Ήρθε η στιγμή από το ολιστικό πλαίσιο της πολιτικής μου ανάλυσης, με κομβικό στοιχείο την κρίση στην Ελλάδα, να εξαχθούν συμπεράσματα πρακτικής πολιτικής.
Ήρθε η ώρα να ικανοποιήσω τον υπομονετικό ή λιγότερο υπομονετικό αναγνώστη των σχολιαστικών και αναλυτικών προσεγγίσεών μου της τελευταίας οκταετίας. Τώρα είναι που κρίνω πως θα μπορούσα με δυο κουβέντες να ορίσω το πραγματιστικό δίλημμα ημών των σημερινών ελλήνων.
Προσπάθησα να «αναβάλω» όσο μπορούσα αυτή τη στιγμή. Προσπάθησα να δώσω χώρο και χρόνο στον διανοητή, όπως και στον αναγνώστη του κατά την σοβαρή και ολιστική σπουδή επί της καθημερινότητας της πολυδιάστατης και πολυσύνθετης ελληνικής κρίσης … μέχρι που ένοιωσα πως η ίδια η ολιστικού χαραχτήρα προσέγγισή μου κατασκευάζει πλέον «κενό». Είναι προκλητικό και μάλλον σαδομαζοχιστικά «ηδονικό» για έναν αναλυτή των σχέσεων της πολιτικής με την οικονομία, τους θεσμούς και τη κοινωνία να κολυμπά μέσα στο κενό «κερδίζοντας» χωρόχρονο, αλλά ανέντιμο - την στιγμή κατά την οποία το συνειδητοποιεί - να μην σταματά αυτή την διαδικασία, η οποία ουσιαστικά έρχεται να διασκεδάσει την ουσία, την πραγματικότητα του κενού που χαρακτηρίζει αντικειμενικά την πολιτική και πολιτικοοικονομική διάσταση της σημερινής ελληνικής κοινωνίας.
Η ελληνική κοινωνία, αναγνώστη μου, βιώνει την εμπειρία του κενού κατά την μετάβαση από μια πολιτική περίοδο σε μια άλλη, που χαρακτηρίζει έναν κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό, ο οποίος συμπίπτει, εκφράζει και εκφράζεται από μια αντικειμενική συνθήκη, από μια αναγκαιότητα: την μετάβαση από την Τρίτη στην Τέταρτη Ελληνική Δημοκρατία. Κολυμπώντας μέσα σε αυτό το κενό, εγώ ο ίδιος, είναι σαν να επιχειρώ να διασκεδάσω το ιστορικό αυτό γεγονός. Την στιγμή, μάλιστα, που (σου) μιλώ για αυτό το κενό και δοκιμάζω να το φωτίσω από διάφορες πλευρές! Κολυμπώντας / σημειολογώντας σχεδόν καθημερινά εντός αυτού του κενού είναι σαν να μην υπάρχει κενό, μια και εγώ ο ίδιος, μεταξύ άλλων πολλών - και κάποιων πράγματι αξιόλογων αναλυτών, ειδικών και δημοσιογράφων - βρίσκομαι μέσα στο κενό που προσεγγίζω όχι ως κενό αλλά ως κοινό με την έννοια του common.
Πρόσεξε το προσωπικό μου, αντικειμενικό, ωστόσο, δίλημμα: αν συνεχίσω να αναλύω εντός του κενού θα έχω ρόλο, αλλά αν δείξω το κενό - το οποίο έχω ήδη δείξει και μάλιστα αρκετές φορές κατά το παρελθόν - θα πρέπει να αποφύγω να πέσω μέσα του για να το γεμίσω μαζί με όλους τους άλλους που κάνουν κάτι παρόμοιο. Για να αποφύγω δηλαδή τη διασκέδαση του κενού, θα πρέπει ή να απόσχω από την μορφή αυτή πολιτικού ακτιβισμού που ορίζει την σχέση μας και ασφαλώς την διαδικτυακή μου γραφή και να εξαφανιστώ, ή να περάσω από την κριτική του πολιτικού φαινομένου στην άσκηση της πρακτικής πολιτικής. Αν επιθυμώ δηλαδή να παύσω το κολύμπι στο κενό, συνεχίζοντας ωστόσο την ενασχόλησή μου με τα κοινά ως ολιστικό σύστημα και όχι στο πλαίσιο κάποιας μεμονωμένης δράσης της κοινωνίας των πολιτών ή του συνδικαλισμού, θα πρέπει να μεταβληθώ σε πολιτικό, να περάσω αναγκαστικά στον ποζιτιβισμό και να αρχίσω να ορίζω τις ιδέες που έχω ήδη συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο, ως τακτικές και ονομαστικές μεταβλητές αξιών (:ordinal and nominal values).
