τον τρόπον της αντιδράσεως έναντι των φοιτητικών ταραχών και των περί το Πολυτεχνείον εκδηλώσεων: ήπιος τρόπος, αποφυγή βίας, απαγόρευσις δακρυγόνων και µόνον εν εσχάτη ανάγκη ρίψις αυτών και αυστηρά απαγόρευσις πυροβολισµών.
Παραλλήλως, όµως, προς ταύτα ή και προηγουµένως άλλαι εις άλλους χώρους ελαµβάνοντο αποφάσεις: Αι πάσης φύσεως πολιτικοί τάσεις και αποχρώσεις από της δεξιάς µέχρι της αριστεράς των ποικίλων ήδη και πολλών αποχρώσεων διεισδύουν εις το κίνηµα των φοιτητών και το πολιτικοποιούν ενούµενοι εις την κατά της δικτατορίας αντίθεσιν και την δια την πτώσιν της κοινήν επιδίωξιν. «Το Κόµµα µας - γράφει ο παρανόµως τότε εκδιδόµενος «Ριζοσπάστης» εις το φύλ. υπ' αρ. 65 - πάλευε να µετατρέψη την οργή τους σε κινητοποίηση, έτσι που να οξυνθούν οι αντιθέσεις... να δηµιουργηθούν καλύτεροι όροι πάλης για τις επικείµενες συγκρούσεις µε την δικτατορία... στάθηκαν σοβαρός παράγοντας του φοιτητικού κινήµατος...». ∆ι' ο και η βίαια αντίδρασις
της ΕΣΑ µετά την επικράτησιν του Αρχηγού της, δια της από 12-12-1973 γνωστής ανακοινώσεως της, δι' ης κατηγορεί τους Καθηγητάς του Πολυτεχνείου, στηλιτεύει την συµπεριφοράν της Συγκλήτου, η οποία «επιµένει να οµιλή περί ασύλου του Πολυτεχνείου κατά µίαν αδιανόητον αντίληψιν», οµιλεί περί αναρχικών στοιχείων και λαϊκών κινητοποιήσεων και το σπουδαιότερον αποκαλύπτει τας κατά την εποχήν των γεγονότων προθέσεις και διαθέσεις της δια των φράσεων:
«Οι αναρχικοί εκµεταλλευόµενοι... και την χλιαράν αντιµετώπισιν της όλης καταστάσεως υπό των αρµοδίων οργάνων της πολιτείας και ενθαρρυνόµενοι και υποκινούµενοι υπό παραγόντων του εξωτερικού (αιδηµόνως αποσιωπάται ο ρόλος της ιδίας και των άλλων!) εξήλθον του Πολυτεχνείου και προέβησαν εις εµπρησµούς και καταστροφάς, δηµιουργήσαντες εικόνα ∆εκεµβριανών εις το Κέντρον των Αθηνών» (οράτε ταύτην µεταξύ των εγγράφων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου). Η ΚΥΠ
εξαπολύει τους πράκτορας της, οι οποίοι παρατηρούν, παρακολουθούν και εις παντοίας πράξεις βιαιότητας εξωθούν τους ανύποπτους σπουδαστάς. (Οράτε καταθέσεις Σιφναίυο και Πίµπα). Ο τελευταίος ούτος αποκαλύπτει χαράκτηριστικώς ότι µέγα ήτο το πλήθος των εις το Πολυτεχνείον πρακτόρων της ΚΥΠ, οι οποίοι εφωτογράφιζον τους πρωτεργάτας της κινήσεως και κατέγραφαν εις µαγνητοταινίας τας συνοµιλίας των, διένειµαν προκηρύξεις µεταξύ των σπουδαστών προς
επηρεασµόν των, εναντίον της τότε καταστάσεως, παρηµπόδιζον την εντός του Πολυτεχνείου εισαγωγήν τραυµατιών προκειµένου να διακοµίζωνται ούτοι εις το Ρυθµιστικόν ή αλλαχού, ένθα η αστυνοµία ήτο παρούσα δια τα περαιτέρω, κατέστρεφαν διάφορα αντικείµενα του Πολυτεχνείου και εξωθούν ακολούθως τους φοιτητάς να οπλισθούν δια ξύλων και σιδήρων «για να χτυπήσουν τους µπάτσους της χούντας», επεζήτησαν να προµηθευθούν χηµικά προϊόντα εκ των εργαστηρίων
του Χηµείου του Πολυτεχνείου δια να κατασκευάσουν εκρηκτικός ύλας, έρριψαν την ιδέαν προµήθειας όπλων εις τους φοιτητάς, κ.λπ., προσκρούσαντες όµως εις την αποφασιστικήν και σθεναράν άρνησιν των νέων της Συντονιστικής Επιτροπής Σπουδαστών. Η ΕΣΑ διαθέτει άνδρας εν πολιτική περιβολή εντός και εκτός του Πολυτεχνείου, οίτινες οµοίως παρακολουθούν αλλά και βαναύσως κακοποιούν τους πολίτας. Στρατιωτικαί υπηρεσίαι πληροφοριών ειδικούς των πράκτορας
αποστέλλουν εντός του Πολυτεχνείου. Αι στρατιωτικοί δυνάµεις ευρίσκονται από νωρίς εν επιφυλακή ενώ παρά του τότε Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, δίδεται η εντολή να κινηθούν δυνάµεις στρατιωτικοί προς ενίσχυσιν της ενταλθείσης προς υποβολήν της αιτήσεως και εν συνεχεία καταλυθείσης ουσιαστικώς αστυνοµίας. Και η επιχείρησις σµικρύνεται µεν περιγραφικώς ως προς τας διαστάσεις της και την ισχύν των δυνάµεων (ολίγαι δυνάµεις και τρία ή τέσσερα άρµατα µάχης), ως ενέργεια δε ψυχολογικού επηρεασµού και εκφοβισµού εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται! Παραδόξως όµως και µελαγχολικώς ήδη πάντα ταύτα ηχούν εις τα ώτα όλων, όσων έζησαν την τραγικότητα των στιγµών ή ητένισαν το µέγεθος της καταστροφής! ∆ιότι, ανεξαρτήτως των περί του περιεχοµένου της αποφάσεως Παπαδόπουλου υποστηριζόµενων, το µεν σαφώς υπό των τότε στρατιωτικών ηγητόρων κατατίθεται ότι «απεφασίσθη από κοινού µετά των αρχηγών όπως το διατεθησόµενον εις το Πολυτεχνείον συγκρότηµα των Ενόπλων ∆υνάµεων είναι ισχυρόν
