Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος *
Οι πρόωρες εκλογές, με τη συγκεκριμένη πολιτική μορφή που αυτές λαμβάνουν ως διαδικασία και πολιτική νομιμοποίηση, αποτελούν ασφαλώς την απάντηση Σαμαρά και των παραγόντων που αυτός εκφράζει στην «ultimate» πρόκληση [ορθότερα απόρριψη ή αποκλεισμός) της χρηματαγοράς και της τρόικας.
Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια, με την έννοια της αντικειμενικής πραγματικότητας, για όσους ασφαλώς δεν παίζουν κομματικά παιχνίδια για μικρά παιδιά, αλλά αντίθετα προσεγγίζουν το πολιτικό φαινόμενο στην Ελλάδα και στην ΕΕ πραγματιστικά και ως σχήμα και πρακτική εξουσίας με την σύγχρονη έννοια «power in politics» [διάβασε αν θέλεις αναγνώστη μου επ’ αυτού την συστηματική προσέγγιση δύο εξαιρετικών ακαδημαϊκών και διανοητών, του Terrence Ball (1998) και του Jeffry Isaac (1994), για να τοποθετήσεις σε θεωρητικό και όχι ιδεολογιστικό ή ρεαλιστικό/οικονομιστικό πλαίσιο τη γνώμη μου].
Ο Αντώνης Σαμαράς σε συνεργασία με τον Ευάγγελο Βενιζέλο επιχείρησαν να δώσουν λύση διαφυγής από το δραματικό, δομικό/παραγωγικό οικονομικό αδιέξοδο της Ελλάδας και την πιστωτική ασφυξία με την δοκιμαστική προσφυγή στην χρηματαγορά. Ωστόσο η κεντρικά διευθυνόμενη χρηματαγορά, σε προφανή συνεννόηση με τους παράγοντες της τρόικας, τους απέρριψε και έτσι οι σημερινοί συγκυβερνήτες της Ελλάδας, μη έχοντας στην πραγματικότητα άλλη επιλογή, απέφυγαν προσωρινά το δυσβάστακτο πολιτικό κόστος ενός νέου μνημονίου δια της σκηνοθετημένης προσφυγής σε γενικές εκλογές.
Αν το δεις βαθύτερα, δοκίμασαν όχι ακριβώς να τεστάρουν τις αντοχές και τη γενικότερη στάση τρόικας-χρηματαγοράς, αλλά να νομιμοποιήσουν την δική τους επιλογή υπό το δίλημμα: ή καλύπτετε στοιχειωδώς το δραματικό μας πρόβλημα ρευστότητας χωρίς να μας φορτώσετε πολιτικό κόστος στο εσωτερικό, ή πάμε σε εκλογές με αφορμή την εκλογή νέου ΠτΔ… και κάντε μετά καλά με το «τρελόπαιδο» τον Τσίπρα και τις συνιστώσες του!
Με δύο κουβέντες, οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος έθεσαν το δίλημμα στους επίσημους δανειστές της Ελλάδας και στους συντονιστές (τραπεζίτες και χρηματιστές) των PSI: διευκόλυνση της στοιχειώδους ρευστότητας της χώρας και στην εσωτερική αγορά της χώρας στο πλαίσιο μια νέας συμφωνίας ήπιας προσαρμογής, ή εκλογές και καθαρά πολιτική πλέον διαπραγμάτευση με τους αριστερούς-αντινεοφιλελεύθερους;
Και οι παράγοντες της τρόικας απάντησαν με ένα κοινό τρόπο: δεν μας ενδιαφέρει ποιος κυβερνά στην Αθήνα! Δηλαδή, μην μας εκβιάζετε με εκλογές και τον μπαμπούλα-Τσίπρα! Έχουμε πλέον λάβει τα μέτρα μας και δεν φοβόμαστε την αριστερά. Το δικό σας πρόβλημα με την άνοδο της αριστεράς στα εσωτερικά σας πράγμα δεν θα γίνει (και) δικό μας! Αν είναι να γίνει πολιτική διαπραγμάτευση που θα αφορά στο χρέος, στις επενδύσεις και σε μια ήπια πλέον προσαρμογή στη κουλτούρα και πρακτική των πολύ χαμηλών ελλειμμάτων, ας γίνει με την αριστερά και τους αντιμνημονιακούς. Αυτό συμφέρει την νέα (γερμανική) ηγεμονία στην ΕΕ, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στην Ελλάδα μετά την κατάδηλη αποτυχία του προγράμματος της τρόικας και του τεράστιου Κοινωνικού Ζητήματος που αυτό προκάλεσε ως παράπλευρη συνέπεια!
