Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος *
Αν για κάτι θα μπορούσες βάσιμα να με κατηγορήσεις αναγνώστη μου, είναι πως καθ' όλη τη διάρκεια της απίστευτα μακράς περιόδου της κρίσης, της ύφεσης, της δραματικής διόγκωσης της ανεργίας, της εσωτερικής υποτίμησης, της συντεταγμένης πτώχευσης, των «λουκέτων» και της μεγάλης και απότομης απομείωσης κεφαλαίου στην πατρίδα μας, επέδειξα κοινωνικά προοδευτική μεν, αλλά σίγουρα μετριοπαθή στάση.
Και εγώ - με την έννοια του θυμικού και του «επαναστατικού» και όχι του λογικού και του πολιτικού - για τον ίδιο λόγο «κατηγορώ» τον εαυτό μου, μόνον που ειλικρινά δεν θα μπορούσα να πράξω διαφορετικά: αυτή η οικονομική, με την ευρεία έννοια, θεσμική και ιδεολογική/κοσμο-αντιληπτική υπόθεση της κρίσης, που προκάλεσε και προκαλεί ένα μοναδικό σε σοβαρότητα Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιμετωπισθεί χωρίς σύνεση, χωρίς προοδευτικού χαρακτήρα μετριοπάθεια.
Γιατί; Επειδή (1) το παραγωγικό (διαθρωτικώς αντιοικονομικό και υπαναπτυξιακό) σχήμα, (2) η γενική κουλτούρα του πληθυσμού, (3) η κοινωνικοπολιτική «gestalt» του σύγχρονου έλληνα, ως σύστημα δόμησης του γνωστικού του μοντέλου που ορίζει ουσιαστικά τον καταστατικό χαρακτήρα της ελληνικής πραγματικότητας, εντός της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, της ΕΕ και της ευρωζώνης, και (4) το «habitus» που είναι η προσωπική μας ιστορία, η περιπέτεια του καθενός από εμάς τους έλληνες, εγγεγραμμένη στο ίδιο μας το σώμα και μυαλό, ως ενιαία λειτουργική κοινωνική οντότητα, δεν επέτρεπαν κάτι διαφορετικό, αν κάποιος δεν ήθελε να λαϊκίσει ή δεν αγωνιζόταν να συντηρήσει ένα σε μεγάλο βαθμό κλειστό πελατειακό καθεστώς, που χαρακτηρίζεται από έντονη σήψη και πολιτική διαστροφή.
Η προσέγγιση αυτών των τεσσάρων εσωτερικών παραγόντων οδηγεί σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα με όρους πραγματισμού: η σύνεση στην αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος και της πολυσύνθετης πλέον κρίσης που μαστίζει την χώρα μας δεν μπορεί να αφορά στη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων που συνδέονται οργανικά-διακυβερνητικά με το καθεστώς που προκάλεσε και διαχειρίστηκε μέχρι σήμερα την κρίση. Εδώ απαιτείται ρήξη στις δομές (:σχέσεις) και όχι απλώς λειτουργίες του καθεστώτος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατία.
Αυτό, ούτε ως επανάσταση θα μπορούσε ασφαλώς να το ορίσει κάποιος, ούτε να διακρίνει μέσω αυτού ίχνη/απειλές εθνικού διχασμού, αν ήθελε να παραμείνει σοβαρός. Η ίδια η μορφή της κρίσης και οι κοινωνικές της και εθνικές συνέπειες στο πλαίσιο των πιο πάνω εσωτερικών παραγόντων που όρισα, προσδιορίζουν τη σύνεση σε αγωνιστική αντίθεση με τη συναίνεση των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, ή τη συναίνεση στο απολιτικό κέντρο, που αποτέλεσε τον ουσιώδη αιτιατό μηχανισμό της σημερινής κρίσης, όπως και τον διακυβερνητικό και πολιτικά νομιμοποιητικό μηχανισμό του αντικειμενικού αδιεξόδου της μεθοδολογίας της τρόικας.