µέσα» (κατάθ. υπ' αριθ. 133), το δε εκ των διαδραµατισθέντων και των αιµατηρών αποτελεσµάτων ελεγχόµενη η προϋπάρξασα διάφορος δήθεν απόφασις κρίνεται ανακριβής. Εάν υπήρξεν παρέκκλισις η ανυπακοή θα έδει εγκαίρως να επισηµανθή, να στηλιτευθή και να κολασθή. ∆εν είναι δε δυνατόν να υποστηριχθή ότι εις το κύµα αυτό της βιαιότητας και το πανδαιµόνιον των πυροβολισµών δεν κατέστη δήλη οιαδήποτε παρέκκλισις εκ της αποφάσεως του Προέδρου, ούτε ανεφάνησαν εκδηλώσεις ανυπακοής, δια να επέλθη άµεσος, αυστηρά και οργίλη η αντίδρασις του πανίσχυρου τότε εκφραστού της πολιτειακής βουλήσεως. Το αυτό οµοίως λεκτέον και δια τους τότε υπευθύνους στρατιωτικούς ηγήτορες, οίτινες ωσαύτως υποστηρίζουν τα περί προθέσεως ψυχολογικού επηρεασµού και εκφοβισµού και υπάρξεως αυστηρών διαταγών δια την µη ρίψιν πυροβολισµών, εκφράζουν δε την οδυνηράν έκπληξίν των διότι εφονεύθησαν άνθρωποι εκ των ριπτοµένων βολών. Πιστεύοµεν βεβαίως ότι οι περί ων πρόκειται στρατιωτικοί ηγήτορες δεν υπήρξαν οµόψυχοι, των επιδιωξάντων τότε την βίαν και την χρήσιν των όπλων, είχον όµως υποχρέωσιν να πράξουν τα καθ' εαυτούς δια να την αποτρέψουν, δι' ο και άλλως εκτιµάται η ευθύνη αυτών. Ώφειλον, εφ' όσον αύτη ήτο η επί του προβλήµατος θέσις των και τοιαύτη η αληθής πρόθεσίς των, να κινήσουν την κατά των παραβατών των διαταγών των πειθαρχικήν αλλά και ποινικήν δίωξιν επί τη κατηγορία της στάσεως (αρθρ. 63 παρ. 1 εδ. γ' ΣΠΚ - βιαιοπραγίαι κατά προσώπων ή πραγµάτων), της απείθειας (άρθρον 64 παρ. 1 εδ. α' ΣΠΚ - άρνησις υπακοής εις τας διαταγάς ανωτέρων), της παραβάσεως στρατιωτικής εντολής (αρ. 72 παρ. 1 γ' ΣΠΚ) και των άσκοπων πυροβολισµένων (αρ. 103 εδ. β' ΣΠΚ) εφόσον διεπιστώθη ότι στρατιωτικοί επυροβόλουν αυτοβούλως και άνευ ευλόγου αιτίας, πλήθος ανθρώπων φονεύσαντες και περισσοτέρους σοβαρώς τραυµατίσαντες. Ουδέν όµως τούτων, των πολύ φυσικών και αναµενόµενων εγένετο, αλλ' άντικρυς αντίθετος συµπεριφορά επεδείχθη. Ούτω ο µεν τότε πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας απηύθυνε διάγγελµα προς τον ελληνικόν λαόν, εις ο αναγγέλλων την
επαναφοράν του στρατιωτικού νόµου, ωµίλει περί αναρχικών εκδηλώσεων και περί συνωµοσίας των εχθρών της ∆ηµοκρατίας και της οµαλότητας και διεβεβαίου περί της αποφάσεως του να προάσπιση την γαλήνην, τας κατακτήσεις και την ασφάλειαν του ελληνικού λαού (εφηµερίδες της 18.11.1973), ο δε τότε Αρχηγός των Ενόπλων ∆υνάµεων, υποδεχόµενος τον Πρωθυπουργόν εις το Μέγαρον του
Αρχηγείου, ωµίλησεν οµοίως περί αναρχικών εκδηλώσεων εις τον φοιτητικόν χώρον και απεκάλυψεν ότι διαβλέπουσαι αι ένοπλοι δυνάµεις τας πιθανάς εξελίξεις, ηύξησαν την ετοιµότητα των και διετάχθησαν να παρέξουν την υποστήριξίν των προς αποκατάστασιν της τάξεως, αναλαβούσαι την εκκαθάρισιν του Πολυτεχνείου και του πέριξ χώρου (εφηµερίδες της 21-11-1973). Αµφότεροι δε περί αναίµακτου ωµαλουν επιχειρήσεις και ως ασύστολα ψεύδη εχαρακτήριζαν τα περί πυροβολισµών «διαδιδόµενα»! Αι τοιαύται θέσεις υπεστηρίχθησαν και εκαλύφθησαν ακολούθως και υπό του τότε Πρωθυπουργού δια δηλώσεων του εις το Αρχηγείον Ενόπλων ∆υνάµεων. Φρονούµεν όµως, εν όψει, πάντων, των εκτεθέντων, ότι η τοιαύτη εκδήλωσις συνιστά
καθαράν πολιτικήν πράξιν και δεν θεµέλιοι, ούτε βεβαίως αποδεικνύει, οιανδήποτε ποινικήν ευθύνην, αυτού τε και των Υπουργών του: Εθνικής Αµύνης, ∆ηµοσίας Τάξεως και Εθνικής Παιδείας, οίτινες οµοίως δεν έσχον ανάµιξιν ενεργόν εις τα γεγονότα και την αντιµετώπισιν