Αν είναι να γίνει πολιτική διαπραγμάτευση, ας γίνει με εκείνους που θέτουν το ζήτημα σε πολιτική και όχι τεχνοκρατική/λογιστική βάση, έτσι ώστε να υπάρξει και γνήσιο πεδίο πολιτικής νομιμοποίησης τόσο στις χώρες μας (μέλη της ευρωζώνης) και εντός των ευρωπαϊκών θεσμών, όσο και στο εσωτερικό ελληνικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο – αν περάσουμε από την τεχνοκρατική στην καθαρά πολιτική προσέγγιση, τότε ορθολογικό είναι να διαπραγματευτούμε με τον Τσίπρα και όχι με εσάς, είναι σαν να διαμηνύουν αυτοί στους οποίους οι κυβερνήσεις (δεξιάς, κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς) της κρίσης, παρέδωσαν την ουσιαστική διακυβέρνηση της Ελλάδας.
Και έχουν «δίκιο», εάν φυσικά αντιλαμβάνεσαι και αποδέχεσαι το σύγχρονο πλαίσιο διαπραγματεύσεων που βασίζεται στην γενική προσέγγιση των «power in politics». Και η σύγχρονη πολιτική οικονομία διεθνώς, αναγνώστη μου, πάνω σε αυτές τις αντιλήψεις διαμόρφωσης και μάνατζμεντ της εξουσίας, που δεν διαχωρίζεται οντολογικά σε πολιτική και οικονομική, αναπτύσσεται. Οι κύριοι Βενιζέλος και Σαμαράς για να περισωθούν πολιτικά στο εσωτερικό, φυσικά, της Ελλάδας, δοκίμασαν την τελευταία στιγμή και ενώπιον του αδιεξόδου του «success story» τους, να μετατρέψουν την οντολογία των σχέσεων της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα και προς τούτο χρησιμοποίησαν την «δοκιμαστική» έξοδο στην χρηματαγορά. Δοκίμασαν να μετατρέψουν άδηλα σε πολιτική διαπραγμάτευση μία τεχνοκρατικού, τακτικού χαρακτήρα διευθέτηση του χρηματοπιστωτικού και δημοσιονομικού προβλήματος της Ελλάδας. Και αυτή η τακτική τους, που ουσιαστικά παρέπεμπε σε μία διαφορετική στρατηγική στην σχέση της τρόικας με την ελληνική κυβέρνηση, απερρίφθη ως πολιτικώς ανάρμοστη. Κι έτσι το καθεστώς εσωτερικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά αποκλεισμένο, στον τοίχο, με το πιστόλι – που αν ενθυμείστε «έπαιζε» ο Γιώργος Παπανδρέου με τις αγορές – στον δικό του κρόταφο.
Τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις; Αν δεν γίνεται χούντα, γίνονται εκλογές και περνάμε την ευθύνη στο εκλογικό σώμα, το οποίο συνεχίζουμε να εξαπατούμε θρασύτατα, αφού προηγουμένως εκβιάσουμε παιδαριωδώς και χυδαίως - προσβάλλοντας πλήρως το πνεύμα του συντακτικού νομοθέτη - τους βουλευτές της αντιπολίτευσης στο πλαίσιο της εσπευσμένης διαδικασίας εκλογής ΠτΔ.
Η μικρή, πικρή αλήθεια είναι λοιπόν πως η χρηματαγορά και η τρόικα στέλνουν τους έλληνες στη κάλπη, μετά από την αποτυχία της συγκυβέρνησης να παζαρέψει την παραμονή της στα ελληνικά πράγματα, μετατρέποντας ουσιωδώς την οντολογία της σχέσης της με την τρόικα. Αν ήθελα να γίνω κυνικός, θα έλεγα πως η γερμανική κυβέρνηση σε προφανή συνεννόηση με την Ουάσιγκτον, στέλνει την συγκυβέρνηση στον κάλαθο των αχρήστων της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, καθώς ο, τι είχε να (τους) προσφέρει το προσέφερε και πλέον έχει μεταβληθεί σε επικίνδυνο παράγοντα του ελληνικού ζητήματος, ανίκανη να συνεχίσει να το χειρίζεται με σχετική πολιτική νομιμοποίηση στο εσωτερικό και δίχως πρόκληση ευρύτερης αστάθειας.