Αυτό προσπάθησα εναγωνίως και ομολογουμένως φοβικά και σε κάποιο βαθμό υποσυνείδητα, να αποφύγω μέχρι σήμερα. Προσπάθησα να μην μεταβληθώ σε πολιτικό. Πιστεύω πως τα κατάφερα, αλλά πλέον εις βάρος του κύριου σκοπού της γραφής μου.
Σήμερα, και στο πλαίσιο αυτό που αποκαλώ εντιμότητα, θα κάνω το τεράστιο άλμα που απαιτείται για να περάσεις από την ανάλυση της μίκρο- και μάκρο-πολιτικής σε αυτή καθεαυτή την πολιτική. Θα μιλήσω ως πολιτικός, αναφερόμενος στο βασικό συμπέρασμα της μέχρι σήμερα σημειολογικής μου αποκωδικοποίησης. Μόνον που έτσι είναι σαν να συντάσσω κώδικα, να κάνω δηλαδή σαφώς πολιτική.
Περνώντας, λοιπόν σήμερα, ανυπόκριτα στην πολιτική, έρχομαι να ορίσω καθαρά το πραγματιστικό δίλημμα των Ελλήνων, όπως αυτό προκύπτει ως συμπέρασμα της μέχρι σήμερα σημειολογικής μου αποκωδικοποίησης της ελληνικής κρίσης και του καθεστωτικού πλαισίου της.
Απέναντι στην ιδιωτικοποίηση των κοινών - του δημόσιου δηλαδή χώρου όπου δεν ορίζεται ατομική ιδιοκτησία - την οποία αμέσως προωθεί η δεξιά και η κεντροδεξιά στην σημερινή Ελλάδα και αμέσως ή εμμέσως η καθ’ ημάς κεντροαριστερά, ΔΕΝ τοποθετώ την κρατικοποίηση των κοινών μας πόρων. Πιστεύω πως το θεμελιώδες πολιτικά δίλημμα «ιδιωτικοποίηση των κοινών μας-ελληνικών πηγών, κάθε μορφής» ή «κρατικοποίησή-τους» είναι ιστορικά ξεπερασμένο για την ελληνική κοινωνία. Το δίλημμα αυτό πάνω στο οποίο κτίζονται τα επιμέρους εκβιαστικά διλήμματα της διαπλοκής και του ελληνικού καθεστώτος διακυβέρνησης, γενικότερα, ΔΕΝ είναι ένα κοινωνικώς πραγματιστικό δίλημμα. Και έτσι στη βάση αυτού δεν μπορείς να σχεδιάσεις μια έντιμη και προοδευτική εθνική στρατηγική, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων αντικειμενικοτήτων, ασφαλώς.
Μόνον στο πλαίσιο κάποιας μορφής ιδεαλιστικής υπέρβασης αυτών και στο πλαίσιο ενός βελούδινου «πέπλου άγνοιας» της κοινωνικής και παραγωγικής διάρθρωσης της Ελλάδας, θα μπορούσες σήμερα να θέσεις τέτοιο δίλημμα.
Είναι παραπλανητικό αυτό το δίλημμα. Αποτελεί απάτη ή/και αυταπάτη. Και ασφαλώς έτσι δεν κάνεις έντιμη και καλο-αρθρωμένη σύγχρονη πολιτική. Κάνεις κούφιο νεοφιλελευθερισμό ή επαναστατισμό αντίστοιχα, αλλά όχι πραγματιστική πολιτική επικεντρωμένη στην αναμφισβήτητη κοινωνική και παραγωγική κρίση της χώρας μας. Και τέλος, έτσι καταλήγεις να προκαλείς συνειδητά ή ασυνείδητα πολιτική κρίση έξω από την πολιτική οικονομία και την βιο-οικονομία αυτής καθ’ εαυτής της κρίσης.