τούτων, ούτε παράλειψίς τις αξιόποινος τους βαρύνει. Η ουσιαστική θέσις του τότε Πρωθυπουργού ήτο αντίθετος προς πάσαν έννοιαν βίας, δι' ο και ευλόγως, αλλά και ευστόχως, παρατηρεί ότι «εάν είχα προλάβει να κάµω την συνέντευξιν της 17-11-1973 ίσως άλλη θα ήτο η εξέλιξις των πραγµάτων και ιδίως δεν θα είχοµεν θρηνήσει τα θύµατα δια τα οποία κάθε ελληνική ψυχή βαθυτάτην αισθάνεται οδύνη» (οράτε κατάθεσιν). Και το συµπέρασµα είναι ότι υπεράνω των αφηρηµένων και
αορίστων πλατωνικών εξορκισµών κείται η εκ της πραγµατικότητας αναφαινοµένη αλήθεια. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ζηλώσας ίσως δόξαν Ντε Γκωλ, δια την εκµετάλλευσιν του φοιτητικού κινήµατος, απηγόρευσεν εις την Αστυνοµίαν την έγκαιρον προς πρόληψιν των γεγονότων επέµβασιν και διεκήρυσσεν: «Ας τα σπάσουν. Ας κάψουν και το Πολυτεχνείον. Ας κατεβούν και στους δρόµους. Ας σπάσουν και βιτρίνες» (κατάθεσις Σιφναίου). Αιφνιδίως όµως και άγνωστον διατί και
πώς η γνώµη του καταστρέφεται και διατάσσει την κινητοποίησιν των Ενόπλων ∆υνάµεων, βοηθούµενος εν τούτω υπό των τότε υπευθύνων ηγητόρων του Στρατεύµατος και δη των: Αρχηγού Ενόπλων ∆υνάµεων και ∆ιοικητών ΑΣ∆ΕΝ και Σ∆Α. Και η επί µίαν 7ετίαν ζηλοτύπως κλειστή
παραµείνασα πυξίς της Πανδώρας ανοίγεται! Αντελήφθη προφανώς την εις βάρος του από του Αυγούστου ήδη 1973 υποβόσκουσαν κίνησιν των Ρουφογάλη, Ιωαννίδη, Μπονάνου (κατάθεσις Σιφναίου) και προσπαθεί να αντίδραση δια της εγκαίρου καταστολής της υπό των άλλων ήδη
εκµεταλλευόµενης προφανώς εξεγέρσεως, έχων αποφασίσει ενδεχοµένως, και αναβολήν των υπό της Κυβερνήσεως Μαρκεζίνη υπεσχηµένων εκλογών. Και εις την κίνησιν όµως ταύτην
υπερφαλαγγίζεται. ∆ιότι το σχέδιον ήτο έτοιµον και οι εκτελεστοί του πλήρως προετοιµασµένοι και αποφασιστικοί. ∆εν ήτο βεβαίως συµπτωµατική και τυχαία η εις το κέντρον της Αµέσου ∆ράσεως της Αστυνοµίας παρουσία των Αξιωµατικών Λουπάση, Λούκουτου και Ντερτιλή, πιστών εις τον ∆ηµήτριον Ιωαννίδην, ως εδείχθη µετά την κατά την 25-11-1973 επικράτησιν τούτου, ούτε άνευ σηµασίας η έκδηλος ανησυχία του τελευταίου, συνεχώς ερωτώντας αν έφθασαν τα άρµατα εις το Πολυτεχνείον και επενέβησαν και η εσπευσµένη εκ του Κέντρου αναχώρησίς του ίνα µεταβή ο ίδιος προσωπικώς εις το Πολυτεχνείον, διότι - καθ' α εδήλωσεν εις επήκοον πάντων «αργούνε πολύ και θα πάω µόνος µου». Και µετέβη τω όντι σηµαντικόν διαδραµατίσας εις την όλην επιχείρησιν ρόλον (οράτε καταθέσεις υπ' αριθµ. 99, 159, 221 και 268). Παρά ταύτα ο τότε ∆ιοικητής ΑΣ∆ΕΝ καταθέτει ότι ούτος ήτο απλώς σύνδεσµος µεταξύ της Αστυνοµίας και της ΑΣ∆ΕΝ και ουδεµίαν είχεν αρµοδιότητα να επέµβη καθ' οιονδήποτε τρόπον! Ο Στρατηγός αµετανοήτως επίστευεν ότι ο περί ου πρόκειται Συνταγµατάρχης θα εσέβετο την έννοιαν της στρατιωτικής πειθαρχίας. Μετ' ολίγον όµως τραγικώς διεψεύσθη διότι ο ίδιος, υπό κατωτέρων του συνελήφθη! Οι Ιωαννίδης και Ρουφογάλης, δια των εις αυτούς πιοτών Αξιωµατικών και πρακτόρων, επηρεάζουν σοβαρώς και σαφώς την όλην
επιχείρησιν, εξαπολύοντες κύµα βιαιοτήτων και πυροβολισµών, επί τω τέλει της δηµιουργίας ευνοϊκών δια την προαποφασισθείσαν κίνησιν συνθηκών ασφαλείας, αναταραχής και συγκρούσεων. Και εις το καταλλήλως ήδη προετοιµασθέν και κράτησαν ιδιόµορφον κλίµα συγχύσεως, πανικού και συγκρούσεων, οργιάζουν οι κοινοί δολοφόνοι ενσπείροντες αδιστάκτως τον θάνατον εις βάρος αθώων και αόπλων νέων ανθρώπων, το µέγα αµάρτηµα των οποίων ήτο ότι εζήτουν «Ελευθερίαν και ∆ηµοκρατίαν». Και περιέργως ο µηδεµίαν έχων αναλάβει αποστολήν εις την επιχείρησιν τότε ∆ιευθυντής της ΕΣΑ ∆ηµήτριος Ιωαννίδης, µεταβαίνει περί ώραν 04.00 της 17-11-1973 εις τον χώρον του Πολυτεχνείου. Και ουδείς, ούτε και ο ίδιος αποκαλύπτει διατί! ∆ιότι είναι αστείον το λεχθέν ότι µετέβη απλώς εκ... περιέργειας!
Ειδικώς δέον ενταύθα να σηµειωθή ότι δεν είναι άµοιρον σηµασίας τινός το πλήρως εκ της ερεύνης βεβαιωθέν ότι οι νέοι ούτοι του Πολυτεχνείου, ως αναρχικοί, ευκόλως και ανενδοιάστως
χαρακτηριζόµενοι, δεν εφόνευσαν, δεν εκακοποίησαν και ουδένα σοβαρώς ετραυµάτισαν, αλλ' οι ίδιοι και το ανώνυµον πλήθος υπήρξαν τα εξιλαστήρια θύµατα των περί «∆ηµοκρατίας» περιέργων αντιλήψεων των «ηρώων» της εποχής και των αδίστακτων οργάνων των!