Με λίγα λόγια και δίχως υπερβολή, η επιλογή καταφυγής των συγκυβερνώντων στην κάλπη αυτή την ώρα είναι μονόδρομος, από την στιγμή που κανένας παράγοντας της τρόικας δεν προσβλέπει σε μία κυβέρνηση τύπου Παπαδήμου, χωρίς την άμεση σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό φαντάζομαι να το αντιλαμβάνεται ο στοιχειωδώς πολιτικά εκπαιδευμένος αναγνώστης αυτών των γραμμών. Δίχως τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση «ειδικού σκοπού», όπως την προπαγάνδισε και την προπαγανδίζει η διαπλοκή, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αποδεκτή ως παράγοντας πολιτικής διαπραγμάτευσης από την τρόικα. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να μην το καταλαβαίνουν πολύπειροι έλληνες πολιτικοί, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα υποστήριξαν κινδυνολογώντας χυδαία, αυτήν την ιδέα! Το καταλαβαίνουν μάλλον καλά – όπως αντιλαμβάνεται και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα υφίστατο «καταστροφή» εάν συμμετείχε σε μια τέτοια κυβέρνηση – αλλά για λόγους πολιτικής επικοινωνίας με μετεκλογική στόχευση, εμφανίζονται να το αγνοούν!
Κατά την δική μου άποψη, οι εκλογές αυτήν την στιγμή συμφέρουν περισσότερο ή λιγότερο όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται σε αυτές, ακόμα και την ηγεσία της ΧΑ, η οποία ούτως ή άλλως είναι «καμένη», και επιπλέον επειδή ο χώρος της ακροδεξιάς σε συνάρτηση με εκείνον της δεξιάς, βρίσκεται στην φάση καθολικής αναδιάρθρωσης. Θα είναι αυτές οι εκλογές που θα διαμορφώσουν το σχήμα καθολικής αναδιάρθρωσης του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας από την ακροδεξιά έως και το ΚΚΕ. Και αυτό είναι επιλογή καί της χρηματαγοράς καί της τρόικας και ας μην έχουμε αυταπάτες!
Η ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης συνολικά της εθνικής οικονομίας της Ελλάδας συναρτάται πλέον απολύτως με την ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης του πολιτικού της συστήματος με περιθωριοποίηση της διαπλοκής. Ας συνειδητοποιήσουν, έστω και την τελευταία στιγμή, οι διαπλεκόμενοι και οι υπάλληλοί τους πως μόνο μία χούντα θα μπορούσε να διασφαλίσει την σταθερότητα του καθεστώτος που δόμησαν κατά την ύστερη φάση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά κάτι τέτοιο δεν θα επιθυμούσαν ούτε οι γερμανοί ούτε η Ουάσιγκτον.
Η περιθωριοποίηση της διαπλοκής είναι βέβαιον πως θα φέρει νέες δυνάμεις και άλλες, φρέσκες προσωπικότητες με διαφορετικό ύφος και ήθος στον χώρο της πολιτικής και της οικονομίας και θα ανανεώσει την Ελληνική Δημοκρατία και Οικονομία. Αυτό που δεν ξέρω και για το οποίο ανησυχώ, είναι ο βαθμός αυτής της ανανέωσης προς μια νέα μεταπολίτευση. Και ανησυχώ βάσιμα επειδή από την μια βλέπω την κεντροαριστερά χαμένη στην πελατειακή της άβυσσο, ενώ από την άλλη τον ΣΥΡΙΖΑ να μην φαίνεται διατεθειμένος να απορροφήσει και να αξιοποιήσει μέχρι στιγμής το γόνιμο προοδευτικό δυναμικό της ελληνικής κοινωνίας και την ηγεσία του ΚΚΕ ανίκανη να αναπτύξει μία σύγχρονη αντικαπιταλιστική αφήγηση, προσαρμοσμένη στις σημερινές ιδιαιτερότητες που δομούν την ελληνική πραγματικότητα.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.