Το μοναδικό κοινωνικώς πραγματιστικό δίλημμα, αναγνώστη μου, που θα μπορούσε να «βουλώσει»/ να καλύψει το κενό στο οποίο αναφέρθηκα είναι: ποιους νέους θεσμούς θα μπορούσες σήμερα να αναπτύξεις για την διακυβέρνηση και την διοίκηση των κοινών πηγών των ελλήνων, από τις οποίες παράγονται τα λεγόμενα δημόσια αγαθά και η γνωστική ταυτότητα του Έλληνα - που περιέχει ασφαλώς την ταξική - όπως ασφαλώς και το εθνικό συμφέρον;
Το μέγα ζήτημα της συγκυρίας στην Ελλάδα είναι η ανάπτυξη ή εξέλιξη θεσμών συλλογικής δράσης των ελλήνων, πράγμα που προϋποθέτει άμεση εγκαθίδρυση ή επέκταση θεσμών πολιτικής συμμετοχής του ελληνικού λαού στις αποφάσεις, έτσι ώστε επιτέλους να υπάρξει μια μη-διεφθαρμένη, μη-λαϊκιστική διακυβέρνηση των κοινών στο πλαίσιο μιας ευαίσθητης, βιο-οικονομικής και ασφαλώς αποτελεσματικής διοίκησης.
Περί αυτών των θεσμών θα έπρεπε σήμερα να αναπτύσσεται ο πολιτικός αγωνισμός και ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Επ’ αυτών να αντιπαρατίθενται πολιτικά προγράμματα και διακριτές στρατηγικές. Αυτό θα έπρεπε να ορίζεται ως «μονόδρομος», μια και ελάχιστοι αντιλαμβάνονται, δυστυχώς, πως το ουσιώδες πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η πολιτική παραγωγή εναλλακτικών οδών για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στην πραγματικότητα η πολιτική μου πρόταση δομείται στην βάση εναλλακτικών σεναρίων. Το ζήτημα της διακυβέρνησης των κοινών στο πλαίσιο νέων θεσμών διοίκησης και πολιτικής συμμετοχής αποτελεί την επιτομή της διαπραγμάτευσης σε κοινωνικώς προοδευτικό πνεύμα, που βασίζεται στην ανάπτυξη εθνικών στρατηγικών με εναλλακτικά σενάρια.
Και αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, απαιτεί μια διαφορετική από την κυρίαρχη, πολιτική κουλτούρα στην πατρίδα μας. Άλλο ήθος και εντελώς διαφορετικό ύφος στην αντίληψη και διαπραγμάτευση των κοινών. Και θα παρακαλούσα, αν γίνεται και όσο γίνεται, να σοβαρευτούμε: Ας μην συνεχίσουμε τις «υπερβάσεις», ρωτώντας αν αυτό αποκαλείται ή δεν αποκαλείται καπιταλιστική διαχείριση! Ασφαλώς έτσι θεσπίζεται μία εναλλακτική ηγεμονική διάσταση του πολιτικού φαινομένου στην Ελλάδα, στο γενικό πλαίσιο της εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό που δεν αντιλαμβάνομαι είναι πώς θα μπορούσε κάποιος με στοιχειώδη σοβαρότητα να αναπτύξει μία μαρξιστικώς συνεκτική θεωρία για την επανάσταση στην σημερινή Ελλάδα. Ουδείς το έπραξε και ουδείς θα μπορούσε να το πράξει. Η πολιτική μου πρόταση δεν έρχεται να προσφέρει ιδεολογική θεραπεία σε ένα ιστορικό πρόβλημα: στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Έρχεται να την παρακολουθήσει και εστιάζοντας στην ελληνική κοινωνία, να αναζητήσει θεσμούς για άμεσο εκδημοκρατισμό και παραγωγική ανασυγκρότηση. Και αυτοί οι θεσμοί παραπέμπουν πραγματιστικώς σε μία νέα αντίληψη για την διακυβέρνηση των κοινών, στην οποία ουσιαστικά κατέληξαν ως γενικό συμπέρασμα, οι αναλυτικές και σχολιαστικές παρεμβάσεις μου την τελευταία οκταετία.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.