Και η Αστυνοµία ποίον ρόλον διεδραµάτισεν εις την όλην αυτήν επιχείρησιν; Συνήργησε δια της συµπεριφοράς των υπευθύνων τότε ηγητόρων της εις την επιβολήν της θελήσεως τρίτων. Ούτω µολονότι εις αυτήν ανήκεν η ευθύνη, αλλά και η κατά νόµον δικαιωµατικότης, δια την αντιµετώπιση/ των συγκεντρώσεων και των εξ αυτών ταραχών, κατ' αρχήν µεν απρακτεί και τηρεί στάσιν εφεκτικότητος, ευνοούσαν την οργάνωσιν και διόγκωσιν του κινήµατος, εξ ετέρου διατηρεί εις συνεχή και εξαντλητικήν επιφυλακήν και εγρήγορσιν τους αστυνοµικούς υπαλλήλους, µε συνέπειαν την επικίνδυνον ως εκ καµάτου και της συσσωρευµένης αγανακτήσεως - ως εκ των επιθέσεων και των προπηλακισµών - φόρτισιν του ψυχισµού των και τέλος δέχεται να υποβάλη την αίτησιν δια την επέµβασιν των Ενόπλων ∆υνάµεων και συµµετέχει εις σειράν ενεργειών και εκδηλώσεων, παρανόµων, των ακολούθων: την κατά παράβασιν των κειµένων διατάξεων βιαίαν διάλυσιν των συναθροίσεων, την δυναµικήν παραβίασιν του Πανεπιστηµιακού ασύλου, παρά την ρητώς εκφρασθείσαν αντίθετον άποψιν του Προϊσταµένου της Εισαγγελίας και την άνευ γνώµης των
εκπροσώπων της ∆ιοικήσεως και της ∆ικαιοσύνης χρήσιν των όπλων.
Τέλος δια του τότε Αρχηγού της διέταξεν τη σύλληψιν πλήθους ατόµων, οι περισσότεροι των οποίων αναµφισβητήτως δεν ήσαν ούτε «πρωταίτιοι» ούτε «υπεύθυνοι» της συναθροίσεως και των εκδηλώσεων και αίτινες παρανόµως κατεκρατήθησαν. Υπήρξαν οµοίως και µεµονωµένα αστυνοµικά όργανα, υπό της ερεύνης - εις το πλήθος των αγνώστων - εντοπισθέντα, τα οποία υπήρξαν δράσται συγκεκριµένων αξιοποίνων πράξεων.
∆ια την κατά νόµον θεµελίωσιν της υπαιτιότητος των καθ' ηµάς υπευθύνων τονιστέα και τα ακόλουθα:
1) Η κατά νόµον αποστολή των Ενόπλων ∆υνάµεων και των Σωµάτων Ασφαλείας, πλην άλλων, περιλαµβάνει και το καθήκον προστασίας της ζωής, της σωµατικής ακεραιότητος, της τιµής, της ελευθερίας και της περιουσίας των πολιτών. Συνεπώς οι τότε ηγέται του Στρατού και της
Αστυνοµίας είχαν ως εκ του νόµου και της αποστολής των, το ιερόν καθήκον να προασπίσουν την ζωήν και σωµατικήν ακεραιότητα των εις την συνάθροισιν πολιτών έναντι των πάσης φύσεως κακοποιών ή των εγκληµατικώς δρώντων οργάνων των κατά το περί ου πρόκειται
αιµατηρόν τριήµερον. Και τούτο µη πράξαντες, ήτοι τους γνωστούς και αγνώστους δράστας µη παρεµποδίσαντες εις το φονικόν έργον των, εγένοντο υπαίτιοι απλής συνεργείας εις τας κυρίας πράξεις αυτών αρνητικώς εκδηλωθείσης, ήτοι δια παραλείψεως εκτελέσεως του εκ του νόµου και της αποστολής των τεκτοµένου καθήκοντος (αρ. 15 και 47 ΠΚΝ Χωραφά: Γεν. Αρχαί Π.∆. παρ. 98 III Α σελ. 328, Αγγ. Μπουροπούλου: Ερµ. Π.Κ. υπ' αρ. 47 σελ. 148 οµοίως σχετικώς Α.Π. 248 / 68 Π. Χρ. ΙΣΤ σελ. 511 επ.).
2) Ουδέν ουδαµόθεν τίθεται πρόβληµα «προσταγής», συνεπαγόµενης άρσιν του αδίκου χαρακτήρας
των εξ αιτίας των πυροβολισµών ιδία τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων. Και τούτο διότι δεν συνέτρεξαν αι κατ' αρ. 21 Π.Κ. προϋποθέσεις εν τη εκτελέσει των περί ων πρόκειται εγκληµατικών πράξεων. Οι πάντες ούτω αρνούνται την ύπαρξιν διαταγής προς ρίψιν και εκφοβιστικών, έστω, βολών. Και υπάρχουσα όµως τοιαύτη, όπερ απολύτως αληθές, καθ' ηµάς και πλήρως εξακριβωµένον ως προς τα έµπροσθεν του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως διαδραµατισθέντα, «δεν εδόθη κατά τους
νοµίµους τύπους και παρά της αρµοδίας Αρχής» ως ανωτέρω αναλυτικώς ετονίσθη. ∆εν συνεπάγεται όθεν τα κατά νόµον καταλυτικάτου αξιοποίνου, αποτελέσµατα.
β) Ειδικωτέρα επισήµανσις
∆ύνανται ήδη να κατονοµασθούν προς διευκόλυνσιν του ανακριτικού έργου, οι εκ της ερεύνης προκύπτοντες και κατά την γνώµην ηµών υπεύθυνοι της περί ης πρόκειται τραγωδίας, κατά νοµικήν αξιολόγησιν του ρόλου εκάστου εις ταύτην.
1) Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος, τότε Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας.
2) ∆ηµήτριος Αριστοτ. Ιωαννίδης, Υποστράτηγος, ε.α. τότε διοικητής της ΕΣΑ και
3) Μιχαήλ Ρουφογάλης, Υποστράτηγος ε.α., τότε Αρχηγός της ΚΥΠ.