Με μια κουβέντα, συνετή πολιτική στη σημερινή Ελλάδα μπορείς να δομήσεις στρατηγικά και να ασκήσεις αποτελεσματικά, αποκλειστικά έξω και μακριά από το συναινετικό σχήμα των κυβερνητικών δυνάμεων και των καιροσκοπικών μορφωμάτων που ιδρύθηκαν αυτή την περίοδο για να εγκλωβίσουν κοινωνικά στρώματα και άτομα στη κύτη μιας πολιτικής που επιχειρεί μάλλον άτσαλα και αργοπορημένα να αναπαράγει ένα καθεστώς που με αντικειμενικούς όρους δεν έχει καμία ελπίδα επιβίωσης, αν φυσικά ο ελληνικός λαός επιθυμεί κοινωνική πρόοδο και ευημερία.
Και αυτό είναι παράδοξο, όπως και να το δεις! Η συναίνεση, όπως την διαπραγματεύεται σήμερα η διαπλοκή, είναι κάτι παράδοξο, αναγνώστη μου! Αυτό που επιχειρούν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Ελλάδα να παρουσιαστεί ως αυτονόητη και συνετή αντιμετώπιση της κρίσης, είναι το πλέον παράδοξο πράγμα με όρους δημοκρατίας ή έστω σκέτα πολιτικής! Σύνεση δεν σημαίνει συντήρηση ενός σάπιου καθεστώτος, ούτε υποταγή στους κανόνες και στις αρχές της ολοκληρωτικής αγοράς, από τη στιγμή μάλιστα που έχεις να αντιμετωπίσεις ένα οξύ Κοινωνικό Ζήτημα και την άμεση ανάγκη παραγωγικής αναδιοργάνωσης με βιο-οικονομικά και εθνικά κριτήρια.
Κάπως έτσι η δημοκρατική σύνεση στη σημερινή Ελλάδα αποστρέφεται τη συναίνεση για την εκλογή ΠτΔ και ψηφίζει εκλογές. Άλλωστε, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν θα μπορούσε ποτέ να εκλεγεί με αυξημένο κύρος υπό τις σημερινές συνθήκες τρόμου και ζωτικών απειλών, που στοιχειώνουν το σημερινό κοινοβουλευτικό σώμα. Υπό αυτές τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και αφορούν στις μεθοδεύσεις και στον δημόσιο «διάλογο» για την εκλογή νέου ΠτΔ, ελεύθερη βούληση δεν θα μπορούσε να υπάρξει στο κοινοβούλιο.
Οι έλληνες βουλευτές θα επιδείκνυαν πραγματική σύνεση στο βαθμό που δεν συναινούσαν στην υπερψήφιση του προτεινόμενου από τη συγκυβέρνηση προσώπου (του οποιουδήποτε προσώπου) ως νέου ΠτΔ. Ο συνετός βουλευτής γνωρίζει πως η συγκεκριμένη, αφάνταστα ταλαιπωρημένη από εκβιασμούς και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις βουλή, δεν θα μπορούσε ποτέ να «δώσει» έναν ΠτΔ με κύρος στην ελληνική πολιτεία. Είναι ο ίδιος ο συνετός βουλευτής που δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνεται πως ήρθε η στιγμή όλες οι ασκούμενες εξουσίες στην Ελλάδα να επιστρέψουν για «αναδιανομή» στην Πηγή τους, στον ελληνικό Λαό, ώστε το εκλογικό σώμα - και όχι ο ίδιος - να επωμιστεί την ευθύνη για την τελική λύση στο ζήτημα της κρίσης. Όσο για τον αγαπητό μου Στ. Δήμα, ας ξέρει - αν συνεχίζει να εκτιμά τις γνώσεις και την εμπειρία μου στην πολιτική επικοινωνία - πως τον «έκαψε» ο τίτλος: «Ο Πρόεδρος του 1 δισ. ευρώ»!
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.