Φέρονται ως ηθικοί αυτουργοί ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως (τετελεσµένων και εν απόπειρα) επικινδύνων σωµατικών βλαβών, διακεκριµένων φθορών και προκλήσεων εις τέλεσιν κακουργηµάτων ή πληµµεληµάτων, πράξεων υπό γνωστών και αγνώστων - τη ερεύνη - δραστών, τελεσθεισών (ως κατωτέρω). Παρατηρητέον ενταύθα ότι ο ηθικός αυτουργός δεν δρα κατά του αντικειµένου του εγκλήµατος, αλλά επιδρά επί της βουλήσεως του υποκειµένου, ίνα προκολέση
απόφασιν αυτού προς εκτέλεσιν της αδίκου πράξεως. Και ως γνωστόν δεν είναι απαραίτητον να προκαθορισθή εν ταις λεπτοµερείαις της η υπό εκτέλεσιν πράξις, ουδέ το πρόσωπον εις βάρος του οποίου θα τελεσθή (ΑΠ 334 / 58 Π. Χρ. Α' 151). Οµοίως δεν είναι απαραίτητον όπως αποκαλυφθή και γνωσθή ο αυτουργός του εγκλήµατος (ΑΠ 37 / 1969 Γ. Χρ. Ιθ' 208).
4) Νικόλαος Ντερτιλής, Ταξίαρχος, τότε επιτελάρχης ΑΣ∆ΕΝ, αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εις βάρος νεαρού σπουδαστού και ηθικός αυτουργός ετέρων ανθρωποκτονιών (τετελεσµένων και εν απόπειρα) ως και σωµατικών βλαβών.
5) ∆ηµήτριος Ιωάννου, Ζαγοριαννάκος, Αντιστράτηγος ε.α. τότε Αρχηγός Ενόπλων ∆υνάµεων, διατάξας την κίνησιν των τµηµάτων στρατού.
6) Κωνσταντίνος Ιωάννου Μαυροειδής, Αντιστράτηγος ε.α. τότε ∆ / ντής ΑΣ∆ΕΝ, έχων τον συντονισµόν και το γενικόν πρόσταγµα της επιχειρήσεως.
7) Νικόλαος Κων. Ραφαηλάκης, Αντιστράτηγος ε.α., τότε ∆ / ντής της Σ∆Α, παριστάµενος κατά την εκτέλεσιν της επιχειρήσεως και εποπτεύων ταύτης.
8) Νικόλαος Αριστ. ∆ασκαλόπουλος, τότε Αρχηγός Αστυνοµίας, εποπτεύων των Αστυνοµικών ∆υνάµεων.
9) Λουκάς Γεωργίου Χριστολουκάς, τότε ∆ιευθυντής της Αστυνοµίας Αθηνών, υπεύθυνος των ενεργειών των αστυνοµικών δυνάµεων ως προς την αντιµετώπισιν των εκδηλώσεων.
10) Θρασύβουλος Γιοβάνης, Ταξίαρχος, τότε Συνταγµατάρχης, επικεφαλής των στρατιωτικών τµηµάτων εις την κατά του Πολυτεχνείου επιχείρησιν.
Άπαντες εµφανίζονται ως απλοί συνεργοί του ως είρηται, του ηθικού αυτουργού, δια της παροχής θετικής συνδροµής εις αυτόν εν τω πλαισίω της αρµοδιότητος εκάστου, απλοί οµοίως συνεργοί των
γνωστών και αγνώστων εγκληµατιών εν τη διαπράξει των ανθρωποκτονιών και σωµατικών βλαβών, της τοιαύτης συνδροµής των εκδηλωθείσης, ως ετονίσθη ήδη αρνητικώς, ήδη δια παραλείψεως
εκτελέσεως του εκ του νόµου και της αποστολής των τικτοµένου ιερού καθήκοντος προασπίσεως της ζωής και σωµατικής ακεραιότητος των πολιτών έναντι των πάσης φύσεως κακοποιών και των εγκληµατικώς δρώντων οργάνων των. Ο εξ αυτών Νικόλαος ∆ασκαλόπουλος, τυγχάνει οµοίως και έµµεσος αυτουργός παρανόµου συλλήψεως και κατακρατήσεως των συλληφθέντων.
11) Σπυρίδων Σταθάκης, Ίλαρχος τεθωρακισµένων, διατάξας την είσοδον του άρµατος εντός του Πολυτεχνείου, αυτουργός αποπειρών ανθρωποκτονίας των επί των κιγκλιδωµάτων της πύλης του Πολυτεχνείου ευρισκοµένων σπουδαστών, ιδία δε της διαφυγούσης τον θάνατον και βαρύτατα µόνον τραυµατισθείσης Π. Ρηγόπουλου.
12) Σταύρος Βαρνάβας, Αντιστράτηγος ε.α., ∆ / ντής του εν τω Υπουργείω ∆ηµοσίας Τάξεως Μικτού Επιτελείου. Ηθικός αυτουργός ανθρωποκτονιών (µιας τετελεσµένης και πολλών εν απόπειρα) ως διατάξας την χρήσιν των όπλων κατά του πλήθους.
13) Ηλίας Τσιαούρας ή Τσαπούρης, αυτουργός ανθρωποκτονιών (µιας τετελεσµένης και πολλών εν απόπειρα) και παρανόµου οπλοφορίας δια πολεµικού όπλου.
14) Ευάγγελος Κων. Μαντζώρος, Ανθυπίλαρχος τότε τεθωρακισµένων, αυτουργός αποπειρών ανθρωποκτονίας και επικινδύνων σωµατικών βλαβών (κατάθ. υπ' αριθµ. 241 και 242).
15) Υπίλαρχος Μιχαήλ Γουνελάς, Ανθυπασπιστής Λάµπρος Κωνσταντέλλος, Αξιωµατικοί του ΚΕΤΘ, λαβόντες µέρος εις την κατά του Πολυτεχνείου επιχείρησιν. Φέρονται ως αυτουργοί ή ηθικοί
αυτουργοί αποπειρών αυτοκτονίας και επικινδύνων σωµατικών βλαβών (καταθέσεις υπ' αριθµ. 72, 76 και 116).
16) Αστυφύλαξ υπό στοιχεία Λ 21 Ηλίας Καραδήµας και δεύτερος τοιούτος υπό το µικρόν όνοµα Νικόλαος, εκτελούντες υπηρεσίαν εν τω Ρυθµιστικά) Κέντρω Αθηνών την νύκτα της 16ης προς 17ην Νοεµβρίου 1973, τυγχάνουν συναυτουργοί µετ' άλλων αγνώστων, ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και επικινδύνων σωµατικών βλαβών εις βάρος τραυµατιών και των συνοδών τους (καταθ. υπ' αριθµ. 72, 76 και 116).
17) Βασίλειος Γεωργίου Μπουκλάκος, τότε ∆ιοικητικός ∆ / ντής του Ρυθµιστικού, απλούς συνεργός, δια της παροχής υλικής και ψυχικής συνδροµής, εις τους υπό στοιχ. 15 κατηγορουµένους και αυτουργός παρανόµου οπλοφορίας, απειλών και βλασφηµίας εις βάρος των τραυµατιών και των συνοδών του.
18) ∆ηµήτριος Κων. Κατσούλης, Ταγµατάρχης Χωροφυλακής, τότε στέλεχος της ΚΥΠ, απλούς µεν συνεργός του υπό στοιχ. 3 ηθικού αυτουργού, δια της παροχής θετικής εις αυτόν συνδροµής εν των
πλαισίω της αρµοδιότητος τους και απλούς οµοίως συνεργός των γνωστών και αγνώστων εγκληµατιών εν τη διαπράξει ανθρωποκτονιών και σωµατικών βλαβών, δια παραλείψεως ως ανωτέρω της τοιαύτης συνδροµής του εκδηλωθείσης.
19) ∆ηµήτριος Παναγ. Πίµπας, αυτουργός προκλήσεων εις διάπραξιν κακουργήµατος ή πληµµελήµατος.
20) Ο υπ' αριθµ. 472 αστυφύλαξ (κατάθ. υπ' αρ. 229), αυτουργός απόπειρας ανθρωποκτονίας νεαρού µαθητού έµπροσθεν του Μητροπολιτικού Ναού την 17-11-1973.
21) Αγνώστων στοιχείων αστυφύλαξ του Γ' Αστυνοµικού Τµήµατος, ευρισκόµενος εν υπηρεσία περί ώραν 14.30 της 17-11-1973 αυτουργός επικινδύνου σωµατικής βλάβης εις βάρος του ∆ηµοσθένους Σαµούρη, ιατρού (καταθ. υπ' αριθµ. 145), µεταβάντος αυτόθι κατά την διαδικασίαν παραλαβής του νεκρού αδελφού του.
22) Ιωάννης Νικ. Καλύβας, Υπαστυνόµος, αυτουργός επικινδύνων σωµατικών βλαβών εις βάρος των εξερχόµενων του Πολυτεχνείου σπουδαστών (κατάθ. Θεοδ. Καλούδη, υπ' αριθµ. αρ. 104).
23) Σάκης Ταµπούρης, Ιωάννης Κουρής και Σωτήριος Νάνος, αρχιφύλακες του ΛΖ' Αστυνοµικού Τµήµατος, συναυτουργοί επικινδύνου σωµατικής βλάβης, εις βάρος του Ιωάννου Χρα (κατάθ. υπ'
αριθ. 142).
24) Πλήθος αγνώστων δραστών όλων των αναφερθεισών πράξεων, µεταξύ των στρατιωτών, αστυνοµικών και απλών πολιτών.
IV. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι η δίωξις των ως είρηται πράξεων και ο κολασµός των αποδειχθησοµένων ενόχων είναι υποχρέωσις της δικαιοσύνης. Επιτρέψατε όθεν όπως εισηγηθώ προς
Υµάς την άµεσον άσκησιν ποινικής διώξεως και την εις τακτικήν ανάκρισιν παραποµπήν της υποθέσεως ως προς απαντάς τους εκτεθέντος στρατιωτικούς και αστυνοµικούς, εις την αρµοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων υπαγόµενους ένεκεν της αναπτυχθείσης ανωτέρω συµµετοχής εγκληµατικής δράσεων των (αρ. 248 παρ. 1 ΣΠΚ). Οίκοθεν νοείται ότι τα ανακύπτοντα περί την ορθότητα του τε χαρακτηρισµού των πράξεων και τον προσδιορισµόν των υπευθύνων, προβλήµατα αληθούς ερµηνείας και ορθής αξιολογήσεως πρεπέστερον θα αντιµετωπισθούν κατά την διαδροµήν της δικαστικής ερεύνης.
Η υπ' εµού ενεργηθείσα ταχεία και αναλυτική - όση µοι δύναµις - έρευνα και τα εκ ταύτης προκύψαντα, κατά τα εκτεθέντα, στοιχεία εντάσσονται εις το προπαρασκευαστικόν και διερευνητικόν πάντοτε πλαίσιον της απλής προκαταρκτικής εξετάσεως, σκοπός της οποίας ως γνωστόν είναι να κριθή αν συντρέχη περίπτωσις ποινικής διώξεως (αρ. 31 παρ. 1 εδ. α ΚΓ∆) και ουχί να ερευνηθή εν πληρότητι και εµπεριστατωµένους η υπόθεσις. Αναφέρω τέλος ότι εις την παρούσαν δικογραφίαν έχουν ενσωµατωθή και αι µηνύσεις των: Γρηγορίου Τρυφ. Παπαδάτου, Κυριάκου Νικ.
Σπηριούνη και ∆ηµητρίου Παπαδοπούλου.
Εν Αθήναις τη 14 Οκτωβρίου 1974
των εξ αιτίας των πυροβολισµών ιδία τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων. Και τούτο διότι δεν συνέτρεξαν αι κατ' αρ. 21 Π.Κ. προϋποθέσεις εν τη εκτελέσει των περί ων πρόκειται εγκληµατικών πράξεων. Οι πάντες ούτω αρνούνται την ύπαρξιν διαταγής προς ρίψιν και εκφοβιστικών, έστω, βολών. Και υπάρχουσα όµως τοιαύτη, όπερ απολύτως αληθές, καθ' ηµάς και πλήρως εξακριβωµένον ως προς τα έµπροσθεν του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως διαδραµατισθέντα, «δεν εδόθη κατά τους
νοµίµους τύπους και παρά της αρµοδίας Αρχής» ως ανωτέρω αναλυτικώς ετονίσθη. ∆εν συνεπάγεται όθεν τα κατά νόµον καταλυτικάτου αξιοποίνου, αποτελέσµατα.
β) Ειδικωτέρα επισήµανσις
∆ύνανται ήδη να κατονοµασθούν προς διευκόλυνσιν του ανακριτικού έργου, οι εκ της ερεύνης προκύπτοντες και κατά την γνώµην ηµών υπεύθυνοι της περί ης πρόκειται τραγωδίας, κατά νοµικήν αξιολόγησιν του ρόλου εκάστου εις ταύτην.
1) Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος, τότε Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας.
2) ∆ηµήτριος Αριστοτ. Ιωαννίδης, Υποστράτηγος, ε.α. τότε διοικητής της ΕΣΑ και
3) Μιχαήλ Ρουφογάλης, Υποστράτηγος ε.α., τότε Αρχηγός της ΚΥΠ.
Φέρονται ως ηθικοί αυτουργοί ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως (τετελεσµένων και εν απόπειρα) επικινδύνων σωµατικών βλαβών, διακεκριµένων φθορών και προκλήσεων εις τέλεσιν κακουργηµάτων ή πληµµεληµάτων, πράξεων υπό γνωστών και αγνώστων - τη ερεύνη - δραστών, τελεσθεισών (ως κατωτέρω). Παρατηρητέον ενταύθα ότι ο ηθικός αυτουργός δεν δρα κατά του αντικειµένου του εγκλήµατος, αλλά επιδρά επί της βουλήσεως του υποκειµένου, ίνα προκολέση
απόφασιν αυτού προς εκτέλεσιν της αδίκου πράξεως. Και ως γνωστόν δεν είναι απαραίτητον να προκαθορισθή εν ταις λεπτοµερείαις της η υπό εκτέλεσιν πράξις, ουδέ το πρόσωπον εις βάρος του οποίου θα τελεσθή (ΑΠ 334 / 58 Π. Χρ. Α' 151). Οµοίως δεν είναι απαραίτητον όπως αποκαλυφθή και γνωσθή ο αυτουργός του εγκλήµατος (ΑΠ 37 / 1969 Γ. Χρ. Ιθ' 208).
4) Νικόλαος Ντερτιλής, Ταξίαρχος, τότε επιτελάρχης ΑΣ∆ΕΝ, αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εις βάρος νεαρού σπουδαστού και ηθικός αυτουργός ετέρων ανθρωποκτονιών (τετελεσµένων και εν απόπειρα) ως και σωµατικών βλαβών.
5) ∆ηµήτριος Ιωάννου, Ζαγοριαννάκος, Αντιστράτηγος ε.α. τότε Αρχηγός Ενόπλων ∆υνάµεων, διατάξας την κίνησιν των τµηµάτων στρατού.
6) Κωνσταντίνος Ιωάννου Μαυροειδής, Αντιστράτηγος ε.α. τότε ∆ / ντής ΑΣ∆ΕΝ, έχων τον συντονισµόν και το γενικόν πρόσταγµα της επιχειρήσεως.
7) Νικόλαος Κων. Ραφαηλάκης, Αντιστράτηγος ε.α., τότε ∆ / ντής της Σ∆Α, παριστάµενος κατά την εκτέλεσιν της επιχειρήσεως και εποπτεύων ταύτης.
8) Νικόλαος Αριστ. ∆ασκαλόπουλος, τότε Αρχηγός Αστυνοµίας, εποπτεύων των Αστυνοµικών ∆υνάµεων.
9) Λουκάς Γεωργίου Χριστολουκάς, τότε ∆ιευθυντής της Αστυνοµίας Αθηνών, υπεύθυνος των ενεργειών των αστυνοµικών δυνάµεων ως προς την αντιµετώπισιν των εκδηλώσεων.
10) Θρασύβουλος Γιοβάνης, Ταξίαρχος, τότε Συνταγµατάρχης, επικεφαλής των στρατιωτικών τµηµάτων εις την κατά του Πολυτεχνείου επιχείρησιν.
Άπαντες εµφανίζονται ως απλοί συνεργοί του ως είρηται, του ηθικού αυτουργού, δια της παροχής θετικής συνδροµής εις αυτόν εν τω πλαισίω της αρµοδιότητος εκάστου, απλοί οµοίως συνεργοί των
γνωστών και αγνώστων εγκληµατιών εν τη διαπράξει των ανθρωποκτονιών και σωµατικών βλαβών, της τοιαύτης συνδροµής των εκδηλωθείσης, ως ετονίσθη ήδη αρνητικώς, ήδη δια παραλείψεως
εκτελέσεως του εκ του νόµου και της αποστολής των τικτοµένου ιερού καθήκοντος προασπίσεως της ζωής και σωµατικής ακεραιότητος των πολιτών έναντι των πάσης φύσεως κακοποιών και των εγκληµατικώς δρώντων οργάνων των. Ο εξ αυτών Νικόλαος ∆ασκαλόπουλος, τυγχάνει οµοίως και έµµεσος αυτουργός παρανόµου συλλήψεως και κατακρατήσεως των συλληφθέντων.
11) Σπυρίδων Σταθάκης, Ίλαρχος τεθωρακισµένων, διατάξας την είσοδον του άρµατος εντός του Πολυτεχνείου, αυτουργός αποπειρών ανθρωποκτονίας των επί των κιγκλιδωµάτων της πύλης του Πολυτεχνείου ευρισκοµένων σπουδαστών, ιδία δε της διαφυγούσης τον θάνατον και βαρύτατα µόνον τραυµατισθείσης Π. Ρηγόπουλου.
12) Σταύρος Βαρνάβας, Αντιστράτηγος ε.α., ∆ / ντής του εν τω Υπουργείω ∆ηµοσίας Τάξεως Μικτού Επιτελείου. Ηθικός αυτουργός ανθρωποκτονιών (µιας τετελεσµένης και πολλών εν απόπειρα) ως διατάξας την χρήσιν των όπλων κατά του πλήθους.
13) Ηλίας Τσιαούρας ή Τσαπούρης, αυτουργός ανθρωποκτονιών (µιας τετελεσµένης και πολλών εν απόπειρα) και παρανόµου οπλοφορίας δια πολεµικού όπλου.
14) Ευάγγελος Κων. Μαντζώρος, Ανθυπίλαρχος τότε τεθωρακισµένων, αυτουργός αποπειρών ανθρωποκτονίας και επικινδύνων σωµατικών βλαβών (κατάθ. υπ' αριθµ. 241 και 242).
15) Υπίλαρχος Μιχαήλ Γουνελάς, Ανθυπασπιστής Λάµπρος Κωνσταντέλλος, Αξιωµατικοί του ΚΕΤΘ, λαβόντες µέρος εις την κατά του Πολυτεχνείου επιχείρησιν. Φέρονται ως αυτουργοί ή ηθικοί
αυτουργοί αποπειρών αυτοκτονίας και επικινδύνων σωµατικών βλαβών (καταθέσεις υπ' αριθµ. 72, 76 και 116).
16) Αστυφύλαξ υπό στοιχεία Λ 21 Ηλίας Καραδήµας και δεύτερος τοιούτος υπό το µικρόν όνοµα Νικόλαος, εκτελούντες υπηρεσίαν εν τω Ρυθµιστικά) Κέντρω Αθηνών την νύκτα της 16ης προς 17ην Νοεµβρίου 1973, τυγχάνουν συναυτουργοί µετ' άλλων αγνώστων, ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και επικινδύνων σωµατικών βλαβών εις βάρος τραυµατιών και των συνοδών τους (καταθ. υπ' αριθµ. 72, 76 και 116).
17) Βασίλειος Γεωργίου Μπουκλάκος, τότε ∆ιοικητικός ∆ / ντής του Ρυθµιστικού, απλούς συνεργός, δια της παροχής υλικής και ψυχικής συνδροµής, εις τους υπό στοιχ. 15 κατηγορουµένους και αυτουργός παρανόµου οπλοφορίας, απειλών και βλασφηµίας εις βάρος των τραυµατιών και των συνοδών του.
18) ∆ηµήτριος Κων. Κατσούλης, Ταγµατάρχης Χωροφυλακής, τότε στέλεχος της ΚΥΠ, απλούς µεν συνεργός του υπό στοιχ. 3 ηθικού αυτουργού, δια της παροχής θετικής εις αυτόν συνδροµής εν των
πλαισίω της αρµοδιότητος τους και απλούς οµοίως συνεργός των γνωστών και αγνώστων εγκληµατιών εν τη διαπράξει ανθρωποκτονιών και σωµατικών βλαβών, δια παραλείψεως ως ανωτέρω της τοιαύτης συνδροµής του εκδηλωθείσης.
19) ∆ηµήτριος Παναγ. Πίµπας, αυτουργός προκλήσεων εις διάπραξιν κακουργήµατος ή πληµµελήµατος.
20) Ο υπ' αριθµ. 472 αστυφύλαξ (κατάθ. υπ' αρ. 229), αυτουργός απόπειρας ανθρωποκτονίας νεαρού µαθητού έµπροσθεν του Μητροπολιτικού Ναού την 17-11-1973.
21) Αγνώστων στοιχείων αστυφύλαξ του Γ' Αστυνοµικού Τµήµατος, ευρισκόµενος εν υπηρεσία περί ώραν 14.30 της 17-11-1973 αυτουργός επικινδύνου σωµατικής βλάβης εις βάρος του ∆ηµοσθένους Σαµούρη, ιατρού (καταθ. υπ' αριθµ. 145), µεταβάντος αυτόθι κατά την διαδικασίαν παραλαβής του νεκρού αδελφού του.
22) Ιωάννης Νικ. Καλύβας, Υπαστυνόµος, αυτουργός επικινδύνων σωµατικών βλαβών εις βάρος των εξερχόµενων του Πολυτεχνείου σπουδαστών (κατάθ. Θεοδ. Καλούδη, υπ' αριθµ. αρ. 104).
23) Σάκης Ταµπούρης, Ιωάννης Κουρής και Σωτήριος Νάνος, αρχιφύλακες του ΛΖ' Αστυνοµικού Τµήµατος, συναυτουργοί επικινδύνου σωµατικής βλάβης, εις βάρος του Ιωάννου Χρα (κατάθ. υπ'
αριθ. 142).
24) Πλήθος αγνώστων δραστών όλων των αναφερθεισών πράξεων, µεταξύ των στρατιωτών, αστυνοµικών και απλών πολιτών.
IV. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι η δίωξις των ως είρηται πράξεων και ο κολασµός των αποδειχθησοµένων ενόχων είναι υποχρέωσις της δικαιοσύνης. Επιτρέψατε όθεν όπως εισηγηθώ προς
Υµάς την άµεσον άσκησιν ποινικής διώξεως και την εις τακτικήν ανάκρισιν παραποµπήν της υποθέσεως ως προς απαντάς τους εκτεθέντος στρατιωτικούς και αστυνοµικούς, εις την αρµοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων υπαγόµενους ένεκεν της αναπτυχθείσης ανωτέρω συµµετοχής εγκληµατικής δράσεων των (αρ. 248 παρ. 1 ΣΠΚ). Οίκοθεν νοείται ότι τα ανακύπτοντα περί την ορθότητα του τε χαρακτηρισµού των πράξεων και τον προσδιορισµόν των υπευθύνων, προβλήµατα αληθούς ερµηνείας και ορθής αξιολογήσεως πρεπέστερον θα αντιµετωπισθούν κατά την διαδροµήν της δικαστικής ερεύνης.
Η υπ' εµού ενεργηθείσα ταχεία και αναλυτική - όση µοι δύναµις - έρευνα και τα εκ ταύτης προκύψαντα, κατά τα εκτεθέντα, στοιχεία εντάσσονται εις το προπαρασκευαστικόν και διερευνητικόν πάντοτε πλαίσιον της απλής προκαταρκτικής εξετάσεως, σκοπός της οποίας ως γνωστόν είναι να κριθή αν συντρέχη περίπτωσις ποινικής διώξεως (αρ. 31 παρ. 1 εδ. α ΚΓ∆) και ουχί να ερευνηθή εν πληρότητι και εµπεριστατωµένους η υπόθεσις. Αναφέρω τέλος ότι εις την παρούσαν δικογραφίαν έχουν ενσωµατωθή και αι µηνύσεις των: Γρηγορίου Τρυφ. Παπαδάτου, Κυριάκου Νικ.
Σπηριούνη και ∆ηµητρίου Παπαδοπούλου.
Εν Αθήναις τη 14 Οκτωβρίου 1974
Ο ενεργήσας την προκαταρκτικών εξέτασιν Εισαγγελεύς
∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΒΑΣ
∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΒΑΣ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ ΠΡΩΤΟ∆ΙΚΩΝ
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.